O tempora, o mores! Απαγορευμένα και λογοκριμένα τραγούδια

Το ραδιόφωνο ως άτυπο Τμήμα Ηθών. Του Παναγιώτη Αναστασόπουλου.

Όχι, δεν είμαστε πλέον τόσο άπειροι, ούτε αφελείς για να πέσουμε στην παγίδα. Το μάθαμε το μάθημά μας. Ναι, είναι ανόητο, αν όχι απύθμενα εγωιστικό, να κρίνουμε το παρελθόν με τα δεδομένα του παρόντος. Έλα όμως που δεν πρέπει να το αγνοούμε. Οπότε τι κάνουμε; Το παρατηρούμε, εκμεταλλευόμαστε την αναμφισβήτητα πολύτιμη εμπειρία που μας προσφέρει και προχωράμε. Το ταξίδι αυτό μπορεί να είναι ωφέλιμο και σίγουρα διασκεδαστικό αν απαλλαγούμε, έστω και για λίγο, από τις βολικές εμμονές, που συνηθίσαμε να θεωρούμε ως κατασταλαγμένες απόψεις μας. Τώρα, βάλτε μέσα σε όλα το «υποκειμενικά συγκινητικό» συναίσθημα που, πέρα από κάθε έννοια ορθού, εκλύει η μουσική και… γλεντήστε μια ανάλαφρη αναδρομή στο όχι και τόσο απώτερο παρελθόν. Δείτε ποιο ήταν το (συχνά ύποπτης προέλευσης) πολιτικά ορθό και αναλογιστείτε πόσο βιωμένα ήταν μερικά από όσα θεωρούμε πλέον ως σημεία των καιρών. Έτσι κι αλλιώς, έχει αποδειχτεί ότι ο χρόνος δεν είναι απλά σχετικός, αλλά (πιθανότατα) ανύπαρκτος. Τι ωραία!

Αντί προλόγου - η συγκατάβαση πάντα με ξεπερνάει

Ό,τι δεν απαγορεύεται, μπορεί και να αυτοαπαγορευτεί. Λέμε, τώρα. Σε μια κάπως διαφορετική κοινωνία, στην οποία όμως έζησαν κάποιοι από εμάς. Στις 19 Απριλίου του 2015 ο Bob Geldof δήλωσε ότι μετάνιωσε που κυκλοφόρησε με τους The Boomtown Rats το “I Don't Like Mondays” (1979), επειδή «…έκανε τη Brenda Spencer διάσημη, χωρίς να έχει καμία πρόθεση να εκμεταλλευτεί την τραγωδία της». Παρακαλώ, δείτε (και πάλι) τους προφητικούς και απόλυτα συγκαταβατικούς στίχους. Αυτό το μάλλον πρωτοφανές έμμεσο απαγορευτικό δεν ήρθε από κανένα BBC ή καμία ψηφοθηρική κυβέρνηση, αλλά -έστω και πολύ ετεροχρονισμένα- από τον δημιουργό του τραγουδιού. Και μάλιστα σε μια εποχή που δεν μπορούσε να προσδώσει απολύτως τίποτα στο δημιουργό του. Πώς το λένε αυτό το ξεχασμένο; Ειλικρινή μεταμέλεια; Αγαπητέ Bob, Pink, ή όπως αλλιώς μπορεί να σε λένε, ήταν πολύ όμορφο που σε ένιωσα φίλο μου. (“And he can see no reasons / 'Cause there are no reasons / What reason do you need to be shown?”)

Για να δούμε, λοιπόν, τι θεωρούνταν κατά καιρούς προσβλητικό και γι’ αυτό κατέληγε λογοκριμένο ή απαγορευμένο και ας κρίνει ο καθένας για λογαριασμό του το κατά πόσο μια τέτοια ενέργεια γινόταν για να προστατεύσει τα κοινώς «παραδεδεγμένα ήθη» ή σκοπίμως για ευρύτερους διαφημιστικούς και οικονομικούς λόγους.

Μια φορά κι έναν καιρό…

Πίσω στα ‘30s, ιδρύθηκε η Dance Music Policy Committee, με αποστολή να θωρακίσει την προβαλλόμενη από το BBC pop κουλτούρα από απρεπείς εκφράσεις, προφανή σεξουαλικά υπονοούμενα, χρήση ναρκωτικών και οποιοδήποτε ζήτημα θα μπορούσε να θεωρηθεί ως «πολιτικά ευαίσθητο». Μάλιστα, τα μέλη της πήραν τόσο σοβαρά τα καθήκοντα που απέρρεαν από την ιδιότητά τους αυτή, που κατόρθωσαν να απαγορεύσουν το θρυλικό ορχηστρικό “The Man with the Golden Arm” (1955), μόνο και μόνο επειδή η ταινία στην οποία ακουγόταν είχε στο σενάριό της αναφορές σε ναρκωτικά. Ευτυχώς για εμάς τους νεότερους ο “Shot by Both Sides” Barry Adamson αποκατέστησε τα δέοντα με έναν αληθινά εξαιρετικό δίσκο. Σταδιακά μπήκαν στο παιχνίδι κι άλλοι -όχι κατ’ ανάγκη κακοπροαίρετοι- ηθικολόγοι και προασπιστές του ορθού ή της κρατικής ασφάλειας, όπως το BBC, το IBA, ακόμα και το FBI, με αποτέλεσμα να γραφτεί μια ιστορία, μέρος της οποίας θα ακολουθήσει, που σχεδόν πάντα κατέληγε να αποβαίνει υπέρ του τιμωρουμένου. Έτσι, για να πληρωθεί το ρηθέν υπό του Oscar Wilde «Χειρότερο του να μιλούν για σένα είναι το να μην μιλούν για σένα».

