Ροκ το ελληνικόν. Και ο στίχος τι;
Διαχρονικό το ερώτημα, κάτι που σημαίνει ότι δεν σηκώνει μία εύκολη απάντηση (αν υπάρχει κιόλας). Αξίζει ωστόσο που και που η προσπάθεια. Γιώργος Λεβέντης και Δημήτρης Κάζης πρωτολογούν (αλλά και δευτερολογούν) επί του θέματος...
Όποιος έχει βρεθεί σε συναυλία αγγλόφωνου ελληνικού ροκ γκρουπ έχει ζήσει όλες τις εκδοχές της ύβρεως: αστείες προφορές, ανύπαρκτες λέξεις, τραγουδιστές που, καθόλου αυτοσαρκαστικά, λένε “thank you” ανάμεσα στα τραγούδια και άλλα τέτοια όμορφα. Δίκαιη τιμωρία, θα σκεφτεί κάποιος, για όσους πιστεύουν πως έχουν το ταλέντο να τραγουδήσουν καλύτερα σε μια γλώσσα που δεν είναι η μητρική τους. Μέχρι να εκθέσεις ξανά τα αφτιά σου στη στιχουργική δουλειά ελληνόφωνων γκρουπ για να καταλάβεις ότι τιμωρία από τιμωρία έχει διαφορά.
Σε αντίθεση με τους περισσότερους, το πρόβλημα μου με το ελληνόφωνο ροκ δεν είναι ιδεολογικό και επί της αρχής, το αντίθετο. Υπάρχει η άποψη πως η σύζευξη ελληνικού στίχου και δυτικού ροκ ήχου είναι ένας καταστατικός βαρβαρισμός. Πάντοτε θεωρούσα αυτή την άποψη τουλάχιστον αφελή. Όντως σημαντικό μέρος της παραγωγής του είδους επιβεβαιώνει την κριτική, αλλά αυτό είναι μάλλον εμπειρικό συμπέρασμα, όχι αισθητικό αυτονόητο. Αφενός, καμία γλώσσα δεν είναι εξ’ ορισμού ασύμβατη με τον οποιοδήποτε ήχο. Αφετέρου, εάν το ζήτημα είναι η συνύπαρξη του ελληνικού στίχου με τη δυτική τεχνοτροπία, γιατί αυτή η κουβέντα έφτασε να αφορά μόνο τον στενό κιθαριστικό ήχο της ανεξάρτητης σκηνής και όχι άλλα είδη; Αν πάρουμε το παράδειγμα της πιο mainstream ελληνικής ποπ, πού ακριβώς εντοπίζεται κάποια εγγενής υπεροχή της στο να υποδέχεται τη γλώσσα με ευκολότερο και πιο οργανικό τρόπο; Τι ακριβώς κάνει το δυτικό στιλ του Μιχάλη Ρακιντζή διαφορετικό από το δυτικό στιλ των Χωρίς Περιδέραιο; Αν ακούσουμε τα "Δικός σου για πάντα" και "Άνωση " χωρίς φωνητικά πώς θα μπορέσουμε να υποθέσουμε ότι το ένα ταιριάζει σε οποιαδήποτε γλώσσα και το άλλο όχι; Ποια θεωρία του ήχου διαφοροποιεί εκ των προτέρων τις στιχουργικές επιλογές ανάμεσα στα “Υπάρχουν και άλλοι δρόμοι” και “Χαμένο νησί” από τη μια και την “Μπασταρδοκρατία” από την άλλη; Μένοντας στη συγκεκριμένη σύγκριση, μπορούμε να πούμε πως ναι, η πιο mainstream ποπ υπήρξε ξεκάθαρα πιο φιλική στον καλό ελληνικό στίχο. Για την ακρίβεια, η ποπ των early 70s - early 90s (ελληνόφωνη και μη) υπήρξε στην ουσία η μοναδική μαζική μεταπολεμική δυτική μουσική που εμφανίστηκε στη χώρα και ως εκ τούτου ακόμη δεν έχει συζητηθεί όπως της πρέπει, δηλαδή ως σημαντική επιτυχία και χαμένη ευκαιρία ταυτόχρονα. Αλλά αυτά είναι συμπεράσματα που προκύπτουν από την ακρόαση και μόνο, όχι μέσω κάποιας αρχικής υπόθεσης.
