Πώς να ακούγεται ο Μότσαρτ στα ...ψάρια;

Μουσικές εξερευνήσεις κάτω από την επιφάνεια του νερού

Τα ίδια τα ψάρια τηρούν εκ φύσεως... σιγή ιχθύος για το ζήτημα. Αυτό δεν εμποδίζει πάντως τους ανθρώπους να το εξετάζουν με διάφορους τρόπους. Του Χάρη Συμβουλίδη

Στην ίσως πιο απρόσμενη συνεργασία της καριέρας του, ο Iggy Pop διακηρύσσει ότι το Ψάρι δεν χρειάζεται να σκεφτεί, γιατί ήδη «γνωρίζει τα πάντα» –κι ας φαίνεται μουγγό και ανέκφραστο. Και δεν αναφέρεται μόνο στη γλώσσα Ειρηνικού (Hippoglossus stenolepis), η οποία συμπρωταγωνιστεί σουρεαλιστικά στην ταινία Arizona Dream του Εμίρ Κουστουρίτσα (1993), αλλά σε όλα τα είδη, γενικά. Οι στίχοι αυτοί απηχούν βέβαια τον σπουδαίο Ρώσο λογοτέχνη Αντρέι Πλατόνοφ, ο οποίος θεώρησε τα ψάρια ως παντογνώστες ήδη από τη δεκαετία του 1920, όταν έγραψε το Chevengur (στα ελληνικά έχει μεταφραστεί ως Ταξίδι με Ανοιχτή Καρδιά).

Παρότι ο Πλατόνοφ έχει έντονα σατιρικό τόνο στο εν λόγω μυθιστόρημα, η επισήμανσή του αυτή ερχόταν σε άτυπη κόντρα με τα όσα πίστευε η  επιστήμη των καιρών του, για την οποία τα ψάρια δεν ήταν μόνο μουγγά και ανέκφραστα, αλλά και κουφά. Σιγά-σιγά, όμως, ανακαλύψαμε ότι διατηρούν άριστη σχέση με τον ήχο, ο οποίος ταξιδεύει άλλωστε στο νερό πέντε φορές γρηγορότερα απ' ότι στον αέρα. Πλέον, η πρόοδος της υποβρύχιας τεχνολογίας έχει επιτρέψει να αντιληφθούμε την ποικιλία μη φωνητικών σινιάλων που παράγουν.

Τέτοιες γνώσεις άρχιζαν με τα χρόνια να βάζουν ιδέες σε ορισμένους μελετητές. Πίσω λ.χ. στο 2001, η Αμερικανίδα Ava Chase –ειδική στη συμπεριφορά των ιχθύων και συνεργάτης του Rowland Institute for Science της Μασαχουσέτης– αναρωτήθηκε αν τα ψάρια μπορούν να ακούσουν μουσική. Έβαλε έτσι σε ένα ενυδρείο τρία κόι (ασιατικούς κυπρίνους με αυξημένες ακουστικές ικανότητες) κι έστησε ένα γνώριμο σε πολλούς συμπεριφοριστές πείραμα ανταμοιβής/μη ανταμοιβής με φαγητό, αναλόγως της «σωστής» απάντησης. [σημείωση 1]

Τα συμπεράσματά της, αν και χρειάζονται εμπλουτισμό, ήταν εκπληκτικά· τα ψάρια, δηλαδή, όχι μόνο αντιλήφθηκαν τη μουσική, αλλά φάνηκαν και σε θέση να κάνουν ορθές διακρίσεις, καθώς και συσχετισμούς τους οποίους δεν θα περιμέναμε. Κατανόησαν λ.χ. ότι διαφορετικό πράγμα ήταν η κλασική μουσική και διαφορετικό τα μπλουζ –τα κονσέρτα για όμποε του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ και ο John Lee Hooker, για την ακρίβεια. Κι επιπλέον, η Chase ισχυρίστηκε πως μπόρεσαν να προσδιορίσουν ότι ο Muddy Waters ήταν συναφής με την Koko Taylor και όχι με τον Λούντβιχ Βαν Μπετόβεν, τον οποίον ταίριαξαν σωστά με τον Φραντς Σούμπερτ.

Λίγα χρόνια αργότερα, το 2006, μια ελληνική ερευνητική ομάδα από το Γεωπονικό Πανεπιστήμιο της Αθήνας πήγε το πράγμα ακόμα παραπέρα, συνεργαζόμενη με το Τμήμα Φαρμακολογίας της Ιατρικής Σχολής: θέλησαν να διαπιστώσουν αν η μουσική λειτουργούσε απλά ως διεγερτικό κίνητρο ή αν υπήρχε και κάποια βαθύτερη αντίληψή της. Πήραν λοιπόν κι εκείνοι κυπρίνους (αλλά στη γνώριμή μας ευρωπαϊκή ποικιλία), χώρισαν δύο ομάδες και για διάστημα 12 εβδομάδων κράτησαν τη μία σε ένα περιβάλλον χωρίς ήχο, ενώ στην άλλη έπαιζαν καθημερινά το δεύτερο μέρος ("Romanze: Andante") από τη Μικρή Νυχτερινή Μουσική του Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ (1787), σε μια εκτέλεση που φαίνεται πάντως να αναγράφουν λάθος στην επιστημονική τους δημοσίευση, όπως εξηγείται στο τέλος του κειμένου. [σημείωση 2]

