Ένας πλήρης δισκογραφικός χάρτης (2010-2020)
Ένας μουσικός που αποτυπώνει την ζωή του σε νότες και την εκθέτει στον κόσμο. Ο Χάρης Συμβουλίδης παρακολουθεί, αναλύει και αξιολογεί την δεκαετή, διόλου γραμμική, πορεία του.
Δέκα χρόνια; Και ναι και όχι... Έχει πέσει στρογγύλεμα εδώ, αφού ήταν 2008 όταν ο Mike Hadreas πρωτολάνσαρε την Perfume Genius περσόνα του, μέσω ενός προφίλ στο –δημοφιλέστατο, τότε– MySpace. Το ψευδώνυμο, ασφαλώς, είναι δηλωτικό της επίδρασης της φιγούρας του ιδιοφυή μα διαταραγμένου παρασκευαστή αρωμάτων που συνέλαβε η φαντασία του Πάτρικ Ζίσκιντ (1985), με την οποία ο Hadreas ήρθε σε επαφή το 2006, όταν ο Tom Tykwer μετέφερε το περίφημο βιβλίο στον κινηματογράφο.
Από την άποψη ωστόσο της δισκογραφίας, ναι, συμπληρώνεται δεκαετία από όταν μας συστήθηκε. Άλλωστε στο MySpace δεν ανέβαζε ηχογραφήσεις, μα ερασιτεχνικά βιντεάκια που τον απεικόνιζαν να τραγουδά μόνος του στο πιάνο: ο Perfume Genius ήταν τότε 27 ετών, με μια ζωή θρυμματισμένη· και βρισκόταν σε άκρως μεταβατική φάση, στην οποία η μουσική είχε μεν γίνει διέξοδος, χωρίς όμως να υπάρχει συγκροτημένη σκέψη περί επαγγελματικής ενασχόλησης. Ό,τι συνέβη, λοιπόν, ήταν εντελώς τυχαίο: κάποιος στη λονδρέζικη Turnstile είδε τη σελίδα, του άρεσε και προσφέρθηκε να αξιοποιήσει τις διασυνδέσεις του με τις Η.Π.Α., φέρνοντάς τον σε επαφή με τη θρυλική για τον indie χώρο Matador.
Παιδί ενός Έλληνα (είναι προπονητής πυγμαχίας, έτσι για το αρχείο) και μιας Αμερικανίδας, ο Mike Hadreas γεννήθηκε μεν στο Des Moines της Αϊόβα, μα μεγάλωσε στα προάστια του Σιάτλ, περνώντας από μια αναπόφευκτη(;) grunge φάση στις πρώτες του επαφές με τον κόσμο της μουσικής: «ακόμα παίζουν τραγούδια των Pearl Jam στο αεροδρόμιο», θα έλεγε αργότερα, μιλώντας στο Spectrum Culture. Γύρω στα 15, σε ένα κρίσιμο διάστημα στο οποίο οι γονείς του έφτασαν στο διαζύγιο, αποφάσισε να εκδηλώσει ανοιχτά τις ομοφυλοφιλικές του προτιμήσεις, γενόμενος επίκεντρο εξευτελισμών, από όσους ειδικά μετείχαν στην ομάδα ράγκμπι του σχολείου του. Δίχως έμπρακτη υποστήριξη από τη διοίκηση παράτησε τελικά το λύκειο, αλλά ούτε τότε ησύχασε· λίγο αργότερα κατέληξε στο νοσοκομείο, έχοντας ξυλοκοπηθεί αγρίως στην ίδια του τη γειτονιά, από ομάδα αγοριών.
Παίρνοντας εξιτήριο έφυγε κατόπιν για την άλλη άκρη της Αμερικής, φτάνοντας στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης με σκοπό να σπουδάσει κάτι καλλιτεχνικό· η πρώτη σκέψη ήταν για ζωγραφική, εν τέλει βρέθηκε σε σχολή κινηματογράφου. Σύντομα ωστόσο την παράτησε και κατέληξε σε δουλειές του μεροκάματου, εδραιώνοντας παράλληλα μια γερή σχέση με τα ναρκωτικά, αφού πρώτα αφέθηκε να «βουλιάξει» στο αλκοόλ.
