Ποίηση και μουσική μετά το Άουσβιτς

Ένα οδοιπορικό σε χρόνο και χώρο, σε ήχους και εικόνες. Του Αντώνη Ξαγά

«Όλοι καθόμαστε στο ίδιο τραίνο/και ταξιδεύουμε μέσα στον χρόνο/και πολλοί σε λάθος κουπέ». Έριχ Καίστνερ «Σιδηροδρομική παραβολή» (1936)

Τούτο το τραίνο, ογδόντα και χρόνια αργότερα, ταξιδεύει αργοκίνητα προς τα δυτικά με λικνιστικό υπομονετικό ρυθμό. Η μεταλλική κλαγγή κάποιες στιγμές γίνεται εκκωφαντική, ο συρμός στα κλειδιά των σιδηροτροχιών σείεται ολόκληρος, γίνονται έργα σε όλη την έκταση της γραμμής, μια ταμπέλα ενημερώνει για τα εκσυγχρονιστικά κονδύλια της ΕΕ, ηλιοκαμένοι μισόγυμνοι εργάτες δουλεύουν μέσα στην σκόνη η οποία μπαίνει και μέσα στον βαγόνι φερμένη από μια ευχάριστη ανοιξιάτικη ψύχρα. Ήσυχα λοφώδες τοπίο, νότες πράσινου με κεντημένη μια μελωδία από κίτρινα λουλούδια σε καλλιεργημένους αγρούς, η πολύτιμη στα μέρη αυτά ελαιοκράμβη, χωριά γλιστρούν στον ορίζοντα, μπάλες από σανό τακτοποιημένες, σπιτάκια μαζεμένα γύρω από μια εκκλησία σαν τρομαγμένα πρόβατα γύρω από τον τσοπάνη τους, κολώνες γεμάτες από αφίσες, προεκλογικές οι περισσότερες, αυτάρεσκα χαμογελαστά πρόσωπα υποψηφίων όλο υποσχέσεις, ευρωεκλογές έρχονται γαρ, άλλες αφίσες ενημερώνουν ότι έρχονται επίσης ο George Benson και οι …Scorpions. Λίγοι οι επιβάτες, μάλλον μεγαλύτερης ηλικίας και χωρίς άγχος, όσοι βιάζονται για κάποια δουλειά δεν ταξιδεύουν προφανώς με την γραμμή αυτή, οι μόνοι που ακούγονται από την άλλη άκρη είναι μια παρέα εμφανώς Αμερικανών οι οποίοι παλεύουν φιλότιμα να επιβεβαιώσουν το στερεότυπο του τρελού θηριοτροφείου στην Ευρώπη. Θυμάσαι συνειρμικά έναν άλλο εβραίο Αμερικανό, σε ένα άλλο τραίνο, να αναλογίζεται την μοίρα του αν βρισκόταν σε ένα άλλο, ένα «λάθος» τραίνο. Μια έμπνευση που τον οδήγησε να γράψει ένα μινιμαλιστικό αριστούργημα και να το ονομάσει «Different Trains». Steve Reich τον λέγανε…

