Τα λογοκριμένα τραγούδια της μεταπολίτευσης
Η λογοκρισία δεν τελείωσε το ...73 (sic). Ούτε καν το 1981. Ο Τάσος Βαφειάδης εξετάζει το μελανό μεταπολιτευτικό της ιστορικό. Χωρίς λογοκρισίες
Η λογοκρισία (είτε προληπτική, είτε κατασταλτική) έχει μακρά ιστορία στην Ελλάδα, όπως βέβαια και σε κάθε κράτος το οποίο θέλει να γνωρίζει (και να ελέγχει) το τι φτάνει στα αυτιά των υπηκόων του.
Όσον αφορά τη μουσική και πιο συγκεκριμένα τα μεμονωμένα τραγούδια, ο μίτος της Αριάδνης ξεκινά στα τέλη της δεκαετίας του 1910, όταν η κυβέρνηση του Ελ. Βενιζέλου απαγορεύει την εκτέλεση, με κάθε τρόπο, του τραγουδιού «Του Αητού ο γιός», ενός πατριωτικού ύμνου για τον (ουσιαστικά) έκπτωτο Βασιλιά Κωνσταντίνο Α’. Περίπτωση δηλαδή καταστατικής λογοκρισίας και μάλιστα όχι δίσκου (έτσι κι αλλιώς πόσοι δίσκοι και γραμμόφωνα υπήρχαν τότε στην χώρα;).
Τα πράγματα μπαίνουν σε πιο ...στέρεη βάση το 1936, με τη δικτατορία του Μεταξά. Από τον πρώτο κιόλας μήνα απαγορεύεται η «Βαρβάρα» του Παναγιώτη Τούντα, ως άσεμνο άσμα. Επειδή όμως οι μεταξικοί ήθελαν να καθορίζουν πλήρως το τι ηχογραφείται, ιδρύουν πολύ σύντομα (31-8-1936) το Υφυπουργείο Τύπου και Τουρισμού και δημιουργούν την Επιτροπή Μουσικής Δεοντολογίας (λέγε με «Λογοκρισίας»), η οποία μπορεί με την πάροδο των ετών να άλλαξε ονόματα και Υπουργεία, αλλά τελικά καταργήθηκε μόλις το 1994!
Από το 1936 μέχρι σήμερα έχουν λογοκριθεί δεκάδες κομμάτια. Ειδικά για τα χρόνια της επταετίας έχουν γραφεί και ειπωθεί πολλά, οπότε δε χρειάζεται (άλλη μία) ανάλυση. Αυτό που έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι να θυμηθούμε ποια τραγούδια λογοκρίθηκαν προληπτικά την περίοδο της μεταπολίτευσης. Όπως θα δούμε ο εκδημοκρατισμός στη χώρα δεν ήρθε με τον ίδιο ρυθμό σε όλους τους τομείς…
Ένας νέγρος θερμαστής από το Τζιμπουτί - Θ. Μικρούτσικος/Ν.Καββαδίας (1979)
Μου `λεγε πώς καπνίζουνε στο Αλγέρι το χασίς
Η λέξη «χασίς», προκαλούσε αναστάτωση εκείνη την εποχή, οπότε οι δημιουργοί «νουθετήθηκαν» να την αλλάξουν. Έτσι στο άλμπουμ «Ο Σταυρός του Νότου» ακούμε στη θέση της την πιο ...αθώα λέξη «καπνό».
Μακρύ Ζεϊμπέκικο για τον Νίκο - Διονύσης Σαββόπουλος (1979)
Καθώς διηγόταν τη ζωή του σε κουφούς,
θαρρούσα δεν θ’ αντέξω
το δικαστήριο λειτουργούσε μέσα εκεί
μα η δικαιοσύνη ήταν απ’ έξω
Η υπόθεση του Νίκου Κοεμτζή ήταν ένα ακανθώδες θέμα την περίοδο της μεταπολίτευσης και το κράτος δεν ένιωθε άνετα με ό,τι αναφερόταν σε αυτόν. Ο Νιόνιος πιθανόν πίστεψε ότι μαζί με τη χούντα τέλειωσε και η λογοκρισία και ότι θα μπορούσε να ηχογραφήσει ό,τι ήθελε. Όμως η αρμόδια Διεύθυνση Εποπτείας (έτσι ονομαζόταν πλέον η λογοκρισία) του Υπουργείου Προεδρίας της Κυβερνήσεως είχε άλλη άποψη. Δεν του κόβει μόνο τη λέξη «κουφούς» αλλά και μια ολόκληρη πρόταση!