Ως το 2005, ο κόμπος έφτασε πια στο χτένι, αναγκάζοντάς τον να γυρίσει άρον-άρον στο Σιάτλ για αποτοξίνωση. Η Matador πρόσφερε λοιπόν την πρώτη πραγματική διέξοδο στη ζωή του, έστω κι αν ορισμένοι αναρωτήθηκαν πώς ήταν δυνατόν μια δισκογραφική να ασχολείται με έναν άγνωστο νεαρό, ο οποίος δεν είχε δώσει ούτε μία συναυλία. Η απορία εμπεριέχει ίσως σκληρότητα, μα δεν στερείται βάσεων· από μία άποψη, μάλιστα, μπορεί και να ενισχύθηκε όταν βγήκε το ντεμπούτο Learning (Matador, 2010). Την ίδια στιγμή, πάντως, υπήρχαν και (κάποιες, έστω) απαντήσεις.
O Perfume Genius είχε δηλαδή τον τρόπο να σε καθίσει κάτω για να ακούσεις τις ιστορίες του. Κάτι στην εύθραυστη μελαγχολία του, κάτι στο πόσο αβίαστα στέκονταν στο αυτί μελωδίες σαν αυτήν του "Learning" ή του "Lookout, Lookout" –διόλου τυχαία έγινε και πρώτο βιντεοκλίπ, σε σκηνοθεσία Patrick Sher– αρκούσαν για να τραβήξουν την προσοχή. Και ήταν βέβαια κι εκείνο το απροσδόκητα στρογγυλό "Mr. Peterson", όπου ξετυλίγεται μια εν μέρει αυτοβιογραφική διήγηση για έναν ομοφυλόφιλο καθηγητή και τη σχέση του με έναν 16άχρονο μαθητή, στον οποίον έδινε λέει χασίς και κασέτες με επιλογές Joy Division, μιλώντας του για ένα κενό· ίσως το ίδιο που τον έσπρωξε τελικά να πέσει στο κυριολεκτικό κενό, θέτοντας τέλος στη ζωή του.
Υπήρχε όμως και η άλλη πλευρά του του Learning. Όσο κι αν γοητεύτηκε μερίδα του εναλλακτικού Τύπου από τη «σπιτική» ηχογράφηση, το οικογενειακό πιάνο και το φτηνό σετ ακουστικών, το δημιουργικό υπόβαθρο αποτυπώθηκε απλοϊκό στην πλήρη έκδοση των 38 λεπτών (με τα 13 κομμάτια). Ο δίσκος μαζεύει τα πιο ωραία τραγούδια στο ξεκίνημα και ύστερα αιμορραγεί σταθερά σε ενδιαφέρον, είτε γιατί ο Hadreas δεν χειρίζεται καλά τις αναπτύξεις οδηγούμενος σε αστοχίες σαν το "Gay Angels", είτε γιατί πάει να αντλήσει αδέξια από τα πιανάκια της Enya –μια πονηρή επιρροή, την οποία δεν έπιασαν όσοι έσπευσαν να γράψουν για Casiotone For The Painfully Alone αναφορές– όπως λ.χ. συμβαίνει στο "You Won't Be Here". Από εκεί ως το "Divine Faxes" στο φινάλε, σημειώνεται θεαματική κατάρρευση.