Το Οσβιέτσιμ μας υποδέχεται με ελαφριά συννεφιά, γκριζωπή πέτρα, ανελέητο σοσιαλιστικά ρεαλιστικό μπετόν, φθαρμένες προσόψεις, το σώζει ένα ήσυχο ποταμάκι και κάποια γραφικά κτίσματα, ωστόσο η επαρχιακή ανία, τόσο ίδια και τόσο διαφορετική σε όλο τον κόσμο, είναι τόσο καταθλιπτική και πηχτή που λες και μπορείς να την κόψεις με το μαχαίρι. Και όσο πλησιάζεις στον στόχο που σε έφερε σε αυτά τα βόρεια γεωγραφικά πλάτη, στον anus mundi, στο σημείο μηδέν της ανθρώπινης ύπαρξης, η κίνηση και το καυσαέριο πυκνώνουν, αναρίθμητα τουριστικά λεωφορεία κάθε μεγέθους, βανάκια, αυτοκίνητα σε προσπερνάνε επιβεβαιώνοντας ότι είσαι στον σωστό δρόμο. Όπως και οι ταμπέλες: Muzeum Auschwitz-Birkenau - 1 km. «Auschwitz's now a tourist spot for the goggle eyed to pry, still in working order just for you and me» θυμάσαι το άγρια ειρωνικό τραγούδι των Crass («The gasman cometh»). Μουσείο; Φαντάζει ειρωνική ίσως και ενοχλητική η διατύπωση. Τι σχέση μπορεί να έχει αυτή η τοπογραφία του τρόμου και της φρίκης με τα έργα «εννιά κοριτσιών από την Πιερία»; Και σε ποια να ρίχναμε το φταίξιμο; Στην Κλειώ της Ιστορίας, από την οποία ποτέ δεν διδασκόμαστε τίποτε; Ή μήπως στην Καλλιόπη της ηρωικής και επικής ποίησης και της εξύμνησης αιματηρών κατορθωμάτων; Μήπως μετά το Άουσβιτς δεν υπάρχουν αθώοι; Ανατρέχω στον ορισμό του μουσείου από τον ICOM (International Council of Museums): «ένα μόνιμο ίδρυμα, μη-κερδοσκοπικού χαρακτήρα, στην υπηρεσία της κοινωνίας (…) έχει ως έργο του τη συλλογή, τη μελέτη, τη διατήρηση, τη γνωστοποίηση και την έκθεση τεκμηρίων του ανθρώπινου πολιτισμού». Μήπως και αυτό δεν είναι επίσης το Άουσβιτς; Κληρονομιά του ανθρώπινου πολιτισμού και μάλιστα του αυτοθεωρούμενου υπεροπτικά και ως πλέον εξελιγμένου, σαρξ εκ της σαρκός του Διαφωτισμού (εκ Διαφωτισμού τα κρείττα ερρύη αλλά και τα φαύλα, έτσι για να διασκευάσουμε …Κασσιανή), της βιομηχανικής επανάστασης και της τεχνολογικής εξέλιξης, έργο ενός ακραίου ρομαντισμού πυρακτωμένου από φανατικό ιδεαλισμό και εφαρμοσμένου στην πράξη με επιστημονική ψυχρότητα και στυγνό τεχνοκρατικό ορθολογισμό.

Ωστόσο ένα (από τα πολλά!) ερώτημα εξακολουθεί να τριβελίζει όσο στέκεσαι στην ουρά για τον έλεγχο, πριν διαβείς την πύλη με την σιδερένια επιγραφή «Arbeit macht frei», την τόσο εντυπωμένη πλέον ακόμη και στην ποπ κουλτούρα (με ότι συνεπάγεται αυτό) μαζί με τους κάθε ηλικίας και προέλευσης συνανθρώπους τριγύρω σου, ένα γερμανικό σχολείο σε εκπαιδευτική εκδρομή, γιαπωνέζους αποφασισμένους να απαθανατίσουν κάθε δευτερόλεπτο και να μετατρέψουν το ταξίδι τους σε ατελείωτα πρακτικώς άχρηστα GB δεδομένων, μια οικογένεια από τον παππού στην αναπηρική καρέκλα μέχρι το εγγονάκι, μια ομάδα νεαρά ισραηλόπουλα με την σημαία με το αστέρι και κιπά στο κεφάλι». Γιατί όμως επισκέπτονται οι άνθρωποι τέτοια μέρη; Τι τους φέρνει μέχρι εδώ; Για ένα τικ στην λίστα των «must see» του Lonely Planet και του Trip Advisor; Μια ακραία πρόκληση, σαν ένα είδος extreme αθλήματος, ένα τεστ ψυχολογικής αντοχής (υπάρχει και ΤΟΠ-10 με μέρη «σκοτεινού τουρισμού»!); Μια διεστραμμένη περιέργεια βυθομέτρησης της ανθρώπινης αβύσσου; Ένα προσκύνημα στην μνήμη ενός προγόνου; Και την «δικαιούται» κάποιος περισσότερο ή λιγότερο;

