Ο Λευτέρης Μυτιληναίος και η αιώνια ανοιχτή πόρτα για τα «μπουζούκια»

"Συγχώρα με που φεύγω" είναι ο επίσημος τίτλος ενός από τα πιο αγαπητά του τραγούδια (κι ας το θυμόμαστε εμείς αλλιώς).  Ένα κείμενο του Άρη Καραμπεάζη για έναν σεμνό "αισθηματία"...

Το ιδιώνυμο του αισθηματία Λευτέρη Μυτιληναίου έχει ήδη αποθανατιστεί με εξαντλητικό τρόπο από τον σκηνοθέτη και συνάδελφο του αισθηματία Νίκο Τριανταφυλλίδη, που όχι μόνο γάζωσε μια για πάντα τον αξεπέραστο «Κομπάρσο» με την παρουσία του στην –όπως έμελλε τελικά– τελευταία του ταινία, αλλά και έγραψε μεταξύ άλλων το εξής ταραγμένο και συνταρακτικό ταυτόχρονα για τα τραγούδια του Μυτιληναίου (δηλαδή αυτά που τραγούδησε ο Μυτιληναίος, καθώς έχουμε συνηθίσει στα καθ’ ημάς τα τραγούδια να γράφονται από αυτούς που τα τραγουδάνε, πράγμα που αποτελεί μάλλον την εξαίρεση στο λαϊκό τραγούδι:

«Μελωδίες που έχεις ακούσει από ένα διερχόμενο ταξί, στα μεσαία των FM ή πίσω από ένα θαμπό τζάμι. Ρεφρέν που επέστρεψαν από το άγνωστο για να σε κάνουν να στυλωθείς στα πόδια σου. Ή για να συντριβείς με πλήρη αξιοπρέπεια. (Πηγή: www.lifo.gr- 4/4/2012- «Ο αισθηματίας Λευτέρης Μυτιληναίος από τον Νίκο Τριανταφυλλίδη»).

Του ανωτέρω λεχθέντος καθίσταται από περιττό έως ύποπτο κάθε επόμενο άρθρο σε σοβαρά και μη «ροκ» έντυπα, που θα επιχειρεί να πείσει τον αναγνώστη του να αντιμετωπίσει τον Λευτέρη Μυτιληναίο ως έναν Scott Walker, που δήθεν ξέπεσε στον εγχώριο βούρκο των «μπουζουκιών» και των φθηνών λαϊκών σουξέ, και να συλλογιστεί που θα είχε φτάσει αυτή η –είναι αλήθεια– αθεράπευτα καθησυχαστική φωνή με ένα ρεπερτόριο αξιώσεων.

Όλα αυτά –θεωρώ- είναι συμπλεγματικές σαχλαμάρες, αντιστοίχου μεγέθους με αρλούμπες του στυλ «ο Μητροπάνος ήταν ροκ», «ο Στράτος Διονυσίου power metal», «o Άγγελος Διονυσίου A.O.R.» και διάφορα παρόμοια από όσους επιφανειακά προσεγγίζουν τη σχέση τους με τη μουσική ως υποκατάστατο της διαρκούς έλλειψης προσωπικότητας, που τους χαρακτηρίζει.

Και αν τυχόν βρίσκετε αντιστοιχίες ανάμεσα στο «Ο brother, buy me one more drink/ one more drink and then goodbye/ and do not mock me when I say/ Let’s drink one more before I die» και στο «Άστα μεγάλε/ Υγρή φωτιά στο ποτήρι μου βάλε/ Ας είμαι λιώμα βάλε και ξαναβάλε/ Έχω τρελαθεί», τότε αφενός έχετε πρόβλημα, αφετέρου μόλις κάνατε αυτό για το οποίο χλευάζετε τους άλλους. Άρα έχετε πρόβλημα.

Ο Λευτέρης Μυτιληναίος, η μία, μοναδική και αδιαίρετη ουσία των ερμηνειών και της αισθητικής του, οι επιλογές και οι κατακτήσεις του, οι εμμονές και οι παρεκκλίσεις του, ακόμη δε και αυτές οι αδυναμίες του ως ερμηνευτή, υπαγορεύουν να μη τον διαχωρίσουμε από αυτό που πραγματικά είναι, διαφορετικά όχι μόνον δεν τον έχουμε κατανοήσει, αλλά επιπλέον συνθλίβουμε έστω και ασυνείδητα το προσήκον μέγεθος του σε αυθαιρεσίες περί του ανυπέρβλητου αυτού.

