Ο Παναρκαδικός στα 80s

Ένα προσωπικό κείμενο του Αντώνη Ξαγά για τη μνήμη, τους μηχανισμούς της, τις (αδύνατες) επιστροφές. Και για μια ποδοσφαιρική ομάδα

«Μερικά ασήμαντα και εντελώς τυχαία περιστατικά της παιδικής μας ηλικίας είναι εκείνα που εν πολλοίς καθορίζουν τις ιδιαίτερες εκφάνσεις και φωτίζουν τις πιο απόκρυφες πτυχές του χαρακτήρα μας (…) καθώς η ζώσα εμπειρία αποθέτει τα επάλληλα στρώματα της προσχωσιγενώς επί της αρχικής ουσίας»

Γιάννης Πάνου, από το ‘…Στόμα της παλιάς Remington’

Δεν είναι να την εμπιστεύεσαι την μνήμη. Δεν είναι μόνο ότι η βιοχημική της βάση, η νευροφυσιολογία της, μας είναι στην πραγματικότητα παντελώς ανεξερεύνητες κι ερμητικές -κι ας κρύβουμε την άγνοιά μας κάτω από επιστημονικές διατυπώσεις κι ονοματοδοσίες, νευρώνες, δενδριτικά κύτταρα, ηλεκτρικές ώσεις κοκ. Άγνωστοι είναι και οι ψυχολογικοί της μηχανισμοί. Οι τρόποι λειτουργίας. Οι επιλεκτικές της διαδρομές. Και… διαγραφές. Το πως το παρόν, το Τώρα, το βίωμα, τούτη ακόμη η στιγμή που πληκτρολογώ τη λέξη «Τώρα» που ήδη έγινε παρελθόν, πως κι αυτή μετατρέπεται σε ανάμνηση. Μια εντελώς διαφορετική δηλαδή οντότητα από το αυτό καθαυτό βίωμα, φτιαγμένη από τις φερτές ύλες, τις προσχώσεις του χρόνου, τις ερμηνείες, τους εξωραϊσμούς, τα αναγνώσματα. Όλα στην υπηρεσία του εκάστοτε «αιώνιου» παρόντος. Και του σημερινού Εγώ. Ή Εμείς. Γιατί η Ιστορία και η όποια «αλήθεια» της το Παρόν (εξ)υπηρετεί. Σε κάθε επίπεδο, από το πλέον προσωπικό έως το συλλογικό.

Προστρέχω για βοήθεια στα ψηφιακά αρχεία, στα υποκατάστατα της ατελούς θνητής αναλογικής μνήμης. Μπορεί σήμερα όλα να καταγράφονται σχεδόν ψυχαναγκαστικά σε έναν καταθλιπτικό όγκο Gigabyte βίντεο και φωτογραφιών (ανοίγοντας έτσι άθελα κι έναν άλλο δρόμο προς την λήθη), ωστόσο γυρίζοντας πίσω τον χρόνο τα τεκμήρια όλο και λιγοστεύουν. Πέφτω σε ένα βίντεο, από δίπλα ο χαρακτηρισμός ρετρό (γεια σου Simon Reynolds). Το ματς είναι Παναρκαδικός – Παναργειακός. 22 Μαΐου 1988. Θυμάμαι ήμουν εκεί. «Μέσα». Προσπαθώ να συνταιριάξω εικόνα και ανάμνηση. Η αντικειμενικότητα της κάμερας φαντάζει αμείλικτη. Την οποία όμως αμέσως υποσκάπτει η ίδια η παρέμβασή της, ο τρόπος που αποκόπτει ένα κάδρο από την πραγματικότητα, τα χρώματα που καταγράφονται και φαίνονται αλλιώς στο φιλμ, με το σημερινό μάτι μοιάζει με απόσπασμα από b-movie ή κάποια βιντεοκασέτα.

Ήμουν εκεί πολλές φορές … Όταν ευνοούσε βέβαια το σκληρό κλίμα της ορεινής πόλης. Πάντα κυριακάτικα απογεματινά, μετά το ψητό της Κυριακής, αρνί με μακαρόνια στο φούρνο, τριμμένη μυζήθρα. «Γήπεδο πας πάλι;» παρατηρούσε μάλλον συγκαταβατικά ο πατέρας, ήταν που ναι μεν κατέτασσε το «κλωτσοσκούφι» σε μια υποτιμητική δράση και ενασχόληση, ωστόσο από την άλλη, ήταν ο Παναρκαδικός, ήταν η ομάδα της πόλης, ξυπνούσε μέσα του το τοπικιστικό, πάντα αναζητούσε τα αποτέλεσματά της στις ειδήσεις.

