Περί της παρεξηγημένης έννοιας της ελληνικότητας
Μέσα από τα μάτια της ζωγραφικής, ο Αναστάσιος Μπαμπατζιάς καταπιάνεται με ένα θέμα και έναν τρόπο που πιάνει την Τέχνη σε όλο της το εύρος
Ο Τσαρούχης είχε πει κάτι που μ’ άρεσε πάρα πολύ. Είπε ότι δεν τον ενδιαφέρει το ελληνικό, αλλά το καλό. Όμως ότι το καλό τον οδηγεί στο ελληνικό. Αυτή η φράση είναι μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να λύσουμε μια παρεξήγηση (σαν κακό σπυρί) σε σχέση με την έννοια της ελληνικότητας στην τέχνη. Όπως πάντα και με όλα τα ζητήματα, έτσι και με αυτό υπάρχει έντονος διχασμός και διαμάχη στους κύκλους των διανοούμενων, και όχι μόνο. Κάποιοι είναι σταυροφόροι, υπερασπιστές μιας ιδέας που ουσιαστικά δεν καταλαβαίνουν και κάποιοι άλλοι θεωρούν ότι είναι γελοίο και να αναφέρει κανείς τη λέξη ελληνικότητα. Στην πυρά όποιος τολμάει.
Αυτό που εννοεί ο Τσαρούχης, είναι ότι οι αρχαίοι Έλληνες επιδίωξαν με σθένος το καλό στην τέχνη. Και έφτασαν πολύ κοντά σε αυτό. Έτσι κι εμείς σήμερα αν επιδιώξουμε στ’ αλήθεια το καλό με σθένος, δεν μπορεί παρά να πλησιάσουμε, έστω και αμυδρά, αυτού του είδους το κάλλος. Όταν μιλάμε για ελληνικότητα λοιπόν (όσο κι αν ως όρος είναι κάπως προβληματικός), εννοούμε την αίσθηση του καλού, την αίσθηση της …ωραιότητας που προκύπτει από το σύνολο των ελληνικών πραγμάτων στην ιστορία και το πως αυτή η ωραιότητα διοχετεύεται στο νεοελληνικό έργο.
Σχεδόν πάντα οι άνθρωποι νομίζουν ότι όταν μιλάμε για ελληνικότητα στην τέχνη εννοούμε κάτι πολύ απόλυτο, συγκεκριμένο, οριοθετημένο. Και ότι τα χαρακτηριστικά αυτής της ελληνικότητας είναι καταμετρημένα και αυστηρά. Δεν είναι ακριβώς έτσι. Τουλάχιστον δεν είναι τόσο απλό. Κάποιοι δυσανασχετούν έχοντας στο μυαλό τους αυτή την περιορισμένη ιδέα για αυτό το πράγμα. Ουσιαστικά είναι έλλειψη γνώσης που τους οδηγεί να πιστεύουν ότι το καλό προκύπτει μόνο αν ακολουθήσουμε τα «μεγάλα» που συμβαίνουν μόνο έξω, στα καλλιτεχνικά κέντρα της Ευρώπης. Αυτή η λογική μου προκαλεί από αμηχανία μέχρι αποστροφή. Γιατί όπως ο καθένας είναι ικανός από μόνος του να δημιουργήσει χωρίς να παπαγαλίζει κάτι, έτσι και ως τοπικός πολιτισμός που μάλιστα έχει επηρεάσει τους πάντες, μπορούμε και χωρίς να παπαγαλίζουμε ότι μας πετάνε σαν ξεροκόμματο. Φυσικά μπορεί κάποιος να εισάγει ότι θέλει, αλλά θα πρέπει να το κάνει με γνώση, ψυχραιμία και μέτρο για να μην γίνει καρνάβαλος (με την κακή έννοια).
