Πικάσο - Ο θηριοδαμαστής της φόρμας
Πέρασαν 50 χρόνια από τα τελευταία λόγια του ζωγράφου (εκείνα που...μελοποίησε και ο McCartney), πολλά τα επίθετα της αποθέωσης (ενίοτε και του αντιθέτου), το δύσκολο ωστόσο είναι να εξηγήσεις το "γιατί". Μια απόπειρα του Αναστάσιου Μπαμπατζιά
Τα πενήντα χρόνια από τον θάνατο του Πικάσο είναι μια καλή ευκαιρία να ασχοληθεί κανείς μαζί του. Αν και για μας τους ζωγράφους αλλά και γενικά για τους φιλότεχνους, όλες οι μέρες, όλα τα χρόνια είναι μια χαρά ευκαιρία για να ασχοληθούμε μαζί του. Καλό θα ήταν βέβαια να λείπουν πια κάποιες εντελώς συμβατικές και συνηθισμένες προσεγγίσεις που μπορεί να ασχολούνται σχεδόν με οτιδήποτε άλλο εκτός από τον λόγο για τον οποίο έχει μείνει τελικά στην ιστορία αυτός ο ζωγράφος, δηλαδή την τέχνη του. Ο Πικάσο ήταν πολλά πράγματα. Μπορεί να ήταν δύσκολος, μπορεί όντως να ήταν και …κάφρος (αν και δεν μπορούμε αυτό να το ξέρουμε με σιγουριά), όπως βλέπουμε στις διάφορες βιογραφίες του, κυρίως τις τηλεοπτικές. Ε… έχει παραγίνει όμως. Αυτό που σίγουρα ξέρουμε είναι ότι πραγματικά υπήρξε ένας από τους μεγάλους καλλιτέχνες του 20ου αιώνα.
Το φωνάζει το έργο του πόσο σπουδαίος υπήρξε. Και εδώ όμως υπάρχουν σοβαρές παρεξηγήσεις. Γιατί το έργο μπορεί να φωνάζει, αλλά πολλοί δεν ακούν και διάφοροι που ακούν δεν καταλαβαίνουν τη γλώσσα του. ‘Η νομίζουν ότι την καταλαβαίνουν. Ο Πικάσο ήταν ένας από αυτούς που πρωταγωνίστησαν στις μεγάλες τομές των αρχών του 20ού αιώνα και έτσι το έργο του θεωρήθηκε από νωρίς πρωτοποριακό. Φυσικά και ήταν. Όχι όμως γιατί έμοιαζε πρωτοφανές ή γιατί τάχα μου έσπαγε τους κανόνες. Αλλά γιατί τους έκανε ότι ήθελε. Ήταν ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτής της ενεργητικής στάσης απέναντι στις διδαχές. Μάθαινε, διψούσε για γνώση, όμως δεν ήταν δέσμιός της. Χρησιμοποιούσε τη γνώση. Δεν την θεοποιούσε όπως έκαναν και κάνουν πολλοί.
Ο Πικάσο μπήκε στα κόλπα της τέχνης σε πολύ νεαρή ηλικία χάρη στον πατέρα του που ήταν και ο ίδιος ζωγράφος και κατάλαβε (o πατέρας του) από πάρα πολύ νωρίς ότι ο υιός του το … είχε με χίλια. Όταν οι άλλοι ξεκινούσαν τις σπουδές τους, ο Πικάσο τις είχε τελειώσει. Στην εφηβεία του ζωγράφιζε ήδη με απίστευτη αρτιότητα με το ακαδημαϊκό ύφος της εποχής και αυτή τη γνώση, όποιος δύναται να καταλάβει ως έναν βαθμό τη ζωγραφική, τη βλέπει διάχυτη σε όλο του το έργο μέχρι το τέλος.