Κι έτσι έπαιρνα τον δρόμο προς τον Άγιο Κωνσταντίνο, συνήθως μόνος, αλλά όλο και κάποιον συμμαθητή θα έβρισκα στην μαρίδα, στο παιδολάσι που συναθροιζόταν μπροστά στην πόρτα της εισόδου, εκεί που ο κυρ Μήτσος ο φροντιστής του σταδίου ήταν Κέρβερος αυστηρός, ‘να πάτε να πάρετε εισιτήριο’. Πάντα βρισκόταν όμως ένας από μηχανής… Θείος για να μας ‘μπάσει μέσα’, πολλές φορές ήταν ο δάσκαλος του Τέταρτου Δημοτικού ο Κωτσομύτης, δικό μου είναι το παιδί, ανίψι. Αναφέρω και τα ονόματα, έτσι σαν ένα είδος τεκμηρίωσης, έτσι για να προσδώσω μια ιστορική αληθοφάνεια, ένα κάποιο κύρος στην μαρτυρία της ύπαρξης του Εγώ και της ενίοτε αφόρητης αυτοαναφορικότητας, μέσα από ένα σκηνικό κι έναν χορό ονομάτων που έχουν πια αποστασιοποιηθεί από τα υπαρκτά πρόσωπα (καλή τους ώρα όπου κι αν είναι). Κι έτσι ένα όνομα μόνο μπορεί να αρκεί, να ενεργοποιήσει μια κάποια άγνωστη νευρωνική απόληξη, να εκκινήσει έναν καταρράκτη συνειρμών, κάπου κάποια μόρια πιθανώς αλλάζουν διαμόρφωση, ηλεκτρόνια (ή κβαντικά πιθανοτικά νέφη) κινούνται… και ξαφνικά θυμάσαι.

…Που όταν έμπαινες, ένιωθες μια χαρά συνοδευμένη από ένα κρυφό δέος (και πολύ μπουχό που σήκωνε στο ξερό γήπεδο η υδροφόρα). Εδώ ήταν ο κόσμος των μεγάλων. Και της κερκίδας. Ένας κόσμος αντρικός καθαρά, ενίοτε και σεξιστικός, σχεδόν αθώος όμως με τα σημερινά μάτια. Παντελόνια τζιν αλλά κι από εκείνα με το καφετί σοβαρό ύφασμα, μουστάκια, οι φίλοι των γονιών αλλά και των παππούδων (αυτοί με τα αφρολέξ στο χέρι), οι γείτονες, οι μορφές της πόλης και οι γραφικοί που προκαλούσαν κάτι μεταξύ φόβου, θαυμασμού και αλύπητου χλευασμού. Συκαλάκι, φυστικάκι, οι φωνές των πλανόδιων, τρουφάκι από το κυλικείο, στα μεγάφωνα διαφημίσεις από βουλκανιζατέρ και ταβέρνες, μαζί λαϊκές επιτυχίες της εποχής, Λεωνίδας Βελής και Πίτσα Παπαδοπούλου σε διάθεση… Neubauten («Γκρέμισ’τα γκρέμισ’τα όλα πια»), στο ετοιμοπόλεμο τρανζιστοράκι η σύνδεση με τα άλλα γήπεδα προαναγγελλόταν με Michel Cretu και «Goldene Jahre».

Η είσοδος των παικτών, με τις φανέλες σε διάφορους συνδυασμούς πράσινου και λευκού και σήμα το τριφύλλι (μα τι μου θυμίζει;) γινόταν μέσα σε μια φασαρία από κόρνες, επευφημίες, χαρτάκια, προκαταβολικές βρισιές στο «κοράκι» και στους «λάισμαν» για να «σφυρίξουν καλά» και φυσικά τον ύμνο της ομάδας, «Παναρκαδικέ μεγάλε και τρανέ», με μπουζούκικη μελωδία ασφαλώς, «για τα γνήσια παιδιά του Γέρου του Μοριά», ο Θεόδωρος είναι πανταχού παρόν σε αυτά τα μέρη, ο πορθητής αλλά και καταστροφέας ταυτόχρονα της Τριπολιτσάς, αυτής της ιστορικής οθωμανικής πόλης που σβήστηκε χωρίς να αφήσει ίχνη, κι έκτοτε συνέχισε σε νέα μορφή μια άσημη περιθωριακή πορεία στο νεογέννητο Κράτος.

