Ο Μπάμπης Αργυρίου στα FM: από το Ράδιο Free το 1982 στον Republic το 2007
"Ιδανικές φωνές κι αγαπημένες εκείνων που πεθάναν (...) Κάποτε μες στα όνειρά μας ομιλούνε κάποτε μες στην σκέψη τες ακούει το μυαλό. Και με τον ήχο των για μια στιγμή επιστρέφουν
ήχοι από την πρώτη ποίηση της ζωής μας –σα μουσική, την νύχτα, μακρινή, που σβήνει."
Μέσα από την υπεροψία της ζωντανής ανάσας, της (ψευδο)ασφάλειας που δίνει μια καθησυχαστικά επαναλαμβανόμενη καθημερινότητα και της μετατροπής του θανάτου σε ένα χυδαίο ποπ r.i.p. θέαμα για τις μάζες, σπανίως σκεφτόμαστε συνειδητά ότι ζούμε σε έναν κόσμο φαντασμάτων. Του δικού μας και των άλλων. Ζωντανών και νεκρών. Ακούμε τις μουσικές και τις φωνές τους, βλέπουμε τις ταινίες τους (‘I see dead people!’) και τις φωτογραφίες τους, διαβάζουμε τα γραπτά τους, σκέψεις και συναισθήματα. ‘Αντικειμενικά’ τεκμήρια μιας ζωής που πέρασε ή σκιές ενός παρελθόντος που ποτέ δεν υπήρξε όπως το βλέπουμε, το ακούμε και το θυμόμαστε, σαν εκείνα τα άστρα που ακόμη λάμπουν αλλά μπορεί να έχουν σβήσει εδώ και χιλιετίες; Και στην εποχή της ψηφιακής ευκολίας τα ‘ντοκουμέντα’ συσσωρεύονται, κάθε στιγμή, εικόνα, σκέψη, κίνηση καταγράφεται, ειδικά οι νεότερες γενιές που είναι ακόμη μωρά ανυποψίαστα έχουν το αμφίβολο προνόμιο να διαθέτουν καταγεγραμμένη κάθε στιγμή της ζωής τους από την αρχή της. Ένα βάρος για όσους και όσες μένουν πίσω, μια φενάκη υστεροφημίας όπου τα πάντα ξεχνιούνται όχι μέσα στην λήθη αλλά στην εκθετικά αυξανόμενη εντροπία της πληροφορίας.
Είχα(με) πολλές σκέψεις και ενδοιασμούς αν θα έπρεπε κάποια στιγμή να ανεβάσω(ουμε) αυτά τα αρχεία (ευγενική προσφορά του Απόστολου Βαρνά και του Βασίλη Γιαννίτση). Ακόμη έχω. Ας είναι… Δεν χρειάζονται όλα μια εξήγηση. Ούτε θέλω να γράψω κάτι συγκινητικό, μελοδραματικό, καθηλωτικά λυρικό. Έτσι πάτησα το play, τόσο καιρό ουσιαστικά δεν τις είχα ακούσει τις εκπομπές. Αυτή η ατάκα από το 1982 και τους ομιχλώδεις ‘παράνομους’ αιθέρες της Θεσσαλονίκης… «Μουσική από σταρς που έχουν τα πάντα για ακροατές που δεν έχουν τίποτα». Μετά πέρασαν τα χρόνια, οι Television Personalities, για «συναισθητικούς λόγους» ξεκίνησαν την πρώτη εκπομπή, για ένα παράξενο γύρισμα της τύχης το τελευταίο κομμάτι ήταν το «Drifting towards violence» του Patrik Fitzgerald. Κάποιοι και κάποιες εκεί έξω μπορεί λοιπόν να τα χρειάζονται… Επίσης για συναισθηματικούς λόγους. Κάποιες φορές δεν χρειάζονται κι άλλοι…
Ας μείνει όμως ο τελευταίος λόγος στον ίδιο Μπάμπη Αργυρίου, για την ραδιοφωνική του πορεία, όπως την θυμόταν και όπως ήθελε να τη θυμόμαστε.
Αντώνης Ξαγάς
«Στη Θεσσαλονίκη ξεκίνησα να παραγγέλνω κασέτες στα δισκάδικα των Αμπελοκήπων, όπου ζούσα τον πρώτο καιρό, και συνέχισα με αγορές δίσκων. Τότε γνώρισα και τον Μάκη Τερζόπουλο ο οποίος άκουγε κλασικό ροκ, πειραματιζόταν με πειρατικούς πομπούς των FM και μου κόλλησε το μικρόβιο της εκπομπής.
Μετακόμισα στο ισόγειο ενός διώροφου στην οδό Λιγδών 9 και ο Μάκης ετοίμασε τον πομπό, αλλά μόλις βάλαμε την κεραία η σπιτονοικοκυρά από πάνω αφήνιασε και άρχισε τις απειλές. Το ίδιο έκανε και ο ιδιοκτήτης του επόμενου σπιτιού στην οδό Πέραν, μόνο που αυτός ζούσε στο ισόγειο και εμείς στον πρώτο όροφο.