Στο φινάλε της δοκιμής, δεν έμεινε η παραμικρή αμφιβολία για την επιρροή που άσκησε ο ήχος στην ομάδα που είχε τη δυνατότητα να τον ακούσει. Καθώς βέβαια μας λείπουν τα συγκρίσιμα μεγέθη, δεν γνωρίζουμε πώς να φάνηκε ο Μότσαρτ στον κόσμο των κυπρίνων: για εμάς η εμπειρία είναι σαφώς ευχάριστη, ήταν όμως και για εκείνους; Ίσως πάντως να πέφτουμε μέσα αν μείνουμε σε μια πιο μετρημένη περιγραφή σαν το «αντιαγχωτική», βασισμένοι σε ανάλογα παραδείγματα που έχουν τεστάρει τη σχέση θηλαστικών ή/και πουλιών με τη μουσική. [σημείωση 3] Οπωσδήποτε, υπάρχει ανάγκη περισσότερων τέτοιων πειραμάτων για να βγάλουμε ασφαλέστερα και ευκρινέστερα συμπεράσματα.

Το καλοκαίρι, τώρα, είναι η εποχή του χρόνου που οι δημοφιλείς σε πολλά μήκη και πλάτη του πλανήτη εξορμήσεις προς τη θάλασσα φέρνουν τους περισσότερους από μας στη στενότερη επαφή που πρόκειται να έχουμε με τα (ζωντανά) ψάρια –καθότι εισβάλλουμε, κυριολεκτικά, στους δικούς τους τόπους. Ίσως λοιπόν δεν βλάπτει να πάμε τις ανησυχίες μας και λίγο πιο πέρα από τον κάπως μοδάτο οικολογικό/ περιβαλλοντολογικό ορίζοντα που (ορθώς) λ.χ. θέτει προς δημόσια διαβούλευση τα ζητήματα υπεραλιείας ή τη μαζικότητα των παράπλευρων απωλειών που σημειώνονται στα λεγόμενα «παρεμπίπτοντα αλιεύματα» (bycatch). Αναλογιζόμενοι, ας πούμε, ότι τα ψάρια κατοικούν σε έναν πιο περίπλοκο κόσμο από αυτόν που νομίζαμε μέχρι και σε πρόσφατα χρόνια και ότι ο ίδιος τους ο βίος, δεν είναι καθόλου απλός. Υπάρχουν μάλιστα και είδη ικανά να αλλάξουν φύλο κατά τη διάρκεια της ζωής τους, κάτι που ίσως συνεισφέρει και στις επίκαιρες queer αναζητήσεις της Δύσης. Όμως αυτή είναι μια άλλη συζήτηση, για άλλη περίσταση.

Σημειώσεις

[1] Ava R. Chase, «Music discriminations by carp (Cyprinus carpio)», Animal Learning & Behavior, vol. 29, no. 4 (Νοέμβριος 2001), σελς. 336-353.

[2] Σωφρόνιος Ε. Παπούτσογλου, Ναυσικά Καρακατσούλη, Εφραίμ Λουίζος, Στέλλα Χαδιώ, Δημήτρης Καλογιάννης, Χριστίνα Δάλλα, Αλεξία Πολισσίδη & Ζέτα Παπαδοπούλου-Νταϊφώτη, «Effect of Mozart’s music (Romanze Andante of “Eine Kleine Nacht Musik”, K525) stimulus on common carp (Cyprinus carpio L.) physiology under different light conditions», Aquacultural Engineering, vol. 36 (2007), σελς. 61-72.

Όσο για την εκτέλεση, η «Orbish Publishing» του άρθρου είναι η Orbis Publishing, η οποία το 1993 έβγαλε όντως τη Μικρή Νυχτερινή Μουσική του Μότσαρτ σε CD, αλλά με την αυστριακή ορχήστρα Camerata Academica (σε διεύθυνση Alexander von Pitamic) και όχι με τη μη ταυτοποιήσιμη «Holland Symphonic Orchestra».

[3] Δες π.χ. για τις αγελάδες στο Katsuji Uetake, J. Frank Hurnik & Larry Johnson, «Effect of music on voluntary approach of dairy cows to an automatic milking system», Applied Animal Behaviour Science, vol. 53, no. 3 (1997) σελς. 175-182 και για τις κότες J. L. Campo, Maria Garcia-Gil & Sofia Davila, «Effects of specific noise and music stimuli on stress and fear levels of laying hens of several breeds», Applied Animal Behaviour Science, vol. 91, no. 1 (2005) σελς. 75-84.