Και οι αντίπαλοι. Μια σειρά από ονόματα έχουν μείνει, ειδικά από ομάδες που σήμερα έχουν εξαφανιστεί από το προσκήνιο, σαν έμπρακτη απόδειξη του λατινικού sic transit gloria mundi, κι ας μην γνώρισαν ποτέ πραγματική gloria, δόξα δηλαδή, ομάδες όπως ο Κιλκισιακός, το Μεσολόγγι, ο Θρίαμβος (η ομάδα του αθηναϊκού Νέου Κόσμου), ο Αχιλλέας Φαρσάλων, ο Αστέρας Αμπελοκήπων (της Σαλονίκης), ο Εορδαϊκός, ο Πανναυπλιακός, η Αχαϊκή, ο Μεσσηνιακός.

Δεν θυμάμαι όμως ξεχωριστούς αγώνες, πλην (πόσο αναμενόμενα) εκείνον της πρώτης φοράς, τότε που η πόλη είχε υποδεχτεί για το Κύπελλο Ελλάδας την κραταιά τότε Δόξα Δράμας, θυμάμαι και το καθοριστικό γκολ με κεφαλιά και τις… λευκές εμφανίσεις των μαυραετών και την συννεφιασμένη μέρα (είναι που έχω έντονη… μετεωρολογική μνήμη). Είναι γαρ ένα ακόμη χαρακτηριστικό του μηχανισμού της μνήμης ο τρόπος που συντήκει τα βιώματα σε μια αδιαχώριστη ενότητα, συμπιέζοντας συγχρόνως και εξουδετερώνοντας τον ‘νεκρό’ χρόνο (που όμως αυτός ο νεκρός χρόνος, όπως η σκοτεινή ύλη στο Σύμπαν, καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μας). Καταφεύγω πάλι στην ψηφιακή βοήθεια. Υπάρχει κι εδώ βίντεο. ‘Αποδείξεις’. Κι είχε πράγματι συννεφιά. Και η Δόξα φορούσε πράγματι λευκά. Καλά θυμάμαι, να χτυπήσω ξύλο η μνήμη αντέχει (ναι, εμπρός; ποιος είναι; που λέει και το ανέκδοτο). Και το γκολ σημείωσε με κεφαλιά ο Αντωνόπουλος. Ήταν 31 Οκτώβρη του 1984.

Η ίδια σύντηξη συμβαίνει και με τους παίκτες της ομάδας, λες και όλοι έπαιξαν όλοι μαζί στην ίδια ομάδα, την ίδια χρονιά. Ο Πολ Χατζόπουλος που πήρε μεταγραφή στην ΑΕΚ κι έπαιξε κι εθνική. Ο ξανθομπούμπουρας στην επίθεση ο Θανάσης Καλοπίσης. Ο Σαλαπάτας κι ο Αλέμης και ο Διβητάρης. Ο Πηγαδίτης που είχε έρθει από το ισχυρό Αιγάλεω. Οι τερματοφύλακες, ο βετεράνος ο Κουμπούνης και ο Γιαννακόπουλος, αμφότεροι εννοείται με τις vintage σήμερα μακριές φόρμες (το ξερό δεν ήταν παίξε-γέλασε). Ο πρόσφατα συγχωρεμένος Γιώργος Ορφανίδης από τον Ηρακλή, με το δυναμικό παιχνίδι του και τα τολμηρά στα όρια της αυταπάρνησης ψαλίδια του, θυμάμαι ως συμμαθητή τον γιο του τον Τάσο, ένα μικρό διαβολάκι δύο θρανία πιο πίσω στην Α’ Λυκείου στο παλιό Θηλέων. Έτσι ήταν οι ποδοσφαιριστές στις μικρές επαρχιακές εξισωτικές κατά βάση κοινωνίες, τοπικοί μικροί ήρωες, δεν είχαν την αίγλη εκείνων των μεγάλων ομάδων που βλέπαμε στην τηλεόραση, αυτοί ζούσαν δίπλα μας, πηγαίναμε στα μαγαζιά που άνοιγαν για να συμπληρώσουν το πενιχρό εισόδημα, ήμασταν συμμαθητές με τα παιδιά τους. Ο θαυμασμός προϋποθέτει απόσταση. Έτσι στις αλάνες τα παιδιά διαλέγαμε ονόματα όπως Ρούμε, Μπλαχίν, Ζίκο, Ταρντέλι, Κέλεμανς, την άλλη μέρα στο σχολείο η καζούρα στηνότανε για τις μεγάλες ομάδες του Κέντρου. Η διαχρονική κατάρα του ελληνικού αθλητισμού (και όχι μόνο)…