Δεν έχω φτάσει πρώτος στα ερωτήματα αυτά, επικαλούμαι για βοήθεια τον Ντάνιελ Μέντελσον από το συναρπαστικά συγκινητικό του βιβλίο «Αναζητώντας έξι από τα έξι εκατομμύρια»: «Κι έτσι, τριγυρνώντας στο Άουσβιτς, πάλευα με το ερώτημα γιατί πηγαίνουν οι άνθρωποι ως τουρίστες σε τέτοια μέρη. Σε γενικές γραμμές, όχι για να μάθουν τι συνέβη εκεί. Γιατί όποιος έρχεται στο Άουσβιτς και σε όλα τα παρεμφερή μέρη, ήδη ξέρει τι έχει συμβεί. Σίγουρα επίσης όχι για να αποκτήσει καλύτερη εικόνα του πώς ήταν, λες κι αν έχεις οπτική επαφή με την αρχιτεκτονική και με τις διαστάσεις του μέρεις, αν ξέρεις πόση ώρα χρειάζεται για να πας από το σημείο Α στο σημείο Β, τότε καταλαβαίνεις και πολύ ουσιαστικότερα την εμπειρία εκείνων που έρχονταν σε τέτοια μέρη όχι με κλιματιζόμενα λεωφορεία αλλά μέσα σε βαγόνια μεταφοράς ζώων. Όχι..»

Δεν φαίνεται να υπάρχει καν απάντηση. Όταν μου τίθεται το ερώτημα προσωπικά απαντώ ότι το είχα σαν ένα είδος τάματος στην οικογενειακή μου ιστορία, στην μισή μου γερμανική καταγωγή. Κοιτάζοντας δίπλα μου μια δροσερή ξανθομαλλούσα γερμανίδα μαθήτρια, θυμάμαι ένα ντοκιμαντέρ της γερμανικής τηλεόρασης που ακολούθησε με την κάμερα την επίσκεψη ενός τέτοιου σχολείου, εκεί ένα άλλο συνομήλικο της κορίτσι με συγκινημένα και νεανικά αθώα ματάκια κατέληγε ότι εμείς οι σημερινοί νέοι δεν έχουμε καμία σχέση με αυτά, αλλά ούτε και οι δικοί μου παππούδες είχαν ευθύνη. Σκέφτομαι πόσο διαδεδομένη είναι πλέον η άποψη αυτή, κι ας είχε πολεμηθεί ικανά την εποχή που είχε εκφραστεί από μέρος της φιλελεύθερης γερμανικής διανόησης στα τέλη των 80s, την οποία θα συνοψίζαμε χύδην ως «για πόσο μας θα μας τον κοπανάτε εμάς των σημερινών Γερμανών τον ναζισμό, ουφ, αμάν πια, κι επιτέλους, ο Αδόλφος τους Σοβιετικούς αντέγραψε, αυτοί ξεκίνησαν πρώτοι», (διαβλέπω ονειρώξεις και στους εγχώριους θιασώτες μιας κάποιας «θεωρίας των δύο άκρων»). Δεν ξέρω ωστόσο αν υπάρχει κληρονομικότητα του τραύματος, οι ψυχολόγοι νομίζω το επιβεβαιώνουν αυτό, κατ’ αναλογία θα πρέπει να υπάρχει και η κληρονομικότητα των θυτών. Οι οποίοι, σε αντίθεση με τα θύματα, τα οποία ίσως δικαιούνται να ξεχάσουν και/ή να συγχωρέσουν, τούτο το δικαίωμα δεν το έχουν…

Ακόμη κι έτσι όμως, σκέφτομαι ότι τα πράγματα σπανίως είναι διχασμένα σε άσπρα και μαύρα, σκέφτομαι την ευκολία με την οποία αναζητούνται και φυσικά βρίσκονται πατήματα για ηθική κατακεραύνωση του Άλλου. Κι αν στον τόπο αυτό δεν ερχόταν κανείς; Και αν δεν είχε διατηρηθεί η μνήμη ως «μουσείο;» Αν απλά η έκταση είχε χτιστεί και αξιοποιηθεί, αν επάνω της είχαν φτιαχτεί εργοστάσια, πολυκατοικίες, δρόμοι, πλατείες, ή αν είχε αφεθεί να την καταλάβει η φύση, να γίνει δάσος, άντε με μια μνημονική πλάκα σε μια γωνιά; (όπως έχει συμβεί με το λιγότερο γνωστό– σε όσους τουλάχιστον δεν έχουν δει την «Λίστα του Σίντλερ»- στρατόπεδο Płaszów, το οποίο μάλιστα βρίσκεται μέσα στον αστικό ιστό της Κρακοβίας); Θα σημαίνει όχι έχουμε ξεχάσει; Ή θα ζούσαμε σε έναν καλύτερο κόσμο; Πολύ αμφιβάλλω…

