Raï B΄μέρος: Η καθιέρωση, η διεθνής δημοφιλία και η πτώση
Το δεύτερο μέρος του αφιερώματος του Βασίλη Παπαδόπουλου στο θρυλικό αλγερινό μουσικό ιδίωμα.
Με το τέλος της δεκαετίας του ‘70 το raï έχει ξεπεράσει τα όρια του Οράν και έχει επεκταθεί στο σύνολο σχεδόν της Αλγερίας. Η φιλελευθεροποίηση του καθεστώτος, που είδαμε ότι επήλθε με την αλλαγή Προέδρου το 1979, ευνόησε τις συνθήκες για την άνθηση του είδους. Ταυτόχρονα σε αυτό συντελούσε και η εδραίωση της κασετοπαραγωγής ως φθηνού είδους διάδοσης της μουσικής. Παρόλα αυτά, το καθεστώς αντέδρασε αρχικά σε αυτό το είδος μουσικής που αμφισβητούσε τα κοινωνικά στερεότυπα, απαγορεύοντας την πώληση κενών κασετών έτσι ώστε να διακόψει την αναπαραγωγή αυτών και τη διάδοσή τους στη νεολαία. Όμως η εκτίναξη της δημοφιλίας του είδους που επήλθε με την διασπορά του στους κύκλους των Αλγερινών μεταναστών στη Γαλλία του 1980, οδήγησε στην σταδιακή άρση των περιορισμών καθ’ όλη τη δεκαετία του ‘80 έως και το 1992, που επήλθε η πτώση με την έναρξη του Αλγερινού εμφυλίου πολέμου.
Ήδη από τη δεκαετία του ‘70 η επίδραση της ροκ μουσικής οδήγησε πολλούς μουσικούς να δημιουργούν σε ηλεκτρικά μοτίβα, επηρεασμένοι και από τα τοπικά μουσικά ρεύματα και ιδίως την αναβίωση της gnawa μουσικής του γειτονικού Μαρόκου υπό την επίδραση του θρυλικού συγκροτήματος Nass El Ghiwane, αλλά και άλλων σύγχρονών τους.
Ο Rachid Baba Ahmed, που, όπως είδαμε, είχε προσπαθήσει να δημιουργήσει σε καθαρά ροκ φόρμες, από τις αρχές της δεκαετίας του ‘80, μέσω της δισκογραφικής εταιρίας Rachid et Fethi και του στούντιο ηχογραφήσεών του, πρωτοστατεί στην εδραίωση του raï.
Όλοι οι μεγάλοι εκπρόσωποι του είδους της περιόδου δημιουργούν με τη βοήθειά του. Κορυφαίος από αυτούς ο Cheb Khaled, ο οποίος συνέδεσε το όνομά του με την καθιέρωση του raï, ιδίως μετά τα μέσα της δεκαετίας, όταν μεταναστεύει στη Γαλλία για να γίνει ιδιαίτερα γνωστός ως Khaled, ήδη με τις πρώτες κυκλοφορίες του στη Γαλλία, όπως το 1987 με το δίσκο ‘Kutche’ (απ΄ όπου και ένα από τα πρώτα hit, ‘Chebba’), για να καθιερωθεί ιδίως την επόμενη δεκαετία.
Πρωτοπόροι επίσης οι Raïna Raï, που ξεκινούν από τη Γαλλία του 1980, έχοντας έρθει όμως σε επαφή προηγούμενα με τον Rachid Baba Ahmed, με τον οποίο είχε συνεργασθεί η ηγετική μορφή τους, o Lotfi Attar. Ο ίδιος ήταν γιος ηγετικού στελέχους του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα της Αλγερίας, που δολοφονήθηκε από ακροδεξιούς τρομοκράτες υπέρμαχους της αποικιοκρατίας, και τη δεκαετία του ‘70 έκανε και αυτός τα πρώτα βήματά του στο ροκ.