Τα αμαρτήματα του ελληνόφωνου ροκ είναι συγκεκριμένα. Μονοτονία, ευκολία, και τελικά μια απίστευτη ρηχότητα έτοιμη να πουλήσει τον εαυτό της για ποίηση. Όλα αυτά φυσικά δεν είναι ελληνικό φαινόμενο. Αλλά ενώ στη μουσική ο στίχος είναι το λιγότερο σημαντικό από όλα (και όποιος πει το αντίθετο, είναι ασόβαρος ακροατής), στην περίπτωση του εγχώριου ροκ έγινε μάλλον η αιτία ο ήχος να παρασυρθεί στη μανιέρα. Ενώ θεωρητικά είναι πιο εύκολο να αφεθείς ενστικτωδώς στη δική σου γλώσσα, η αυτονόητα συντριπτική παρουσία της αγγλοσαξονικής ρίζας του ροκ στις ζωές όλων, κάνει το να τραγουδάς στη γλώσσα σου μια πιο ενσυνείδητη και αγχωμένη εμπειρία. Οι Bokomolech ένιωθαν κοινωνοί μιας ευρύτερης κουλτούρας, οι Λευκή Συμφωνία ένιωθαν κοινωνοί μιας μικρότερης και τελικά είναι μάλλον τόσο απλό. Ή διαφορετικά, οι Βokomolech ήξεραν τη μουσική που έπαιζαν καλύτερα από τη γλώσσα τους, για τους υπόλοιπους δεν μας δόθηκε η ευκαιρία να το μάθουμε.
Χωρίς να μπορώ να το αποδείξω, πιστεύω πως το τι τραγουδάς στην περίπτωση αυτή καθόρισε το όριο του πώς το τραγουδάς και παίζεις περισσότερο από όσο έπρεπε. Κάπως έτσι ο κάθε στιχουργός ελληνόφωνης μπάντας, τουλάχιστον μετά τις Τρύπες, είχε στο μυαλό του έτοιμο το κοινό του. Και αυτό το κοινό ήταν ένας δεκαεξάχρονος με τον πυρσό να τραγουδάει στην πενθήμερη. Ο ελληνικός στίχος υποστήριξε είτε μια χαμηλής ποιότητας (αν δεν είσαι οι Στέρεο Νόβα) αφαιρετικότητα είτε την επαναλαμβανόμενη αγωνία να θεωρηθεί ότι το οτιδήποτε τραγουδάμε δεν είναι φτηνό και αυτό είναι σημαντικότερο από το τι τραγουδάμε. Η θλιβερή περίπτωση του έντεχνου από την πίσω πόρτα. Θα πρέπει να ψάξουμε πάρα πολύ διεθνώς για να βρούμε ανάλογη περίπτωση ροκ μουσικής τόσο αλλεργικής στο χιούμορ, την καλτίλα, το camp και τον αυτοσαρκασμό. Και το χειρότερο αμάρτημα όλων, μιλάμε για μουσική τόσο αντισεξουαλική που κάνει τους Belle & Sebastian να ακούγονται σαν Teddy Pendergrass.