«Το 2002 κυκλοφόρησε ένα διπλό CD με 31 τραγούδια και τίτλο «Η δική μου υπογραφή», για το οποίο είμαι περήφανος. Πήρε τρία χρόνια για να ολοκληρωθεί αυτή η δουλειά και μου κόστισε 161.000 ευρώ, επειδή ήθελα να κάνω το ψώνιο μου. Συνιστώ στον κόσμο να τα ακούσει αυτά τα κομμάτια στο διαδίκτυο», θα πει σε μία συνέντευξη του τον Ιούνιο του 2016 στον Αλκίνοο Μπουνιά για την Espresso. Και έχει απόλυτο δίκιο.

Ο Λευτέρης Μυτιληναίος ξέρει καλύτερα από όλους μας ότι ο Λευτέρης Μυτιληναίος βρίσκεται μέσα σε αυτό το διπλό CD, και αν δεν μπορείς να τον βρεις εκεί, τότε δεν θα τον βρεις πουθενά αλλού, ούτε καν στον «Κομπάρσο». Τραγούδια που από την πρώτη ακρόαση μπορείς και τα τραγουδάς με το σύνηθες κενό διάστημα δύο λέξεων για αυτές τις περιπτώσεις ασυνείδητου singalong, το οποίο όμως δεν σε εμποδίζει να ταυτιστείς άμεσα μαζί τους. Και παραχρήμα να ανοίξεις την αιώνια πόρτα προς τα μπουζούκια, να μπεις και να μείνεις εκεί.

Θυμάμαι πίσω στα παιδικά μου 80s έναν οικογενειακό φίλο, κουμπάρο και βιοτέχνη επίπλων (ίσως η πιο 80s επαγγελματική ιδιότητα που θα μπορούσε να έχει κανείς στην Ελλάδα) να έχει πάντοτε το καλύτερο αυτοκίνητο της παρέας των γονιών μου.

Κάτι προχωρημένες Alfa Romeo και κάτι εξωοικογενειακές BMW, με τις οποίες ήταν στόχος ζωής να επιστρέψεις σπίτι σου αργά το βράδυ μετά από μια έξοδο ταβέρνας, που κάπως παρά-πήγε αργά, παρατώντας το οικογενειακό αυτοκίνητο και τις κασέτες του Άσιμου στη μοίρα της οικογένειας σου.

Η μουσική που υπήρχε σε μόνιμη βάση στο πάντοτε Blaupunkt στερεοφωνικό σύστημα εκείνων των υπέροχων αυτοκινήτων, ήταν ικανή να μεταφέρει ακόμη και έναν οχτάχρονο μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα στα «μπουζούκια» και ειδικότερα στο Στορκ της Αρετσούς, με την ταμπέλα του οποίου μεγαλώσαμε για αρκετά χρόνια, αλλά ποτέ δεν καταφέραμε να μπούμε μέσα.

Ακούγοντας όμως τα τραγούδια που με ένθεη γνώση επέλεγε ο Βιοτέχνης για τις κασέτες του αυτοκινήτου του, σχεδόν διδαχτήκαμε σε πρωθύστερο χρόνο όλο το ritual. Τι πρέπει να φοράς για να μπεις, πως πρέπει να χαιρετήσεις τον μετρ για να βρεις καλό τραπέζι, τι νεύμα θα κάνεις στους τραγουδιστές κάθε που βγαίνουν και φεύγουν από την πίστα, ακόμη και το πως θα βγάλεις το μάτσο με τα λεφτά από την τσέπη όταν έρθει η ώρα για να πληρώσεις. Σχεδόν και το πως θα πετύχεις το απαραίτητο «ψαλίδι» για να καταφέρεις να μη φύγεις μαδημένος και δυσαρεστημένος. Πράγμα μάλλον ανέφικτο τελικά, καθώς δεν μπορείς να διδάξεις σε γέρικα σκυλιά νέα κόλπα και άλλα τέτοια αμετάφραστα κατά βάση.