Μόνο τυχαίο δεν ήταν το ότι μίλησα για αναδρομή στο παρελθόν, αφού στις μέρες μας το περί ορθού κοινό αίσθημα δε μοιάζει ικανό να απειληθεί από στίχους τραγουδιών, με ελάχιστες εξαιρέσεις που αφορούν λίγους οργισμένους -και συνήθως όχι χαρισματικούς- μουσικούς που κατά κύριο είναι υπέρμαχοι της ένοπλης βίας. Άλλωστε, από το όχι και τόσο μακρινό 1996, που έκανε την εμφάνισή του το αυτοκόλλητο “Explicit Lyrics” η διαφημιστική υποκρισία δέχτηκε καίριο χτύπημα. Δε θυμάστε; Μια ζωή τους απαγορευμένους δίσκους τους έβρισκες ακόμα και στο δισκάδικο της γειτονιάς σου. Και το χειρότερο; Δεν πίστευες την καλή σου τύχη…

Η απρόβλεπτη αυτού εξοχότης το BBC

Θα μπορούσε να λειτουργήσει και ως κουίζ. Για ποιο λόγο λέτε να λογοκρίθηκε το “Lola” (1970) των The Kinks; Λάθος! Πού πήγε το πονηρό το μυαλό σας; Στην προκαλούσα gender confusion περσόνα που ο Ray Davies έλεγε ότι περπατούσε σα γυναίκα, αλλά μιλούσε σαν άντρας; Μα, παρακαλώ, αγαπητέ Watson. Δεν έχετε την απαιτούμενη φαντασία και παρατηρητικότητα. Να βοηθήσω λέγοντας ότι δεν το έγραψαν οι Tom Robinson και Scott Walker με ψευδώνυμα, ενώ δεν ήταν καν όνομα αεροπλάνου (μην παραξενεύεστε, είναι προοικονομία για όσα οι υπομονετικότεροι θα διαβάσετε παρακάτω); Ας το πάρει το ποτάμι, λοιπόν. Αυτό που τάραξε τα νερά ήταν η περιλαμβανόμενη στους στίχους Coca-Cola, που αντέβαινε στην πολιτική του BBC περί τοποθέτησης προϊόντων. Έλα όμως που η βρετανική αγορά μόνο ευκαταφρόνητη δεν ήταν… Οπότε, χωρίς δεύτερες σκέψεις, ο Ray εκμεταλλεύτηκε ένα κενό στην αμερικανική περιοδεία του και πέταξε από τη Νέα Υόρκη στο Λονδίνο, όπου επανηχογράφησε πάνω στην ανεπίτρεπτη φράση την πολιτικά ορθή “cherry cola” και το τραγούδι πήρε το airplay που χρειαζόταν για να φτάσει στο #2 του UK Singles Chart. Τι τους περάσατε τους BBC-αίους; Ημιμαθείς; Βλέπετε, είχαν διαβάσει με προσοχή τους στίχους και ειδικότερα το "But I know what I am and I'm glad I'm a man / And so is Lola", οπότε είπαν να το ρίξουν έξω με κανένα μη αλκοολούχο!

Μια υπέροχη απαγορευτική βιοποικιλότητα

Απ’ όλα είχε ο μπαξές. «Δως μοι πα στω και άπαντα απαγορεύσω», που έλεγε κι ο βρετανικός κλώνος του Αρχιμήδη. Τι πιο αναμενόμενο απαγορευτικό από αυτό που έπεσε σαν τσεκούρι στο “We Can’t Let You Broadcast That” (1933) του Norman Long. Το Beeb (ένα από τα παρατσούκλια του BBC) πήρε τον τίτλο προσωπικά και θεώρησε ευατόν συκοφαντημένο που κάνει τη δουλειά του, δηλαδή που κατακρίνει και λογοκρίνει. Γι’ αυτό, δε λογόκρινε το τραγούδι του, αλλά το απαγόρευσε πλήρως! Μέχρι που ο John Peel αποκατέστησε την αδικία. Άλλη μια χρυσή στιγμή ήταν η απαγόρευση του “Spasticus Autisticus” (1981) των Ian Dury and The Blockheads, λόγω των προσβλητικών (sic) στίχων: “I wibble when I piddle 'cos my middle is a riddle”. Δεν έπαιξε ρόλο ούτε το ότι ο ίδιος ο Ian ήταν ανάπηρος από πολυομυελίτιδα, με την επιτροπή να στέκεται στο ότι διαμαρτυρόταν για τον τρόπο εορτασμού του International Year of Disabled Persons. Και για την ιστορία: τριανταένα χρόνια αργότερα το τραγούδι παίχτηκε στην τελετή έναρξης των παραολυμπιακών του Λονδίνου.

Δεν είναι μονάχα το Κακό που έχει πολλά πρόσωπα, αλλά και ο ρατσισμός. Αυτό τουλάχιστον προκύπτει από την παρ’ ολίγο απαγόρευση του παρθενικού single του Van Morrison “Brown Skinned Girl” (1972). Πώς είπατε; “Brown Eyed Girl”; Μα, φυσικά και έχετε δίκιο, μόνο που κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή ο Van άλλαξε τον τίτλο και το συγκεκριμένο στίχο, για να αποτρέψει τα χειρότερα, κυρίως στις νότιες πολιτείες της Αμερικής, που δεν συμπαθούσαν και τόσο τρελά τις διαφυλετικές σχέσεις. Άρα, θα μου πείτε, τη γλύτωσε. Ναι, καλά… Την πάτησε από τα υπονοούμενα του στίχου “making love in the green grass”, που επίσης αναγκάστηκε να αλλάξει σε “laughin’ and a-runnin’, hey, hey”! Τώρα, αν τραγουδήσετε “Do you remember when we used to sing?” και μου πείτε ξαφνικά: «δικό σου!», με τέτοιο μπέρδεμα, μόνο το “Sha-la-la, la-la, la-la, la-la, la-la tee-da” με βλέπω να καταφέρνω να πω.