Ο Perfume Genius επιθυμεί να πει αρκετά πράγματα εδώ. Ως πρωτάρης, όμως, την πατάει συχνά, με τον λόγο του να απομένει θαμπός σε συνοχή, δίχως επαρκές ραφινάρισμα στις λεπτομέρειες· και δεν πρόκειται για αίσθηση οικονομίας, όπως λέει ο Jer Fairall στο Pop Matters, αλλά για έλλειψη τριβής με τη στιχοπλασία. Τα περισσότερα τραγούδια απομένουν έτσι νοηματικώς ανολοκλήρωτα, φορώντας απλά τις gay/queer ευαισθησίες τους στο μανίκι. Τέλος, σύντομα καταλάβαινε και ο πλέον καλόπιστος ότι είχε έναν μόνο τρόπο να τραγουδάει τα πάντα. Και μπορεί στους μεν να θύμισε Elliott Smith, στους δε Antony Hegarty και σε κάποιους τρίτους Jónsi, πάντως δεν διέθετε τη χάρη κανενός από τους τρεις. [➣ 5/10]
Αν τα social media διέθεταν το σημερινό τους στάτους πίσω στο 2010, το σούσουρο που θα προκαλούσε το "Mr. Peterson" ίσως οδηγούσε τον Perfume Genius στην πρώιμη διασημότητα. Αλλά ό,τι δεν έγινε τότε, συνέβη το 2012, όταν το YouTube λογόκρινε το βιντεοκλίπ του Winston H. Case για το τραγούδι "Hood" –το οποίο εκκινούσε θεαματικά το promo για το νέο άλμπουμ Put Your Back N 2 It– θεωρώντας ότι οι απεικονιζόμενες περιπτύξεις του Hadreas με τον Ούγγρο πορνοστάρ Arpad Miklos δεν πληρούσαν τα στάνταρ του περί «οικογενειακής ασφάλειας». Τι ρόλο να έπαιξε αυτό στη δειλή εμφάνιση του δίσκου στο #223 των αμερικάνικων charts, σε συνδυασμό με τη δημόσια στήριξη του Michael Stipe (της R.E.M. δόξας), μάλλον δεν θα μάθουμε ποτέ. Για τον Miklos, πάντως, έμελλε να είναι η τελευταία στιγμή διασημότητας, καθώς λίγους μήνες αργότερα αυτοκτόνησε, μόλις στα 45 του.
Στην πλήρη του εκδοχή με το "Katie" και το "Rusty Chains", το Put Your Back N 2 It (Matador, 2012) ήταν μια εν πολλοίς διαφορετική υπόθεση σε σύγκριση με το ντεμπούτο, η οποία ολοκληρώθηκε σε τρία στούντιο και «γυαλίστηκε» ευγενώς από την παραγωγή του Drew Morgan. Αλλά δεν ήταν μόνο ζήτημα βιτρίνας. Το πιάνο, η μουσική, οι ενορχηστρώσεις και το εύθραυστο φαλσέτο των ερμηνειών διακρίνονται από μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση, ενώ η ηχογράφηση κερδίζει από ηλεκτρονικές πινελιές σαν κι εκείνη του Minotaur Shock στο "Floating Spit" ή από τις συνεισφορές του John Parish (ντραμς, steel κιθάρα, τρομπόνι) και του κλασικοσπουδαγμένου Alan Wyffels, ο οποίος μας συστήνεται και ως σύντροφος του Mike Hadreas.
Αρκούσαν όμως αυτά για να στηριχτεί ο ισχυρισμός ότι έχουμε μια δουλειά που θα μας έκανε να ...ξανασκεφτούμε τι θέλουμε από το ερωτικό ρεπερτόριο των καιρών μας – όπως έγραψε ο υπερενθουσιώδης Arnold Pan στο Pop Matters; Σε καμία περίπτωση. Ο Perfume Genius βελτιώνεται και δείχνει συνάμα ότι επιθυμεί υπερβάσεις. Η προσπάθεια είναι αξιέπαινη, αλλά, πέρα από το "Hood", το "Take Me Home" (με το βιντεοκλίπ του Patrick Sher με τα μωβ ψηλοτάκουνα) και το "Dark Parts" (όπου ο Hadreas εμφανίζεται να φορά μπλουζάκι με αρχαιοελληνικές παραστάσεις στο βιντεοκλίπ του Winston H. Case), ο ευρύτερος συνθετικός ορίζοντας παραμένει μικρός σε βεληνεκές· ποντάροντας υπερβολικά σε μια απλότητα που δεν ξεχωρίζει πάντα από την απλοϊκότητα ("AWOL Marine", "Put Your Back N2 It", "Dirge").