Τίποτε από αυτά δεν ήταν αναπόφευκτο. Αντίθετα, η ελληνική γλώσσα είχε όλες τις προϋποθέσεις να συναντηθεί με την αύρα της κιθαριστικής μουσικής και να κάνει το ροκ αυτό που έπρεπε να είναι, μουσική από νέους για νέους. Τα ελληνικά είναι γλώσσα τόσο πλούσια όσο και πλαστική, και το περιβάλλον της μεταπολίτευσης υπήρξε αρκετά πρόσφορο για να καλυφθούν όλες οι διαθέσεις, σοβαρές και μη. Το ανοιχτό και ρέμπελο πνεύμα της κοινωνικής ζωής, τα καλύτερα και χειρότερα στοιχεία των ανθρώπινων σχέσεων στη χώρα, ο συνδυασμός αστικής ζωής και ανοιχτών φυσικών πεδίων, όλο αυτό που γραφικά ονομάζουμε "μεσογειακό ταμπεραμέντο", θα έπρεπε να βρίσκεται παντού γύρω από τις κιθάρες των τελευταίων σαράντα χρόνων. Είναι πραγματικά θλιβερό το ότι το ελληνικό αφτί είναι εκπαιδευμένο να θεωρεί πως στίχοι όπως “στα χέρια του κόσμου να βάλεις τη βέρα” “στα βράχια της Αλόννησου, βρήκα το παντελόνι σου”, “κάνε λοιπόν τον κύκλο σου Οδυσσέα…”, “άστρο να σου βρω και σταυρό απ’ τα δώδεκα νησιά”, θα μπορούσαν να ανήκουν οπουδήποτε εκτός από το ροκ. Πώς κατόρθωσαν τόσοι και τόσοι στιχουργοί ενώ είχαν τα εργαλεία και το περιβάλλον να δουν μπροστά τους τα πάντα, δεν είδαν ποτέ ούτε εκνευριστικά παιδιά να παίζουν στις γειτονιές, ούτε φιλίες να χαλάνε, ούτε τουρίστες να κάνουν σεξ στο Φαληράκι, ούτε τη μάνα τους να τους κυνηγάει με μια φέτα μερέντα για να φάνε; Καλή η φωτιά στο λιμάνι, αλλά αν και στην θάλασσα καταλήγεις να βλέπεις μόνο φωτιές, να την κόψουμε την τέχνη και να γραφτούμε σε σύνδεσμο. Ακόμη και μέσα στο νεοπουριτανικό κύμα πολιτικής ορθότητας που κόσμος και κοσμάκης απολογείται για το τι έγραψε πριν τριάντα χρόνια, ούτε ένας ελληνόφωνος ροκ δίσκος δεν έχει απασχολήσει κάποιον ως “βλάσφημος”. Τι ακριβώς μας λέει αυτό;
Στο τέλος τέλος, η κουβέντα αυτή δεν έχει κάποιο πρακτικό νόημα, ειδικά τις δύο τελευταίες δεκαετίες που το ίντερνετ και η δυνατότητα να έχεις μια στοιχειώδη προφορά στα αγγλικά έχουν αλλάξει αρκετά τα πράγματα. Ούτε σημαίνει πως, οτιδήποτε και αν πιστεύει κάποιος για το ελληνόφωνο ροκ, θα ζητήσει τα ρέστα από όσους θέλουν να γράφουν στη γλώσσα τους και επιθυμούν να ακουστούν από τον μεγαλύτερο αριθμό συμπατριωτών τους. Αλλά όσοι πιστεύουν πως το ελληνόφωνο ροκ γέννησε κατά βάση κακή μουσική (κι εγώ το πιστεύω), δεν μπορούν να αγνοήσουν τον ελέφαντα στο δωμάτιο.
Κάθε φορά που ακούω κάτι από τα Διάφανα Κρίνα, πραγματικά εκνευρίζομαι, θυμάμαι ότι είναι λίγα τα ελληνικά γκρουπ που ήξεραν να παίξουν πραγματικά μουσική και βλέπω ακόμη και αυτά τα λίγα να προδίδουν την απελευθερωτική της δύναμη για να υπηρετήσουν τελικά τι; Είναι καλό να αγαπάμε το ελληνικό ροκ για αυτό που είναι και όχι αυτό που θα θέλαμε να είναι, εξίσου καλό όμως θα ήταν και όσοι δήλωναν ότι δεν θέλουν θλιμμένους στις γιορτές τους να είχαν τηρήσει τα λόγια τους. Σε οποιαδήποτε γλώσσα.