Το κεφάλαιο Neil Young έχει πολλούς τόμους. Μια από τις χαρακτηριστικότερες αναφορές σε αυτόν αποτελεί το “This Note’s For You” (1988), που τα έβαλε με την Αμερική (εντάξει, καμία έκπληξη), αλλά και με τη μουσική βιομηχανία. Με αφορμή δε το σχετικό βίντεο κλιπ, οι δικηγόροι της Whitney Houston και του Michael Jackson αιτήθηκαν και πέτυχαν την απαγόρευση της αναπαραγωγής του από το MTV, πράγμα που έκανε τον Neil να αναρωτηθεί δημόσια: “What does the M in MTV stand for – music or money?”, αποκαλώντας τους ιθύνοντες του καναλιού ως “spineless jerks”. Και το καλύτερο: τελικά κέρδισε το MTV Award for Video of the Year το 1989. Αμερική (ως άλλη Ελλάς) το μεγαλείο σου!

Είναι τρελοί αυτοί οι Βρετανοί, θα έλεγε ο Αστερίξ, αν είχε μπερδέψει τις ιστορίες του. Μετά το θάνατο της Margaret Thatcher το 2013, οι αντίπαλοί της έκαναν καμπάνια για να ανεβάσουν στα charts το τραγούδι “Ding Dong the Witch is Dead” από το σάουντρακ της ταινίας “The Wizard of Oz”. Το BBC έκανε το λάθος να απαγορεύσει τη μετάδοση του τραγουδιού για προσβολή μνήμης νεκρής, αλλά η θέση του στα charts καθιστούσε επιβεβλημένη τη μετάδοσή του στο music chart show. Οπότε ήρθε το σοφό Radio 1 και έκοψε το γόρδιο δεσμό, παίζοντας ένα μικρό απόσπασμά του σε ένα παρεμβαλλόμενο στην εκπομπή δελτίο ειδήσεων, όπου αναφέρονταν οι λόγοι αποκλεισμού του. Groovy! Όταν η Kitty Wells έπαιρνε την κιθάρα της και τραγουδούσε το “It Wasn’t God Who Made Honky Tonk Angels” (1952) κατά βάθος το έβλεπε να έρχεται. Οι στίχοι για άντρες που παρέμεναν εργένηδες ακόμα και μετά τον γάμο, αλλά ήθελαν τις γυναίκες τους περιορισμένες στα σπίτια, οδήγησε το BBC να απαγορεύσει το τραγούδι τόσο στη συγκεκριμένη εκτέλεση, όσο και στις επερχόμενες διασκευές του. Total football - the beginnings. Οι τύποι όμως εκεί στο "Auntie" (ένα ακόμα από τα παρατσούκλια του BBC), επειδή μεριμνούσαν για τον απρόσκοπτο και ανέφελο ύπνο των πολιτών, έσπευσαν… ετεροχρονισμένα να απαγορεύσουν το “Night of the Vampire” (1961) των The Moontrekkers, διότι ήταν τόσο τρομακτικό που μπορούσε να κάνει τη χώρα να βλέπει εφιάλτες. Τώρα, τι ήταν πιο ανατριχιαστικό, το τραγούδι, η ζωή του Joe Meek ή η απόφαση του BBC, το αφήνω σε εσάς. Όλα μασημένα τα θέλετε;

Αντιπολεμικά και πατριωτικά ιδεώδη

Εδώ τα απαγορευτικά ανακοινώνονταν το ένα μετά το άλλο. Σαν εκείνα του απόπλου πλοίων με προορισμό τη Μήλο κατά τη διάρκεια βαρυχειμωνιάς. Καταρχάς, υπήρχαν τα πατριωτικά εσκαμμένα, που δε γινόταν όχι απλά να τα υπερβείς, αλλά ούτε καν να τα θίξεις έμμεσα. Οι στίχοι του “Back in the U.S.S.R” (1968) των The Beatles, που κατά πάσα πιθανότητα ήταν παρωδία του "Back in the U.S.A." του Chuck Berry και του "California Girls" των The Beach Boys, αναφέρονταν σε κάτι προσβλητικό για το Αμερικανικό όνειρο και τιμητικό για το Σιδηρούν Παραπέτασμα: στην ανακούφιση του να επιστρέφεις στη Σοβιετική Ένωση. Το φιλειρηνικό “Eve of Destruction” (1965) του Barry McGuire απαγορεύτηκε σε αμερικανικούς και βρετανικούς ραδιοφωνικούς σταθμούς για χίλιους δυο λόγους, ανάμεσα στους οποίους ο κυριότερος θεωρήθηκε το ότι υποστήριζε τον εχθρό στο πόλεμο του Βιτενάμ. Αυτό υποτίθεται ότι προέκυπτε από τους στίχους: “You’re old enough to kill but not for votin’”. Κι αν οι σχετικές απαγορεύσεις μέχρι τη δεκαετία του ’80 κυμαίνονταν σε αναμενόμενους ρυθμούς, η κατάσταση απογειώθηκε με τον πόλεμο των Falklands και έφτασε στο ζενίθ με τον πόλεμο του Κόλπου.

