Ροκ σνομπ
Κι αν είμαι... σνομπ, μην με φοβάσαι. Του Δημήτρη Κάζη
Κυκλοφορεί στο internet μια ιστοριούλα που λέει ότι γύρω στο ‘90 ο Bono πρότεινε στον, χρόνια αποσυρμένο από τη μουσική, Captain Beefheart να ηχογραφήσουν μαζί κι εκείνος του απάντησε είτε «Αγαπητέ Bongo, όχι» (Dear Bongo, no) είτε «Αγαπητέ Bongo, δεν ξέρω ποιος είσαι και τι θέλεις από μένα αλλά σε παρακαλώ μη με ξαναενοχλήσεις». Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή ρώτησε τους φίλους του «ποιος είναι αυτός ο Bongo που θέλει να συνεργαστούμε;». Το, κοινό σε όλες τις εκδοχές, αστείο είναι η παραφθορά ενός τόσο πασίγνωστου ονόματος και είναι ρεαλιστικό επειδή τα συνήθιζε αυτά ο Captain. Η αυθεντικότητα της ιστορίας είναι όμως αμφίβολη, και οι διαφορετικές εκδοχές της αντίδρασής του από μόνες τους συνηγορούν στο να είναι επινοημένη. Ίσως ο Captain να τον είπε κάποτε Bongo σε μια παρέα, ίσως ο Bono να εξομολογήθηκε κάπου ότι ονειρεύεται να παίξει με τον Beefheart, πάντως το να έγινε έτσι είναι λίγο απίθανο. Ο ίδιος ο Ian Rankin αναρωτήθηκε με tweet αν μπορεί να είναι αληθινή.
Ο ενθουσιασμός με τον οποίο υποδέχτηκε ένα μεγάλο κομμάτι του ροκ κοινού την «είδηση» και το γεγονός ότι επανέρχεται τακτικά με ανάλογη απήχηση δείχνουν ένα πράγμα: ότι ο ροκ σνομπισμός, που γεννήθηκε στο δεύτερο μισό των 60s μαζί με το πρώτο χάσμα γενεών στο ροκ, κρατάει γερά και όχι μόνο δεν φθίνει παρά αναπαράγεται. Οι ροκ φυλές κατασπαράζονται μεταξύ τους με την ίδια άγρια χαρά εδώ και δεκαετίες και ο πόλεμος των ροκ ταυτοτήτων προηγήθηκε πολλών άλλων. Και ο πιο σκληρός πόλεμος δεν είναι ανάμεσα σε ροκάδες και καρεκλάδες ούτε ανάμεσα σε πανκ και χίπηδες. Το πιο αγεφύρωτο χάσμα είναι ανάμεσα σε ψαγμένους και ελαφρούς, σνομπ και εμπορικούς αν θέλετε, με (το λέω με πόνο ψυχής) τα σκοτεινότερα αισθήματα και τα βαθύτερα συμπλέγματα από τους πρώτους προς τους δεύτερους.
Δεν υπάρχει πόλεμος από τους παραπάνω που να μην πολέμησα. Ούτε θέση που να μην αναθεώρησα, έστω μερικώς. Έχω υπάρξει ροκάς που κορόιδευε τους φλώρους καρεκλάδες, και σήμερα, αν και δεν έχω περάσει εντελώς στην απέναντι όχθη και έχω πολύ ροκ στην playlist μου στο αμάξι, ακούω νιώθοντας μεγαλύτερη απόλαυση (και θεωρώ σημαντικότερο σκαλοπάτι στην ιστορία της ποπ μουσικής) το ‘I Feel Love’ από το ‘Stairway to Heaven’. Υπήρξα πανκ που ελεεινολογούσε τους progressive δεινόσαυρους και σήμερα, αν και αγαπώ ακόμη το πανκ και αναγνωρίζω την ανεκτίμητη συνεισφορά του στην εξέλιξη της ποπ (με την έννοια της λαϊκής που περιλαμβάνει και το ροκ και πολλά ακόμη είδη), κατανοώ ότι ήταν τελικά ένα συντηρητικό «επιστροφή στις ρίζες» κίνημα στην ουσία της μουσικής και επαναστατικό μόνο ως προς τον βρώμικο (κι αυτό όχι πάντα) ήχο και το στυλ. Στυλ, στην περίπτωση των εμβληματικών για το κίνημα Sex Pistols, κατασκευασμένο στο κεφάλι και τη μπουτίκ του Malcolm McLaren που προσπαθούσε απεγνωσμένα να πείσει ότι ήταν του δρόμου. Ακόμη με τρώει να επισημάνω το γεγονός ότι το πανκ ήταν τελικά το αγαπημένο μουσικό κίνημα των κριτικών ενώ το «δεινοσαυρικό» progressive και hard ροκ του μεγάλου κοινού, του λαού αν θέλετε. Οι εκπρόσωποι του δεύτερου έπαιζαν σε γεμάτα γήπεδα ενώ του πρώτου σε γεμάτα κλαμπ και είχαν δυσανάλογα μεγάλη προβολή στις μουσικές εφημερίδες της εποχής από σταρ κριτικούς. Οι Clash πήγαν στην Αμερική σαν support (opening act το λένε σήμερα, το support είναι προσβλητικό) στους Who.