Τραγούδια
Ελληνικός ή αγγλικός στίχος;
Το ακανθώδες αυτό δίλημμα βασανίζει τον κόσμο από τα μέσα της δεκαετίας του ‘60 που άρχισε να παίζεται ποπ και ροκ στην Ελλάδα και οριστική απάντηση δεν πρόκειται να δοθεί ποτέ επειδή οι συνθήκες, κοινωνικές, καλλιτεχνικές και τεχνολογικές, μεταβάλλονται συνεχώς και μετατοπίζουν το πεδίο της αντιπαράθεσης. Θα προσπαθήσω να βάλω το λιθαράκι μου στη συζήτηση αλλά μόνο για το ροκ, indie, πανκ και mainstream, και όχι π.χ. για το μέταλ και την ηλεκτρονική και dance σκηνή για τα οποία δηλώνω άγνοια, ξέρω όμως και χαίρομαι με το γεγονός ότι έχουμε αγγλόφωνα σχήματα με σημαντική διεθνή επιτυχία.
Φακτ: στίχους από την καρδιά σου γράφεις στη γλώσσα που σκέφτεσαι. Ή, για να γίνω πιο παραστατικός, στη γλώσσα που βρίζεις όταν το μικρό δάχτυλο του ποδιού σου χτυπάει στη γωνία του ποδιού του τραπεζιού. Αυτό ισχύει για όποιον θέλει να εκφραστεί μέσα από το στίχο στα τραγούδια του. Η στιχουργική όμως είναι και δουλειά, και όταν ένας επαγγελματίας θέλει να απευθυνθεί σε ένα συγκεκριμένο ακροατήριο μπορεί να γράψει σε όποια γλώσσα θέλει. Τη Γιουροβίζιον με αγγλικό στίχο την πήραμε. Το θέμα λοιπόν δεν είναι αν είναι θεμιτό ή αν δικαιούται ένας Έλληνας να γράψει αγγλικό, γαλλικό, ιταλικό ή κλίνγκον στίχο, φυσικά και δικαιούται ο καθένας να γράψει ό,τι θέλει, αλλά το αν θα τον δικαιώσει το αποτέλεσμα.
Υπάρχουν βέβαια και εκείνοι που, για διάφορους λόγους, νιώθουν την ανάγκη να εκφραστούν στα αγγλικά ή δεν θέλουν στα ελληνικά, είναι πολλοί αυτοί που τους πνίγει σε τέτοιο βαθμό η καθημερινότητα αυτής της χώρας. Είναι κάτι που αναγνωρίζω και σέβομαι και είμαι ο τελευταίος που θα κατηγορούσε κάποιον για ξενομανία ή «πιθηκισμό», μια απαίσια λέξη που φανερώνει κοινοτισμό στα όρια του σοβινισμού και μηδενική ενσυναίσθηση. Δεν φτάνει να θέλεις όμως, πρέπει και να μπορείς. Θέλει γνώση της γλώσσας ώστε ο στίχος σου να μην είναι απλοϊκός ούτε γελοίος (που πόσοι προσέχουν το στίχο, άσε που είναι και τα δύο σε πολλές περιπτώσεις καλλιτεχνών με μητρική γλώσσα τα αγγλικά αλλά άλλες συζητήσεις αυτές) και ικανοποιητική, ή αν όχι ιντριγκαδόρικα ενδιαφέρουσα, προφορά. Ιστορικά είχαμε τέτοιες περιπτώσεις, και όσο περνάει ο χρόνος γίνονται όλο και περισσότερες, αλλά πάντα ο ελληνικός στίχος έκανε και κάνει περισσότερα κεφάλια να γυρίσουν.