Μπορεί ο πόλεμος των νησιών Falklands - South Georgia και South Sandwich μεταξύ Αργεντινής και Βρετανίας να ξεκίνησε στις 2 Απριλίου του 1982 και να κράτησε μόνο δέκα εβδομάδες, αλλά τα απόνερά του καλά κρατούσαν για το BBC στο πέρασμα των χρόνων. Κλασικότερο παράδειγμα των αστραπιαίων αντανακλαστικών του αποτέλεσε η απαγόρευση του “Brothers in Arms” (1985) των Dire Straits και του “Six Months in a Leaky Boat” (1982) των Split Enz. Τι κι αν το τελευταίο γράφτηκε πριν ξεκινήσει ο πόλεμος; Μια βάρκα που μπάζει νερά δεν ήταν καλό να ακούγεται από το ραδιόφωνο, την ώρα που το ναυτικό μας επιχειρούσε καταμεσίς του Ατλαντικού!

Ο πόλεμος του Κόλπου κράτησε από τον Αύγουστο του 1990 μέχρι τον Ιανουάριο του 1991 και έμελλε να αποβεί κομβικός για την αναισθησία που μπορεί να προκαλέσει η ζωντανή μετάδοση ενός πολέμου. Τα περισσότερα τα γνωρίζουμε: το Ιράκ εισέβαλε στο Κουβέιτ και οι Αμερικανοί με καμιά τριανταριά και βάλε συμμάχους έκαναν τις επιχειρήσεις Ασπίδα της Ερήμου (ανέκαθεν, εκείνη της Αρβέρνης ήταν περισσότερο του γούστου μου) και Καταιγίδα της Ερήμου. Ο πόλεμος όμως των απαγορευμένων τραγουδιών ήταν εκείνος που αποδείχτηκε πολύ πιο αμφίρροπος. Τι γνωρίζαμε μέχρι τότε; Ότι ένα αντιπολεμικό τραγούδι πρέπει να αναφέρεται στον πόλεμο; Σωστό! Τι μάθαμε τώρα; Ότι αυτό δεν είναι δα και τόσο αναγκαία προϋπόθεση. Αυτό θα μπορούσε να λέγεται «διεύρυνση των ορίων» ή «βάλε κι εμένα μπάρμπα, μπας και πουλήσω κάτι παραπάνω». Μετά από το μπάχαλο των συγκεκριμένων απαγορεύσεων, ακολούθησε πλήρης ανατροπή του σκηνικού στο BBC, και από το 1993 η πολιτική των απαγορεύσεων αποτελούσε ουσιαστικά παρελθόν. Τότε όμως κυκλοφόρησε μια λίστα 67 απαγορευμένων τραγουδιών, της οποίας την αυθεντικότητα ο παραγωγός Trevor Dann κατά κάποιο τρόπο αμφισβήτησε, σε αντίθεση με το συνάδελφό του DJ Mark Goodier και τον John Myer, που την επιβεβαίωσε όχι ως λίστα απαγορευμένων, αλλά προς αποφυγή. Για διαβάστε, έχει ενδιαφέρον:

Από τη λίστα, στα δυνάμενα να αναφερθούν σε οποιονδήποτε πόλεμο τραγούδια υπήρχε το υπέροχο σαρκαστικό “Army Dreamers” της Kate Bush (1980), που αναφέρεται στο θρήνο της μάνας για την απώλεια του γιου της μέσω μιας επιστολής του “British Forces Post Office”, όπως και τα “Fields of Fire” (1983) των Big Country, “War Baby” (1992) των Tom Robinson Band, “Act of War” (1985) της Millie Jackson, “In the Army Now” (1986) των Status Quo με την υποσημείωση ότι στην προκειμένη περίπτωση η επιστράτευση δεν έγινε ποτέ, “Killing Me Softly” (1973) της Roberta Flack, αλλά και το “Love Is a Battlefield” της Pat Benatar, παρά την πρώτη λέξη του τίτλου του. Άντε, βάλτε και το “Waterloo” (1974) των Abba που η προοπτική να καταλήξει σε τέτοιο ο πόλεμος μάλλον δε θα ήταν επιθυμητή, όπως και το “Unfinished Sympathy” (1991) των Massive Attack, επειδή φταίει η μπάντα για το όνομα που διάλεξε. Εδώ είναι η στιγμή που λέω: «Εν οίδα ότι ουδέν οίδα». Και συνεχίζω με χιουμοριστική διάθεση, μπας και τη βγάλω καθαρή.

Στη λίστα όμως υπήρχαν και κάποια άλλα τραγούδια, μόνο και μόνο επειδή θα μπορούσαν να ενταχθούν στον περί «όπλων, πυρομαχικών, εκρηκτικών υλών και μηχανισμών και άλλων διατάξεων» νόμο. Να κάποια από τα πιο ξεδιάντροπα: “Atomic” - Blondie (1979), “Bang Bang (My Baby Shot Me Down)” - Cher (1966), “Killing Me Softly” - Roberta Flack (1973), “I'm Gonna Get Me a Gun” - Cat Stevens (1967), “I Shot the Sheriff” - Eric Clapton (1974) (χμ, καλά θυμάμαι ότι όλους σερίφηδες τους αποκαλούσαν τότε;), “I’m on Fire” του Bruce Springsteen (1984) (η Πυροσβεστική έκλεβε ύπουλα τη δόξα;), “Give Peace a Chance” John Lennon (1969) (μάλλον αυτό δε συνέφερε), “I Don't Like Mondays” - The Boomtown Rats (1979) (άραγε για το στίχο: “I wanna shoot the whole day down”;) και “(I Just) Died in Your Arms” - Cutting Crew” (1986) (μάλλον επειδή τελικά ξεψύχησε).