Επιπλέον, ο Hadreas εγκλωβίζεται ερμηνευτικά εξαιτίας της πίστης του στο indie μινόρε και στη λυγμική του εκφορά, ενώ η απόφασή του να σταθεί στιχουργικά ως gay δημιουργός εκπέμπει μεν στίγμα και μήνυμα, όμως δεν προσφέρει στο υλικό περαιτέρω καλλιτεχνική διάσταση. Παρά την πληθώρα θεματικών (σεξ, πορνογραφία, κακομεταχείριση, ναρκωτικά), ο λόγος μένει σε ασαφή ή στοιχειώδη πράγματα, καλώντας μας π.χ. να συγκινηθούμε επειδή θα αισθανθεί άνετα να κρατήσει τον εραστή του από το χέρι όταν «λουλούδια θα καλύψουν τη γη» ("All Waters"). Δεν ήταν λίγοι βέβαια όσοι στάθηκαν στη φράση «I will take the dark part of your heart into my heart» (από το "Dark Parts"), ως δείγμα ενός νέου indie ρομαντισμού που βρήκε πέραση σε νεότερους και παλαιότερους. Και είναι πράγματι μια άποψη κι αυτή, αν και περισσότερη αξία έχει νομίζω εκείνο το απλό, καίριο «underneath this hood you kiss I tick like a bomb» που ακούμε στο "Hood". [➣ 6/10]
Το εξώφυλλο του Too Bright (Matador, 2014) και τα ευφάνταστα, αρτίστικα βιντεοκλίπ για τα τραγούδια "Queen", "Grid" και "Fool" (το πρώτο από τον Cody Critcheloe, τα άλλα δύο από τη Charlotte Rutherford), έδειξαν έναν Perfume Genius ανανεωμένο και απροσδόκητα εξωστρεφή. Μάλιστα, με το "Queen" να κάνει το γκελ του στο εναλλακτικό κοινό και να συζητιέται στην Αμερική χάρη στον αντι-ομοφοβικό στίχο «no family is safe when I sashay» (έγινε μέχρι και t-shirt), φάνηκε για πρώτη φορά και μια προοπτική εμπορικής επιτυχίας: ο δίσκος σκαρφάλωσε στο #83 των Η.Π.Α. και στο #77 της Βρετανίας. O Τύπος, επίσης, έψαλε διθυράμβους, με το Pitchfork ειδικά να ξεσαλώνει, αφού ο Brandon Stosuy ανακήρυξε τα τραγούδια σε «θησαυρούς που σε γεμίζουν με δύναμη και σοφία».
Αν και ξεκινά απογοητευτικά, με μία ακόμα απλή μπαλάντα στο πιάνο ("I Decline"), ο Perfume Genius έβαλε εδώ τα δυνατά του· δείχνοντας αποφασισμένος να σκάψει βαθύτερα στις διευρυμένες ενορχηστρώσεις του Put Your Back N 2 It, αλλά και να αξιοποιήσει την εμπειρία του Adrian Utley των Portishead, ο οποίος συνυπογράφει την παραγωγή παρέα με τον Ali Chant, συμμετέχοντας παράλληλα και σαν μουσικός. Ο Hadreas δοκιμάζει επίσης να αποστασιοποιηθεί από το indie μινόρε, ερμηνεύοντας έξω από τις μανιέρες του. Τα αποτελέσματα της συντονισμένης δράσης διακρίνονται εύκολα και πέρα από το "Queen", σε τραγούδια που καθρεφτίζουν τη νέα του εξωστρέφεια σαν το "Grid", το "My Body" ή το ηλεκτρονικό "Longpig". Μέσω αυτών, λειτουργεί για πρώτη φορά ως εναλλακτικός αστέρας του 21ου αιώνα.