Όπως γράφει και ο ίδιος στο 24σελιδο βιβλιαράκι που περιέχεται στη «Ρεζέρβα»: «Προτίμησα να μην αλλάξω επί το ηπιότερον όπως θα απαιτούσε μια «ομαλή» ακρόαση αυτούς τους στίχους, γιατί θα ήταν σαν να συμφωνούσα βρίσκοντάς τους ακατάλληλους. Έτσι στο μιξάζ οι απαγορευμένες λέξεις αντικαταστάθηκαν απλώς με τον ήχο μαγνητοταινίας που σβήνει. Ελπίζω το άκουσμα να είναι αρκετά δυσάρεστο και για μας και για τους υπαίτιους. Αυτό έλειπε να πούμε κι’ ευχαριστώ».
Στη σκλαβωμένη Ελλάδα μας - Παναγιώτης Τούντας (1980)
Τον πρώτο χρόνο της νέας δεκαετίας, ο Γιώργος Νταλάρας αποφασίζει να κυκλοφορήσει το άλμπουμ «Τα ρεμπέτικα της Κατοχής» στο οποίο περιλαμβάνονταν τραγούδια τα οποία είχαν απαγορευτεί εκείνη την περίοδο. Για ένα από αυτά, η εταιρία του είναι υποψιασμένη ότι μπορεί να κοπεί και για μπερδέψουν το Υπουργείο το στέλνουν στην Επιτροπή με τον τίτλο: «Γιώργος Νταλάρας». Οι λογοκριτές όμως τους απαντούν ότι «εγκρίνεται, υπό τον όρον να απαληφθούν οι λέξεις ΕΑΜ και ΕΛΑΣ».
Μετά από αυτή την εξέλιξη ο Γ. Νταλάρας επιλέγει να μην ηχογραφήσει το «Στη σκλαβωμένη Ελλάδα μας» και κυκλοφορεί τον δίσκο χωρίς αυτό.
Θέλω Να Κουβεντιάσω - Κατερίνα Γώγου/Κυριάκος Σφέτσας (1981)
Μόνο το κόμμα, το Χριστουλάκο τους
γιατί δε φτιάχτηκε το κόμμα τόσα χρόνια
και `συ να `σαι φίλος. Φίλος φίλος
έτσι όπως το λέει ο Καζαντζίδης
και το κονιάκ να `ναι σκατά
Η μοναξιά - Κατερίνα Γώγου/Κυριάκος Σφέτσας (1981)
Εκσπερματώνει ουρλιάζοντας κατεβάζει μ’ αλυσίδες τα τζάμια
κάνει κατάληψη στα μέσα παραγωγής
…
Είναι πουτάνα στα παλιόσπιτα
το γερμανικό νούμερο στους φαντάρους
Πάει αυτό ήταν - Κατερίνα Γώγου/Κυριάκος Σφέτσας (1981)
Και δεν είναι που θέλω να ζήσω.
Είναι το γαμώτο που δεν έζησα.
Πόσο νωρίς φεύγει το φως - Κατερίνα Γώγου/Κυριάκος Σφέτσας (1981)
κι ύστερα δεν βρίσκω το δρόμο
γιατί και κει είναι σκατά – σαν να μην το ’ξερα –
…
το διάφραγμα της φίλης μου τις ειρηνικές επεμβάσεις
οι πουλημένες τραβηχτικές Kodak και Γ. Σταύρου
να πάνε να πεθάνουν
Ένα χρόνο μετά την ταινία «Παραγγελιά» (η οποία εξιστορεί τη ζωή του Κοεμτζή) κυκλοφορεί το soundtrack της με τίτλο «Στον Δρόμο». Σε αυτό ακούγεται η Κατερίνα Γώγου να διαβάζει ποιήματα από τα βιβλία της «Τρία κλικ Αριστερά» και «Ιδιώνυμο», πάνω σε μουσική του Κυριάκου Σφέτσα. Οι στίχοι της, πιο κοφτεροί και από φρεσκοακονισμένη λεπίδα, ήξερε πως δεν θα περνούσαν ακέραιοι από την λογοκρισία. Η Γώγου βέβαια δεν είχε σκοπό να αλλάξει τα λόγια της. Το αποτέλεσμα ήταν για πρώτη φορά (εξ όσων γνωρίζω) να μπει το εκνευριστικό-άκομψο-διαπεραστικό-βίαιο μπιπ πάνω από τις επίμαχες λέξεις.