Κορυφαία όμως αναδείχτηκαν τα… υπεράνω συσχετισμού, τα οποία προτείνω για απομνημόνευση: “Walk Like an Egyptian” - The Bangles (1986) (ευρύτερη Αραβική χερσόνησος;), “I'll Fly for You” - Spandau Ballet (1984) (προδοσία επερχόμενης αεροπορικής επιδρομής;), “In the Air Tonight” - Phil Collins (1981) (ο αέρας μύριζε μπαρούτι;), “Everybody Wants to Rule the World” - Tears for Fears (1985) (κρύβετε λόγια…), “I Don't Want to Be a Hero” - Johnny Hates Jazz (1987) (ποιο ηθικόν ακμαιότατον…), “We Got to Get Out of This Place” - Animals (1965) (εμφυσούσε ιδέες για λιποταξία ενώπιον του εχθρού;), “Ghost Town” - The Specials (1981) (άφηνε υπόνοιες για τη μεταπολεμική Βαγδάτη;) και “Heaven Help Us All” - Stevie Wonder (1970) (ευθεία υποβάθμιση των ικανοτήτων των συμμάχων).

Πολιτικοί λόγοι

Εδώ όλοι οι καλοί χωράνε. «Πες το μ’ ένα φιλί», που έλεγε το άσμα, οπότε, γιατί να μην το πεις και μ’ ένα τραγούδι; Αυτό έκανε κι ο Paul McCartney, δηλαδή οι Wings, τραγουδώντας το "Give Ireland Back to the Irish" (1972). Ακόμα κι αν τον κατηγορήσετε ότι το έκανε για να αποδείξει ότι δεν είναι καλός μονάχα στα αισθηματικά, δεν αλλάζουν και πολλά. Γεγονός είναι ότι πήρε θέση υπέρ της ανεξαρτησίας των Ιρλανδών, με αφορμή τα θύματα της Bloody Sunday. Εικοσιτρία χρόνια αργότερα, σε συνέντευξή του ο κατά βάση κιθαρίστας των Wings Denny Laine υποστήριξε την άποψη ότι ο Macca δε γνώριζε καν το γεγονός και ότι ο ίδιος ως Βρετανός ήταν ενοχλημένος από τους στίχους του. Το ίδιο άμεση ήταν η αντίδραση του BBC στο “Urban Guerilla” (1972) των Hawkwind, που θεώρησε ότι παρότρυνε τον κόσμο να ξεσηκωθεί, δεδομένων των βομβαρδισμών του Λονδίνου από το δραστήριο την εποχή εκείνη IRA. Αξιοσημείωτο είναι το ότι το management της μπάντας «το τερμάτισε» αποσύροντας το single, κάνοντας το γκρουπ να δηλώσει: «Ήταν ανόητη αυτή η απόσυρση. Είχαν γίνει παρανοϊκοί και πίστευαν ότι θα τους βομβαρδίσουν. Νομίζαμε ότι ο δίσκος απλά αποτύπωνε όσα συνέβαιναν στα ‘70s».

Το “Buffalo Soldier” (1983) των Bob Marley and the Wailers απαγορεύτηκε διότι έθιγε το Αμερικανικό ιδεώδες. Οι Buffalo Soldiers ήταν ανεξάρτητοι μαύροι έφιπποι μαχητές, που εναντιώθηκαν στην καμπάνια περί εκκαθάρισης των Ινδιάνων, ούτως ώστε οι πολιτισμένοι λευκοί να αποκτήσουν τη γη των αυτοχθόνων. Αξιοσημείωτο είναι και το ότι πολλοί από τους στρατιώτες αυτούς ήταν σκλάβοι από την Αφρική. Μια κορυφαία στιγμή ανεκτικότητας ήταν η απαγόρευση του “God Save the Queen” (1977) των Sex Pistols, λόγω “gross bad taste”. Τι κι αν κυκλοφόρησε πριν το ασημένιο ιωβηλαίο και οι κολοσσοί Woolworth, Boots και WH Smith το εξαφάνισαν από τις προθήκες των καταστημάτων τους; Αυτό είχε ως αποτέλεσμα ένα catchy punk single, που δεν ήταν με τίποτα το καλύτερό τους, να αναδειχτεί σε κορωνίδα των ανεξάρτητων κυκλοφοριών και ο δίσκος να πουλήσει άνετα διακόσιες χιλιάδες αντίτυπα την πρώτη εβδομάδα κυκλοφορίας του! Ποιος τα έβαλε με τη βασίλισσα και είπε ότι η Βρετανία έχει φασιστικό καθεστώς; Να τιμωρηθεί! Ο βουλευτής των Εργατικών Marcus Lipton δήλωσε χαρακτηριστικά: «Αν η pop μουσική πρόκειται να χρησιμοποιηθεί για να καταστρέψει τους θεσμούς μας, τότε θα πρέπει να καταστραφεί πρώτη». Όμως ο John Peel και η Virgin Records δε συμφώνησαν και το τραγούδι που αρχικά ονομαζόταν "No Future" εγγυήθηκε μέλλον λαμπρό. Υπάρχει και το μνημειώδες “Leader of the Pack” (1964) των The Shangri Las. Τώρα, μη ρωτάτε εμένα το κατά πόσο αυτό είχε τη δύναμη να καλέσει σε κοινωνική εξέγερση. Η επίσημη εξήγηση της απαγόρευσης ήταν ότι ενθαρρύνει τις συγκρούσεις μεταξύ mods και rockers. Μα, φυσικά. Για δείτε τα γλυκά προσωπάκια των Betty, Mary Ann, Marge και Mary και θα καταλάβετε το σιγανοπαπαδιές ήταν… Χωρίς αιχμαλώτους φάση. Τις βλέπεις και ο νους σου καλπάζει προς τη βία. Ορίστε; Χρειάστηκε να περάσουν οκτώ χρόνια μέχρι να λυθεί το μέγα μυστήριο και να αρθεί μια απαγόρευση που κανείς δε μπόρεσε να κατανοήσει.