Πολλοί σημαντικοί καλλιτέχνες, όπως και ο Πικάσο, και όχι μόνο στον 20ο αιώνα, δούλεψαν με τέτοια ζέση και ζήλο και τόσο πολύ, που έφτασαν στο σημείο καμπής στη ζωγραφική τους όπου τα πράγματα με κάποιο τρόπο «εξαϋλώνονται». Δηλαδή τότε που ο καλλιτέχνης μέσα από την εμμονή να ανακαλύψει τον οπτικό κόσμο, να καταλάβει πως λειτουργεί η μαγική αυτή αίσθηση της όρασης και τον τρόπο που αυτή μεταφράζει τον κόσμο, και μέσα από την επίμονη σκληρή δουλειά (αλλά όχι καταναγκαστική) αποκτά μια πραγματική βούληση, παύει να είναι έρμαιο του οπτικού φαινομένου και το διαχειρίζεται ενεργητικά και πιο προσωπικά. Αρχίζει ουσιαστικά να συνθέτει. Αυτό μπορεί να συμβεί και σχετικά νωρίς, αν είσαι κάποιος τόσο ένθερμος δουλευτής όπως ο Πικάσο, με αποτέλεσμα οι θεατές να βλέπουν να φτιάχνεις μια εικόνα που ενώ εσένα σου φαίνεται (και είναι) απολύτως φυσιολογική, για αυτούς να είναι παράδοξη, ακατανόητη ή (εντελώς λάθος αυτό) αφηρημένη. Είναι απλά μια φυσική εικόνα που ακολουθεί πιο άμεσα και ειλικρινά τους νόμους αυτής της ίδιας της φύσης. Αντίθετα δηλαδή με τις νατουραλιστικές καρικατούρες που είναι κακέκτυπα, κακά αντίγραφα του ορατού κόσμου και που γίνονται αποκλειστικά για να κολακέψουν τον αδαή θεατή και εκτός από την επιφανειακή ομοιότητα με πράγματα καμιά σχέση δεν έχουν με το οπτικό φαινόμενο και τη λειτουργία του. Και αυτοί που τις κάνουν δεν αντιλαμβάνονται αυτή τη λειτουργία.
Βέβαια υπάρχει άλλη μια παρεξήγηση. Πολλοί που επιχειρούν να γίνουν καλλιτέχνες νομίζουν ότι μπορούν να παρακάμψουν τη διαδικασία της δουλειάς και της προσήλωσης σε αυτή και βλέποντας τα επιτεύγματα διαφόρων σαν του Πικάσο, νομίζουν ότι μπορούν να τα κάνουν το ίδιο εύκολα και να συνεχίσουν από εκεί που αυτός άφησε το νήμα. Αμ δεν γίνεται τόσο εύκολα. Δεν μπορείς να κόψεις δρόμο. Καταρχάς αυτό που φτιάχνει κανείς πρέπει να είναι κατανοητό στον ίδιο ως ένα βαθμό. Οι περισσότεροι δεν έχουν καταλάβει τι ακριβώς κάνουν και απλώς αντιγράφουν ότι τους έκανε κλικ. Στην καλύτερη περίπτωση αυτό που θα βγει θα είναι εντελώς επιφανειακό, χωρίς ίχνος βάθους, εσωτερικότητας και ζωής. Μια σκέτη ταπετσαρία. Ένας πίνακας για να γεμίζει τοίχους αδιάφορων σαλονιών όπου ζουν μέσα άνθρωποι που έχουν απωλέσει τελείως το ενεργητικό τους αισθητικό κριτήριο οι δυστυχείς.
Όπως προαναφέραμε ο Πικάσο είχε αυτή την δημιουργική κάψα από πολύ νωρίς. Ήταν επόμενο πολύ γρήγορα να κουραστεί από τους επιφανειακούς κανονισμούς και τα θέσφατα που του φόρτωναν οι δάσκαλοί του στην εφηβεία. Θεωρεί κανείς τέτοιους κανονισμούς αδιαπραγμάτευτους και αμετακίνητους, όταν στην πραγματικότητα δεν τους έχει κατανοήσει. Αφού τους κατανοήσει θέλει να τους στρεβλώσει, να τους μετακινήσει, να τους βάλει να δουλέψουν για αυτόν και όχι να δουλεύει αυτός για τους κανονισμούς.