Δεν είναι λοιπόν αυτό που λέμε ελληνικότητα κάτι απόλυτο και περιορισμένο. Ας πούμε στη ζωγραφική για παράδειγμα, βλέπουμε κάτι, που δεν μοιάζει με ελληνικό τοπίο και αυτομάτως πιστεύουμε ότι αυτό δεν είναι ένα έργο ελληνικό. Μα δεν έχει να κάνει με καμιά περιγραφή αυτό για το οποίο συζητάμε. Δεν έχει να κάνει ας πούμε με το να ζωγραφίζεις ελιόδεντρα ή την Ακρόπολη, ή να γράφεις για τους γλάρους του Αιγαίου. Το ζήτημα της ελληνικότητας δεν έχει να κάνει μόνο με το θέμα. Έναν ρόλο παίζει και το θέμα αλλά δεν πρόκειται περί αυτού. Μιλάμε για τέχνη, μιλάμε για την ειδική γλώσσα της τέχνης. Δεν μιλάμε για ηθοπλασία, δεν μιλάμε για γραφικότητα. Η γλώσσα της ζωγραφικής βασίζεται στα χρώματα και τα σχήματα. Της μουσικής στους ήχους. Της λογοτεχνίας και της ποίησης, στις λέξεις και στον ρυθμό τους. Η ελληνικότητα όσον αφορά την τέχνη τελικά έχει να κάνει με τα ειδικά χαρακτηριστικά της πράξης, της διαδικασίας της κατασκευής, των μεθόδων, του αισθητικού αποτελέσματος ενός έργου που είναι ελληνικό ή ελληνοπρεπές. Δηλαδή ο τρόπος κατασκευής είναι αυτός που καθορίζει την ελληνικότητα και έχει και αυτός ο ίδιος στοιχεία ελληνικά.
Ας μην μας χαλάνε οι λέξεις αυτές. Ας μη μας βάζουν σε υποψίες. Όποτε μιλάμε για το ελληνικό ή το ελληνοπρεπές δεν πρέπει να τα συγχέουμε αυτομάτως με τον εθνικισμό. Είναι τραγικό έως και γελοίο το γεγονός ότι έχουμε φτάσει στο σημείο, το όνομα και μόνο της χώρας μας να προκαλεί τέτοιου είδους σκέψεις. Είναι τραγικό το ότι συμβαίνει ακόμα και να ντρέπονται κάποιοι να δείξουν τον θαυμασμό τους π.χ. για τα αρχαία ή τα βυζαντινά έργα μην τυχόν και τους περάσουν για συντηρητικούς. Δυστυχώς αυτό το κοσκινάκι βοήθησε πολύ τους εθνικιστές και τους πάσης φύσεως πατριδοκάπηλους. Τους έδωσε πάτημα να λένε εύκολα τις διάφορες επικίνδυνες παπάντζες τους τραβώντας τον ευκολόπιστο κόσμο που δεν είναι απαραίτητα φασίστας αλλά και απομακρύνοντας κόσμο από τα ελληνικά πράγματα που κακώς νομίζει ότι αν τα αποδεχτεί θα είναι εθνικιστής. Γενικά όλα λάθος… Όπως περίπου είπε και ο Τσαρούχης το ελληνικό στοιχείο μας ενδιαφέρει (όσους μας ενδιαφέρει) επειδή είναι κάτι καλό. Όχι επειδή είναι ελληνικό (Το ξαναλέω για να το εμπεδώσουμε).
Αυτά τα χαρακτηριστικά, του ειδικού τρόπου κατασκευής που συναντούμε στην ελληνική παράδοση, είτε αυτή είναι συνειδητοποιημένη ως τέτοια είτε όχι, όπως τα βλέπουμε στην αρχαία ελληνική ζωγραφική, στη βυζαντινή ζωγραφική και στα υπέροχα έργα των λαϊκών μαστόρων-ποιητών αυτού του τόπου όλων των αιώνων μέχρι και σήμερα (μιλάω για τη ζωγραφική λόγω ιδιότητας, αλλά ισχύουν τα ίδια για όλες τις τέχνες) αποτελούν ένα σύνολο πολιτισμικό που ξεχωρίζει. Τη διάκριση αυτή τη λέμε ελληνικότητα όχι για να εξαιρεθούμε και να δείξουμε μια κάποια ανωτερότητα σε σχέση με άλλους λαούς και πολιτισμούς όπως κάνουν οι εθνικιστές, αλλά για να αναδείξουμε αυτή τη ιδιαιτερότητά μας ως λαός ξεχωριστός που έχει τη δική του σκέψη και τρόπο ύπαρξης και για να αποφύγουμε την ισοπέδωση που επιβάλλει η Δύση μέσω μιας παγκοσμιοποιημένης τερατοκουλτούρας (σαφώς και δεν ανήκει σε αυτή οτιδήποτε προέρχεται από τη Δύση).