Η κατηγορία αυτή αποδείχτηκε τόσο εύπλαστη στα όριά της, που αγκάλιασε την καχυποψία κάθε τιμητή. Ενδεικτικά αναφέρονται το “Battle of New Orleans” (1959) του Johnny Horton, το “Let the People Go” (1975) των McGuiness Flint, το “Don't Cry for Me, Argentina” (1980) των Elaine Page και Julie Covington, το “overly political” “Invisible Sun” (1981) των Police, το “(We Don't Need This) Fascist Groove Thang” (1981) των Heaven 17, το “The Day After You” (1987) των Blow Monkeys και το “Sad Affair” (1993) των Marxman.

Ρατσισμός

Εδώ εντάσσονται και οι δύο όψεις του ζοφερού αυτού νομίσματος. Πολλά τα παραδείγματα, αλλά ας μείνουμε σε δύο αντιπροσωπευτικά. Το πρώτο είναι το περίφημο “Strange Fruit” (1939) της μεγάλης Billie Holiday, που έβαλαν στη μαύρη λίστα ραδιοφωνικοί σταθμοί όχι μόνο της Αμερικής και αρνήθηκε να ηχογραφήσει η Columbia Records. Το τραγούδι αυτό, που βασίστηκε σε ένα ποίημα του Abel Meeropol, αναφερόταν στα αλληγορικά «περίεργα φρούτα» που κρέμονταν από δέντρα και ήταν οι κρεμασμένοι ύστερα από λιντσάρισμα μαύροι, που οδηγήθηκαν στο θάνατο μόνο και μόνο λόγω του χρώματος του δέρματος τους. Το δεύτερο και, όπως εξελίχθηκαν τα πράγματα, τραγελαφικό είναι το “Killing an Arab” (1980) των The Cure, που ναι μεν ρητά δεν απαγορεύτηκε, αλλά είχε θεματάκια κυρίως με τους αμερικανικούς ραδιοφωνικούς σταθμούς κατά τον πόλεμο του Περσικού κόλπου και το 9/11. Καλά, έγινε πιο πιστευτό το ότι ο Bob καλούσε σε εξόντωση των Αράβων και όχι αυτό που εξαρχής υποστήριξε, ότι δηλαδή οι στίχοι είναι εμπνευσμένοι από τον «Ξένο» του Αλμπέρ Καμύ; Ναι, είναι η απάντηση και γι’ αυτό η συλλογή singles “Standing on a Beach” κυκλοφορούσε με αυτοκόλλητο κατά της ρατσιστικής βίας. Το 2003 ο Smith ομολόγησε πως αν γνώριζε εκ των προτέρων τι θα συνέβαινε, θα είχε ονομάσει το τραγούδι “Standing on the Beach”. Επειδή όμως δεν έχει νόημα να κλαις πάνω από χυμένο γάλα, το 2006 στη συναυλία των The Cure στο Royal Albert Hall το τραγούδησαν ως “Killing Another”, ενώ μεταγενέστερα ως "Killing an Ahab" (δακρύσατε κι εσείς;). Στη 40th anniversary tour όμως τα πήραν στο κρανίο και το είπαν έτσι όπως αρχικά το είχαν βαφτίσει.

Σεξ

Τραγούδια που μιλούν για το σεξ υπάρχουν πάρα πολλά. Άλλα κομψά και άλλα όχι και τόσο κομψά (για να το θέσω όσο πιο κομψά μπορώ). Λίγα όμως είχαν την «τιμή» να κοπούν, δηλαδή να διαφημιστούν κατ’ ουσία, αφού η περιέργεια δε σκότωσε μεν τη γάτα, αλλά κράτησε ζωντανό τον ηδονοβλεψία. Ο George Formby τη γλύτωσε φτηνά από το BBC με κάποιες αλλαγές λέξεων στο “With My Little Stick of Blackpool Rock” (1937), κάτι όμως που δε συνέβη με το “A Day in the Life” (1967) των The Beatles λόγω του “I'd love to turn you on”. To “Sex & Drugs & Rock & Roll” (1977) του Ian Dury ήταν κομμένο μόνο και μόνο από τον τίτλο του, όπως και το “Let’s Spend the Night Together” (1967) των The Rolling Stones που για να παιχτεί στην εκπομπή του Ed Sullivan τραγουδήθηκε ως “Let’s spend some time together”, με τον Jagger να κοιτάζει με νόημα την κάμερα και τη μπάντα να παίρνει την εκδίκησή της μετά το τέλος του, όταν επανήλθε στο στούντιο με στολές Ναζί, εισπράττοντας δύο χρόνια απαγορευτικό. Δεν ήταν όμως και άπειρη από κάτι τέτοια, αφού ο χορός είχε ανοίξει με το “I Can’t Get No Satisfaction” (1965), το οποίο το Newsweek χαρακτήρισε «γεμάτο με κακόγουστα θέματα». Κλασικό παράδειγμα αποτελεί το “Louie, Louie” (1963) των The Kingsmen, που όχι μόνο απαγορεύτηκε στα ερτζιανά, αλλά το ερευνούσε το FBI επί δυόμιση χρόνια, για να αποκαλύψει το αληθινό του νόημα! Καλά, δεν τους είπε κανείς ποιος κρύβεται πίσω από τις λέξεις; Λιγότερες δυσκολίες παρουσίασε το γεμάτο αχ και βαχ “Love to Love You Baby” (1975) της Donna Summer, που χαρακτηρίστηκε από το περιοδικό After Time ως «ένας μαραθώνιος 22 οργασμών».