Ταυτόχρονα, πάντως, ο Perfume Genius προκαλεί το στερεότυπο του άνδρα σταρ –πότε με την εικόνα του στο εξώφυλλο ή στα άνωθεν βιντεοκλίπ, πότε με τους αναβαθμισμένης ποιότητας στίχους, όπου πλέον δεν αρκείται σε μια ευαίσθητα προσωπική προβολή της ταυτότητάς του, μα τραγουδά για τη δημιουργία φορεμάτων, για το AIDS (που κρύβεται πίσω από τον τίτλο του "Grid"), για την ταλαιπωρία του από τη Νόσο του Crohn («I wear my body like a rotted peach»), ακόμα και για τη μητρότητα ανάμεσα στα ελλειπτικά, σκοτεινιασμένα synths του "I'm A Mother". Από την άλλη, πρέπει να επισημανθεί ότι όσα δείχνουν έως και επαναστατικά για τα μέχρι τώρα δεδομένα του Hadreas δεν είναι απαραίτητα έτσι κι έξω από αυτό το πλαίσιο. Φτάνει σε έναν αληθινά ωραίο δίσκο με το Too Bright, αφήνει υποσχέσεις, όμως δεν δρασκελίζει και προς την Επικράτεια της Σπουδαιότητας, όπως θα συνέβαινε στη συνέχεια της καριέρας του. [➣ 7/10]
Η περιοδεία του Too Bright έφερε sold-out εμφανίσεις, ενώ έμελλε να τον στείλει και στην Αθήνα, για πρώτη φορά: κατέφτασε τον Ιούνιο του 2015 ως ένας από τους διεθνείς προσκεκλημένους του Plisskën Festival. Δεν ήμασταν πάνω από 100 άτομα όσοι τον παρακολουθήσαμε στον Ελληνικό Κόσμο και η μουσική του δεν κόλλαγε καθόλου με την ώρα που βγήκε στη σκηνή. Οι ιθύνοντες των ντόπιων φεστιβάλ δεν λένε να καταλάβουν ότι στην Ελλάδα έχουμε διαφορετικό κλίμα από το εξωτερικό (από όπου αντλούν τα οργανωτικά τους πρότυπα), άρα ο μεσημερο/απογευματινός ήλιος του καλοκαιριού είναι δυνατός και δεν προσφέρεται για συναυλιακά ραντεβού σε εξωτερικούς χώρους. Πάντως οι περισσότεροι έμειναν ευχαριστημένοι από το set, αν και προσωπικά δεν ενθουσιάστηκα.
Το Too Bright σηματοδότησε εντωμεταξύ και την έναρξη ευρύτερων εξερευνήσεων, καθώς ο Hadreas δοκίμασε διάφορες κατευθύνσεις στις οποίες μπορούσε ίσως να ταιριάξει την περσόνα του. Η αρχή έγινε το 2015 με το αδιάφορο "Jonathan" (Γαλλία #120), μια συνεργασία με τους Christine And The Queens της Héloïse Letissier για την επαυξημένη επανέκδοση του ντεμπούτου τους Chaleur Humaine (2014). Ως πιο φιλόδοξο πείραμα καταγράφεται η διασκευή στο "Can't Help Falling Ιn Love" (2016), η οποία συνδέθηκε με την τότε διαφημιστική καμπάνια της Prada για ένα καινούριο άρωμα. Παρά όμως το υψηλό προφίλ της συνεργασίας, η απογυμνωμένη αυτή απόπειρα στο κλασικό άσμα του Elvis Presley ήταν απογοητευτικά άνευρη. Ενδιάμεσα, είχε προηγηθεί και μια διασκευή στο "To Lay Me Down" των ...Grateful Dead(!), παρέα με τη Sharon Van Etten, για λογαριασμό της συλλογής Day Οf Τhe Dead (Μάιος 2016), την οποία επιμελήθηκαν οι National με στόχο την οικονομική ενίσχυση θυμάτων του AIDS. Ούτε κι εδώ υπήρχε ωστόσο λόγος για να σταθεί κανείς παραπάνω.
Απόηχος αυτών των διαθέσεων ήταν το 4ο άλμπουμ No Shape (Matador, 2017), με το οποίο ο Perfume Genius επιχείρησε να κάνει ένα βήμα πιο πέρα από το Too Bright. Και εν μέρει τουλάχιστον το κατάφερε, αφού και το καλλιτεχνικό αποτύπωμα φάνηκε πιο στιβαρό από ποτέ και ο εναλλακτικός Τύπος στήριξε ξανά με ενθουσιασμό. Αλλά όχι και το ευρύτερο κοινό που είχε ενδιαφερθεί για το Too Bright: ο δίσκος μπήκε μεν στο top-200 των Η.Π.Α. και στο top-100 της Βρετανίας, κατρακυλώντας όμως στο #185 και στο #96 (αντίστοιχα)· πολύ χαμηλότερα από τον προκάτοχό του, δηλαδή. Και, όσο κι αν έχουμε πάψει να δίνουμε σημασία στα charts, εδώ πρωτοκαταγράφηκε μια πτωτική τάση στην απήχηση του Αμερικανού τραγουδοποιού, η οποία θα επιβεβαιωνόταν και στη συνέχεια.
