O tempora, o mores!

Οι 'Αγανακτισμένοι' του 1945

Οι "αγανακτισμένοι πολίτες" του 1945 δάγκωναν και έδερναν. Της Ροζίτας Σπινάσα

Διαβάζοντας την αυτοβιογραφία του Μίκη Θεοδωράκη "Οι δρόμοι του Αρχάγγελλου", μου προξένησε ιδιαίτερη εντύπωση η εκτενής αναφορά του στο κίνημα 'αγανακτισμένων πολιτών', που δρούσε στην Αθήνα τη χρονική περίοδο που ακολούθησε τα Δεκεμβριανά του 1944, και το οποίο παρολίγον να του στοιχήσει τη ζωή, αφού δεν ήταν άλλο, από ένα κρατικά αναγνωρισμένο πογκρόμ κατά των κομμουνιστών.

Βέβαια, καμία σχέση δεν έχει με το σημερινό, 'δικό' μας κίνημα των αγανακτισμένων, παρά μόνο στην 'ετικέτα' [βέβαια, αν με λέγανε Μάκη Κουρή, θα είχα σίγουρα διακινδυνεύσει ως τίτλο του κειμένου που διαβάζετε το 'Οι αγανακτισμένοι χτύπησαν τον Μίκη'!].

Κι όμως, αυτή η λεκτική σύμπτωση, πέραν του ότι επιβεβαιώνει ότι η ιστορία διαθέτει χιούμορ (ενίοτε και μαύρο), στην ουσία αναδεικνύει το κοινό γνώρισμα των δύο 'αγανακτισμένων κινημάτων', του τότε και του σήμερα: αυτό του κοινού 'θυμικού', του ψυχικού βρασμού, υπό τον οποίο εκπορεύεται η δράση τους [Βέβαια, σύμφωνα με τον Μ. Θεοδωράκη στην περίπτωση των μεταπολεμικών 'αγανακτισμένων' επρόκειτο για 'αγανάκτηση' σικέ, αφού η ονομασία τούς δόθηκε από τον ίδιο τον υπουργό, για να νομιμοποιήσει την κομμουνιστοφάγο δράση τους. Το ίδιο μπορούμε κάλλιστα να πούμε και για αρκετούς από τους αγανακτισμένους του σήμερα, η ευκαιρία για προάσπιση των προσωπικών συμφερόντων τους / των ήδη υφιστάμενων ιδεολογιών τους δεν είναι κάτι που μπορεί να εκληφθεί ως αγανάκτηση].

Σε κάθε όμως περίπτωση, η αρνητική ψυχική διέγερση, ακόμα και ως αποτέλεσμα δίκαιου θυμού (όπως υποδηλώνει η λέξη 'αγανάκτηση'), είθισται να ακολουθείται από πράξεις βίας, ως φυσική εκτόνωση της συσσωρευμένης αρνητικής ενέργειας - ως τέτοια άλλωστε αναγνωρίζεται από τον Ποινικό Κώδικα, ως ελαφρυντικό παράνομων πράξεων.

Ίσως τελικά οι λέξεις 'αγανάκτηση' και 'ειρηνική διαμαρτυρία' να είναι έννοιες μεταξύ τους ασύμβατες - αυτό είναι κάτι που ο χρόνος θα δείξει. Αν και τα κρούσματα βίας, που έχουν αρχίσει να σημειώνονται μεταξύ των διαμαρτυρόμενων - αγανακτισμένων, να αποτελούν ένδειξη, ότι το νερό πλέον βράζει και η χύτρα είναι έτοιμη να ξεχειλίσει - άτσαλα κι επικίνδυνα, όπως σε κάθε έκρηξη.

Παραθέτω αυτούσιο το απόσπασμα από το βιβλίο του Μίκη Θεοδωράκη, το οποίο αναφέρεται στον Γενάρη του 1945, αμέσως μετά τα Δεκεμβριανά:

Μίκης Θεοδωράκης - Οι δρόμοι του Αρχάγγελου, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2009, Τόμος Α', σελ. 273-275:

"...Πήγαινα να πάρω το λεωφορείο για τη Νέα Σμύρνη, μπροστά στην Ακαδημία Αθηνών. Στο προαύλιο του Πανεπιστημίου γινόταν χαμός. Φωνές, ουρλιαχτά, ξύλο, κυνηγητό. Ήταν οι Χίτες, που κατά ομάδες χτυπούσαν τους δικούς μας. Ο κύριος Θεοτόκης, νεαρός υπουργός τότε, τους είχε χαρακτηρίσει "αγανακτισμένους πολίτες", δίνοντάς τους συγχωροχάρτι να δρουν νόμιμα στο κέντρο της Αθήνας. Ήταν η αρχή της περιόδου της τρομοκρατίας. Γύριζαν στους κεντρικούς δρόμους κρατώντας ξύλα, μαστίγια, σιδερένιες γροθιές και σπασμένα μπουκάλια, και όταν αναγνώριζαν ή νόμιζαν ότι αναγνώριζαν κάποιον αριστερό, τον χτυπούσαν επιτόπου. Μετά κατέφτανε η μεικτή ΕΣΑ - Άγγλοι με κόκκινα και Έλληνες με μπλε πηλήκια - και η αστυνομία. Πιάνανε το θύμα και το μεταφέρανε στο πλησιέστερο αστυνομικό τμήμα. Εκεί, στο μπουντρούμι, καινούργιο ξύλο. Στο μεταξύ οι υπηρεσίες έψαχαν για στοιχεία. Την άλλη μέρα τον οδηγούσαν στα δικαστήρια με μόνιμη κατηγορία 'επί αδίκω επιθέσει'. Ο Έλληνας δικαστής έβλεπε τον κατηγορούμενο μέσα στα αίματα και τον ρωτούσε αυστηρά: "Γιατί, βρε, σήκωσες χέρι στο αστυνομικό όργανο;" Μια πρώτη ποινή έως ότου θεμελιωθεί πιο γερή κατηγορία. Νέα δίκη. Αυτή τη φορά στο κακουργιοδικείο, και έμενες μέσα είκοσι χρόνια. Γι'αυτόν το λόγο οι εαμίτες δικηγόροι είχαν ένα γραφείο 'πρώτων βοηθειών' στην οδό Σταδίου και έτρεχαν να προσφέρουν νομική βοήθεια στα θύματα του πογκρόμ. Τότε, μόνο στην Αθήνα, είχαμε εκατοντάδες τέτοιες κακοποιήσεις και από έναν έως δέκα νεκρούς την ημέρα. Εμείς, τα μέλη της οργάνωσης, έπρεπε να τρέχουμε στο γραφείο των δικηγόρων και να καταγγέλουμε αμέσως το συμβάν κι αν ήταν δυνατό να υποδεικνύουμε και το αστυνομικό τμήμα όπου μετέφεραν το θύμα.

Γι'αυτόν το λόγο πλησίασα στην πύλη του προαυλίου και ρώτησα έναν από αυτούς τους 'αγανακτισμένους', παίρνοντας το πιο αθώο μου ύφος: "Με συγχωρείτε, συνάδελφε, ποιοι είναι αυτοί που χτυπούν; Φοιτητές;" "Φοιτητές!", πετάχτηκε σαν να τον τσίμπησε μύγα. Με κοιτάζει καχύπτοτα. Ήθελα να πω Φοιτηταί". "Έχεις ταυτότητα;", και φωνάζει: "Ελάτε εδώ. Έχουμε κελεπούρι". Με οδηγούν στο βάθος της αυλής. Με ψάχνουν και βρίσκουν τον Ριζοσπάστη. Σηκώνει ένας την εφημερίδα και ουρλιάζει: "Παιδιά! Ριζοσπάστης! Πέσαμε σε κουκουέ". Οπότε, παρατήσανε τους άλλους και χίμηξαν πάνω μου. Είναι άσχημο πράμα το αδέσποτο ξύλο. Αυτό που οι Αμερικάνοι αποκαλούν λιντσάρισμα. Γιατί ο καθένας κάνει ό,τι του κατέβει. Σε μια στιγμή, λόγου χάρη, κάποιος μου δαγκώνει το στήθος. Το μούτρο του είναι πλάι στο δικό μου. Πίνει το αίμα μου, γλείφει τα χείλη του και μου λέει: "Πίνω το αίμα σου, Βούλγαρε". Ο καθένας λοιπόν τη δουλειά του. Με βάζουν στον μπάγκο. Ένας αξιωματικός βγάζει το περίστροφο και με σημαδεύει στο κεφάλι. "Φώναξε, ρε πούστη, ζήτω ο Βασιλεύς! Μετρώ τρία και σε σκοτώνω. Ένα... Δύο...". Κάποια κοπέλα έβγαλε μια στριγγλιά. Ξανάρχισαν τις γροθιές, τις κλοτσιές, τα δαγκώματα, τα στραμπουλήγματα. Στο τέλος με πιάνουν απ'τα πόδια και τα χέρια, με κάνουν τραμπάλα και με εκσφενδονίζουν έξω από την πύλη, στα πόδια του ... Γρηγόρη που περνούσε. Σηκώθηκα και το 'βαλα στα πόδια. Πήρα την Κοραή Τώρα με κυνηγά ένα μεικτό περίπολο της ΕΣΑ. Από πίσω, αγανακτισμένοι πολίτες. Φτάνω στην πόρτα του Υπουργείου Εσωτερικών στην Κλαυθμώνος. Κλητήρας ο Νικόλαος Θεοδωράκης, εξάδελφός μου και βαμμένος φασίστας. Με πιάνει για να με παραδώσει. Επεμβαίνουν όμως τρίτοι και έτσι φτάνω στο γραφείο του πατέρα μου - υπουργός ο Κωνσταντίνος Τσάτσος - και του δηλώνω: "Από σήμερα ξεθάβω το όπλο μου...". Και μετά λιποθυμώ. Έμεινα δέκα μέρες στο Λαϊκό Νοσοκομείο. Κι αυτό χάρη στις υψηλές υπηρεσιακές γνωριμίες του πατέρα μου".