Εν τω μεταξύ, η ώρα είναι πλέον μεσημεριανή, ο ήλιος έχει ξεπροβάλλει πάλι πίσω από τα σύννεφα, ο καιρός εδώ αυτή την εποχή αλλάζει σαν σε ζάπινγκ. Η περιήγηση στο στρατόπεδο αυτή την ώρα γίνεται μόνο σε ομάδες με οδηγό υποχρεωτικά, ο δικός μας, ένας συμπαθητικός νεαρός ξανθός με κοτσίδα, αφηγείται με φωνή πραγματιστικά νηφάλια, σίγουρα θα τα έχει πει δεκάδες φορές, ωστόσο δεν δείχνει σημάδι βαριεστιμάρας και υποχρέωσης, είναι στιγμές που ο συγκρατημένος τόνος του μοιάζει να πάει να σπάσει από συγκίνηση. Και δεν πιστεύω να είναι τόσο καλός ηθοποιός. Και αν το όλο τουριστικό πανηγύρι έχει και το καλό ότι σε βοηθά συναισθηματικά να αποστασιοποιηθείς λίγο, είναι στιγμές που δυσκολεύεσαι αφόρητα και ακόμη πιο δύσκολα να βρεις λέξεις όταν αντικρίζεις φωτογραφίες, σωρούς από προσωπικά αντικείμενα, γυαλιά, τρίχες, και παπούτσια, αναρίθμητα παπούτσια, κάθε τύπου και μεγέθους, που σιγά σιγά με τον χρόνο αποκτούν όλα μια γκριζο-καφέ απόχρωση, κάπου θα υπάρχει κι εκείνο το «κομψό καλοκαιρινό πέδιλο με ψηλό τακούνι από φελλό και χαρούμενο ασπροκόκκινα λουράκια» που τόσο είχε συγκινήσει τον Geert Mak (βλέπε «Στην Ευρώπη»). Στο τέλος της διαδρομής, σαν σε σεναριακά τοποθετημένη νέμεση, στεκόμαστε μπροστά στην κρεμάλα όπου εκτελέστηκε ο πλέον διαβόητος από τους διοικητές του στρατοπέδου, ο Ρούντολφ Ες. Και δεν μπορεί μοιραία παρά να αναλογιστείς πόσοι από τους φονιάδες την γλύτωσαν, πόσοι αναβαπτίστηκαν, ξεχάστηκαν ή κρύφτηκαν πίσω από το «εγώ διαταγές ακολουθούσα», μικρά πρόθυμα γρανάζια ενός μηχανισμού θανάτου, σαν εκείνον τον γιατρό που παραπονιόταν ότι είχε …πιαστεί το χέρι του να υπογράφει πιστοποιητικά θανάτου ή εκείνον τον «καλό» φρουρό που χαρακτήριζε στο ημερολόγιο του τα SS ως Sadistenverein, ομάδα σαδιστών δηλαδή, εκφράζοντας δυσαρέσκεια επειδή του αρνήθηκαν …άδεια.

Μετά το Auschwitz I, το οποίο φαίνεται παράταιρα μικρό για το αδιανόητο μέγεθος του εγκλήματος, το Auschwitz IΙ, το Μπίρκεναου, είναι ένας πραγματικός πόνος στο μάτι, μια αχανής έκταση στον κάμπο, πληγωμένη από ατελείωτα σκουριασμένα συρματοπλέγματα που τεμαχίζουν τον ουρανό, και στιγματισμένη από τις καμινάδες, τα μόνα απομεινάρια από τα παραπήγματα των κρατουμένων. Στην μέση την χαράζει η σιδηροδρομική γραμμή, η αποβάθρα της διαλογής, της Selektion μεταξύ ζωής και θανάτου, λίγο πιο κάτω δύο κοπελίτσες χαμογελούν ισορροπώντας στις ράγες ποζάροντας με φόντο την διάσημη πύλη. Ο δρόμος μετά την αποβάθρα οδηγεί προς την άκρη της έκτασης, στους θαλάμους αερίων και τα κρεματόρια, σε ότι έχει απομείνει μετά την προσπάθεια των ναζί να σβήσουν τα ίχνη του εγκλήματος, η ομάδα μας σέρνει τα βήματα κάτω από τον ήλιο ο οποίος πλέον βαράει αλύπητα, κανένα παράπονο κούρασης δεν τολμά καν να ψελλιστεί, μια γιαπωνέζα μόνο πλησιάζει τον οδηγό και με εμφανή αγωνία, σαν να φοβάται μην την κορόιδεψαν ρωτάει ξανά και ξανά «είναι αυθεντικό αυτό;».