Επίσης, ας γίνει επιγραμματικά μνεία και στα παρακάτω: Shirley Bassey - “Burn My Candle” (1956), Adam Faith - “Made You” (1960), Joe Brown & The Bruvvers - “My Little Ukelele” (1963), Troggs - “I Can’t Control Myself” (1966), Jane Birkin - “Je T’aime” (1969), Max Romeo - “Wet Dream” (1969), Yoko Ono Plastic Ono Band - “Open Your Box” (1970), Paul McCarney & Wings - “Hi Hi Hi” (1972), Judge Dread - “Big 6” (1972), Cliff Richard - “Honky Tonk Angel” (1976), Donna Summer - “Love to Love You” (1976), The Stranglers - “Peaches” (1977), Ivor Biggun - “The Winker's Song” (1978), The Au Pairs - “Come Again” (1981), Pete Shelley - “Homosapien” (1982), Frankie Goes to Hollywood - “Relax” (1983), George Michael - “I Want Your Sex” (1987), Lil Louis - “French Kiss” (1989), The Prodigy - “Smack My Bitch Up” (1997).

Ομοφυλοφιλία

Η απαγόρευση του “Enola Gay” (1980) των Orchestral Manoeuvres in the Dark αποτελεί μια από τις πιο ντροπιαστικές στιγμές του BBC. Καλά, το 1980 κανείς εργαζόμενος δε γνώριζε πώς λεγόταν το αεροπλάνο που έριξε τη βόμβα στη Χιροσίμα; Σκέφτομαι τους στίχους και τρελαίνομαι: “Is mother proud of little boy today? / Ah-ha this kiss you give / It's never ever gonna to fade away”. Απλά μυθικό. Τα ανακλαστικά του λειτούργησαν ακαριαία και στο “(Sing If You're) Glad to Be Gay” των Tom Robinson Band (προφανώς κάποιοι δεν ήταν και πολύ “glad” με αυτό), που παιζόταν όμως κανονικά από το αντίπαλο δέος Capital Radio, αλλά και τον άτακτο John Peel. To “Jackie” (1968) του Scott Walker είχε την ίδια τύχη, λόγω του στίχου “authentic queers and phony virgins”, ενώ το “Money for Nothing” (1985) των Dire Straits λογοκρίθηκε το 2011 από το Canadian Broadcast Standards Council επειδή είχε τον απαξιωτικό στίχο “that little faggot with the earring and the make-up”.

Ναρκωτικά

Οι σχετικές με τα ναρκωτικά απαγορεύσεις δεν ήταν μια ιστορία που έκλεισε νωρίς τον κύκλο της, αφού συνεχίστηκε κατεξοχήν στα ’80s, αλλά και στο πρώτο μισό των ’90s. Αρχικά αρκούσαν και οι έμμεσες αναφορές, όπως στο “My Friend Jack” (1967) των The Smoke, όπου έφτασε ο στίχος “My friend Jack eats sugar lumps…”, επειδή στο BBC ήταν ήδη παγιωμένη η πεποίθηση ότι το LSD διαμοιραζόταν μέσω κύβων ζάχαρης. Κάτι ανάλογο έγινε και με το “Lucy in the Sky With Diamonds” (1967) των The Beatles. Ο John Lennon εξαρχής διερρήγνυε τα ιμάτιά του ότι έγραψε τους στίχους βλέποντας μια ζωγραφιά του γιου του Julian, στην οποία εκείνος είχε ζωγραφίσει τη συμμαθήτριά του Λουκία να βρίσκεται στον ουρανό παρέα με διαμαντάκια, λέγοντας πως τα αρχικά LSD του τίτλου ήταν τελείως συμπτωματικά με τη ναρκωτική ουσία. Το BBC άκουσε μεν τους ισχυρισμούς του, αλλά δεν είχε παραισθήσεις για να μη το απαγορεύσει και τελικά δικαιώθηκε κάμποσα χρόνια αργότερα από τον Paul McCartney (έκπληξη!) που δήλωσε ότι ήταν προφανές ότι το τραγούδι είχε να κάνει με ναρκωτικά.

Τα χρόνια περνούσαν και οι άμεσες αναφορές χτυπούσαν συναγερμό. Έτσι μπήκε στο κλαμπ των απαγορεύσεων το “We Call It Acieeed” (1988) του D-Mob. Ακόμα όμως και οι διακριτικές έμπαιναν στο στόχαστρο, όπως και οι… υποσυνείδητες, με κλασική περίπτωση το “Ebeneezer Goode” (1992) των The Shamen, όπου ο στίχους “Eezer Goode/Eezer Goode/He’s Ebeneezer Goode” ερμηνεύτηκε από το BBC ως αναφορά στο ecstasy. Ύστερα όμως από τέσσερις εβδομάδες πρωτιάς στα charts και τα συνεχιζόμενα δημοσιεύματα της εποχής, χάρη στα οποία η χρήση της λέξης «έκσταση» είχε χάσει τις πρωτογενείς της σημασίες και ταυτιστεί αποκλειστικά με τη συνθετική αυτή ουσία, οι δυνάμεις καταστολής του BBC άρχισαν να κάνουν τα στραβά μάτια. Δε φάνηκαν όμως το ίδιο ανεκτικές στο στίχο “Let’s roll another joint” από το “You Don’t Know How it Feels” (1994) του Tom Petty, τον οποίο ο εκ Φλώριδας ορμώμενος ρόκερ ηχογράφησε ανάστροφα (ουπς, μπας και έχει αποκρυφιστικό μήνυμα τώρα;) με αποτέλεσμα να αστοχήσει εξόφθαλμα στην ομοιοκαταληξία του “point”, αλλά το τραγούδι να σκαρφαλώσει μέχρι το #13 και να κερδίσει ένα MTV Video Music Award. Καλά, κι αυτός ο Θωμάς ήθελε να κρυφτεί, αλλά η χαρά δεν το άφηνε. Αλήθεια, τι περίμενε, έχοντας ως B-side ένα τραγούδι με τίτλο "Girl on LSD";

Βλασφημίες των Θείων

Είναι τρελοί αυτοί οι προτεστάντες; Εντάξει, δεν είναι. Απλά διάλεξα τα πιο προβοκατόρικα που βρήκα.

