The story of The Triffids
Οι Triffids έρχονται για να παίξουν τη μουσική του πρόωρα θανόντα leader τους. Ας θυμηθούμε την ιστορία τους. Του Θάνου Σιόντορου
Η σχέση των Triffids με την Ελλάδα μπορεί να χαρακτηριστεί ιδιαίτερη, χωρίς να βιαστούμε να αποδώσουμε στον όρο αρνητική ή θετική χροιά. Οι Αυστραλοί, στις 6 και 7 Νοεμβρίου 1987, εγκαινίασαν τον σημαντικότερο ως τώρα και προσφάτως αποθανόντα συναυλιακό χώρο της Αθήνας, το Ρόδον. Δεν πέρασε πολύς καιρός και για δεύτερη φορά μάς επισκέφτηκαν ώστε να εμφανιστούν στο φεστιβάλ του Δήμου Αθηναίων στο Πεδίο του Άρεως, το Σεπτέμβρη του 1988. Εκεί είχαν την ευκαιρία να γευτούν την ελληνική φιλοξενία σε όλο της το μεγαλείο, όταν το κοινό ανυπομονώντας να δει τον John Lydon, άλλοτε μπροστάρη των Sex Pistols (γιατί πραγματικά αμφιβάλλω αν ενδιαφέρονταν για τη μουσική των PIL), τους φιλοδώρησε με πλήθος μπουκαλιών. Βλέπετε, τόσο η λυρική προσέγγιση του ροκ, όσο και το -άκουσον, άκουσον- θράσος τους να διασκευάσουν το Into The Groove της Madonna, έκατσαν βαριά στους πάνκηδες και λοιπούς παρευρισκόμενους. Για την ιστορία, αφού αποχώρησαν κακήν κακώς από τη σκηνή, το φεστιβάλ δε συνεχίστηκε ποτέ. Παρόλα αυτά, τόσο οι ίδιοι, όσο και άλλες πηγές, δεν παύουν να αναφέρουν την Ελλάδα ως μία από τις χώρες που αναγνωρίστηκε και τιμήθηκε η μουσική τους. Η μεγαλοψυχία ήταν ανέκαθεν χαρακτηριστικό των σημαντικών ανθρώπων.
Ξεκινώντας ως Dalsy στο Perth της Δυτικής Αυστραλίας, ο David McComb και ο Alsy McDonald άρχισαν να σκαρώνουν τραγούδια στις 27 Νοεμβρίου 1976. Αφού δέχτηκαν τη βοήθεια φίλων, όπως οι Andrew McGowan, Julian Douglas Smith και Phil Kakulas, αλλάζουν το όνομά τους και σχηματίζουν με τον τελευταίο τους Blok Music, δίνουν κάμποσα live, μετονομάζονται σε Logic για μία μόνο μέρα, και καταλήγουν στο όνομα με το οποίο τους ξέρουμε, εμπνευσμένοι από το μυθιστόρημα του John Wyndham "The Day Of The Triffids".
Μέχρι το 1982 η μπάντα δεν είχε σταθερή σύνθεση μιας και αρχικά συναντάμε ως μέλη, εκτός από τους McComb και McDonlad, τους Byron Sinclair, Will Akers και Margaret Gillard. Ο Kakulas είχε αποχωρίσει, διατηρώντας όμως έως και σήμερα καλές σχέσεις με όλους.
Μεταξύ 1978 και 1981 ηχογραφούν συνεχώς μιας και, όπως ο ίδιος ο McComb αναφέρει, δεν τους περνούσε καν απ' το μυαλό να κόψουν δίσκο χωρίς να έχουν τουλάχιστον 80 - 90 κομμάτια. Η προώθηση γινόταν από τους ίδιους με τη μορφή album-κασετών στα τοπικά δισκάδικα.
Το 1981 κυκλοφορεί το πρώτο τους single "Stand Up/Farmers Never Visit Nightclubs" ως βραβείο γιατί κέρδισαν το διαγωνισμό ενός ραδιοφωνικού προγράμματος του τεχνολογικού πανεπιστημίου της Δυτικής Αυστραλίας. Ακούγοντάς το, δονείσαι από τη φρεσκάδα, τους αφελείς και έντονα νεανικούς στίχους, ενώ σε καμία περίπτωση δεν προβλέπεις την εξέλιξή τους, τόσο μουσικά, όσο και υφολογικά. Επιπλέον, η συγγένεια με τους άλλους σπουδαίους Αυστραλούς, τους Go-Betweens (κυρίως της πρώτης περιόδου, επίσης) είναι εμφανέστατη.