Πίσω από το μνημείο με τις πινακίδες σε όλες τις γλώσσες των θυμάτων, βρίσκεις επιτέλους και μια στιγμή ησυχίας και μοναξιάς, ακούς το θρόισμα των φύλλων, πουλάκια να κελαηδάνε, βλέπεις το γαλάζιο του ουρανού να ξεκόβεται ανάμεσα από τα φυλλώματα των σημύδων, είναι μια υπέροχη μέρα, και σίγουρα και τότε θα υπήρξαν και ανάλογες υπέροχες μέρες, με την φύση (και το Θεό) να παρακολουθεί αδιάφορη, και εκεί που πάει να σε πιάσει μια εσωτερική μεταφυσική παγωνιά έρχεται το βουητό ενός χορτοκοπτικού να σε επαναφέρει στην πραγματικότητα του Σήμερα, ένας εργαζόμενος λίγο παρακάτω κόβει το γρασίδι. Μια ακόμη μέρα στην δουλειά…

Έχει γίνει πλέον μέρος του συλλογικού συνειδητού η ατάκα του Αντόρνο ότι μετά το Άουσβιτς δεν υπάρχει ποίηση, που δεν το είχε πει έτσι ακριβώς, αλλά ότι «το να γράψεις έστω και ένα ποίημα μετά το Άουσβιτς είναι βάρβαρο», αλλά ούτε αυτό εννοούσε ακριβώς, έτσι αποκομμένο από τα συμφραζόμενα, και αργότερα το αναίρεσε κι ο ίδιος, εν τούτοις ας έχουμε κατά νουν ότι ακόμη και μια παρερμηνεία είναι πάντοτε ένα είδος ερμηνείας, ειδικά όταν παράγει αποτελέσματα και νοήματα. Ο Rollo May, ο γνωστός Αμερικανός ψυχοθεραπευτής, έρχεται σαν σε απάντηση να μιλήσει για τον μόχθο του ποιητή ο οποίος «έγκειται στην πάλη του με τη ματαιότητα και τη σιωπή του κόσμου, μέχρι να καταφέρει να τους δώσει νόημα, μέχρι να πάρει από την σιωπή απαντήσεις…». Σε μια παράτολμη αντιστροφή προσωπικά, θα στεκόμουν περισσότερο στο ερώτημα, κι αν υπήρξε ποίηση πριν από το Άουσβιτς, τι κατάφερε να αλλάξουν οι ποιητές που (για να ξαναθυμηθώ τους Όρα Μηδέν στον «Θάνατο στους ποιητές») «τα σκατά τα κάνουν ήλιο και θάλασσα», που ανακαλύπτουν στον πόνο ακόμη και εστέτ ομορφιά;

Το βράδυ στο ξενοδοχείο, σε σανίδι λυτρωτικής αλαφρότητας η τηλεόραση παίζει Eurovision, από το κράτος του Ισραήλ, το κράτος που θεμελιώθηκε πάνω στον πόνο, και δικαιώνει ωστόσο με την πρακτική του την άποψη ότι τελικά και τα θύματα ξεχνούν, η Μαντόνα στην οθόνη σε έναν σημειολογικό αχταρμά να …κλείνει το μάτι στην εικόνα του γερακιού Μοσέ Νταγιάν, παλαιστινιακή σημαία και πασιφιστικά κηρύγματα: Music … makes the people … come together. Γιεεεε… Η μουσική ενώνει, γεφυρώνει, εξημερώνει τα ήθη, είναι χωνευτήρι, ώσμωση πολιτισμών, παγκόσμια γλώσσα, όμορφα στερεότυπα, ότι πρέπει για καλές σχολικές εκθέσεις, η αιτιακή όμως σχέση της μουσικής με μια κάποια Ηθική είναι περισσότερο ένας ευσεβής πόθος παρά μια βιωμένη υπαρκτή πραγματικότητα. Έχει κάνει η μουσική τον άνθρωπο καλύτερο; Ακόμη-ακόμη, είναι οι ίδιοι οι μουσικοί «καλύτεροι» άνθρωποι; Σε ιστορική προοπτική δύσκολα θα κατέληγε κάποιος σε καταφατική απάντηση (σκωπτικά θα έλεγα, όχι περισσότερο από την κηπουρική ή το χόκεϊ επί πάγου). Ας μην το ευτελίσουμε αναφερόμενοι στην σημερινή ειρηνική (στα μέρη μας τουλάχιστον) καθημερινότητα μας, όμως ακόμη κι εκεί αξίζει να παρατηρήσουμε πως η μουσική μπορεί να γίνεται ταυτοτική σημαία ή/και τρόπος διάκρισης, η προσωπική ηθική συγκρότηση σπανίως είναι συνάρτηση με το μέγεθος και την έκταση της δισκοθήκης και της αισθητικής κατάρτισης. Σε αυτό το πλαίσιο ίσως να μην ακούγεται παράλογο το γεγονός ότι πολλοί υψηλόβαθμοι ναζί βασανιστές ήταν καλλιεργημένοι και μορφωμένοι άνθρωποι, ακόμη και ο διαβόητος άγγελος του θανάτου (που τραγούδησαν και οι Slayer αλλά και οι Christian Death) Josef Mengele χαλάρωνε μετά την …δουλειά βυθιζόμενος σε συνθέσεις του Σούμαν και του Σούμπερτ. Το μόνο που απομένει να πούμε προς υπεράσπιση της μουσικής είναι ότι δεν ξέρουμε πως θα ήταν ο κόσμος χωρίς μουσική… Μπορεί να ήταν ακόμη χειρότερος, ίσως όμως και καλύτερος, τίποτε δεν μπορεί κανείς να αποκλείσει…

