Πελέ: Από τα γήπεδα μέχρι τα στούντιο και τη μνήμη
Δεν βγαίνουν πια τέτοιοι... τραγουδιστές ποδοσφαιριστές όπως παλιά. Του Αντώνη Ξαγά
“Δεν έχω ζήσει το «Μπραζίλιαν», το πατάρι του «Λουμίδη»
Δεν έχω ζήσει το «Ακροπόλ», το «Μετροπόλιταν», το «Παρκ»
Έχασα και τον Αργυρόπουλο και τον Λογοθετίδη
Μα και το Βέγγο στον «Τρελό του Λούνα Παρκ»
Δεν πήγα στην «Οδό Ονείρων» ή στο απέναντι του Μίκη”
….ούτε πρόλαβα στην τηλεόραση τον Πελέ, θα μπορούσε να συνεχίζει ο στίχος στον «Μπάσταρδο γιο» του Φοίβου Δεληβοριά, από τον τελευταία πραγματικά σπουδαίο του δίσκο (την «Καλλιθέα»), στον οποίο εκφράζει με τον τρόπο που τον έχει αναγορεύσει σε κάτι σαν «voice of his generation» τον καημό μιας γενιάς η οποία μεγάλωσε υπό τη σκιά των σπουδαίων που βίωσε, είδε κι άκουσε η αμέσως προηγούμενη, αρτυμένη συνήθως με άφθονη υποτίμηση ή έστω συγκαταβατικότητα (στην καλή περίπτωση) για τα όσα επακολούθησαν. Και πάει σκοινί κορδόνι η δουλειά αυτή, που ξεκίνησε από τότε που η νεωτερικότητα μετατόπισε τις ουτοπίες στο παρελθόν και επινόησε έννοιες (και λέξεις ακόμη) όπως ‘νοσταλγία’ (αλλά και ‘γενιά’ και ‘νεολαία’ επίσης), «δεν έχετε δει καλόγερο με νάκα» ήταν μια συνήθης επωδός του πατέρα μου που θυμάμαι από τα παιδικά μου χρόνια (αν αναρωτιέστε -όπως κι εγώ για χρόνια- τι εστί ‘νάκα’, πρόκειται για φορητή κούνια μωρού, ένα είδος παλιού… μάρσιπου), «οι …. τα είπαν όλα» (συμπληρώνετε κατά βούληση ονόματα όπως Beatles, Doors, Led Zeppelin κοκ) ήταν ένα διαδεδομένο πνεύμα στους μουσικόφιλους κύκλους, σε αντιδιαστολή ασφαλώς με τα «σκουπίδια» της «εποχής μας», αυτής που πρέπει πάντα να βρίζουμε και διαμαρτυρόμαστε ότι δεν είναι ποιητική, όπως έγραφε ο Φλωμπέρ στο «Λεξικό των κοινών τόπων» στα 70s του προπροηγούμενου αιώνα (κι ας σημειώσω εδώ ότι πολλές από αυτές τις γκρινιαρόγατες, που ακόμη κυκλοφορούν σήμερα στο κουρμπέτι, αποθεώνουν πλέον τα τότε ‘σκουπίδια’ σε σχέση με τα σημερινά - μια στάση ιδιόμορφης… συνέπειας θα μπορούσε να τους πιστωθεί).
Δεν πρόλαβα λοιπόν τον Πελέ… Νιώθω σχεδόν υποχρεωμένος να το τονίσω, μια τέτοια γαρ δήλωση, στην θετική ή αρνητική της εκδοχή, έμοιαζε σχεδόν υποχρεωτική στα πολλά κείμενα που γράφτηκαν με αφορμή το πρόσφατο RIP (για να είμαστε και μοντέρνο πνεύμα της ποπ κουλτούρας) του Πελέ, ως ένα είδος πιστοποιητικού όχι μόνο… φρονημάτων αλλά και χρονικής τοποθέτησης, λες και η όποια συγχρονία δίνει μια έστω επίφαση αντικειμενικότητας κι αξιοπιστίας στην απόλυτη υποκειμενικότητα των κρίσεων που ακολουθούσαν (εσείς δεν τα ζήσατε αυτά…).