Γαμάτε γιατί χανόμαστε - Μουσικές Ταξιαρχίες (1984)
Γαμάτε γιατί χανόμαστε
Δεύτερη προβολή - Μουσικές Ταξιαρχίες (1984)
Ένα τεράστιο μουνί με κονδυλώματα
γεννάει πτώματα μικροαστών
…
Ένα τεράστιο μουνί μες στο κεφάλι μου
δίνει στο χάλι μου κάποιο ρυθμό
…
Μες στο δικό σου το μουνάκι ταμπουρώνομαι
να μη θαμπώνομαι απ' τον ήλιο του ΠΑΣΟΚ
Ένα τραγούδι για το Χειμώνα - Μουσικές Ταξιαρχίες (1984)
Γιατί δεν πήρα το ρολάκι
που μου πασάραν οι πολλοί
να παίζω το γαλάζιο αγοράκι
με την βαρβάτη την ψολή
Έχω ένα τσίρκο στην καρδιά μου
με πήρε μπάλα η αλλαγή
έβαλα σιλικόνη στα βυζιά μου
κι έφτιαξα ψεύτικο μουνί
Καταναλώνομαι τις νύχτες
με την δικιά τους συνταγή
εγώ πουλάω τα όνειρά μου στους ξενύχτες
κι αυτοί γαμάνε μια πληγή
Στο προηγούμενο άλμπουμ των Ταξιαρχιών, «Αν η γιαγιά μου είχε ρουλεμάν», ο Πανούσης είχε καταφέρει να περάσει τα τραγούδια του κανονικά. Ο σάλος όμως που είχε προκαλέσει το «Ερωτικό» δεν άφηνε και πολλά περιθώρια αυτή τη φορά στην Επιτροπή. Ό,τι θεωρήθηκε υβριστικό κόπηκε (6 δευτερόλεπτα κρατάει το μπιπ στο Γαμάτε!).
Ελλάς - Βασίλης Νικολαΐδης (1984)
Ελλάδα του καφέ και του τσιγάρου, Ελλάδα του Χικμέτ και του Εβρέν
ΕΛΑΣ με ένα λάμδα, Ελλάς λεωφορείο
Τον Απρίλιο του ’84 κυκλοφορεί το Β. Νικολαΐδης το άλμπουμ του «Ελλάς» που περιέχει και το ομότιτλο τραγούδι. Ο πραξικοπηματίας στρατηγός Εβρέν είχε παραδώσει πριν λίγους μήνες την εξουσία στους πολιτικούς, παραμένοντας όμως Πρόεδρος με αυξημένες αρμοδιότητες, οπότε το όνομά του ήταν πολύ νωπό για να δισκογραφηθεί. Από την άλλη, ούτε ο συγγραφέας Χικμέτ –ο οποίος είχε πεθάνει είκοσι ένα χρόνια πριν– γλύτωσε, αφενός επειδή ήταν Τούρκος και αφετέρου επειδή ήταν κομμουνιστής.
Ε ε έλληνα είσαι σκουλήκι
η ακρόπολη δε σου ανήκει
Η θρυλική συλλογή “Διατάραξη Κοινής Ησυχίας” περιείχε διάφορα πανκ συγκροτήματα με αμιγώς πολιτικό λόγο. Η επιτροπή αφού διάβασε όλους τους στίχους, άφησε την «Μπασταρδοκρατία» από τη Γενιά του Χάους. Πόση ακόμα ανοχή να δείξουν;
Το «πρόβλημα» εδώ δεν λυνόταν ούτε με υποδείξεις, ούτε με 2-3 μπιπ. Έπρεπε να κοπεί ολόκληρο το αντιμιλιταριστικό τραγούδι και έτσι έγινε. Στο δίσκο υπάρχουν δυο λεπτά απόλυτης σιωπής (με λίγες νότες στην αρχή και στο τέλος του κομματιού). Το τραγούδι (δεν) υπάρχει στο άλμπουμ “Ο ήχος της ανασφάλειας”, στο οποίο απαγορεύτηκε ακόμα και να αναγράφεται ο τίτλος του στο εξώφυλλο! Πέντε χρόνια αργότερα η λογοκρισία αρχίζει να χαλαρώνει και το ίδιο τραγούδι δισκογραφείται κανονικά από τους Αντίδραση.
Βραδινές Περιπολίες - Σταμάτης Μεσημέρης (1989)
Τα σικέ χτυπάνε φιέστα και η πρέζα δίνει ρέστα
ανοξείδωτο το άγχος και η πλήξη παίζει δορυφορικά.
…
Ξεπουλάνε οι προστάτες αναψυκτικά, φλοκάτες,
θα μας μείνουν τα καπέλα, τα χαπάκια
και το νέφος της φωτιάς.