Ακολουθεί το ΕΡ "Reverie" και έρχεται η στιγμή που το Perth, η πιο απομονωμένη πόλη της ηπείρου, φαντάζει μικρό. Το Sydney και η Μελβούρνη μπαίνουν στο μουσικό τους χάρτη. Οδηγούν ως εκεί και επιστρέφουν, αψηφώντας το μακρύ ταξίδι, για να εμφανιστούν ως support σε μπάντες όπως οι Reels, οι Sunnyboys και οι Church.
Στεγάζονται αρχικά στη White Label, όπου βγάζουν άλλο ένα single και ένα EP, για να ακολουθήσει συμβόλαιο με την Hot Records, σημαντικότατη εταιρεία για το αυστραλέζικο underground την περίοδο 1982 - 1986.
Εν τω μεταξύ, σχηματοποιείται το line up με το οποίο θα συνεχίσουν ως το τέλος, πλην μίας ακόμη μελλοντικής προσθήκης. Έτσι έχουμε τον David McComb στα φωνητικά και την κιθάρα, τον αδερφό του Robert στο βιολί και την κιθάρα, τον Martyn Casey στο μπάσο, την Jill Birt στα πλήκτρα και τον Alsy McDonald στα ντραμς.
Το πρώτο album βγαίνει στα τέλη του 1983 και ονομάζεται "Treeless Plain". Πρόκειται για ένα σφιχτοδεμένο ντεμπούτο με έντονο το folk-rock στοιχείο που προσπαθεί να συμβαδίσει με τον θυμωμένο post-punk ήχο της εποχής. Αξίζει να αναφερθεί η διασκευή στο "I'm A Lonesome Hobo" του Dylan που σύμφωνα με τον Ιρλανδό μουσικογραφιά David Cavanagh αποτελεί την πιο εύφλεκτη ανακατασκευή κομματιού του Dylan απ' όταν ο Hendrix αποφάσισε να καταπιαστεί με το "All Along The Watchtower".
Το 12'' ΕΡ "Raining Pleasure" εμφανίζεται το 1984, αφήνοντας τις δύο κορυφαίες του στιγμές για το τέλος. Το "Property Is Condemned" επιτρέπει να ξετυλιχθεί στο έπακρον η εσωτερική ένταση που διακατέχει τον ερμηνευτή του, ενώ στο ομώνυμο κομμάτι η Jill στοιχειώνει με τα φωνητικά της κάθε ηχογραφημένη αναπαράσταση της ευχαρίστησης.
Η ώρα της υπέρβασης διαφαίνεται και το συγκρότημα μαζεύει τα μπογαλάκια του με προορισμό την Αγγλία και γενικότερα την Ευρώπη. Όχι ότι η Αμερική δεν τους έκανε, αλλά πάλι σύμφωνα με τον McComb ήταν μικρότερος μπελάς από το να προσπαθήσουν να βγάλουν αμερικανική visa εργασίας.
Η περιήγηση στη γηραιά ήπειρο ξεκινά από το Λονδίνο τον Αύγουστο του 1984. Λεφτά δεν υπήρχαν, ούτε ιδιαίτερες προσδοκίες. Προσδοκίες, όχι πάθος και ελπίδα. Έτσι, όχι μόνο ξεπέρασαν το χρονικό περιθώριο των τριών μηνών που είχαν ως αρχικό πλάνο, αλλά βρέθηκαν να φιλοξενούνται σε έντυπα όπως το ΝΜΕ και το Melody Maker.
To EP "Field Of Glass" ηχογραφείται το Νοέμβρη του 1984 και τους βρίσκει να αγγίζουν τις πιο δυνατές, σκληρές και χαοτικές στιγμές τους, με τον McComb στο ομώνυμο κομμάτι ως άλλος ευαγγελιστής να ξεριζώνει τα εσώψυχά του, ενώ οι υπόλοιποι ξεσπούν στα όργανά τους. Ο χαρισματικός frontman περιγράφει την περίοδο εκείνη ως ένα δρόμο προς την κάθαρση. Τα live αποτελούν επιθετικές υποθέσεις και καθαρτήριες οδούς. Και βύθισμα. Βύθισμα στο περίεργο προσωπικό του σύμπαν.