Το τι θέλησε να πετύχει εδώ ο Perfume Genius φαίνεται σε ένα από τα καλύτερα τραγούδια του άλμπουμ, το "Wreath": τραγουδώντας «Running up that hill I’m gonna call out every name», κλείνει το μάτι στo "Running Up That Hill" της Kate Bush (1985), κατ' επέκταση και σε μια art pop ταυτότητα με πιο οικουμενικές διαστάσεις, εν συγκρίσει με τις indie ευαισθησίες. Το ηχητικό όραμα υπηρετεί αυτήν τη φορά ο Blake Mills από τη θέση του παραγωγού, δείχνοντας ήδη από το εναρκτήριο "Otherside" ότι είναι εκείνος που τον έχει διαβάσει καλύτερα μέχρι στιγμής, αφού τον άφησε να φτάσει στα όρια της ρουτινιάρικης απομίμησης του Sufjan Stevens, μόνο και μόνο για να ανατρέψει την εντύπωση με έναν συνδυασμό από synths και χορωδιακά.
Κατόπιν, μέχρι τον λιτό φόρο τιμής στον σύντροφο Alan Wyffels στο φινάλε ("Alan"), μεσολαβεί μια σειρά λεπτοκεντημένων συνθέσεων με πλούσιο ενορχηστρωτικό καμβά –μεταξύ άλλων ακούμε εδώ μαρίμπα, μαρξόφωνο, tabla, kora και guitarrón– οι οποίες δείχνουν να ακολουθούν κατά πόδας τα τιμημένα πρότυπα των Talk Talk. Mέσω λοιπόν του "Just Like Love", του "Choir", του "Slip Away" (με εξαιρετικών χρωμάτων βιντεοκλίπ από τον Andrew Thomas Huang), του "Valley", του "Go Ahead" ή του ντουέτου "Sides" με τη Weyes Blood, ο Hadreas κοινωνεί για ακόμα μία φορά όσα τον μελαγχολούν αλλά και όσα τον εκστασιάζουν υπάρχοντας στην queer πλευρά της ζωής, δένοντας με οσκαρουαϊλντικές σταυροβελονιές τον David Bowie της Ziggy περιόδου με τη Hounds Of Love εποχή της Kate Bush. Μάλιστα, παρότι ως τραγουδιστής παραμένει δέσμιος των αρκετών περιορισμών του, βρίσκει τους ερμηνευτικούς τρόπους για να εκπροσωπήσει τα πολλά πρόσωπα των τραγουδιών του No Shape, φτάνοντας ενίοτε ως τον απόηχο του Prince, ίσως και του George Michael ("Die 4 You"). [➣ 8/10]
Λίγους μήνες μετά την κυκλοφορία του No Shape ο Perfume Genius έβγαλε ένα ψηφιακό non-album single για λογαριασμό του Spotify (Αύγουστος 2017), επανεκτελώντας ζωντανά το "Slip Away" στα στούντιο της πλατφόρμας στη Νέα Υόρκη, με b-side μια διασκευή στο "Body's In Trouble" της Καναδέζας τραγουδοποιού Mary Margaret O’Hara (1988). Ωστόσο ούτε η νέα εκτέλεση, ούτε η διασκευή είχαν να προσθέσουν κάτι ιδιαίτερο σε όσα ήδη ξέραμε από τις πρωτότυπες ηχογραφήσεις. [➣ 6/10] Το ίδιο ισχύει και για το remix που επιμελήθηκε η Kaitlyn Aurelia Smith στο "Wreath", το οποίο είχε περισσότερα να πει για την επιθυμία συντονισμού της με τη νεότερη εναλλακτική γενιά, παρά άνοιγε κάποιο παράθυρο διαλόγου με το ορίτζιναλ κομμάτι.