Κατά συνέπεια δεν είχα ποτέ καμία συναισθηματική σύνδεση με τον Πελέ, δεν είχα ξενυχτήσει για να τον δω να παίζει, τα παιδιά στην αλάνα της γειτονιάς είχαμε παρατσούκλια όπως Ζίκο, Ταρντέλι, Ρούμε(νίγκε) και Μπλαχίν (αυτός ήμουν εγώ), ο Πελέ ήταν για μας απλά ένα μυθικό όνομα από την εξωτική και κάπως τρομακτική περίοδο πριν από την γέννησή μας, την προγενέθλια άβυσσο που γράφει κι ο Ναμπόκοφ στο «Μίλησε μνήμη», κάποιες εικόνες από επίκαιρα και ντοκιμαντέρ κυρίως από το Παγκόσμιο Κύπελλο του ‘70, το πρώτο που μεταδόθηκε απευθείας τηλεοπτικά στα μέρη μας, με τον κόκκο στο φιλμ να επιτείνει την εξωπραγματική αίσθηση της χρονικής απόστασης (σκέφτομαι στο σημείο αυτό ότι ακόμη και οι άνθρωποι οι οποίοι «πρόλαβαν τον Πελέ», τις ίδιες ακριβώς μοναδικές εικόνες είδαν και κουβαλούν, πόσες να ήταν παρούσες σε εκείνο τον περιβόητο αγώνα του Ολυμπιακού με την Σάντος στις 4 Ιουλίου 1961, που έκτοτε έχει στοιχειώσει στον ύμνο της ομάδας (με την αποστροφή «κι ακόμα σε θυμούνται η Σάντος κι ο Πελέ» να ακούγεται πλέον σχεδόν σουρεαλιστική), αλλά και στο τραγούδι που είχε γράψει ο Γαβριήλ Μαρινάκης (όχι, καμία σχέση, μην πηγαίνει ο νους στο κακό, Μαρίνος Γαβριήλ λεγόταν ο άνθρωπος και ήταν ρεμπέτης –αλλά και… χασάπης) και είχε τραγουδήσει τα ίδια εκείνα χρόνια ο Στράτος Παγιουμτζής («Ολυμπιακέ τρανέ που εσάρωσες τη Σάντος την ομάδα του Πελέ/Άσπρη κόκκινη φανέλα έχει δόξα και τιμή με παγκόσμια φήμη ομάδες τις καθίζεις στο σκαμνί»).
Όλα αυτά αποτελούν πλέον μέρος και της περιώνυμης «ποπ κουλτούρας», η οποία ολοένα και τρέφεται αναγκαστικά από τις σάρκες της και την παρελθοντική ανακύκλωση, όπου μέσα σε αυτό το πλαίσιο μπορούμε να εντάξουμε και τις κατ’ ουσία άτοπες και κατά βάση α-νόητες συζητήσεις που έχουν ανοίξει σε πολλαπλά μέτωπα για τον εκάστοτε G.O.A.T. (για να χρησιμοποιήσουμε την νεόκοπη αργκό, αγγλοσαξονικής προέλευσης και νοοτροπίας κι αυτή όπως και η pop culture άλλωστε), όχι μόνο επειδή παρά την επίκληση αριθμών και στατιστικών που προσπαθούν να δώσουν μια επιστημονικοφανή επίστρωση, τα μέτρα δεν είναι απλώς μη-συγκρίσιμα αλλά δεν υφίστανται κιόλας (στην δε μουσική το «όλων των εποχών» μάλιστα, φτάνει συνήθως μέχρι το… 1955 το πολύ). Η περίφημη ιστορικός του μέλλοντος φρονώ θα προσπεράσει όλες αυτές τις κουβέντες των καφενείων (ή των μπαρμπέρικων, για να μείνουμε σε αγγλοσαξονικό περιβάλλον).