Το setlist ενίοτε τον κουράζει και επιθυμεί να προχωρήσει παρακάτω. Προσανατολίζεται σε country ακούσματα και εκφράζει το θαυμασμό του για το αριστουργηματικό "Grievous Angel" του Gram Parsons. Ίσως και αυτό να αποτέλεσε σημαντικό λόγο ώστε να εισχωρήσει στο γκρουπ ο "Evil" Graham Lee που αργότερα, κάτω από αδιευκρίνιστες σ' εμένα αιτίες, μετονομάστηκε σε "Teddy" Graham Lee. Ο Lee έπαιζε pedal steel κιθάρα και εισήγαγε τον επιθυμητό, πιο country, ήχο, σε συνδυασμό με έναν έντονο λυρισμό που ενώ πάντα ελλόχευε, απογειώθηκε με την κυκλοφορία του θεωρητικά καλύτερού τους album.
Το "Born Sandy Devotional" είδε το φως τον Αύγουστο του 1985, αυτοχρηματοδοτούμενο από τους ίδιους μιας και δεν κατάφεραν να πετύχουν μεγαλύτερο συμβόλαιο. Για το περιεχόμενο τι να πει κανείς, μοναδικό. Ένα ταξίδι στην ενδοχώρα της Αυστραλίας, μελωδίες δυνατές που δεν βιάζονται, αλλά επιτείνουν την περιήγηση μέσα στην άμμο, τα γυμνά βράχια και τον καυτό ήλιο. Ο έρωτας, ο θάνατος και οι κάθε είδους εμμονές του McComb πανταχού παρούσες δημιουργούν συναισθηματική φόρτιση που όσο κι αν δείχνει περίπλοκη δεν ξεφεύγει από το μονοπάτι που μόνο η απλότητα μπορεί να αποδώσει όμορφα.
Για αρκετούς όμως ισάξια θέση στην καρδιά τους κατέχει και η επόμενη δουλειά των Triffids. Για τη δημιουργία του "In The Pines" η μπάντα απομονώθηκε σε μία φάρμα και το ηχογράφησε σχεδόν ζωντανά. Ο "παλαιολιθικός" εξοπλισμός τους και οι παραδοσιακές φόρμες φαίνεται ότι απέδωσαν μια συγκινητική ζεστασιά και μια αίσθηση οικειότητας που άγγιξαν τις ευαίσθητες χορδές των ακροατών τους.
Τα χρόνια περνούν και το συγκρότημα από το Perth έχει πλέον εμφανιστεί μπροστά σε μεγάλα και μικρά ακροατήρια, τόσο στη χώρα του, όσο και στη Σκανδιναβία, την Ολλανδία, τη Γαλλία, τη Γερμανία και με μυστηριωδώς μεγάλη επιτυχία στο Βέλγιο.
Τα δύο τελευταία album τούς βρίσκουν στην Island, με το πολυπόθητο "μεγάλο" συμβόλαιο. Το "Calenture" (1987) γεννά και το πιο γνωστό κομμάτι τους, το "Bury Me Deep In Love". Αποτελεί ένα καθ' όλα αξιοπρεπές album λυρικού ροκ, με τον πιο προσιτό ως τότε ήχο.
Στο κύκνειο άσμά τους "The Black Swan" (1988) (ειρωνεία ή σύμπτωση άραγε ο τίτλος;), η συνοχή κάνει νερά και αναπόφευκτα έχουμε την πιο αδύναμη στιγμή τους. Εντούτοις, δε γνωρίζω πολλές μπάντες που να έχουν γράψει ένα τόσο καλό pop τραγούδι όσο το "Goodbye Little Boy".
Ακολούθησαν η κυκλοφορία μιας ζωντανής ηχογράφησης από τη Στοκχόλμη, με τίτλο το όνομα της πόλης, το 1990 και μια συλλογή με την εύλογη ονομασία "Australian Melodrama", το 1995. Και οι δύο εμφανίστηκαν μετά τη διάλυση του γκρουπ.
