Raï Α' μέρος – Η γέννηση ενός θρυλικού λαϊκού μουσικού ιδιώματος
Μια ανίχνευση της ιστορίας του 'τραγουδιού από τ' Αλγέρι' (και όχι μόνο) πέρα από τους εξωτισμούς των ΄γλυκών αφρικάνικων σκοπών. Του Βασίλη Παπαδόπουλου
Συνεχίζοντας τη μουσική μας περιπλάνηση, μπαίνουμε στο Maghreb και πάμε κατευθείαν στο δυτικό μέρος της Αλγερίας για να συναντήσουμε την πόλη Οράν, εκεί όπου άνθησε ένα θρυλικό μουσικό ιδίωμα, το raï, βγαλμένο μέσα από τα λαϊκά στρώματα της πόλης, το οποίο στη συνέχεια απέκτησε διεθνή δημοφιλία, ιδίως στη Γαλλία με τις επιρροές των μεταναστών από την Αλγερία τη δεκαετία του ‘80. Για τα δεδομένα της Ελλάδας, από άποψη ιστορίας, κοινωνικών καταβολών, αρχικής αντιμετώπισης με καχυποψία και στη συνέχεια καθολικής αποδοχής με διαστάσεις θρύλου, το raï μπορεί να θεωρηθεί ένα αντίστοιχο του ρεμπέτικου.
Η προϊστορία του raï ανατρέχει στο Οράν της δεκαετίας του ‘20, ως μια μίξη παραδοσιακής μουσικής της περιοχής με δυτικές επιρροές, οι οποίες ήταν πλούσιες στην πόλη, η οποία για το μεγαλύτερο διάστημα της ιστορίας της αποτέλεσε ναυτικό προπύργιο των Μαυριτανών της Ισπανίας, που αρχικά την ίδρυσαν, στη συνέχεια των Ισπανών, με μικρά διαστήματα οθωμανικής κυριαρχίας και μετέπειτα των Γάλλων, από τους οποίους απελευθερώθηκε με την αποαποικιοποίηση της Αλγερίας το 1962.
Έτσι η παραδοσιακή μουσική των Βεδουίνων, η μουσική των Βέρβερων αυτοχθόνων του Maghreb, η gnawa μουσική του γειτονικού Μαρόκου, η ανδαλουσιανή αραβική μουσική, τοπικά λαϊκά μουσικά ιδιώματα, όπως η chaabi, αναμιγνύονται με επιρροές από τα γαλλικά καμπαρέ και το φλαμένκο, για να φτιάξουν μετά το 1920 ένα ιδιότυπο αστικό μουσικό ιδίωμα. Η μίξη των μουσικών ακολουθεί τη μίξη και των φυλών που χαρακτηρίζει το Οράν, τόπο όπου συναντώνται Άραβες και Βέρβεροι, καθώς και ναυτικοί, εργάτες και τεχνίτες από όλη τη Μεσόγειο, Ισπανοί, Εβραίοι, Έλληνες, Μαλτέζοι και Γάλλοι.
To raï όπως ονομάστηκε από την αρχή έτσι, παίρνοντας το όνομά του από την ομώνυμη λέξη των Βέρβερων, η οποία σημαίνει άποψη ή συμβουλή, αποτέλεσε το εκφραστικό μέσο των φτωχών τάξεων του Οράν και ευρύτερα της Αλγερίας, των νέων που αναζητούν έναν διαφορετικό τρόπο ζωής, αλλά και των γυναικών που υφίστανται καταπίεση. Μέσω αυτού εκφράζεται η αντίδραση των αστικών – λαϊκών στρωμάτων της πόλης, τόσο προς τη γαλλική αποικιοκρατία, όσο και προς την κρατούσα ισλαμική παράδοση.
Το raï μιλάει επίσης για τον έρωτα και το σεξ και απελευθερώνει τη γυναίκα, η οποία γίνεται αποδεκτή από νωρίς, κυρίως ως τραγουδίστρια ή ως χορεύτρια, καθώς ο χορός συνοδεύει από την αρχή το είδος.