Τα πάντα ήταν εκεί: στις ποσότητες echo στα τύμπανα που είχε επιλέξει ο κάθε ηχολήπτης, στον πλαστικό λαϊκό ρυθμό, που με σοφία κρατάνε τα σύνθια της εποχής, στα υπερκαλωδιωμένα μπουζούκια και τέλος στην ενστικτωδώς μπλαζέ ερμηνεία του τραγουδιστή, του φυσικού ηγέτη δηλαδή της κοινωνίας των μπουζουκιών, ο οποίος τραγουδάει για τα πιο κοινά αισθήματα, σαν να πρόκειται αυτά να καθορίσουν το μέλλον όχι μόνο του υποκειμένου τους, αλλά και του κόσμου όλου. Είναι γνωστό ότι αν ο κόσμος όλος κρέμεται από ένα τραγούδι, αυτό είναι οπωσδήποτε ένα λαϊκό τραγούδι. Γνωστό είναι επίσης ότι και το rock ‘n’ roll είναι παρά μία λαϊκή μουσική.

Όλα τα παραπάνω και πολλά περισσότερα από αυτά, νοήματα παρόμοια και όχι απαραίτητα υπέρτερα, αισθητική ομοιόμορφη και όχι απαραίτητα προσεγμένη, στίχοι που δεν κρίνουν απαιτούμενο να αποχωριστούν την οικειότητα του πρώτου επιπέδου, ερμηνείες που δεν αναζητούν την επιτήδευση του ξεχωριστού, τριάντα δύο τραγούδια σε αδιατάρακτη ροή, όπως περίπου στο αυξημένων ταχυτήτων Loco Live των Ramones, για να επανέλθουμε στην εμμονή των ροκ κλισέ.

Το παραπάνω live άλμπουμ άλλωστε πάντοτε θα (μου) ακούγεται ως η πιο ουσιαστική κυκλοφορία τους, γιατί όποτε μπαίνει στο σπίτι μου, είναι ακριβώς σαν να μπαίνω σε ένα live τους που έχει ήδη αρχίσει, όπως άλλωστε και στα μπουζούκια, το πρόγραμμα έχει ήδη και πάντοτε αρχίσει κάθε φορά που μπαίνει κανείς στο μαγαζί, ακόμη και αν καταφέρει και μπει πριν καν αρχίσει το πρόγραμμα (επίτευγμα στα όρια του υπερφυσικού δηλαδή, για να μην πούμε παραφύσει). Το πρώτο τραγούδι του προγράμματος στα «μπουζούκια» το ακούει πάντα και μόνο το προσωπικό του μαγαζιού, το πρώτο τραγούδι των Ramones έχει ήδη χαθεί στη μελωδία του Morricone και συνεπώς το έχουν ακούσει μόνο οι ίδιοι στην πραγματικότητα.

Ένας Λευτέρης Μυτιληναίος που πατώντας επάνω στην πιο προβλέψιμη (και συνεπώς την πιο σωστή) μπουζουκό-ενορχήστρωση που μπορεί να επιτευχθεί, δεν διστάζει να τραγουδήσει «ταξίδεψε με στου κορμιού σου τα απόρρητα/ εκεί που ήθελα να μπω όμως δεν μπόρεσα/ ταξίδεψε με στον μεγάλο σου τον έρωτα/ ξενύχτησε με χίλια βράδια αξημέρωτα». Και σε ατέρμονες επαναλήψεις φυσικά το ανενδοίαστο ρεφρέν.

Ένας Λευτέρης Μυτιληναίος που δεν νοσταλγεί μοιρολατρικά τους μεγάλους συνθέτες που κάποτε συνάντησε, που δεν αναζητά μεγάλους ποιητές για να τους εκτελέσει και αυτός με την σειρά του σε ακόμη έντεκα βήματα. Ένας Λευτέρης Μυτιληναίος που σε κάνει να θέλεις να σηκωθείς, να ντυθείς όπως ακριβώς πρέπει και να πας όσο το δυνατόν πιο γρήγορα στα πιο κοντινά «μπουζούκια», γνωρίζοντας όσα πρέπει και όντας σίγουρος ότι θα τα κάνεις όλα σωστά.

