Piano Magic

On Closure

Και όμως κάποτε μας υποσχέθηκαν ένα No Closure. Ο Άρης Καραμπεάζης αποχαιρετά ένα από τα συγκροτήματα που παίρνει μαζί του κι ένα κομμάτι πολύ δικό μας

Έχουν γραφεί πολλά και διάφορα (και ωραία) για τους Piano Magic εδώ στο Mic. Και έχω την αίσθηση ότι τα περισσότερα τα έχω γράψει εγώ, παρότι κάπως οπισθοχώρησα στην πορεία. Με την αφορμή της ανακοίνωσης για τη διάλυση του συγκροτήματος, η οποία εύλογα έλαβε τον διακριτικό τίτλο Closure, ως και το πρώτο τραγούδι του νέου-τελευταίου δίσκου (ας αναλάβει κάποιος άλλος, παρακαλώ), αποδίδοντας τον απαιτούμενο φόρο συγκίνησης στο καλύτερο (ναι, τελικά είναι) τραγούδι που έγραψαν ποτέ, έκανα μια γρήγορη επανάληψη σε όλα αυτά τα γραφόμενα (κρυφά τε και φανερά) και καταλήγω με δημοκρατικές διαδικασίες ότι το καλύτερο το έχω γράψει όντως εγώ, τέλος πάντων το έχει γράψει ο Αντώνης Ξαγάς, ως πρόταση κατακλείδα στην αποτίμηση μίας ζωντανής εμφάνισης που μάλλον δεν τον είχε αφήσει σφόδρα ευχαριστημένο: «Στη ζωή υπάρχουν άλλωστε και οι μικρές, ταπεινές και καθημερινές στιγμές...» γράφει ο Αντώνης το λοιπόν και σε μόλις 11 λέξεις (και τρία αποσιωπητικά) εμπεριέχει όχι μόνο ολόκληρη την ιστορία, αλλά και την ουσία του Λονδρέζικου σχήματος, που κάποιοι από εμάς αγαπήσαμε περισσότερο από οτιδήποτε άλλο τα τελευταία είκοσι χρόνια.

ClosureΑυτό το κείμενο δεν θα σας πει κάτι καινούργιο για τους Piano Magic ή τουλάχιστον κάτι που δεν θα μπορείτε να βρείτε σε 3-4 κλικ παρακάτω, χωρίς να χρειαστεί να απομακρυνθείτε από αυτό το site. Τα κείμενα στα οποία αναφέρομαι παραπάνω υπονομεύονται ασφαλώς από μία χρονική απόσταση ακόμη και δεκαπενταετίας σε ορισμένες περιπτώσεις, και θα έπρεπε ίσως να τα αφήσουμε να αναπαύονται στην παρατεταμένη μετα-εφηβική τους αμηχανία (προσπάθησα να το κάνω ήδη προ εφταετίας, και το έχω μετανιώσει). Παρά ταύτα ο υπογράφων, εκτός από την κακή συνήθεια να αναφέρεται στον εαυτό του σε τρίτο πρόσωπο, πιστεύει εσχάτως ότι γράφοντας κανείς για μουσική είναι αχρείαστο έως επικίνδυνο να περνάει τελικά (ή ακόμη χειρότερα να νομίζει ότι περνάει) στη φάση της «ωριμότητας» (ας μη μιλήσουμε για αυτούς που –νομίζουν ότι - γράφουν ώριμα, εξ αρχής). Καλό είναι θεωρώ να μένουμε, εμείς τουλάχιστον που μείναμε να γράφουμε για μουσική εκεί προς τα 40 (....), σε εκείνο το σημείο της ενσυνείδητα ‘φανζινάδικης’ γραφής, που απλώς έχει την διακριτικότητα να «βλέπει» λίγο παρακάτω σε ζητήματα γλώσσας και επεξεργασίας των βασικών εννοιών, ώστε να μην αναπαράγονται απλώς και μόνο πρωτόγονα συναισθήματα, αλλά κάπως να επεξεργάζονται, τουλάχιστον μέσα μας. The Rest Is Progressive Rock, για να δανειστούμε και από κάπου αλλού.