Όλοι τον θαύμαζαν τον Πικάσο στην εφηβεία του όταν έφτιαχνε αυτά τα εντυπωσιακά πολύ ρεαλιστικά έργα, αυτός όμως βαριόταν αφόρητα γιατί είχε συνειδητοποιήσει ότι δεν είχε κάποιο νόημα αυτό για τον ίδιο, δεν ήταν αυτό που τον παρακινούσε. Άρχισε λοιπόν να ακούει το ένστικτό του και να απελευθερώνει τη γραφή του που ήταν σαφώς έτοιμη προς χρήση. Δεν χρειαζόταν πια να ακολουθεί πιστά τους κανόνες. Μπορούσε να τους χρησιμοποιήσει όπως αυτός ήθελε. Να πειραματιστεί ενεργητικά. Να τους κάμψει ή και να τους παρακάμψει, γνωρίζοντάς τους όμως για να ξέρει πως και που να τοποθετηθεί απέναντί τους. Οι κανόνες στη ζωγραφική δεν είναι μια σειρά οδηγιών χρήσεως. Δεν υπάρχει manual. Πολλοί πιστεύουν ότι υπάρχει γιατί δεν μπορούν αλλιώς να καταλάβουν τα πράγματα. Θέλουν για όλα μια απόλυτη ακολουθία κινήσεων που θα τους οδηγήσει σε ένα άμεσα κατανοητό αποτέλεσμα και όφελος. Ουσιαστικά θέλουν κάποιος άλλος να βγάλει το φίδι από την τρύπα για αυτούς. Γιατί οι «καταγεγραμμένες» κινήσεις που ακολουθούν, οι «τεχνικές»…, από κάποιον έχουν εφευρεθεί διάολε, δεν είναι… ο λόγος του Θεού. Και τελικά δεν είναι δικές τους. Ακολούθησε ο Πικάσο λοιπόν τις δικές του τεχνικές και όχι άλλων. Δεν υπονόμευε δηλαδή την φύση του και το έκανε αυτό χωρίς να γίνεται ασεβής απέναντι στην Φύση. Απέναντι στο σύνολο. Τον μαγικό ενωτικό ιστό που κάνει τα πράγματα να υπάρχουν. Αυτός είναι ο βασικός κανόνας της τέχνης. Να συνειδητοποιήσει και να καταλάβει ο καλλιτέχνης εσωτερικά αυτό το συνδετικό υλικό των πραγμάτων.
Αντιλαμβανόμενος αυτή την εσωτερική σύνδεση, ήταν αναπόφευκτο να έχει μεγάλη περιέργεια να δει πως την αντιμετώπιζαν οι καλλιτέχνες σε άλλες παραδόσεις και σε άλλες εποχές, διότι για την ίδια εσωτερική σύνδεση επρόκειτο και όποιος μπορεί να τη «διαβάσει» μπορεί να καταλάβει όλες τις τέχνες όλων των εποχών. Είδε λοιπόν πολλά πράγματα, τέχνη από την Αφρική, τέχνη από την αρχαία Ελλάδα, από την Άπω Ανατολή, ουσιαστικά από παντού. Και θέλησε να αφομοιώσει ότι του φαινόταν πολύτιμο από όλα αυτά και να το εντάξει στη δουλειά του. Τα βλέπουμε αυτά τα πράγματα, αλλού ολοφάνερα και αλλού πιο διακριτικά στη δουλειά του. Βλέπουμε σε πολλά σχέδιά του πόσο έχει θαυμάσει και επηρεαστεί από τη ζωγραφική επάνω στα αρχαία ελληνικά αγγεία, ακόμα και στην περίφημη ‘Guernica’ το βλέπουμε αυτό. Θέλησε να φτιάξει και δικά του κεραμικά αγγεία και να τα ζωγραφίσει και το έκανε με τρόπους θαυμαστούς.
Πολύ συχνά προσπαθούσε να δημιουργήσει μια κατάσταση αρμονίας και ζωγραφικότητας, ένα σχεδόν μαγικό και λειτουργικό επίτευγμα, μέσω μιας πρακτικής που εσκεμμένα απέρριπτε (η πρακτική) οτιδήποτε υποτίθεται πως -ως ζωγράφος- έπρεπε να κάνει. Αναποδογύριζε τα πάντα. Ήθελε να αποδείξει ότι όλα μπορούν να αναποδογυριστούν και παρόλ’ αυτά η ζωγραφική να κερδίσει και η αρμονία της ένωσης των πραγμάτων να μην διαταραχθεί. Υπάρχουν έργα του όπου φαινομενικά όλα είναι λάθος. Οι τόνοι, τα χρώματα, οι ρυθμοί, τα υπερβολικά σχήματα. Κι όμως... Δεν είναι. Ο Πικάσο τα κάνει να μην είναι. Κάθε τυποποιημένη διδαχή είναι και ένα κλισέ που δεν μπορεί πάντα να είναι λειτουργικό. Ο ζωγράφος πρέπει να το γνωρίζει αυτό. Να έχει εξουσία επάνω στους κανόνες και όχι το ανάποδο. Να επιλέγει ο ίδιος πότε ένα κλισέ του είναι χρήσιμο και πότε όχι.