Στον παρόντα κόσμο όμως, η «λαμπροτέρα και πιο ακατανόητη των τεχνών», πολλάκις στην Ιστορία έπεσε στα χέρια των εξουσιών, σε χρήσεις που κυμαίνονταν από ανώδυνη προπαγάνδα μέχρι επώδυνα βασανιστήρια. Είναι γνωστό π.χ. ότι στο Άουσβιτς υπήρχαν ορχήστρες (μάλιστα και μια γυναικεία χορωδία υπό την διεύθυνση μιας ανιψιάς του Μάλερ, της Alma Rosé), βασικό έργο των οποίων ήταν να δίνουν τον τόνο της πειθαρχίας και τον ρυθμό στις ομάδες κρατουμένων στον δρόμο προς την δουλειά και στην επιστροφή, να παίζουν σε παραστάσεις ειδικά για τους φρουρούς, με ένα ρεπερτόριο από κλασική μουσική μέχρι λαϊκά schlager για τα μεθύσια των SS, αλλά και αργότερα, όταν έρχονταν τα τραίνα του θανάτου να παίζουν για να καθησυχαστούν οι μελλοθάνατοι, να διασκεδαστούν οι όποιες υποψίες, να δοθεί μια επίφαση κανονικότητας ώστε όλα να γίνουν με «τάξη και ασφάλεια». Υπάρχουν άλλες συγκλονιστικές μαρτυρίες από το Μαϊντάνεκ ότι από τα μεγάφωνα την ώρα των εκτελέσεων κρατούμενοι εξαναγκάζονταν να τραγουδούν παιδικά τραγούδια, ή έπαιζαν δυνατά βιενέζικα βαλς, ταγκό και εμβατήρια για να σκεπαστούν οι φωνές, ο Πρίμο Λέβι είχε μάλιστα γράφει ότι η μουσική «βρίσκεται βαθιά χαραγμένη στο μυαλό μας και είναι το τελευταίο πράγμα που θα ξεχάσουμε από το στρατόπεδο», (…), «ήταν η έκφραση της αποφασιστικότητας τους να μας εκμηδενίσουν πρώτα ως ανθρώπους για να μας θανατώσουν πιο αργά στη συνέχεια». Ο πάπας της γερμανικής λογοτεχνικής κριτικής Μαρσέλ Ράιχ-Ρανίτσκυ στα απομνημονεύματα της ζωής του, η οποία τον έφερε από τα στρατόπεδα στην κορφή της γερμανικής μεταπολεμικής διανόησης, σημειώνει κάπου αναφερόμενος σε συγκρατούμενους του μουσικούς: «Μερικοί σου χτυπούσαν στο μάτι, επειδή είχαν μια παράξενη αποσκευή. Κουβαλούσαν μουσικά όργανα στις ανάλογες θήκες τους: ένα βιολί, ένα κλαρινέτο, μια τρομπέτα, ακόμη και βιολοντσέλο. Ήταν οι μουσικοί της συμφωνικής ορχήστρας. Με μερικούς μπόρεσα να μιλήσω για λίγο, ενώ περιμέναμε ώρες για την τελική «διαλογή». Όλοι έδιναν σχεδόν αυτολεξεί την ίδια απάντηση, στην ερώτηση, γιατί πήραν μαζί τους το όργανο: «οι Γερμανοί αγαπούν τη μουσική. Ίσως αυτόν που θα τους παίξει κάτι να μην τον στείλουν στον θάλαμο αερίων» Από τους μουσικούς όμως που στάλθηκαν στην Τρεμπλίνκα, δεν γύρισε μήτε ένας και μοναδικός». Τελικά λοιπόν ούτε και η Ευτέρπη, η Μούσα της αυλητικής τέχνης, της μουσικής δηλαδή, υπήρξε αθώα…