Από την άλλη… έχω προλάβει τον Πελέ! Όχι όμως ως ποδοσφαιριστή πια, αλλά ως δημόσιο πρόσωπο, σε άλλα μέτωπα εκτός των γηπέδων. Με βάση μάλιστα την παρουσία του αυτή, για πολλούς ο Πελέ έχασε πολλούς πόντους στις παραπάνω συγκρίσεις, μένοντας για πάντα ο "μπαγαπόντης μιγάδας" που διψούσε για αναγνώριση, τιμές και αξιώματα και δεν είχε ποτέ πρόβλημα να εμπλακεί και με την πλέον αμφιλεγόμενη εξουσία (ή αν το δούμε με ένα λιγότερο αυστηρό-καταδικαστικό μάτι, το μαύρο φτωχό και χαμογελαστό αγόρι που δεν κατάφερε ποτέ να ξεπεράσει την ανάγκη και τις στερήσεις των παιδικών του χρόνων). Ποτέ άλλωστε δεν είναι εύκολη αυτή η «μετά» περίοδος για έναν ποδοσφαιριστή, πόσο μάλλον για κάποιον που μυθοποιήθηκε όχι μόνο εν ζωή αλλά και εν δράση ήδη. Στον Πελέ η δυσκολία αυτή ήταν έκδηλη, και μαζί με το άγχος της υστεροφημίας και της δημόσιας παρουσίας τον οδήγησε σε ένα σωρό διαφορετικές όχι πάντα επιτυχείς επιλογές και ατραπούς: από το σινεμά (βλέπε π.χ. την καλτ μάλλον συμπαθή παρουσία του στην «Μεγάλη Aπόδραση των 11» του Τζον Χιούστον) μέχρι τις cameo εμφανίσεις σε βραζιλιάνικες σαπουνόπερες και την μουσική.
Ίσως η μουσική κατεύθυνση να μην φαντάζει βέβαια τόσο παράξενη, όχι μόνο επειδή ο χώρος υπήρξε ανέκαθεν προνομιακό πεδίο δημοσιότητας (αν και αξίζει να παρατηρηθεί ότι οι σημερινοί αστέρες και νέοι υποψήφιοι… G.O.A.T. έχουν γενικά κρατηθεί μακριά από τέτοια εγχειρήματα), αλλά επειδή στην συλλογική αυτο-αντίληψη, συνειδητοποίηση και πραγμάτωση της Βραζιλίας ως εθνική υπόσταση, η μουσική (σε αναπόσπαστη συνάφεια με τον χορό) μαζί με το ποδόσφαιρο έπαιξαν έναν ρόλο τόσο καθοριστικό ώστε να εκφράσουν προς τα έξω, σχεδόν σε στερεοτυπικό βαθμό- την μεταπολεμική επανα-επινοημένη μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο εικόνα της χώρας. Κάπως έτσι, ο μύθος του «jogo bonito» συναρθρώθηκε με εκείνον της bossa nova (του βραζιλιάνικου ‘νέου κύματος’ κατά λέξη), που διόλου τυχαία αναδείχτηκαν σχεδόν ταυτόχρονα στα τέλη της δεκαετίας του ’50, εκφράζοντας τότε τον πόθο και την ελπίδα για μια νέα καλύτερη ζωή (μέχρι τουλάχιστον να επιβάλει μια… τάξη το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1964). Συνδετικό στοιχείο, ο χορός, η κίνηση των σωμάτων στον ρυθμό της έντονης tribal μουσικής με τις μακρινές αναμνήσεις από την μαμά Αφρική αλλά και σε εκείνον της μπάλας, το λίκνισμα των γοφών πριν από την ντρίπλα, την ginga, αυτή που θα ρίξει τον αντίπαλο ζαλισμένο και «ταπεινωμένο» στο χορτάρι (αυτή την ginga θα την συναντήσουμε και στον τίτλο του μοναδικού LP δίσκου που κυκλοφόρησε ποτέ ο Πελέ το 2006, το «Peléginga» –με μπόλικη βοήθεια ασφαλώς από ονόματα όπως ο παραγωγός Ruriá Duprat, ο σταρ της διασταύρωσης σάμπας και ραπ, Rappin' Hood, και το βαρύ όνομα του Gilberto Gil).
«Αν δεν ήμουν ποδοσφαιριστής, νομίζω ότι θα συνέθετα μουσική», είχε πει ο ίδιος σε μια πολυδιαβασμένη συνέντευξη του στον Guardian το 2008, κάτι που ευτυχώς δεν συνέβη, για χάρη και του ποδοσφαίρου και της μουσικής. Παρακάτω άλλωστε παραδέχεται ότι «στο ποδόσφαιρο το ταλέντο μου ήταν ένα δώρο από τον Θεό, η μουσική ήταν απλά για διασκέδαση», μητέρα η ανία και η αργία δηλαδή («περνάγαμε πολύ χρόνο στα ξενοδοχεία χωρίς να κάνουμε τίποτα, ο δικός μου τρόπος να περνάω τον χρόνο ήταν να γράφω τραγούδια και να παίζω την κιθάρα μου»).