Ένα ας πούμε χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της πρόθεσής του είναι το σχέδιο που έχει κάνει όπου απεικονίζεται ο Στάλιν. Ένα πραγματικά παράξενο σχέδιο. Ένα αυγό για κεφάλι, ένας περίεργος μακρύς κύλινδρος για λαιμό, μια καμπύλη γραμμή πάνω από το αυγό για να ορίσει τα μαλλιά τα οποία φαίνονται ως μια σειρά από πανομοιότυπες μικρότερες καμπύλες και χαρακτηριστικά σκληρά, γραμμένα με δύναμη και με τον ίδιο τρόπο σχεδόν παντού. Τέλος αυτό το μουρλό «φίδι» κάτω από το λαιμό που μάλλον υποτίθεται ότι είναι το ρούχο του. Οποιοσδήποτε προσπαθήσει σήμερα να σχεδιάσει έτσι θα κάνει μια τρύπα στο νερό. Όχι όμως ο Πικάσο. Ο Πικάσο επεδίωξε και κατάφερε να δώσει ζωγραφική αξία ακόμα και στη διακωμώδηση της ίδιας της ζωγραφικής.
Ο Πικάσο δεν είναι σπουδαίος (όπως πολλοί νομίζουν) μόνο για τις πιο -σε εκατομμύρια εισαγωγικά- ομαλές περιόδους του, όπως την μπλε και τη ροζ (όπου έφτιαχνε εικόνες εξαιρετικές βέβαια και τότε). Όλο του το έργο είναι ποτισμένο με βαθιές αξίες ακόμα και τα πιο «ακραία» πράγματα. Τα ασαμπλάζ (το αντίστοιχο του κολλάζ εφαρμοσμένο όμως στην τρίτη διάσταση όπου συγκολλούνται διάφορα αντικείμενα μεταξύ τους) γλυπτά του, όπως διάφορα ζώα που ως δια μαγείας εμφανίζονται μέσα από παιδικά παιχνίδια (αυτό το αυτοκινητάκι που χρησιμοποιήθηκε ως κεφάλι πιθήκου είναι όλα τα λεφτά), κάτι απερίγραπτες εφαρμογές αντικειμένων με εντελώς μινιμαλιστικό τρόπο που δημιουργούν ποιητικές εκρήξεις στον εγκέφαλο όταν τις βλέπεις, όπως ας πούμε μια σέλα ποδηλάτου και ένα τιμόνι που μαζί γίνονται ένα κεφάλι ταύρου. Δεν έχεις απολύτως καμιά αμφιβολία χωρίς κανένας να σου το εξηγήσει. Είναι κεφάλι ταύρου. Πάρα πολλά πειράματα τέτοιου είδους και άλλα πολλά. Ο πειραματισμός όμως του Πικάσο δεν ήταν πειραματισμός για τον πειραματισμό που οδηγεί με ελαφρά πηδηματάκια σε πλείστα αδιέξοδα. Είχε στόχο. Ήταν μια διαδικασία, ένα ταξίδι προς τη δημιουργία, προς την κατασκευή, τη σύνθεση, προς την ποιητική λειτουργία.
Η βάση όλης αυτής της διαδικασίας ήταν το σχέδιο. Η πρωταρχική δράση. Η εκκίνηση του ζωγράφου. Το σχέδιο δεν είναι απλώς το προσχέδιο ενός «ολοκληρωμένου» έργου. Είναι η πρωτογενής δημιουργική διαδικασία. Είναι άσκηση. Είναι ο τρόπος που θα απελευθερώσεις τα χέρια και το νου από τις αγκυλώσεις της σκέψης και της λογικής και μάλιστα χωρίς να απορρίψεις τις τελευταίες. Και φυσικά το σχέδιο είναι αυτόνομο ολοκληρωμένο έργο. Πολύ συχνά τα άπειρα σχέδια του Πικάσο είναι τόσο δυνατά, τόσο ολοκληρωμένα, όσο γρήγορα κι αν έχουν κατασκευαστεί (ακόμα και σε δευτερόλεπτα), που γίνονται καλύτερα από τα μεγάλα και «τελειωμένα» έργα του. Και υπάρχουν βέβαια κατά καιρούς κορυφώσεις τέτοιες που ξεφεύγουν τελείως από τα καθιερωμένα. Έχω ακούσει πολλές φορές διάφορους να λένε μπροστά σε ένα άγνωστο έργο του Πικάσο με έκπληξη: «Καλά Πικάσο είναι αυτό;» Ήταν ακραία πολυσχιδής. Ήθελε, επεδίωκε και μπόρεσε να κάνει σχεδόν τα πάντα. Να τα δοκιμάσει όλα. Ηδονιστής που ήθελε να αντλήσει ευχαρίστηση από το παραμικρό. Από παντού. Ο Πικάσο ο θηριοδαμαστής της φόρμας.