Η ερώτηση που επανέρχεται συνεχώς είναι το αν η ελληνική γλώσσα ταιριάζει στο ροκ. Πολλοί από εκείνους που γράφουν αγγλικό στίχο απαντάνε κατηγορηματικά όχι με διάφορες χιλιοπαιγμένες δικαιολογίες που δεν έχει νόημα να επαναλάβουμε εδώ. Η δική μου γνώμη είναι διαφορετική: το ροκ ταιριάζει μια χαρά στην ελληνική γλώσσα αν έχεις ταλέντο και μπορείς να γράψεις ελληνικό ροκ στίχο. Πράγμα όχι εύκολο. Τα κατάφεραν λίγοι, και όχι σε όλη την διάρκεια της καριέρας τους, αλλά σίγουρα είναι κάτι που αξίζει να προσπαθήσεις. Η ανταμοιβή είναι μεγάλη, και σε προσωπική ικανοποίηση και σε επιτυχία, επειδή απλά ο κόσμος θέλει να ακούει το ροκ του στη γλώσσα του. Στα τέλη της δεκαετίας του ‘80 στον ανεξάρτητο μουσικό Τύπο έπαιζε πολύ το δίλημμα Last Drive ή Τρύπες για το ποιο ήταν το μεγαλύτερο γκρουπ της εποχής. Αγγλικός στίχος εναντίον ελληνικού, και το ότι υπήρχε και η υπόρρητη κόντρα Αθήνας εναντίον Θεσσαλονίκης έδινε στο δίλημμα υπαρξιακές διαστάσεις. Οι απαντήσεις ποίκιλλαν, αλλά οι πρώτοι έπαιζαν λάιβ για 300 άτομα και οι δεύτεροι για 3.000. Με μια δόση κυνισμού θα μπορούσε κάποιος να πει ότι, από τη στιγμή που τον ενδιέφερε η απήχηση στο εγχώριο κοινό, αγγλικό στίχο έγραφε όποιος δεν μπορούσε να γράψει ελληνικό.
Έγραψα πιο πάνω για τεχνολογικές συνθήκες. Ο ρόλος τους συχνά παραβλέπεται αλλά πρακτικά είναι ίσως ο πιο σημαντικός παράγοντας της διεθνούς απήχησης ενός καλλιτέχνη. Στη δεκαετία του ‘60, που ήταν δύσκολο να ηχογραφήσεις και ελάχιστοι περνούσαν τις πόρτες των στούντιο και κατ’ επέκταση ακουγόταν στο ραδιόφωνο, το να τραγουδάς στα αγγλικά στην Ελλάδα με το μάτι στην αγορά του εξωτερικού ήταν ένα τρελό όνειρο που θα έμενε ανεκπλήρωτο. Οι Aphrodite’s Child που τα κατάφεραν με τραγουδιστή τον Ντέμη Ρούσσο, που προερχόταν επιπλέον από την πολυεθνική και κοσμοπολίτικη Αλεξάνδρεια και όχι από την (με λίγες φωτεινές εξαιρέσεις) επαρχιακή μεταπολεμική Ελλάδα, χρειάστηκε να πάνε στο Παρίσι, που δεν ήταν καν ο αρχικός προορισμός τους. Οι Socrates που προσπάθησαν με ανάλογες συνθήκες το ίδιο από την Αγγλία δεκακάτι χρόνια αργότερα δεν πλησίασαν καν την επιτυχία τους. Στις επόμενες δεκαετίες τα πράγματα δεν άλλαξαν και πολύ, αλλά από το 2000 και μετά με το ίντερνετ και την ανάπτυξη του φτηνού και αξιοπρεπούς εξοπλισμού ηχογράφησης το πράγμα άρχισε να αλλάζει ραγδαία. Σταδιακά μέσα από MySpace, YouTube, Bandcamp, Facebook, Instagram και διάφορα άλλα μέσα και δίκτυα ο καθένας πλέον μπορεί μέσα από το δωμάτιό του να απευθυνθεί σε όλο τον κόσμο, οπότε μπορεί να το κάνει σε όποια γλώσσα θέλει και το θέμα σε μεγάλο βαθμό σταματά να υφίσταται.