Η διάλυση επήλθε το 1989, μετά από ένα τρίμηνο διάλειμμα, και έμελλε να είναι οριστική. Δεν θα ξαναέπαιζαν μαζί ή τουλάχιστον όχι όλοι.
Οι πορείες των μελών ήταν και είναι διαφορετικές έκτοτε. Θα αποφύγω τις μη μουσικές αναφορές, αλλά δε μπορώ να μη σταθώ σε ένα ενδεικτικό περιστατικό της επιχειρηματικής μουσικής πραγματικότητας. Κάποτε, η αυστραλιανή μουσική βιομηχανία αποφάσισε να βραβεύσει τους Triffids για την προσφορά τους, αλλά κανένα κουστουμάτο στέλεχος δε θεώρησε απαραίτητο να ειδοποιήσει κάποιο από τα μέλη. Έτσι, μόνο μεγάλη μπορεί να χαρακτηριστεί η έκπληξη όλων όταν εντελώς τυχαία ανέβηκε να παραλάβει το βραβείο μία από τις σερβιτόρες, αφήνοντας το δίσκο με τα cocktail για λίγο. Ήταν η Jill Birt.
O Graham Lee λειτουργεί την εταιρεία W.Minc και ασχολείται με την ιστοσελίδα των Triffids.
Ο Martyn Casey, μαζί με τον McComb, συνάντησαν τον παλιό γνώριμο Phil Kakulas στους Blackeyed Susans, ενώ ο πρώτος συνεργάζεται έκτοτε με τον Nick Cave, τόσο στους Bad Seeds, όσο και στους φρέσκους Grinderman.
Ο McComb, αφού ηχογράφησε όπως αναφέρθηκε δύο album με τους Blackeyed Susans και ένα προσωπικό με τίτλο "Love Of Will", σχημάτισε το 1994 τους Red Ponies και έπειτα τους Costar, αλλά δεν πρόλαβε να κάνει και πολλά πράγματα γιατί στις 2 Φεβρουαρίου 1999 εγκατέλειψε τα εγκόσμια.
Η καρδιά του αποδείχθηκε και βιολογικά ευαίσθητη με αποτέλεσμα το 1996 να οδηγηθεί σε μεταμόσχευση. Το αλκοόλ και η ηρωίνη που είχε επιλέξει να τον συντροφεύουν, δημιουργικά και ταυτόχρονα οδυνηρά, επιβάρυναν την κατάσταση και απ' ό,τι φαίνεται μετά από ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα οδήγησαν στο μοιραίο, μόλις τρεις μέρες αργότερα.
Οι επιθανάτιες μεγαλοστομίες του στιλ "είχε πολλά ακόμα να δώσει" και "ένα μεγάλο ταλέντο χάθηκε νωρίς" σίγουρα δεν του ταιριάζουν. Ούτε ξέρω κατά πόσο ο ίδιος και η μπάντα του αναγνωρίστηκαν ανάλογα με τη δημιουργική τους αξία (αποφεύγω τον όρο καλλιτεχνική). Το μόνο που μπορώ να πω, όμως, ως ένας από αυτούς που θεωρεί τη ζωή του ομορφότερη χάρη στην παρουσία του/τους, είναι ότι χαίρομαι αφάνταστα που παρόλο με ένα τόσο βαρύ τίμημα όσο ο θάνατος δεν τον είδα ποτέ να χρειάζεται λιμουζίνα για τις μετακινήσεις του, ούτε να διοργανώνει συναυλίες-πάρτι γενεθλίων με "φτηνό" εισιτήριο σε "αγαπημένες χώρες". Κι ας μην είδε τόσες πολλές φορές τον επιθετικό χαρακτηρισμό "καταραμένος" δίπλα στο όνομά του. Τον ένιωσε.
ΥΓ: Τον Ιούλιο του 2006 οι εναπομείναντες Triffids έδωσαν κάποιες συναυλίες στο Βέλγιο και στην Ολλανδία μέσα σε έντονη συναισθηματική φόρτιση. Τα φωνητικά ανέλαβαν οι ίδιοι καθώς και καλοί τους φίλοι. Ας ελπίσουμε να το επαναλάβουν σύντομα.
_____
29/01/2007