Προς μεγάλη μου απογοήτευση σε (όχι και τόσο πρόσφατη) ψηφοθηρία αποδείχτηκε ότι οι Piano Magic δεν είναι το ‘συγκρότημα του Mic’, δηλαδή το όνομα εκείνο που παίρνει τις ψυχές και τα πάθη των συντακτών, τα ενώνει αδιόρατα εις σάρκα μία και τους υποχρεώνει να σκέφτονται καμιά φορά έντονα ο ένας τον άλλον, ακόμη και όταν έχουν να βρεθούν για χρόνια. Τη θέση αυτή την έχουν καπαρώσει για τα καλά οι Black Heart Procession, σε μία ακόμη απόδειξη περί του ότι τα τελευταία χρόνια οι περισσότεροι προτιμούν το τρανζίστορ όντως να παίζει τα αμερικάνικα. Έχω όμως τουλάχιστον την αίσθηση ότι οι Piano Magic είναι το συγκρότημα των ιστορικών συντακτών του Mic, και μάλιστα αυτών που αποχώρησαν πρόωρα, κάπως σαν εκείνα τα ιστορικά στελέχη του ΠΑΣΟΚ, που είχαν αποχωρήσει πριν από το έτος της Αλλαγής, για να χρησιμοποιήσουμε και ένα παράδειγμα με το οποίο είμαι σίγουρος ότι θα ταυτιστούν και οι ίδιοι. Συνεπώς, έστω και με αυτή τη διαστρεβλωτική λογική, μάλλον κερδάμε τελικά, εμείς οι Ευρωπαίοι.

Σε ένα αυθαίρετο παράλληλο σύμπαν, οι Piano Magic είναι όχι απλώς η αφορμή, αλλά η απαραίτητη αιτία, ελλείψει της οποίας σε εκείνη τη δεδομένη χρονική στιγμή δεν θα υπήρχε ένας τόσο έντονος λόγος αν όχι για να στηθεί, τότε για να υποστηριχθεί με τόσο πάθος και με ουσιαστικό ενδιαφέρον ένα μουσικό site σαν το Mic.

Low Birth Weight Θυμάμαι με τον Γιάννη Ασπιώτη (στα λεξικά τον έχουν ήδη στα συνώνυμα της έννοιας ‘ιστορικός συντάκτης’, μην τα ξαναλέμε) να αγοράζουμε σχεδόν με ευλάβεια το Low Birth Weight (δηλαδή τα ‘Γατάκια’) από τον Λωτό, να παίρνουμε ο καθένας την κόπια του στο χέρι και χωρίς καν να κάνουμε την απαραίτητη στάση για καφέ μετά την δισκοβόλτα να βρισκόμαστε στο larger than our life σπίτι που νοίκιαζε τότε κάπου στο ανατολικό κέντρο της πόλης, για να την ακούσουμε (την δική του κόπια). Φοιτητές επί σίγουρο πτυχίο, χωρίς καμιά τρομερή αγωνία για τα μέλλοντα, συναισθηματικά τακτοποιημένοι (ή τουλάχιστον έτσι νομίζαμε) και μουσικά αποφασισμένοι να μείνουμε για πάντα αφοσιωμένοι σε οτιδήποτε ξέβρασε κρυφά και φανερά η μετά το πανκ πραγματικότητα, οι Piano Magic μας έστησαν σε έναν από τους τοίχους του σπιτιού του Γιάννη για μήνες ολόκληρους και μας στόχευσαν ανελέητα.

Και μέχρι να κατέβουμε από εκεί είχε προλάβει να κυκλοφορήσει και το Artist’s Rifles, για το οποίο ήταν υπεραρκετό να δούμε το εξώφυλλο και μόνον, για να δημιουργηθεί μέσα μας η εύλογη βεβαιότητα ότι πρόκειται για τον δίσκο εκείνο που θα είναι πάντοτε μαζί μας, χωρίς ουσιαστικά να χρειαζόμαστε και κάτι άλλο στην πορεία. Όλοι οι υπόλοιποι δίσκοι μετά το Artist’s Rifles και για πολλά χρόνια ήταν απλώς συνήθειες αγοράς, και ορισμένες φορές συνήθειες ακρόασης. Αλλά εκεί κάπου ‘μπουκώσαμε συναισθηματικά’, όχι μόνο με τη μουσική, αλλά ίσως και μεταξύ μας (για περισσότερες ώρες φθηνής ψυχανάλυσης, καλέστε με private).

Όλα αυτά λοιπόν θέλαμε κάπου να τα πούμε, κάπου να τα φωνάξουμε, κάποιος να τα διαβάσει (έστω και ένας, που λένε και οι συγγραφείς με αυτή την ανυπέρβλητη δίψα που αναβλύζει μέσα τους), τέλος πάντων είναι γνωστά αυτά, τα έχουν ζήσει οι περισσότεροι. Δηλαδή δεν ανεχόμασταν να κυκλοφορούν εκεί έξω δίσκοι σαν τους παραπάνω, και απλώς να διαβάζουμε κάποια μονόστηλα εδώ κι εκεί, λες και πρόκειται για το Παναχαϊκή-Πανσεραϊκός (ο Πλατανιάς ακόμη δεν είχε εμφανιστεί στο προσκήνιο), και ενώ παράλληλα το συντριπτικό κομμάτι ενός μουσικόφιλου κοινού, που στα δικά μας μάτια φάνταζε οριακά ανήμπορο και έως αυτιστικό θα έλεγα αν δεν ήμασταν σε εποχές πολιτικής ορθότητας, να θεωρεί ότι η συναισθηματική μουσική τελείωσε στις προκάτ κλαψωδίες των Radiohead.