Μου βγήκε σε καλό γιατί το 1980 βρήκα σπίτι σε καλύτερη περιοχή, στην οδό Καυκάσου 28, στην Καλλιθέα, που ήταν ψηλά και η κεραία από την ταράτσα της πολυκατοικίας «έβλεπε» όλη τη Θεσσαλονίκη και τα περίχωρα. Οι εκπομπές γίνονταν νωρίς το απόγευμα, πριν αρχίσει το πρόγραμμα της ΕΡΤ και της ΥΕΝΕΔ, μετά τα μεσάνυχτα, τα πρωινά Σαββάτου και Κυριακής. Πολλές φορές έκανα κοπάνα απ’ τη δουλειά και ξεκινούσα να εκπέμπω απ’ το πρωί. Ενώ εγώ κοιμόμουν ο Μάκης ξημερωνόταν στο διπλανό δωμάτιο με δοκιμές για αύξηση της ισχύος και συνομιλίες με άλλους πειρατές, αλλά είχαμε συμφωνήσει να αφήνει φεύγοντας τον πομπό συντονισμένο στην προκαθορισμένη συχνότητα, για να μπορέσω να εκπέμψω την επόμενη μέρα. Πολλές φορές έβρισκα σημείωμα που έγραφε ότι έκαψε κάτι και το «μηχάνημα» δεν λειτουργεί.
Άρχισα να ξοδεύω όλα μου τα λεφτά σε αγορές δίσκων, κυρίως εισαγωγής, από το Blow-Up, το Stereodisc και τον Πάτση, να ενημερώνω τη δισκοθήκη μου και να εμπλουτίζω το ρεπερτόριο των εκπομπών.
Τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’80 στα οποία αναφέρομαι, δεν υπήρχαν στην Ελλάδα δημοτικοί και ιδιωτικοί ραδιοφωνικοί σταθμοί αλλά μόνο κρατικοί. Οι παράνομοι σταθμοί είχαν τοπική εμβέλεια και ήταν πάντα υπό διωγμό. Κάθε τόσο μαθαίναμε για ένα συνάδελφο που εντοπίστηκε από τα ραδιογωνιόμετρα, του κατάσχεσαν τα μηχανήματα και τη δισκοθήκη και τον παρέπεμψαν σε δίκη. Κατά τη διάρκεια των εκπομπών η Μάρθα, η σπιτονοικοκυρά, χτύπησε πολλές φορές το κουδούνι μου ζητώντας ευγενικά να σταματήσω την εκπομπή γιατί το μηχάνημα παρεμβάλει στην τηλεόραση (εγώ δεν είχα τηλεόραση και δεν ήξερα τι ώρα τελείωνε η τελευταία ταινία). Το κουδούνι μου χτύπησαν πολλές φορές και εκνευρισμένοι από τις παρεμβολές γείτονες και ευτυχώς προτίμησαν να εκτονωθούν βρίζοντάς με αντί να καλέσουν τους εκπροσώπους του νόμου. Όταν χανόταν ξαφνικά το σήμα καταλάβαινα ότι κάποιος τράβηξε και ξήλωσε το καλώδιο της κεραίας που περνούσε δίπλα απ’ το μπαλκόνι του ή το έκοψε με μαχαίρι και ήμουν αναγκασμένος να το αλλάξω ολόκληρο, γιατί αν το ένωνα θα είχα διαρροή σήματος σ’ εκείνο το σημείο.
Χάρη στις εκπομπές μου γνώρισα μουσικούς, ακροατές και ραδιοπειρατές, έκανα πολλούς φίλους. Συμμετείχα και στην προσπάθεια να μπει τάξη στα FM, όταν δεκάδες πειρατές αρχίσαμε να μαζευόμαστε τις Κυριακές στο πατάρι του καφέ Ολύμπιον και να συζητάμε. Δεν βγήκε βέβαια αποτέλεσμα, αλλά πρόλαβαν να με βραβεύσουν για τις “καλές εκπομπές μου” (τι το ‘θελαν;). Μαζί με έναν άλλο βραβευμένο και τον Λευτέρη τον Music Hall, ο οποίος είχε εκλεγεί πρόεδρος της άτυπης λέσχης, πήγαμε με ταξί στο σπίτι του τελευταίου στην Ξηροκρήνη, για να παραλάβουμε τα βραβεία μας, τα οποία αποδείχτηκε ότι ήταν δύο promo δίσκοι με λευκές ετικέτες. Φεύγοντας, ο έτερος βραβευθείς, Μάκης κι αυτός, πρότεινε να πάμε στο σπίτι μου που ήταν κοντά, να ακούσουμε κανένα δίσκο. Το βρήκα καλή ιδέα. Λίγες μέρες αργότερα μου το διέρρηξε με την παρέα του και πήραν εκατοντάδες άλμπουμ και επτάϊντσα. Όταν άκουσα να μεταδίδει στις εκπομπές του τα σπάνια κομμάτια μου, ανταπέδωσα την επίσκεψη με την παρέα μου, βρήκαμε και πήραμε πίσω τα περισσότερα.
Απέρριψα πρόταση του Νίκου Στεφανίδη να συμμετάσχω σε ένα σταθμό ο οποίος αργότερα μεταλλάχθηκε και έγινε το “Ράδιο Ουτοπία”. Ήθελα “Rock fm” τότε, όχι σταθμό που να παίζει απ’ όλα. Ξανασχολήθηκα με το ραδιόφωνο και αργότερα, για μικρά διαστήματα, κάνοντας εκπομπές στο “Ένατο Κύμα”, στον “Ραδιοχώρο” και στον “Republic”.»