Όμως είναι στις αρχές της δεκαετίας του ‘80 και στη Γαλλία που θα μεγαλουργήσουν, ήδη με το πρώτο θρυλικό lp τους, με εμφανείς τις επιρροές τόσο της ροκ μουσικής, όσο και της gnawa μουσικής, αλλά και των μουσικών της Λατινικής Αμερικής, που έχουν επηρεάσει όλη τη μουσική του Maghreb. Ήδη με το όνομά τους καθορίζουν τις επιρροές τους και συντελούν στην εδραίωση της δημοφιλίας του είδους στη Γαλλία καθ΄ όλη τη δεκαετία του ‘80. Το γκρουπ μετασχηματίζεται σε Amarna στα μέσα της δεκαετίας, από το όνομα του τραγουδιστή τους Djilali Amarna και αποτελούν μαζί με τον Κhaled τους βασικούς εκπροσώπους του είδους στη Γαλλία.
Την ίδια περίοδο στη Γαλλία ένας άλλος μεγάλος καλλιτέχνης, ο Rachid Taha, γίνεται γνωστός δημιουργώντας σε σύγχρονες φόρμες, με εμφανείς τις επιρροές από τα ρεύματα της εποχής (πανκ, ρέγγε κλπ.). Όλη τη δεκαετία του ‘80 δημιουργεί με το συγκρότημα του Carte de Séjour, έχοντας σαφείς τις αναφορές στo raï, για να γίνει διάσημος την επόμενη δεκαετία, όπου έχει καθοριστική επίδραση, ξεπερνώντας και τα σύνορα της Γαλλίας, σε φόρμες που κινούνται μεταξύ του raï, της chaabi, όσο και σύγχρονων ρευμάτων της δυτικής μουσικής.
Τη δεκαετία του ‘80 επίσης εισέρχονται στο είδος και τα έγχορδα όργανα, είτε παραδοσιακά (ούτι, λαούτο) (όπως με τον Cheb Djallel κλπ.) είτε σύγχρονα (κιθάρα κλπ.) (όπως με τον Μαροκινό Tyoussi, επίσης με εμφανή τις επιρροές της gnawa μουσικής) υπό την κύρια επίδραση του έτερου μεγάλου είδους της Αλγερινής και γενικότερα Αραβικής μουσικής της Βόρειας Αφρικής (chaabi), η οποία επίσης επέδρασε στη μετεξέλιξη της pop – raï μουσικής.
Πίσω στην Αλγερία κυριαρχούν στο είδος οι Cheb Sahraoui και Chaba Fadela, που σύντομα γίνονται και ζευγάρι, αλλά και οι νεότεροι Cheb Mami και προς το τέλος της δεκαετίας ο Cheb Hasni.
Το είδος γίνεται τόσο δημοφιλές που με την επιρροή και του Γαλλικού Υπουργείου Πολιτισμού, όσο και φωτισμένων εκπροσώπων της Αλγερίας, διοργανώνεται σειρά συναυλιών τόσο στην Αλγερία όσο και στη Γαλλία, στα μέσα της δεκαετίας του ’80, οι οποίες παραμένουν θρυλικές. Πρώτη συμμετοχή στη Γιορτή Νεολαίας (Fête de la Jeunesse) στο Αλγέρι (στο συναυλιακό χώρο Riad et Feth) το 1985. Την ίδια χρονιά επίσης λαμβάνει χώρα το 1ο Φεστιβάλ raï μουσικής στο Οράν, με το επιστέγασμα να έρχεται την επόμενη χρονιά στο Bobigny του Παρισιού, στον συναυλιακό χώρο Halle de la Vilette, με τη συναυλία να καλύπτεται από τη γαλλική τηλεόραση, όπου εμφανίζεται η θρυλική μορφή της Chikha Rimitti, νέα και ζωντανή, όπως και η μουσική παράδοση που εκπροσωπεί.
Παρ΄ όλα αυτά η κατάσταση στην Αλγερία γίνεται ζοφερή. Η νεολαία ασφυκτιά από την ανεργία και την καταπίεση, και ξεσπά σε διαδηλώσεις τον Οκτώβριο του 1988 οι οποίες αναστατώνουν την Αλγερία. Η κυβέρνηση στοχοποιεί εκ νέου το raï, ενώ μερίδα της νεολαίας ριζοσπαστικοποιείται προς την κατεύθυνση της ισλαμικής παράδοσης, που μόνο φιλική δεν είναι προς αυτό το ριζοσπαστικό είδος μουσικής.