Ιστορικά η συντριπτική πλειοψηφία των καλλιτεχνών, σόλο ή γκρουπ, από μη αγγλόφωνες χώρες που πέτυχαν τραγουδώντας στα αγγλικά ήταν Βορειοευρωπαίοι και Σκανδιναβοί. Οι λατινογενείς, οι ανατολικές και οι χώρες του νότου είναι άλλη ιστορία: δεν τα καταφέρνουν τόσο καλά στα αγγλικά αλλά τα καταφέρνουν καλύτερα από τους άλλους στη γλώσσα τους. Η Ελλάδα βρίσκεται ανάμεσα σε δυο μεγάλες χώρες με τις οποίες βρίσκεται αδιάκοπα σε πολιτισμική ώσμωση, πότε ειρηνικά πότε όχι και τόσο. Ούτε στην Ιταλία ούτε στην Τουρκία όμως υπήρξε αντίστοιχο ζήτημα. Όλοι εκεί τραγουδούν στη γλώσσα τους, και οι ελάχιστοι που το κάνουν στα αγγλικά αντιμετωπίζονται με συγκατάβαση, περίπου σαν γραφικές περιπτώσεις. Εθνικισμός ή εθνική καλλιτεχνική αυτοπεποίθηση; Τείνω προς το δεύτερο χωρίς να παραβλέπω όμως το γεγονός ότι το μέγεθος μετράει και ότι σε καμιά από τις δύο χώρες δεν υπάρχει το ερώτημα (και το χάσμα) αν είναι Ανατολή ή Δύση.
Τραγούδια
Αφού σε ευχαριστήσω ξανά για τη σοφία που μας χάρισες μέσω του νοητού ταξιδιού στο παρελθόν (κάποια στιγμή θα βάλω λίγη σάλτσα σε όλες τις ιστορίες από τη late 80s Θεσσαλονίκη που μου έχεις πει και θα τις πουλήσω για δικές μου σε βιβλίο), θα πω ότι φαίνεται πως δεν διαφωνούμε και πολύ δομικά. Απλά μοιάζεις πιο ανοιχτός στην πιθανότητα κάποιος Έλληνας ροκ στιχουργός να εκφραστεί με τρόπο που βοηθάει τη μουσική. Μπορεί και φιλοσοφικά και ψυχολογικά αυτή να είναι τελικά η σωστή στάση, αλλά προσωπικά έχω παραιτηθεί της αξίωσης. Το πρόβλημα μου είναι πως - ξαναλέω, αν και δεν μπορεί να αποδειχθεί - πιστεύω πως αυτός που θεωρήθηκε ως ο πρέπων στίχος για το είδος, διαμόρφωσε τελικά και την αισθητική του ήχου, πέφτοντας στη χειρότερη πιθανή αμαρτία, την κυριαρχία του στίχου επί της μουσικής. Για να το πω σχηματικά, ως φανατικούς του ελληνόφωνου ροκ φαντάζομαι πάντοτε τους ίδιους ακριβώς που θεωρούν τον Dylan καλύτερο μουσικό από τον McCartney ή τον Bacharach, το είδος του ακροατή δηλαδή με το οποίο δεν θα έπιανα ποτέ κουβέντα.