Συνεπώς οι πρώτοι μήνες διαδικτυακής παρουσίας του Mic κύλησαν απλώς ως μία πρώτης τάξεως αφορμή, για να είμαστε έτοιμοι για το ανελέητο Piano Manic Preaching όταν θα έρχονταν η ώρα. Δηλαδή κάποιος επόμενος δίσκος ή μία συναυλία τους στη χώρα, ώστε να ξεκινήσουμε να τα λέμε όλα από την αρχή και να πειστεί και ο τελευταίος ξεχασμένος οπαδός των Bluetones να αφήσει στην άκρη τις μαλακίες και να μπει στα σκληρά. Ή τουλάχιστον έτσι το δουλεύαμε στο κεφάλι μας. Όπως φαντάζομαι το δούλεψε ο καθένας που σε κάποια φάση της ζωής του ξεκίνησε ένα συγκρότημα, ένα μουσικό fanzine, κάποιο πειρατικό παλιότερα/διαδικτυακό τώρα ραδιόφωνο, θεωρώντας ότι καθοδηγείται από μία ιδέα μεγαλύτερη από αυτόν. Στην πορεία το μέγεθος της ιδέας πάντοτε αλλάζει, τα πράγματα ποτέ δεν εξελίσσονται ακριβώς έτσι (το ίδιο έγινε και με τους Piano Magic, αλλά και με το Mic), ό,τι συνέβη όμως σε πραγματικό χρόνο, ελάχιστα φθείρεται ή ξεβάφει από την όποια διαστρεβλωμένη εξέλιξη του.

Artists' Rifles Σήμερα γνωρίζουμε πολύ καλά ότι οι παραπάνω δύο δίσκοι, και ειδικά εξ αυτών το Artist’s Rifles (μόλις στο νο. 18 παρακαλώ στην 20άδα των –τότε- συντακτών/ψηφοφόρων του Mic για τα 00s, που θα είχαν απολυθεί όλοι αν τυχόν είχαμε άλλους εύκαιρους) έμελλε να αποδειχθούν δυσθεώρητα ύψη στα οποία δεν μπόρεσαν να πλησιάσουν ποτέ, είτε όταν επικεντρώθηκαν στην pop διακριτικότητα, είτε όταν διακριτικά επέστρεψαν στην κρυογονική επικαιρότητα της πρώτης τους τετραετίας.

Θα μπορούσαν λοιπόν οι Piano Magic να έχουν γράψει αυτούς τους δύο δίσκους (ΟΚ, το ξέρω ότι υπάρχει και υλικό πριν από αυτούς, αλλά εδώ κάνουμε ασκήσεις συναισθηματικής εργασίας ως γνωστόν, συνεπώς αφού εξαφανίζουμε το μετά, γιατί να αφήσουμε το πριν;). Ασφαλώς και θα μπορούσαν. Συνέβη με δεκάδες άλλους στο παρελθόν και η αίγλη του μύθου ήταν τέτοια ορισμένες φορές, που ξεπέρασε την πραγματική ποιότητα του αρχικού προϊόντος. Εν προκειμένω με τέτοιο ‘πρωτογενές υλικό’, αν οι Piano Magic είχαν εξαφανιστεί για 15 χρόνια και εμφανίζονταν και πάλι στις αρχές του 2017, πολύ ευχαρίστως θα παραμιλούσαμε και πάλι από την αρχή. Σε αυτό το ιδεατό σενάριο ‘χαμένης ροκ ιστορίας’ όμως υπάρχει ένα μεγάλο κενό. Πλέον κανείς δεν μπορεί να εξαφανιστεί, κανείς δεν μπορεί πολύ περισσότερο να κρυφτεί, και υπό αυτές τις συνθήκες σχεδόν κανείς δεν μπορεί να ξεχαστεί. Συνεπώς, ας είμαστε ευχαριστημένοι που η όποια φθορά των Piano Magic ποτέ δεν κατέληξε στα όρια της αδιαφορίας.