Τραγουδιόταν αρχικά σε γάμους και άλλες κοινωνικές εκδηλώσεις και παιζόταν με παραδοσιακά τοπικά όργανα της μουσικής των βεδουίνων (το guellal ή gallal, είδος παραδοσιακού κρουστού που μοιάζει με το τουμπερλέκι, και το gasba, παραλλαγή του πνευστού nay ή ney των Αράβων, το οποίο έδωσε αρχικά και τον χαρακτηριστικό ήχο του είδους). Στο είδος κυριαρχεί η φωνή, η οποία δεν βασίζεται τόσο στη μελωδικότητα όσο περισσότερο στην εκφραστικότητα, μέσω της οποίας διατυπώνονται μηνύματα ενάντια στις κατεστημένες ισλαμικές και πατριαρχικές αντιλήψεις, καθώς και ενάντια στην εκάστοτε εξουσία της εποχής (από την αποικιοκρατική διοίκηση, το φιλοσοβιετικό καθεστώς που τη διαδέχθηκε έως το ισλαμιστικό καθεστώς που αναδύθηκε στη συνέχεια). Οι τραγουδιστές και τραγουδίστριες του raï ονομάζονταν αρχικά cheikh (σεΐχης) και cheikha ή chikha αντίστοιχα.
Ως πρώτη ιστορική μορφή ξεχωρίζει ο βεδουίνος ποιητής και τραγουδιστής Cheikh Chamada, ο οποίος διατήρησε τη λαϊκότητα του είδους, αρνούμενος να συνεργαστεί με τους γάλλους αποικιοκράτες.
Από νωρίς εισέρχονται στο είδος και γυναίκες. Από τις μεγάλες προσωπικότητες του είδους, ήδη από τη δεκαετία του 1940 η Cheikha Rimitti, η οποία απέκτησε διαστάσεις θρυλικού ονόματος, έως ακόμη και τα βαθιά γηρατειά της τις δεκαετίες του ‘90 και του ‘00.
Τη δεκαετία του 1960 το raï διαμορφώνεται σε ένα ιδιαίτερο είδος, το οποί σιγά – σιγά γίνεται κυρίαρχο, καθώς εκφράζει τις σύγχρονες φόρμες, απορροφώντας δυτικές επιρροές, κυρίως της μαύρης μουσικής και της μουσικής ρέγκε της Καραϊβικής. Στην περίοδο αυτή αναφέρεται αρχικά ο Ahmed Saber, υπέρμαχος του αγώνα του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου της Αλγερίας ενάντια στη γαλλική αποικιοκρατία που διεξήχθη από το 1954 έως την αποαποικιοποίηση του 1962, όπου το τραγούδι του Jabouha Jabouha γίνεται ο ύμνος της απελευθέρωσης. Παρότι εκτός της κλασικής φόρμας του είδους, καθότι κυριαρχούν οι δυτικές επιρροές, συμπεριλαμβάνεται στην ιστορία του είδους από τη δεκαετία του 1960 έως τον πρόωρο θάνατό του το 1969.
Προς τα τέλη της δεκαετίας του 1960 ξεκινάει δειλά - δειλά και η δισκογραφική παραγωγή με ονόματα όπως ο Rabab Driassa, ο Cheikh Mohamed Belkhayati, o Cheikh Hattab, η Houria El Batnia, η Habiba El Abbassia, η Chikha Rahma κλπ. στην οποία κυριαρχούν τα παραδοσιακά όργανα.
Τη μεγάλη όμως μετεξέλιξη του είδους προκαλεί η αντικατάσταση των παραδοσιακών οργάνων με δυτικά όργανα. Έτσι το gasba αντικαθίσταται από τρομπέτα ενίοτε και από σαξόφωνο, ενώ εισέρχεται το ακορντεόν ως όργανο που αντικαθιστά ακόμη και πνευστά όργανα, επιτρέποντας στον οργανοπαίκτη να τραγουδά ταυτόχρονα, όπως ακόμη το βιολί και άλλα κλασικά δυτικά όργανα. Πρωτοπόροι αυτής της μετεξέλιξης από τη δεκαετία του ‘60 ο Bellemou Messaoud και ο Bouteldja Belkacem.