Το χειρότερο είναι πως δεν διακρίνω κάποια σοβαρή μουσική η κοινωνιολογική εξήγηση. Αν θεωρήσουμε μια κάποια μεταπολιτευτική λογική σοβαροφανούς κλάψας υπεύθυνη για διάφορα τέρατα που εμφανίστηκαν στις τέχνες μας, θα πρέπει να παραδεχτούμε πως το ελληνικό ροκ ήταν μάλλον αθώο του αίματος και επέδειξε σοβαρή διαγωγή. Οι περισσότεροι απέφυγαν χοντράδες και πολιτικοκοινωνικά κλισέ και μάλλον κινήθηκαν σε ένα πιο αφαιρετικό και γενικό κλίμα παρέμβασης. Ούτε πιστεύω πως η μουσική στόχευση έπαιξε σοβαρό ρόλο. Οι καλύτεροι είχαν γνήσια μελωδική φλέβα και καλή ποπ παιδεία (οι Τρύπες θα ήταν ένα εξαιρετικό γκρουπ σε οποιαδήποτε χώρα), δηλαδή τα καλύτερα από τα τραγούδια τους ήταν μια χαρά έτοιμα να υποδεχτούν έναν στίχο πιο αξιοπρεπή από αυτόν που τα έντυσε. Ξαναλέω πως καταλήγω πως το θέμα είναι τελικά εμπειρικό και απλό στην εξήγησή του. Η χώρα είναι μικρή, και τα μουσικά είδη στη δεκαετία του 80 είχαν σαφέστερα τείχη ανάμεσα τους. Όταν, λοιπόν, μια κάποια εκδοχή θεσσαλονικιώτικου ροκ επικράτησε, ήταν εύκολο να οριστεί ένας συγκεκριμένος αισθητικός χώρος από τον οποίο αποκλείστηκαν ως αταίριαστα ένα σωρό (τα περισσότερα) στιχουργικά ένστικτα. Στο τέλος της ημέρας, πιστεύω ότι όντως μιλάμε για κάτι τόσο απλό.
Ενδιαφέρον που αναφέρεις την Τουρκία. Είναι μια καλή υπόθεση εργασίας, τι ακριβώς θα γινόταν αν ο εγχώριος καθαριστικός ήχος που κυριάρχησε ήταν λίγο πιο ανοιχτός σε μη δυτικές επιρροές, πιο παιχνιδιάρικος ή χαλαρός. Θα επηρέαζε και τον στίχο; Δεν το ξέρω, αλλά να σου πω την αλήθεια φοβάμαι να το σκεφτώ. Το μόνο που φαντάζομαι είναι κάτι σαν βαλκανικό ροκ με λίγο “ειρωνικό” τσιφτετέλι ή ακόμη περισσότερους Πυξ Λαξ. Αν ήταν κάτι τέτοιο η εναλλακτική, όχι μόνο τραγουδάω με τους Magic De Spell το “Νίψον ανομήματα”, αλλά τους αγοράζω και τις παστίλιες για τον λαιμό, να μη χάσουν νότα.
κύριε Κάζη, έχετε εσείς κάτι να συμπληρώσετε/απαντήσετε;
Γιώργο μου, το κείμενό σου ήταν, όπως όλα σου άλλωστε, απολαυστικό, βαθύ, ουσιώδες και επιδεχόμενο πολλαπλές αναγνώσεις. Δεν βρήκα κάτι να διαφωνήσω, ούτε και κατάλαβα να διαφωνείς κι εσύ επί της ουσίας μαζί μου. Έχω να παρατηρήσω μόνο ότι αυτό που στηλιτεύεις στο στίχο του ελληνόφωνου ροκ δεν είναι ειδικό πρόβλημα αλλά γενικό. Δεν είναι το ελληνικό ροκ (εντάξει, οι Λευκή Συμφωνία είναι darkwave οπότε και στα αγγλικά αυτός θα ήταν πάνω κάτω ο στίχος τους) είναι το ελληνικό τραγούδι, με την εξαίρεση, όπως σωστά επισημαίνεις, της ποπ που είναι εξ’ ορισμού ελαφριά. Για να σε πάρουν στα σοβαρά πρέπει να δίνεις πόνο, είτε αισθηματικό είτε κοινωνικό είτε πολιτικό.