Όταν «σχόλαγε» το ματς, όλα άδειαζαν πολύ γρήγορα. Σε αυτά τα μέρη το βασίλεμα του ήλιου έρχεται βαρύ, με τα δειλινά να μυρίζουν καμπάνα, ανία και το βάρος της επερχόμενης Δευτέρας, η ησυχία έπεφτε απότομα, διάστικτη από τα κρωξίματα των πουλιών που ετοιμάζονταν να κουρνιάσουν…

Πριν γράψω το κείμενο θέλησα να επιστρέψω στα ίδια μέρη. Ήταν ένα μεσημέρι από αυτά τα ηπειρωτικά του καλοκαιριού που η ζέστη έκανε την άσφαλτο να ζέχνει και τα περιγράμματα των νεόκτιστων πολυκατοικιών τριγύρω να μοιάζουν θολά. Έπιασα το μάτι μου να αναζητά και να συγκρίνει, τι απέμεινε ‘ίδιο’, τι σώθηκε από το μακελειό του χρόνου. Ακόμη κι αν αυτό ήταν μόνο το οδόσημο που πλέον δεν διαβάζεται κι έχει ξεβάψει από την πολυκαιρία. Ή τα χαμηλά σπιτάκια με τους αυλόγυρους και τις πόρτες να σκουριάζουν. Η «θύρα των φιλοξενούμενων» «Είναι από τότε». Άφησα το βλέμμα μου να πλανηθεί στο οροπέδιο, όπως το έκανα και τότε ειδικά όταν το θέαμα στο γήπεδο γινόταν τραχύ και άχαρο(πολύ συχνά!), μ’ άρεσε να κοιτάζω τα βουνά και να τα ονοματίζω: ο Ολίγυρτος, το Τραχύ, το Αρτεμίσιο, το Μαίναλο, ο Χτενιάς. Ο τόπος μας είναι κλειστός. Αυτά είναι σίγουρα τα ίδια κι από τότε που τριγυρνούσε σ’ αυτά τα μέρη ο Παυσανίας για να γράψει τα «Αρκαδικά» του.

Είχα καιρό να έρθω εδώ. Είναι και που έχω μετακομίσει σε άλλα μέρη, είναι και που η ομάδα από το 1994 και μετά πήρε φόρα κατηφόρα. Ποτέ δεν κατέφερε ν’ ανέβει στην Α’ Εθνική. Κατά βάθος βέβαια με συγκινεί αυτό το «ποτέ». Ας μην είμαστε πάντα με τους νικητές, αυτό τον τοξικό πόθο της ελληνικής κοινωνίας. Κατά μια ειρωνία της ιστορίας, τούτη την άνοδο θα την καταφέρει πολλά χρόνια αργότερα η άλλη ομάδα της πόλης, εκείνη που τότε, στα 80s, την στελέχωναν συμμαθητές μας, που έδινε ντέρμπυ στο «Γουέμπλεϊ» στα Αρσενέικα με την Μελιγού και την Νεστάνη, που τότε κι ο Θεός ο ίδιος να ερχόταν να μας έλεγε ότι κάποτε θα ανέβει Α’ Εθνική και θα ‘βγαινε και Ευρώπη, θα λέγαμε, φύγε Θεέ, δεν υπάρχεις. Ο Αστέρας όμως δεν κατάφερε ποτέ να μπει στην καρδιά των Τριπολιτσιωτών, ειδικά των παλιών. Ή ίσως μόνο των παλιών; «Συλλογιέμαι ότι σε κάμποσα χρόνια η νοσταλγία κάποιων άλλων εφήβων θα τα αγλαΐζει και θα τα αισθητοποιεί, ακριβώς γιατί αυτά θα αποτελούν το πλαίσιο του δικού τους έπους» γράφει κάπου ο συντοπίτης Θανάσης Βαλτινός. Τελικά είναι το Παρόν που μετράει. Το παρελθόν θα μείνει πάντα μια φανταστική ανύπαρκτη χώρα, μια ουτοπία στην οποία δεν υπάρχει επιστροφή. Et in Arcadia ego. Κάποτε. Σε χρόνο παρελθοντικό.

(Το κείμενο πρωτο-δημοσιεύτηκε –με διαφορετική εικονογράφηση- στο περιοδικό HUMBA!, στο επετειακό τεύχος 50, το καλοκαίρι του 2024)