Και αν σώνει και καλά, ως αναζητητές δήθεν βαθύτερων νοημάτων σε κάθε είδος θεμιτά εύπεπτης τέχνης, πρέπει να βρούμε ένα τραγούδι συγκινησιακού φορτίου που ισοσκελίζει την απουσία του «Κομπάρσου» από το τρέχον ρεπερτόριο του Λευτέρη Μυτιληναίου, μπορούμε με άνεση να σταθούμε λίγο παραπάνω από όσο πρέπει στο 4ο τραγούδι του πρώτου CD, με τον μονοσήμαντο τίτλο «Διακριτικά».

Ένα μάλλον μετριοπαθές ζεϊμπέκικο, που δεν κάνει καμία προσπάθεια να ξεχωρίσει από τα υπόλοιπα του είδους, που υπακούει στην μυθολογία των μοναχικών αντρών, αλλά αντί να την διαβρώνει, αναβιώνει την ανάγκη να την πιστέψει κανείς, έστω και ως «συνθήκη» και που στην τελική επαληθεύει θριαμβευτικά τη ρήση του Τριανταφυλλίδη περί του ότι τα έχοντα νόημα ύπαρξης τραγούδια μας βοηθάνε όντως να συντριβούμε με πλήρη αξιοπρέπεια, όταν ακριβώς το μόνο σίγουρο και επιδιωκόμενο είναι ότι πρόκειται να συντριβούμε, χωρίς να μας απασχολεί η συνοδεία ή μη της αξιοπρέπειας.

Σε μία τέτοια περίπτωση περισσότερο από την ίδια τη φωνή του Λευτέρη Μυτιληναίου, βρίσκεται η απόλυτα προσωπική του κρίση επί των πραγμάτων, που αυτόν τον υποχρεώνει πάντοτε να μας ανοίγει την πόρτα και εμάς μας υποχρεώνει πάντοτε να μπαίνουμε στα «μπουζούκια» και να μην έχουμε είτε πολλές αντιρρήσεις, είτε πολλές προσδοκίες.

  • το 2πλο CD του Λευτέρη Μυτιληναίου «Η δική μου υπογραφή» κυκλοφόρησε το 2002 από την Legend Recordings. Δεν γνωρίζω αν κόστισε όντως 161.000 €, αλλά πρέπει απαραίτητα να το αποκτήσει και να το ακούσει κανείς σε αυτό το format. Ιδανικά σε συνθήκες αυτοκινήτου.
  • Θα ήταν περιττό να πούμε ότι όλα τα παραπάνω είναι αφιερωμένα στον Νίκο Τριανταφυλλίδη, αφού άλλωστε ανήκουν σε αυτόν.

Και επί του παρόντος:

  • Δεν θα ήταν περιττό να πούμε ότι όλα τα παραπάνω (με ελάχιστες προσθήκες στην παρούσα εκδοχή τους) δημοσιεύτηκαν για πρώτη (και καλύτερη λόγω εντύπου ασφαλώς) φορά στο τεύχος του βραχύβιου (;) φανζίν ΣΑΣΤΕΗΝ.
  • Εδώ και αρκετό καιρό μου ζήταγε το κείμενο ο Αντώνης Ξαγάς για να το περάσουμε και στην... αιωνιότητα του Mic, και έτυχε να του το δώσω δύο μόλις μέρες πριν από την «τρίτη επέτειο θανάτου» του Νίκου.
  •  Έτυχε; Δεν είμαι και τόσο σίγουρος κι εγώ. Μήπως πρόκειται περί ασυνείδητης τυμβωρυχίας (είναι και επίκαιρος ο όρος άλλωστε, έστω και στην πρωθυπουργική του παράφραση);
  •  Δεν είμαι και τόσο σίγουρος πάντως ότι και ο ίδιος ο Τριανταφυλλίδης δεν θα ενέκρινε την τυμβωρυχία, έστω και εις βάρος του. Δύο αρνήσεις δημιουργούν σχεδόν μία επιδίωξη άλλωστε και ο Νίκος δεν ήταν τύπος που μάσαγε με κάτι τέτοια.