Και φυσικά έχω υπάρξει σνομπ. Σνομπ όσο δεν πάει μερικές φορές, και σε μερικά ακόμη είμαι. Κάτι μας είπες θα μου πείτε, αφού γράφεις πάνω από 35 χρόνια κριτικές και άρθρα τι θα είσαι. Και θα έχετε δίκιο. Κριτικές σταμάτησα βέβαια να γράφω εδώ και χρόνια, γράφω μόνο για πράγματα που μου αρέσουν, και ο λόγος είναι ότι θεωρώ ότι παραμεγάλωσα, αποκόπηκα από τις εξελίξεις και δεν έχει αξία η αποψάρα μου για το κοινό που απευθύνονται οι νέοι δίσκοι. Προσπαθώ να συμβαδίσω με την εποχή, ακούω καινούργια πράγματα, κάποια μου αρέσουν, αλλά δεν περνάνε βαθιά και σίγουρα δε φταιν οι νέοι μουσικοί γι’ αυτό. Αλλά για πολλά χρόνια ήμουν εκλεκτικός και το φώναζα. Στο Primavera Sound του 2011 όταν όλοι έτρεχαν να δουν τον Cave εγώ πήγα να δω τον Glen Branca (και ήταν μια από τις καλύτερες αποφάσεις της συναυλιακής ζωής μου). Σνόμπαρα μεγάλα ονόματα και ολόκληρα μουσικά ρεύματα και δεν ντρέπομαι σήμερα να ομολογήσω ότι το έκανα επηρεασμένος από κριτικούς που θεωρούσα Πάπες και δεν είχα μπει στον κόπο να τα ακούσω καλά καλά. Και βλέποντας προς τα πίσω μπορώ να διακρίνω καθαρά γιατί συνέβησαν όλα αυτά και γιατί συνεχίζουν να συμβαίνουν στη μικρή κοινότητα των κολλημένων με την ποπ κουλτούρα και τα παρακλάδια της μουσικόφιλων.
Fact: όταν μιλάμε για μουσική, το ύφος μετράει περισσότερο από το περιεχόμενο. Για τους περισσότερους τουλάχιστον. Ο ήχος, η εικόνα, η άποψη, το attitude. Όλα αυτά που μπαίνουν κάτω από τον όρο αισθητική και κάνουν τον ακροατή, ιδιαίτερα αυτόν που είναι στην πρώιμη εφηβεία που είναι η ηλικία που διαμορφώνονται οι ταυτότητες, να ταυτιστεί ή να πάει απέναντι. Και είναι λογικό. Όταν στα 15 σου σε συγκλονίζει το γρέζι των Wipers, των Hüsker Dü και των Dream Syndicate θα απορρίψεις τον καλοσιδερωμένο ήχο των ABBA που άκουγες στα 10. Και όσο λιγότεροι ακούνε τα δικά σου τόσο πιο πολύ αισθάνεσαι μέλος μιας ελίτ ψαγμένων ακροατών που δεν είναι πρόβατα που γεμίζουν τα γήπεδα για να δουν τον Springsteen και τους U2. Είπα όμως μια απαγορευμένη λέξη. Ο ελιτισμός είναι μια μομφή που εκτοξεύεται από όλες προς όλες τις κατευθύνσεις την ίδια στιγμή που ο καθένας νιώθει μέσα του ότι ανήκει σε κάποιου είδους ελίτ αλλά δεν το λέει έτσι. Μπερδευτήκατε; Καλωσορίσατε στον πραγματικό κόσμο.
Όλα αυτά είναι και φυσιολογικά και υγιή, φτάνει να μη συνεχίζονται και μετά το τέλος της εφηβείας. Περί ορέξεως ουδείς λόγος και ο καθένας ακούει ό,τι γουστάρει και δε δίνει λογαριασμό σε κανένα θα μου πεις και θα έχεις δίκιο. Αλλά το να ακούς και να διαβάζεις ανθρώπους ηλικιών που θυμίζουν ταινία του Κωνσταντάρα (τι 30, τι 40, τι 50) να τρώγονται στο Facebook (το κοινωνικό δίκτυο αυτών των ηλικιών) για τα ίδια πράγματα που τρωγόμασταν στα 17 είναι λίγο pathetic, για να μη χρησιμοποιήσω καμιά βαριά ελληνική λέξη. Όλα αυτά βέβαια μπορεί να τα λέω επειδή μεγάλωσα και το αισθητικό μου κριτήριο αμβλύνθηκε από τη διαβρωτική ορμή της νοσταλγίας. Αλλά εγώ δεν το νιώθω έτσι. Δεν έχω εξιδανικεύσει τα πάντα που ακουγόταν στα 80s. Έχω εκτιμήσει όμως πολλά που δεν τους είχα δώσει καν την ευκαιρία τότε βλέποντας τη γνώση, το αισθητήριο και το μόχθο στη μουσική τους.
Για να επανέλθω στον Captain Beefheart, αυτό που έκανε ήταν πρωτοφανές στον κόσμο του ροκ αλλά όχι και της μουσικής. Ουσιαστικά έκανε στο ροκ αυτό που είχαν κάνει στη τζαζ ο Albert Ayler ο Ornette Coleman και κάποιοι άλλοι λίγα χρόνια πιο πριν. Είναι πολύ σικ να δηλώνεις θαυμαστής του: το κάνουν πολλοί μουσικοί, που όμως ελάχιστα ως καθόλου ακούγονται οι επιρροές του στον ήχο τους, και πολλοί ακροατές επίσης που, για το καλό της μουσικής, ελπίζω να τον ακούν τόσο συχνά όσο τον αναφέρουν. Πάλι σνομπ θα είναι αλλά με λόγο. Και ναι, μου τη σπάει κι εμένα όσο δεν πάει ο μπιζιμποντισμός και το μεσσιανικό σύνδρομο του Bongo.