Επειδή πάντως μετά το Άουσβιτς και ποιήματα εξακολούθησαν να γράφονται, και τραγούδια, και η ζωή ξαναβρήκε τα πατήματά της και συνέχισε τον δρόμο της, υπάρχουν αναρίθμητα τέτοια που έχουν γραφτεί και για την Σοά γενικότερα (να θυμηθώ τις γίντις ερμηνείες της Bente Kahan σε κομμάτια του Mordechai Gebirtig, ενός εβραίου ξυλουργού ποιητή, από έναν δίσκο με τίτλο «Farewell Cracow», ειδικά στο συγκλονιστικό «Undzer shtetl brent» ή κάποιο από τα πολυάριθμα Kaddish, όπως τον δίσκο των Towering Inferno, τον κατά Brian Eno, πιο σκοτεινό δίσκο που υπάρχει). Και φυσικά το ίδιο το Άουσβιτς αποτέλεσε έναυσμα έμπνευσης, για τραγούδια των Luxury of Punishment («Auschwitz») και των Mariah («Auschwitz Dream», ένα χαρντ-ροκ progressive που διατηρούσε ο γνωστός Ιάπωνας συνθέτης Yasuaki Shimizu), ή το τρυφερό «Forest» του Robert Wyatt, ο οποίος εστιάζει το βλέμμα του στην πιο μνημονικά αδικημένη ομάδα θυμάτων, τους Ρομά, ενώ στην εμβληματική συμβολική του διάσταση βρήκε θέση στο «From Auschwitz to Ipswich» του Jarvis Cocker. Σκέφτομαι πάντως ότι αν δεχτούμε ότι η μουσική μπορεί όντως να αποτυπώσει το ανείπωτο, ότι αδυνατεί να εκφράσει η εκ φύσεως περιορισμένη λεκτική επικοινωνία, πέρα από λυρικές εντάσεις, θρηνητικά μελωδικούς σπαραγμούς, ίσως οι πιο «ταιριαστές» αποτυπώσεις του άρρητου της φρίκης να είναι εκείνες που δοκιμάζουν τα όρια του υποφερτού για τον ακροατή. Είτε μιλάμε για τις βιομηχανικές δημιουργίες των Throbbing Gristle (οι οποίοι είχαν μια εμμονή με την θεματολογία, με κομμάτια σαν το Auschwitz» αλλά και το «Zyklon b», ένα κρεματόριο φιγούραρε στο λόγκο της Industrial Records, ενώ ‘Death Factory’ είχαν ονομάσει τον χώρο όπου έκαναν πρόβες) είτε για εκείνον τον ανυπόφορο δίσκο του Maurizio Bianchi με τον εύγλωττο τίτλο «Symphony for a genocide» με κάθε κομμάτι αφιερωμένο σε ένα στρατόπεδο εξόντωσης, Maidanek, Chelmno, Treblinka, Sobibor, ονόματα μισοσβησμένα από την συλλογική μνήμη, ελάχιστοι επιζώντες έμειναν για να διηγηθούν την ιστορία.