Η συνεργασία με τη Smith δείχνει πάντως το έντονο ενδιαφέρον για τα ηλεκτρονικά που ξύπνησε το No Shape στον Hadreas. Θέλοντας λοιπόν να δει τι περιθώρια σύμπλευσης υπήρχαν, έδωσε 6 τραγούδια από το άλμπουμ στον Blake Mills, στη Laurel Halo και στους Mura Masa, King Princess, mmph & Jam City, καλώντας τους να συνεισφέρουν remixes. Τα αποτελέσματα απάρτισαν το ΕP Reshaped (Matador, 2018) και ήταν μάλλον απογοητευτικά. Ό,τι κι αν περίμενε κανείς από ένα όνομα σαν της Laurel Halo, λ.χ., η ανάγνωσή της στο "Die 4 You" διέλυσε το τραγούδι, ενώ ακόμα και ο Blake Mills, ο οποίος ως παραγωγός του No Shape έπρεπε να ξέρει καλύτερα, έστειλε το "Every Night" για ύπνο. Λίγο-πολύ, εν τέλει, μόνο ο mmph μπόρεσε να φανταστεί ένα διαφορετικό πεδίο δράσης για το "Braid". [➣ 5/10]
Μέσα στο 2018 είχαμε την ινκόγκνιτο επίσκεψη του Hadreas στην Κρήτη για τον γάμο του πατέρα του, ενώ το Reshaped ακολούθησαν μία αχρείαστη επανεκτέλεση στο "Alan" και μια διασκευή στο "Not For Me" του Bobby Darin (1963). Το 2019 άνοιξε έπειτα με μία ακόμα διασκευή στο "When I'm With Him" της Empress Of (2018), για την οποία συνεργάστηκε μάλιστα μαζί της, με τον παραγωγό της Jim-E Stack να συμμετέχει κι αυτός στην ηχογράφηση. Και στις δύο περιπτώσεις, ακολουθήθηκε η ίδια συνταγή που είχε εφαρμοστεί και στο "Can't Help Falling Ιn Love", απογυμνώνοντας το υλικό ώστε να προσαρμοστεί στο μελαγχολικό φαλσέτο του Perfume Genius. Η προσέγγιση μάλλον δούλεψε στο "Not For Me", αλλά στο κομμάτι της Empress Of εξαφάνισε ό,τι τσαχπινιά υπήρχε. Πολύ πιο ενδιαφέρον αποδείχθηκε έτσι το "Eye In The Wall", το οποίο εμφανίστηκε τον Σεπτέμβριο του 2019 ως καρπός μιας συνεργασίας με τη χορογράφο Kate Wallich για την παράσταση The Sun Still Burns Here: παρά τη σχεδόν εννιάλεπτη διάρκεια ήταν συγκροτημένο, τολμηρά ηλεκτρονικό και ντυμένο με μια καλοδεχούμενη «σκοτεινιά». Το ακολούθησε μάλιστα ένα ακόμα συμπαθητικό νέο τραγούδι από την ίδια παράσταση, το ευδιάθετο και φωτεινό "Pop Song".
Λίγο πριν μπούμε στον αστερισμό του κορωνοϊού, ο Perfume Genius πραγματοποίησε την πιο φιλόδοξη κίνησή του σε επίπεδο εικόνας: αφενός λάνσαρε ένα δικής του σκηνοθεσίας βιντεοκλίπ για το φρέσκο τραγούδι "Describe" –απεικονίζοντας εαυτόν σε άγριο ερωτικό χορό με ένα μαχαίρι, βγαλμένον θαρρείς από ταινία του Derek Jarman– αφετέρου δημοσίευσε μια εντυπωσιακή φωτογραφία της Camille Vivier, η οποία τον απεικόνισε ημίγυμνα ασπρόμαυρο, να κρατά ένα σφυρί με μακρόστενη λαβή. Ο Τύπος απάντησε με ομοβροντία τυμπανοκρουσιών για το Set My Heart Οn Fire Immediately (Matador, 2020), με τον πολυδιαβασμένο Alexis Petridis να χάνει τη μπάλα στην πέντε αστέρων έκστασή του στη Guardian, παρουσιάζοντας τον Hadreas στις παρυφές της mainstream επιτυχίας, επειδή το No Shape είχε λέει μπει στα χαμηλά των αμερικάνικων charts. Η αστοχία κρίνεται βεβαίως θεαματική, αφού έχουμε ήδη δει ότι το No Shape σημείωσε απότομη καθίζηση συγκριτικά με τον προκάτοχό του, την οποία επιβεβαίωσαν και οι επιδόσεις του νέου άλμπουμ, αφού δεν εμφανίστηκε καν στα εθνικά charts Η.Π.Α. και Βρετανίας.