Το “Baby, Let Me Follow You Down” (1962) του Bob Dylan απαγορεύτηκε αμέσως επειδή περιείχε το στίχο: “God-almighty world”. Μάλλον δεν είχαν αντιληφθεί το Αργό Τραίνο που Ερχόταν και θα έφτανε σε δεκαεφτά χρόνια και διάλεξαν το λάθος πρόσωπο. Το “God Bless the Child” (1941) της Billie Holiday θεωρήθηκε βλάσφημο επειδή τόνιζε τη δύναμη του χρήματος με αναφορές στη Βίβλο, ενώ το “Answer Me” (1953) του Frankie Laine διότι είχε τους στίχους: “Answer me, Lord above, just what sin have I been guilty of? Tell me how I came to lose my love, please answer me, O Lord.” Δηλαδή, τι έπρεπε να γίνει με τόσα και τόσα blues, στα οποία οι τραγουδιστές ζητούσαν τη βοήθεια του Θεού να βρουν γυναίκα; Υπήρχαν όμως και χειρότερα, όπως το “God Only Knows” (1966) των The Beach Boys, που έφαγε πόρτα ως το πρώτο single που είχε στον τίτλο του τη λέξη “God”, επειδή… απλά την είχε! Ο Tony Asher που υπέγραψε το τραγούδι δήλωσε αργότερα σε συνέντευξη ότι περίμενε να γίνει κάτι τέτοιο, αλλά προτίμησε να ρισκάρει. Τέλος, το γνωστό ακόμα και στους γονείς των μεγαλυτέρων “Imagine” (1971) του John Lennon, που περιλάμβανε τους στίχους “imagine there’s no heaven…and no religion too”, δεν επιτρεπόταν να ακούγεται σε κάποιες βρετανικές εκκλησίες και εκκλησιαστικά σχολεία, ενώ στις Η.Π.Α. ο ρεπουμπλικανός υποψήφιος γερουσιαστής Lee Tiralo το χαρακτήρισε ως επικίνδυνο πολιτικών αναταραχών.

Βωμολοχίες

Πείτε τις και βρισιές. Απλά ήθελα να παρουσιάσω την κατηγορία αυτή πιο επίσημα. Μα, θα μου πείτε, απαγορεύονταν κι αυτές; Θου Κύριε… Λοιπόν, κάποιες φορές το BBC μύρισε τα νύχια του για να πει τι είχε στο μυαλό του ο βωμολόχος ποιητής και κάποιες δε χρειάστηκε να προσπαθήσει καθόλου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα από τις πρώτες και διασκεδαστικότερες είναι το “My Generation” (1965) των The Who, που ναι μεν θεωρήθηκε προσβλητικό για τους βραδύγλωσσους, αλλά είχε και τον Roger Daltrey να τραγουδά “Why don’t you all f-f-f-fade away”. Πώς; Και τι έγινε; Κρατηθείτε: Το BBC είπε ότι υπήρχε απόπειρα χρήσης της f-word και ο Daltrey απάντησε ότι τραγούδησε με αυτόν τον τρόπο προσπαθώντας να μιμηθεί τον John Lee Hooker στο “Stuttering Blues”. Τραγέλαφος, που έλεγε κι ο παππούς…

Ο κανόνας όμως των απαγορεύσεων είχε να κάνει με όσους δε… μασούσαν τις βρισιές τους. Βέβαια, από αυτούς άλλοι αποδείχτηκαν πλασμένοι από πέτρα και άλλοι από πλαστελίνη. Όπως οι Radiohead στο “Creep” (1992), που όταν είδαν κλειστή την πόρτα του BBC, χρησιμοποίησαν ως αντικλείδι την εναλλακτική ηχογράφηση της f-word με την ταυτόσημη… “very”. Λιγάκι πιο ωμά τα είπαν οι MC5 στο “Kick Out the Jams”. “It’s time to … kick out the jams, motherf@cker!” “Ρε σεις, are you talkin’ to us?”, είπαν παρεξηγημένοι οι ιθύνοντες των καταστημάτων Hudson και της Elektra Records. «Όχι μόνο σε σας, αλλά σε όλους», απάντησαν οι μάγκες από το Michigan και είδαν τα Hudson’s να βγάζουν από τις προθήκες ακόμα και την εκδοχή του δίσκου τους χωρίς την επίμαχη λέξη στο εξώφυλλο. Τότε η μπάντα πλήρωσε διαφημίσεις σε εφημερίδες του Ann Arbor και του Detroit που έγραφαν “F@ck Hudson’s!” Πώς την έλεγαν την εταιρεία για την οποία ηχοχραφούσατε, παιδιά; Πώς; Το ίδιο διακριτικοί και διαλλακτικοί ήταν και οι Dead Kennedys στο εύγλωττο single “Too Drunk to Fuck” (1981), που μετά το στοπ, συμπεριλήφθηκε για πρώτη φορά στο singles and b-sides άλμπουμ “Give Me Convenience or Give Me Death” (1987).

Μερικά άλλα ανάλογα παραδείγματα αποτελούν και τα John Lennon - “Working Class Hero” (1970), The Rolling Stones - “Star Star” (1973), Ian Dury - “F@cking Ada” (1980), Neil Young - “F@cking Up” (1990), Prince - “Sexy Mother F@cker” (1992), Black Grape - “Shake Your Money” (1995), Super Furry Animals - “The Man Don't Give a F@ck” (1996), Richie Kavanagh - “Aon Focal Eile” (1996) και Beautiful South - “Don't Marry Her F@ck Me” (1996).