Ο Σταμάτης Μεσημέρης έφτασε σχεδόν σαράντα χρονών για να κυκλοφορήσει τον πρώτο του δίσκο με τίτλο «Μεθάω στις ρωγμές του ονείρου». Το ώριμο της ηλικίας του όμως δεν εμπόδισε την αρμόδια Επιτροπή του Υπουργείου Εσωτερικών να κόψει τις –σχεδόν αθώες σήμερα– λέξεις που σχετίζονται με τα ναρκωτικά.
Υπεραγορά Ι - Λένα Πλάτωνος (1990)
π.χ. Χρονική Κάρτα Απεριορίστων Διαδρομών
ο αριθμός της 666, ξέρεις
πιστεύω στο Χριστιανισμό:
Πιστεύω εις έναν Κωδικό Πατέρα Παντοκράτορα
ποιητήν ουρανού και γης, ορατών τε πάντων και αοράτων
και εις έναν Κύριον Αριθμόν τον Υιόν του Κωδικού τον μονογενή
του εκ του Πατρός γεννηθέντα προ πάντων των αιώνων.
…
Και εις μίαν Αγίαν Κωδικήν Εξουσίαν
ομολογώ εμβάπτισμα εις τας σχισμάς των Υπολογιστών
προσδοκώ ανάστασιν νεκρών
και ζωήν Κωδικήν του μέλλοντος αιώνος
αμήν, Αναστασία.
Η Πλάτωνος δεν είχε ούτε βωμολοχίες, ούτε αντεθνικά μηνύματα, ούτε αναφορές σε ναρκωτικά. Έκανε κάτι πολύ χειρότερο για να προκαλέσει τα χρηστά ήθη. Σε μια σύνθεση για την καταναλωτική κοινωνία και το άδικο σύστημα που θα μας κυβερνούσε τα επόμενα χρόνια, τόλμησε να αλλάξει τα λόγια του «Πιστεύω». Το κομμάτι θεωρήθηκε βλάσφημο και με απόφαση της Δευτεροβάθμιας Επιτροπής Ελέγχου Τραγουδιού, η συνθέτρια αναγκάστηκε να κυκλοφορήσει το άλμπουμ «Μη μου τους κύκλους τάραττε» χωρίς το «Πιστεύω». Έτσι στο δεύτερο λεπτό του κομματιού ακούμε για ενάμιση λεπτό μόνο μουσική. Μάλιστα, πάνω στην ετικέτα του βινυλίου αναγράφεται και ο αριθμός λογοκρισίας (δεν ξέρω πόσοι το έχουν προσέξει, αλλά σε όλα τα άλμπουμ έως και το 1994 πάνω στο δίσκο υπήρχε ένα κωδικός, ο οποίος (τις περισσότερες φορές) ξεκινούσε με «Z1» και κατέληγε σε έναν διψήφιο αριθμό που είναι η χρονολογία κυκλοφορίας του. Αυτός είναι ο αριθμός πρωτοκόλλου του εγγράφου που έδινε η Επιτροπή του Υπουργείου στην εταιρία και της επέτρεπε να τυπώσει στο εργοστάσιο τον δίσκο).
Να σημειώσουμε πως η λογοκρισία αφορούσε μόνο την ηχογράφηση. Σε όλες τις περιπτώσεις οι στίχοι τυπώνονταν κανονικά στο εσώφυλλο του άλμπουμ.
Έπρεπε τελικά να συμπληρωθούν είκοσι χρόνια μεταπολίτευσης, για πειστεί η πολιτεία να καταργήσει την λογοκρισία. Είναι βέβαια μεγάλο ερώτημα αν αυτό έγινε λόγω εκδημοκρατισμού της κοινωνίας ή γιατί ο κρατικός μηχανισμός συνειδητοποίησε πως αφήνοντας τον καθένα να λέει ό,τι θέλει, οι πληροφορίες θα πλημμυρίσουν τους εγκεφάλους μας και σιγά σιγά κανένας δεν θα θυμάται τίποτα (σε αυτό βοήθησε και το διαδίκτυο βέβαια).
Η λογοκρισία άθελά της, τις περισσότερες φορές, ουσιαστικά διαφήμιζε τα «εγχειρισμένα» τραγούδια και κυρίως φώτιζε, ακόμα πιο έντονα, τις απαγορευμένες λέξεις. Λέξεις που σήμερα όντας ελεύθερες, περνάνε απαρατήρητες…
Ευχαριστώ τον Μπάμπη Αργυρίου για τις πολύτιμες πληροφορίες.