Αν δεν μου διαφεύγει κάτι, τους Piano Magic τους έχω δει μία και μόνη φορά και αυτή στη Θεσσαλονίκη, δέκα ολόκληρα χρόνια από τότε που συνέβησαν όλα τα παραπάνω, και ενώ το πάθος μου μαζί τους είχε αν όχι λήξει, τουλάχιστον ξεχαστεί κάπου, μαζί με διάφορα άλλα πάθη που ο καθένας κάπου ξεχνάει στο πέρασμα μιας δεκαετίας. Θυμάμαι ότι και τότε βολόδερνα στα γραφόμενα του Mic για να συνδεθώ και πάλι μαζί τους, διαπίστωνα ότι η Αναστασία Μουμτζάκη τους είχε δει κάπου στο Παρίσι, και άκουσε και Password και No Closure, οπότε τη μίσησα πάραυτα θανάσιμα χωρίς να την ξέρω ουσιαστικά, προσπαθούσα να αποκρυπτογραφήσω τα κείμενα του Ξαγά (χωρίς προλόγους τότε πάντως), προετοιμάσαμε το κλίμα με τον Απόστολο Βαρνά στο στούντιο του Off Radio και βρεθήκαμε πρόχειρα και πάλι με τον Ασπιώτη κάπου στις πρώτες σειρές ενός live που παρότι σε ορισμένες στιγμές μας πήρε, σε καμία στιγμή δεν μας σήκωσε. Τι ακούσαμε και τι δεν ακούσαμε, ασφαλώς και δεν το θυμάμαι. Θυμάμαι όμως ότι έφυγα έχοντας πάρει την απάντηση στο ερώτημα γιατί τελικά οι Piano Magic όλα αυτά τα χρόνια δεν έγιναν τόσο δημοφιλείς, τόσο σπουδαίοι, τόσο τέλος πάντων οριακοί για τη ζωή περισσότερων ανθρώπων, όσο ήμασταν βέβαιοι κάποτε ότι θα γίνουν. Είναι ακριβώς αυτό που λέει ο Αντώνης Ξαγάς. Ο περισσότερος κόσμος από ένα σημείο και μετά δεν έχει το χρόνο ή το σθένος να σταματήσει έστω και για λίγο και να ασχοληθεί με τις μικρές, ταπεινές και καθημερινές στιγμές του, συνεπώς ο περισσότερος κόσμος δεν έχει το χρόνο ή το σθένος να ασχοληθεί με τους Piano Magic.

Life Has Not Finished With Me YetΚαι καθώς οι ίδιοι με ακόμη μεγαλύτερο σθένος, αρνήθηκαν σε όλη τη διάρκεια αυτής της εικοσαετούς πορείας να απασχοληθούν με μεγαλεπήβολες έννοιες, να ψάξουν και να δώσουν στο πιάτο το νόημα αυτής, της επόμενης ή κάποιας τυχόν προηγούμενης άπιαστης ζωής σε ακροατές που έπαψαν να έχουν μουσική ζωή προ πολλών ετών, το στίγμα των Piano Magic στον αυστηρά οριοθετημένο χάρτη της pop & rock ιστορίας ήταν εξ αρχής το να έρθουν, να ηχογραφήσουν δύο δίσκους που κάθε φορά θα αποπροσανατολίζουν και με κάποιο διαφορετικό τρόπο τη ζωή όσων ταυτίζονται με το περιεχόμενο τους, ε και στο πριν και το μετά να κάνουν και μερικά άλλα πράγματα, τα οποία έχουν μεν και αυτά τη σημασία τους, αλλά σε καμία περίπτωση δεν ορίζουν τη σχέση μας μαζί τους, και τέλος να αποχωρήσουν. (αυτή ήταν η μεγαλύτερη πρόταση που γράφτηκε ποτέ, για ένα τόσο απλό πράγμα, πάμε παρακάτω)

Βρισκόμαστε στη διαδικασία της αποχώρησης, γνωρίζοντας βέβαια πολύ καλά ότι το ενδεχόμενο της επιστροφής είναι πάντα εδώ, στις ημέρες μιας μουσικής βιομηχανίας που ζει κύρια από τις προηγούμενες σάρκες της. Θα ήταν βολικό να πούμε ότι σε μία περίπτωση σαν αυτή των Piano Magic δεν χωρούν και δεν πρέπουν αποχαιρετισμοί, και άλλα τέτοια προπολεμικά κλισέ. Κάθε επόμενη ακρόαση του No Closure όμως, που με σχεδόν εκδικητική επιμονή αποδεικνύει ότι ο καθένας μέχρι το τέλος θα τη βγάλει όπως τη βγάλει μόνος του και μόνον έτσι, ό,τι και να έχει κάνει μέχρι τότε, υποδεικνύει ότι τους Piano Magic είμαστε υποχρεωμένοι να τους αποχαιρετούμε διαρκώς, σχεδόν σαν να θάβουμε κάθε τόσο και ένα διαφορετικό κομμάτι του εαυτού μας και έστω αν κάποια θα χρειαστεί να το ξεθάψουμε για λίγο.

Αντίο το λοιπόν (και πάλι).