Αυτά λοιπόν τα έργα τα… ελληνικά έχουν χαρακτηριστικούς τρόπους σχεδιασμού, χρώματος, σύνθεσης. Αν δεις μια βυζαντινή εικόνα για παράδειγμα δεν πρόκειται να την μπερδέψεις με κάτι άλλο και αυτό δεν συμβαίνει λόγω του θέματος αλλά λόγω του τρόπου που είναι φτιαγμένη. Αν δούμε τον Αι-Γιώργη να σκοτώνει τον δράκο ζωγραφισμένο σε στυλ πιο μοντέρνο, σα να το έχει κάνει ας πούμε κανένας ευρωπαίος ιμπρεσιονιστής για παράδειγμα, σίγουρα δεν θα το περάσουμε για βυζαντινή εικόνα.
Μίλησα πριν για ελληνοπρέπεια. Άλλη μια παρεξήγηση ξεκινά εδώ σε σχέση με την ελληνικότητα. Πολλοί νομίζουν ότι η ελληνικότητα αφορά μόνο τους Έλληνες και εντοπίζεται μόνο σε Έλληνες καλλιτέχνες. Όχι βέβαια. Αφορά όποιον ενδιαφερθεί για αυτήν. Και εν δυνάμει όλους. Καταρχήν, και αυτό έχει μεγάλο ενδιαφέρον, είναι πάρα πολλοί οι καλλιτέχνες σε όλον τον κόσμο των οποίων το έργο είναι επηρεασμένο από τον ελληνικό πολιτισμό. Άλλων λιγότερο, άλλων περισσότερο, άλλων επιτυχημένα, άλλων όχι και τόσο. Ανάμεσά τους είναι και κάποιοι πασίγνωστοι που σκανδαλωδώς το έργο τους χαρακτηρίζεται από αυτή την ελληνικότητα σε βαθμό μεγαλύτερο από πολλών ελληνολόγων Ελλήνων. Μιλάμε για τον Πικάσο, τον Ματίς, τον Ντε Κίρικο, τον Ντεραίν και άλλους πολλούς (για να μη μιλήσουμε και για πιο παλιά). Αυτοί οι άνθρωποι αναγνώρισαν κάτι πραγματικά σημαντικό στην ελληνική τέχνη, κάτι καλό, και θέλησαν, επιδίωξαν να το καταλάβουν περισσότερο μέσα από την εργασία τους. Είδαν κάτι στον αρχαίο ελληνικό κόσμο που δεν το είδαν αλλού. Και το θαύμασαν. Και σίγουρα δεν το είδαν στον τρόπο που εξελισσόταν (κυρίως από την Αναγέννηση και μετά) η δυτική τέχνη που είχε μάλλον πιο πολύ μια πτωτική τάση παρά ανοδική. Δεν γινόταν να μην θαμπωθούν όλοι αυτοί από τα αρχαία ελληνικά κεραμικά και τις ζωγραφιές τους, οι οποίες είχαν μια απλότητα και μια εκφραστική δύναμη που θέλησαν να την κατακτήσουν. Και το προσπάθησαν. Με ένα τρόπο είναι και αυτοί λίγο Έλληνες. Πας μη Έλλην βάρβαρος έλεγαν οι αρχαίοι και εννοούσαν αυτούς που απέρριπταν τις πνευματικές κατακτήσεις τους και όχι όποιον δεν είχε αίμα… ελληνικό.
Παρόλο λοιπόν που ο όρος ελληνικότητα σαν όρος δεν είναι ακριβώς σωστός, έχει πια εδραιωθεί. Υπάρχει και χρησιμοποιείται. Και είναι πολύ σημαντικό να του δίνουμε μια σημασία που να μην ντρεπόμαστε για αυτήν και που να μην μπερδεύει περισσότερο τα πράγματα από ότι τα απλουστεύει. Γιατί αυτά που πρέπει να σημαίνει δεν πρέπει να εξανεμιστούν. Είναι παλαιά και σημαντικά. Και ξεχωριστά. Τα πνευματικά πράγματα ενός μεγάλου πολιτισμού που μπορεί σε μεγάλο βαθμό να χάθηκε ή να αλλοιώθηκε αλλά τα νήματά του υπάρχουν ακόμα για να τα βρίσκουμε.