To 1991, στις εκλογές, το νέο φιλοϊσλαμιστικό κόμμα κερδίζει, όμως το αποτέλεσμα ακυρώνεται από το στρατό που εκδιώκει τον μεταρρυθμιστή πρόεδρο που προήδρευε από το 1979, για να ξεκινήσει ένας νέος κύκλος αίματος με τον εμφύλιο πόλεμο της Αλγερίας. Ο πόλεμος όχι μόνο ανέκοψε την εξέλιξη του είδους στην Αλγερία, αλλά οδήγησε στην κατάπνιξη σχεδόν κάθε είδους πρωτοποριακής λαϊκής μουσικής. Το 1993 δολοφονείται ο Cheb Hasni και την επόμενη χρονιά ο Rachid Baba Ahmed, από ακραίους ισλαμιστές αντάρτες, ενώ και οι λοιποί εκπρόσωποι του είδους είτε μεταναστεύουν στη Γαλλία είτε οδηγούνται στη σιωπή. Ο εμφύλιος πόλεμος μεταξύ ακραίων ισλαμιστών ανταρτών και του στρατού συνεχίζεται για μια δεκαετία έως τουλάχιστον το 2002, για να επέλθει ένας συμβιβασμός με το στρατοκρατικό καθεστώς, που διαρκεί έως σήμερα και καταπνίγει κάθε πρωτοποριακή μουσική, οδηγώντας συχνά στη μετανάστευση της νεολαίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι την ίδια περίοδο (1994) επίσης απάγεται από άγνωστους, και δολοφονείται υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες, ένας από τους επίσης κορυφαίους εκπροσώπους της Amazigh (Βερβέρικης) μουσικής που θα δούμε σε επόμενο τεύχος, ο Lounes Matoub.
Το είδος όμως τη δεκαετία του ‘90 παραμένει θρυλικό και επηρεάζει όλο τον κόσμο (είναι χαρακτηριστικές για την Ελλάδα οι διασκευές του ‘Ya Rayah’ του Rachid Taha από τον Γιώργο Νταλάρα (‘Κι αν σε θέλω’), του διεθνούς hit ‘Didi’ του Khaled από τον Γιώργο Αλκαίο (‘Τι τι’), του ‘Tellement 'n’ brick’ του Faudel από τη Νατάσα Θεοδωρίδου (Που περπατάς)). Οι τρεις τελευταίοι αυτοί καθιερωμένοι εκπρόσωποι του είδους (Khaled, Rachid Taha και Faudel) διοργανώνουν επίσης μια πανηγυρική συναυλία στο Παρίσι το 1999, η οποία αποτελεί και το επιστέγασμα της επιρροής του είδους στη Γαλλία, που βέβαια καλά κρατεί έως σήμερα.
Όμως σταδιακά το είδος, χάνει πλέον μάλλον τον πρωτοποριακό του χαρακτήρα, έχοντας εξελιχθεί σε μελωδικό είδος (επονομαζόμενο sentimental rai), που στερείται κοινωνικών αναφορών. Παρόλα αυτά, οι λαϊκές δημιουργίες, που βρίσκονται ενίοτε κρυμμένες σε δίσκους, κασέτες και βίντεο των δεκαετιών του ‘60 έως και των αρχών ιδίως του ‘90, παραμένουν έως και σήμερα μια ζωντανή απόδειξη μιας πραγματικά πρωτοποριακής λαϊκής μουσικής.
Περισσότερα για αυτή τη δεύτερη περίοδο του raï εδώ σε ντοκυμαντέρ καναλιού της γαλλικής τηλεόρασης:
Documentaire: Algérie, Mémoire du Raï sur Beur TV 03
Documentaire: Algérie, Mémoire du Raï sur Beur TV 04
Σημαντικές πληροφορίες για το raï, οι οποίες ενίοτε είναι παντελώς ελλιπείς, μπορεί να βρει κανείς στο κανάλι maghrebunion του Youtube:
Ακούστε και διαβάστε το πρώτο μέρος εδώ.