Το επικρατούν στρατοκρατικό καθεστώς, που επιβλήθηκε το 1965, λίγο μετά την αποαποικιοποίηση και το οποίο διατηρεί ταυτόχρονα φιλικές σχέσεις με το ανατολικό μπλοκ όσο και με τον ισλαμισμό, αντιμετωπίζει με δυσπιστία το raï, το οποίο και περιορίζει, καθώς απαγορεύει τη δημόσια εμφάνιση γυναικών τραγουδιστριών, την κατανάλωση αλκοόλ και την διεξαγωγή μεγάλων γιορταστικών εκδηλώσεων, στις οποίες κυριαρχούσε η μουσική αυτή. Θα πρέπει κάποιος να περιμένει έως το 1974 για να συναντήσει ξανά μια αυξανόμενη δημοφιλία του είδους, το οποίο σταδιακά έως τα τέλη της δεκαετίας του ‘70 κυριαρχεί στο σύνολο της Αλγερίας, αναφερόμενο πλέον συχνά και ως pop–raï (αναφέρεται επίσης συχνά ότι και ο όρος raï καθιερώνεται αυτή την περίοδο για να συμπεριλάβει στην ιστορία του τις προηγούμενες μορφές του ως gasba ή bedoui μουσική). Κορυφαίοι εκπρόσωποι του είδους τη δεκαετία του ‘70 αποτελούν οι ορχήστρες διάφορων μουσικών οργάνων, όπως το Ensemble Bellemou του Bellemou Messaoud ή το Groupe El Azhar, οι οποίοι συμπράττουν με τραγουδιστές που ανανεώνουν το είδος, όπως ο Boutaiba Sghir, ο Benfissa Younes, o Hammani Témouchenti, o Boussouar el Maghnaoui κ.ά.
Ταυτόχρονα η εισαγωγή και επικράτηση των ηλεκτρονικών μέσων στη μουσική την ίδια δεκαετία (synthesizers, ηλεκτρικές κιθάρες με παραμορφωτές κλπ.) επηρεάζει επίσης το raï. Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι Frères Zergui μαζί με τον Ahmed Zergui, ο οποίος εισάγει στο είδος την ηλεκτρική κιθάρα με παραμόρφωση. Ομοίως το τέλος της δεκαετίας βρίσκει τον Rachid Baba Ahmed μαζί με τον αδελφό του ως Rachid et Fethi, μετά από απόπειρές τους να δημιουργήσουν σε καθαρά τυπικές ροκ φόρμες της εποχής, να φτιάχνουν μια μικρή δισκογραφική εταιρία, από την οποία έμελλε να ξεπηδήσουν όλες οι μεγάλες μορφές της raï μουσικής της επόμενης δεκαετίας, που βρήκαν πλέον διεθνή απήχηση.
Η μεγαλύτερη όμως μορφή του είδους, που παραμένει έως σήμερα είναι ο Cheb Khaled. Από τις πρώιμες του εμφανίσεις στις αρχές της δεκαετίας του ‘70 και τις πρώτες δισκογραφικές του παρουσίες από το 1974 και μετά, υιοθετεί την προσφώνηση Cheb (δηλαδή ‘μικρός’ – ήταν εξάλλου μόλις 14 ετών, ηλικία βέβαια αρκετά συνήθης και παλαιότερα) για να διαφοροποιηθεί από την παράδοση των τραγουδιστών της προηγούμενης περιόδου του raï που ονομάζονταν Cheikh. Ο όρος θα επικρατήσει και οι γυναίκες τραγουδίστριες, όταν θα ξαναεμφανισθούν από τα τέλη της δεκαετίας θα ονομασθούν Chaba (‘μικρή’) αντί Cheikha. Ο Cheb Khaled θα συνεργασθεί αρχικά με τις ορχήστρες της εποχής (Groupe El Azhar) για να συναντήσει στη συνέχεια τον Rachid Βaba Ahmed και να κυριαρχήσει την επόμενη δεκαετία.
Το 1979 αποτελεί έτος καμπής, καθώς το καθεστώς φιλελευθεροποιείται, αφήνοντας το raï να αναπτυχθεί, παρά και πάλι τις πρώτες απόπειρες περιορισμού του, για να καθιερωθεί στη συνέχεια ως το κορυφαίο μουσικό είδος της δεκαετίας του ‘80 στην Αλγερία, αλλά και με σημαντική διεθνή απήχηση, ιδίως στη Γαλλία, όπου γίνεται καθολικά αποδεκτό για να διαμορφώσει ένα λαϊκό μουσικό ιδίωμα, το οποίο τραγουδιέται ακόμη και ο θρύλος αυτών των χρυσών δεκαετιών του παραμένει έως σήμερα ζωντανός.
Περισσότερα για αυτή την πρώτη περίοδο του raï εδώ:
In search of the origins of "pop-rai": Bellemou, Bouteldja, Boutaiba...and Cheb Khaled
Και εδώ σε ντοκυμαντέρ του γαλλικού καναλιού Beur TV:
Documentaire: Algérie, Mémoire du Raï sur Beur TV 01
Documentaire: Algérie, Mémoire du Raï sur Beur TV 02