Η αρχή μάλιστα έγινε πολύ νωρίς, ήδη από το 1969, με μια συνεργασία με την πρόωρα χαμένη ποπ τραγουδίστρια Elis Regina («Perdão Não Tem»), ενώ τη χρονιά που κρέμασε τα παπούτσια του, το 1977, στο soundtrack (που υπέγραφε ο Sérgio Mendes) ενός ντοκιμαντέρ για τη ζωή του (με τίτλο τι άλλο; «Pelé») συμμετείχε ο ίδιος ερμηνεύοντας δύο δικά του τραγούδια, το «Meu mundo é uma bola» («Ο κόσμος μου είναι μια μπάλα») και το «Cidade Grande» («Μεγάλη πόλη»), με μια φωνή μάλλον άτεχνη, ακατέργαστη και λίαν ένρινη, έχοντας από δίπλα την τραγουδίστρια (και σύντροφο του Mendes) Gracinha Leporace να προσπαθεί να καλύψει τα (σ)φάλτσα. Ακολούθησε με κενό μερικών δεκαετιών ο ήδη αναφερθείς δίσκος του «Peléginga» (σε κοτζάμ ΕΜΙ κιόλας), δεν έλειψε (πως θα μπορούσε αλίμονο;) από τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2016 στο Ρίο ντε Τζανέιρο, ηχογραφώντας ένα κομμάτι με τίτλο «Esperança», ενώ μέχρι και στην ηλικία των 80 ετών εμφανίστηκε με το παλιότερο του κομμάτι «Acredita No Véio» ξαναδουλεμένο με τη σφραγίδα του γνωστού από τα Γκράμμυ μεξικάνικου ντουέτου Rodrigo y Gabriela (κάποιες συνεργασίες με τους καλούς του φίλους Bono και Elton John έμειναν, φευ, στα χαρτιά – και όχι, θα συγκρατήσω το ευκόλως εννοούμενο κακεντρεχές σχόλιο). Αν μη τι άλλο λοιπόν επέδειξε μια επιμονή μέσα στα χρόνια, σε μια κατεύθυνση που αν θελήσουμε να την προσεγγίσουμε μουσικά έμεινε σταθερά σε τυπικά συντηρητικά μονοπάτια, μακριά από ‘νέα κύματα’ και πιο κοντά στην βραζιλιάνικη ποπ με τις σάμπα καταβολές και τον διεθνοποιημένο πλαστικοποιημένο mainstream ήχο).
Σε τέτοιου τύπου απόπειρες ωστόσο, ποιος νοιάζεται τελικά για την αισθητική αποτίμηση, θα ήταν η αναπόφευκτη ερώτηση. Λέγεται ότι έγραψε πάνω από 100 τραγούδια στην ζωή του (από την άλλη έχει βάλει και πάνω από 1000 γκολ). Τα περισσότερα δεν θα τα ακούσουμε (όπως και δεν θα δούμε τα γκολ επίσης!) «Αυτός ο δίσκος αποτελεί μέρος της κληρονομιάς που αφήνω για τις μελλοντικές γενιές» είχε πει ο ίδιος, με μια κάποια αμετροέπεια, όταν είχε κυκλοφορήσει το «Peléginga». Παράξενη δήλωση ασφαλώς. Κι όχι μόνο για τα μουσικά του πεπραγμένα. Εν προκειμένω τι ακριβώς σημαίνει ‘κληρονομιά’; Και τι ακριβώς κληροδοτείται, πέρα από ένα όνομα στις ιστορικές σελίδες; Κανείς και καμιά (μας) δεν έχει στην πραγματικότητα οποιονδήποτε έλεγχο επί της κληρονομιάς του, κι ακόμη περισσότερο επί της διαχρονικότητας. Ακόμη και ο θεωρούμενος κορυφαίος ποδοσφαιριστής του 20ου αιώνα. Το τι θα απομείνει μετά τη σφαγή του Χρόνου, αυτό σίγουρα δεν θα το προλάβουμε να το μάθουμε...
(Πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό-φανζίν για το κοινωνικό και πολιτικό νόημα των σπορ και την οπαδική κουλτούρα, HUMBA!, τεύχος 46)