Άσε με να σου πω κάτι για τη μεταπολίτευση από πρώτο χέρι: ο απελευθερωτικός αέρας που έφερε αρωματίστηκε αποπνικτικά από το αριστεροχίπικο φολκλόρ. Δίπλα στο σπίτι μου έμενε μια νεοδιορισμένη φιλόλογος και πήγαινα, παιδάκι του δημοτικού, συχνά στις παρέες της. Ταγάρια, σανδάλια, αμπέχωνα, Άσσος άφιλτρος, βαθιές αναλύσεις για τις κοινωνικές αδικίες και Κώστας Χατζής. Αγάπησα τον Χατζή. Όπως βολεύει στους πολιτικούς του 21ου αιώνα να οικειοποιούνται όλα τα καλά που έρχονται που έρχονται από την ΕΕ και να ρίχνουν σ’ αυτή το φταίξιμο για τα στραβά που οφείλονται στους ίδιους, έτσι βόλευε πολύ στο σύστημα εκείνης της εποχής να ρίξει το φταίξιμο για τη χούντα αποκλειστικά στις ΗΠΑ. Ο αντιαμερικανισμός φούντωνε σε όλο το πολιτικό φάσμα (οι χίπηδες, αν και αμερικάνικο φρούτο, έκαιγαν αστερόεσσες οπότε δεν μπορεί να ήταν κακά παιδιά) συνεπώς το ροκ είχε τύχη μόνο σαν κινηματικό, ριζοσπαστικό και καταγγελτικό του δυτικού τρόπου ζωής. Η Patti Smith ήταν ιέρεια και η Debbie Harry μια “χαζογκόμενα” (η λέξη επιτρεπόταν τότε να βγαίνει ακόμη και από προοδευτικά στόματα, και σήμερα επιτρέπεται εδώ που τα λέμε όταν μιλάνε για γυναίκες της άλλης πλευράς). Το fun ήταν ύποπτο και σήκωνε φρύδια, εκτός κι αν ήτανε λαϊκό και ανατολίτικο. Η ‘Εκδίκηση της γυφτιάς’ τα επισημοποίησε όλα αυτά.
Συμφωνώ και με τη γνώμη σου για την κυριαρχία του στίχου επί της μουσικής, αυτή τη μάστιγα. Στο ροκ εν ρολ και στην ποπ στα ξένα δεν έχει τόση σημασία το νόημα των στίχων όσο ο ήχος τους και αυτό μας έδωσε αριστουργήματα όπως το ‘Papa Oom Mow Mow’, το ‘Be Bop-A-Lula’, το ‘Da Doo Ron Ron’ και τόσα άλλα. Εδώ όχι. Κάθε λέξη πρέπει να έχει βάρος και κρυμμένα νοήματα. Σοβαρά και βαρύγδουπα.
Μεγαλώσαμε μαθαίνοντας να θεωρούμε αυθεντικό λαϊκό τραγούδι την κλάψα και υψηλή ποίηση επικολυρικές γλαφυρότητες όπως τα καπνισμένα τσουκάλια, τα λουριά στο σβέρκο, τους σουγιάδες στο κόκκαλο και τη δουλειά πολλή που θέλει για να γυρίσει ο ήλιος. Ο ήλιος βγαίνει για όλους λέγαν οι παλιοί, δουλειά θέλει για να γυρίσει ο τροχός (με τις γνωστές ευεργετικές συνέπειες για τον φτωχό), αλλά το να πεις ο ήλιος είναι πιο ποιητικό όπως και να το κάνουμε. Έχω πολλά να πω επί του θέματος αλλά τα έχει πει καλύτερα ο Άκης Γαβριηλίδης στο βιβλίο του Η αθεράπευτη νεκροφιλία του ριζοσπαστικού πατριωτισμού (Futura, 2006) που σου συστήνω να διαβάσεις, καθώς και οι Όρα Μηδέν από την Πάτρα στο ‘Θάνατος στους ποιητές’ που είχαμε δώσει σε δισκάκι με το Rollin’ Under, άλλο παράδειγμα δυνατού ελληνικού πανκ ροκ στίχου.