Δεν έχω σκοπό να συνεχίσω μια εξαντλητική απαρίθμηση, ωστόσο μόνο στρουθοκαμηλισμός θα ήταν να μην σταθώ στο γεγονός ότι δεν λείπουν και τα τραγούδια και οι δίσκοι που ασχολούνται με το Άουσβιτς με τρόπο οριακά αμφιλεγόμενο. Κι αν κάποια έργα μπορεί να καταταγούν στην κατηγορία «πρόκληση για την πρόκληση» και σε ένα «δόγμα του σοκ», κάποια άλλα φτάνουν μέχρι και στην απροκάλυπτη αποθέωση των εγκληματιών (υπάρχει και εμετικό ελληνικό hardcore με συμμετοχή βουλευτή της γνωστής εγκληματικής οργάνωσης), σε πολλά είδη επωάζονται τέτοια αυγά, από το πανκ και το μέταλ μέχρι την dark ambient και την neofolk. Και ας μην ανοίξουμε τώρα και την νεωτεριστική συζήτηση περί διαχωρισμού του έργου από τον δημιουργό, λες και υπάρχει μια χειρουργική τομή ακριβείας ανάμεσά τους, όπου πίσω από τον Έζρα Πάουντ και την Λένι Ρίφενσταλ και τον Μάρτιν Χάιντεγκερ και άλλα καλλιτεχνικά άλλοθι έχει κρυφτεί όλος ο υπόνομος του κόσμου, σε έναν εν τέλει απάνθρωπο και ισοπεδωτικό εστετισμό, όπου η τέχνη είναι πάνω και πέρα από την ζωή και όπου όλα ανάγονται χυδαϊστί στο τέλος σε μία …δισκάρα της ημέρας.

(...)

Αφήνοντας με τα πόδια πίσω μας το Μπιρκενάου, με βήματα και καρδιά βαριά γυρίζοντας προς την πόλη, συναντάμε τα πρώτα σπίτια, τα οποία βρίσκονται ούτε 500 μέτρα από την πύλη, ήσυχες μονοκατοικίες, γρασίδι στην αυλή, παιδικά παιχνίδια σκορπισμένα, μια αυτοσχέδια μπασκέτα, ένας φούρνος πετρόκτιστος για ωραίες καλοκαιρινές μπάρμπεκιου βραδιές, μια γυναίκα ποτίζει με το λάστιχο, ένας σκύλος μας γαβγίζει ψευτοαπειλητικά, αναρωτιέσαι πώς να ζουν αυτοί οι άνθρωποι με την μαύρη αυτή σκιά συνεχώς δίπλα τους, δίνει μια κυνική αλλά πραγματιστική απάντηση στο βιβλίο του Maak που αναφέραμε μια νέα κοπέλα: «για μας το μουσείο είναι ό,τι είναι για τους Παριζιάνους ο πύργος του Άιφελ». Και η ζωή συνεχίζεται και έτσι πρέπει να είναι… Αισιόδοξο και απαισιόδοξο αυτό συγχρόνως. Σκέφτομαι ότι ο σκοπός ύπαρξης του χώρου σαν μνημείο-μουσείο είναι μια διαρκής υπενθύμιση ενός «ποτέ ξανά», να κρατηθεί ζωντανή η ιστορία, έστω και με τουριστικά πούλμαν και ηλίθιες σέλφι, ειδικά από δω και πέρα, όπου η γενιά των ανθρώπων της πρωτογενούς μνήμης φεύγει σιγά-σιγά από την ζωή, και μαζί τους οι ζωντανές μνήμες, και το έγκλημα θα αρχίσει να μπαίνει σιγά σιγά στο μισοσκόταδο, να χλομιάζει, να γίνεται μελάνι σε ιστορικά βιβλία, θραύσματα μιας μακρινής εποχής που μοιάζει σαν να μην υπήρξε ποτέ. Και η Ιστορία ίσως θα καγχάσει, «κανείς ποτέ δεν έμαθε από μένα», και τα ίδια θα γίνουν και θα ξαναγίνουν, όλα ξεχνιούνται… Με άλλο τρόπο φυσικά, η Ιστορία δεν επαναλαμβάνεται, αλλά θα ξαναγίνουν… Έγραφε ο Κούντερα στο «Αστείο» του, ότι «η ιστορία είναι μόνο ένας λεπτός σπάγκος μνήμης μέσα στον ωκεανό της λήθης». Πολύ εύκολο να σπάσει…

(…)

Την άλλη μέρα στην Κρακοβία, 69 χιλιόμετρα από εδώ, βρισκόμαστε ξάφνου μπροστά σε μια οργισμένη διαδήλωση. Πολωνικά δεν καταλαβαίνουμε, αλλά σχεδόν την νιώθουμε, την ακούμε την πνοή του μίσους που κάνει τα φλάμπουρα και τα πανό να ανεμίζουν…