Ωστόσο, όπως πολλάκις συνέβη με τα παραληρήματα του βρετανικού και αμερικάνικου Τύπου κατά τη δεκαετία των '10s (και όσων λειτουργούν ως «ουρά» σε χώρες σαν τη δική μας), στο Set My Heart Οn Fire Immediately δεν υπάρχει κανένα μοντέρνο αριστούργημα. Ίσα-ίσα, ο Perfume Genius χαλάει εδώ το σερί του και υποχωρεί αισθητά ως δημιουργός, ξαναγυρνώντας στο σημείο που βρισκόταν επί Put Your Back N 2 It (2012). Απλώς, σε σύγκριση με τότε, έχει τώρα έναν καλό παραγωγό στο πλάι του, μια σειρά δεξιοτεχνών για εκτελεστές και έχει αφήσει πίσω του εκείνη τη θρυμματισμένη περσόνα για μια καινούρια· η οποία μπορεί να κουβαλάει ακόμα τους δαίμονές της, μα στέκεται συνάμα και με καμαρωτή αυτοπεποίθηση.
Ο Blake Mills κάθεται ξανά στην κονσόλα και λίγο-πολύ επαναλαμβάνει το μικρό θαύμα του No Shape, με ένα προσεγμένο και χλιδανό σε λεπτομέρειες αποτέλεσμα, το οποίο ενοποιεί ενορχηστρωτικά αναφορές από τα 1960s ως τα '00s, προσαρμόζοντάς τις πάνω στον Perfume Genius. Τα καλύτερα τραγούδια του άλμπουμ αποδεικνύονται άλλωστε και τα πλέον χαρακτηριστικά αυτής της προσέγγισης: το "Decibel" φλερτάρει με τον alternative rock ήχο, το "On The Floor" αντλεί ξανά από την 1980s ευφυΐα της ποπ, το "Nothing At All" ξανοίγεται στα ηλεκτρονικά, ενώ το "Whole Life" αξιοποιεί την εγνωσμένη πια ικανότητα του Hadreas για προσωπικές μπαλάντες κοντά στις indie ευαισθησίες του ξεκινήματός του –εν προκειμένω, για να ατενίσει τη ζωή από ένα μετερίζι κοντά πια στα στρογγυλά 40.
Αλλά η απόφαση του Mills να βάλει την παραγωγή λίγο πιο πίσω σε σύγκριση με το No Shape, ώστε να αφήσει το προσκήνιο στον Perfume Genius, γυρίζει μπούμερανγκ. Τα καλά τραγούδια εξαντλούνται στις άνωθεν αναφορές, οι συνθέσεις πάσχουν γενικώς σε ατόφια μουσικότητα και ο ίδιος ο Hadreas ξαναγλιστρά στον παλιό του τρόπο ερμηνείας, ο οποίος φαίνεται τώρα ακόμα πιο «λίγος», έχοντας κόντρα έναν ήχο τόσο πλούσιο. Ο δίσκος ναυαγεί στο δεύτερο μισό ανάμεσα σε όλα αυτά τα "Moonbend", "Borrowed Light" και "One More Try", αν και το κακό έχει ήδη φανεί από την αρχή ("Jason", "Leave") και έχει απλώς διασκεδαστεί στο ενδιάμεσο. Άσχετα με το τι ίσως συμβεί μελλοντικά, στο Set My Heart Οn Fire Immediately ο Perfume Genius αποτυπώνεται αναιμικός, αισθητά μακριά από τον πρωταγωνιστή του σύγχρονου εναλλακτικού στερεώματος που ζωγραφίζουν επιμελώς διάφοροι βιαστικοί χειροκροτητές. [➣ 6,5/10]
Το 2020 είχε πάντως και συνέχεια για τον Hadreas, αφενός με ένα νόστιμο remix στο "On The Floor" από τον Initial Talk –ο οποίος είναι μανούλα στις 1980s και 1990s αναβιώσεις– αφετέρου με τη δημοσιοποίηση της demo ηχογράφησης του "Rusty Chains" (2011), κομματιού που είχε μπει στη γιαπωνέζικη έκδοση του Put Your Back N 2 It. Και κάπως έτσι έληξε και η χρονιά αυτή, κλείνοντας παράλληλα έναν δεκαετή κύκλο δημιουργίας. Μέσω αυτού ο Perfume Genius ξετυλίχθηκε ως αξιόλογος νέος καλλιτέχνης, άσχετα αν για διάφορους λόγους (που δεν έχουν πάντα να κάνουν με τον ίδιο) παρουσιάζεται ως σημαντικότερος από ότι πράγματι είναι.