Rudimentary Peni
Υπήρξαν από τα πιο σκοτεινά και άγρια σχήματα της εποχής του πανκ, από κάθε πλευρά, μουσική, στιχουργική ακόμη και εικαστική. Ο Μίλτος Τσίπτσιος αφηγείται την ιστορία τους.
Ό,τι πιο παράξενο και αινιγματικό, ό,τι πιο άρρωστο και μυστηριώδες, οι Rudimentary Peni ξεκίνησαν μέσα από τις χαοτικές hardcore διαστάσεις του punk, βρέθηκαν ασυνείδητα στο δρόμο του anarcho punk, πορευόμενοι παράλληλα μαζί του, όντας όμως αρκετά ανισόρροποι ψυχικά ώστε να μην ενσωματωθούν στο ακέραιο με αυτό, ώσπου τελικά χάθηκαν μέσα στις προσωπικές τους ψυχικές και σωματικές διαταραχές, μέσα στις ψευδαισθήσεις και τις φαντασιώσεις τους.
Ξεπήδησαν από τους The Magits, ένα αλλοπρόσαλλο συγκρότημα, το οποίο περιλάμβανε τέσσερα σχολιαρόπαιδα από την ευρύτερη περιοχή του Γουότφορντ. Ήταν οι Nick Blinko, Jon Greville, Martin Cooper και Alex Hawkes. Ανάμεσα στα μαθήματα και τις πρόβες, κάποια στιγμή κατάφεραν και κυκλοφόρησαν και ένα single το 1979, το ‘Fully Coherent’ το οποίο περιέχει τέσσερα κομμάτια ερασιτεχνικού experimental, παιδικού synth και απροσάρμοστης μινιμαλιστικής pop, βασισμένη στα keyboards του Blinko και τα φωνητικά του Cooper. Την ώρα που ένα δεύτερο single ήταν στα σκαριά να κυκλοφορήσει, οι Magits το διαλύουν και οι Blinko και Greville δημιουργούν, με τον Grant Matthews στο μπάσο τους Rudimentary Peni, όνομα που παραπέμπει σύμφωνα με τον τελευταίο στο εμβρυικό στάδιο της κλειτορίδας.
Μετά από λίγες μεν, αποτυχημένες δε, ζωντανές εμφανίσεις στην ευρύτερη περιοχή του Γουότφορντ, το καλοκαίρι του 1981 κυκλοφορούν το πρώτο τους σινγκλάκι, το ομώνυμο ‘Rudimentary Peni EP’ στην δισκογραφική του Blinko Outer, Himalayan Records. Αυτό περιέχει δώδεκα(!) speedcore κομμάτια απόλυτης παραφροσύνης, γεμάτα εκρηκτική επιθετικότητα, καταιγιστικά μα και σφιχτοδεμένα. Με συνήθως κιθαριστικές εισαγωγές στα πρότυπα των πρώτων-πρώτων ημερών των Black Flag ή των Minor Threat και μονόλεπτες ως επί τω πλείστων ρουκέτες, αποτελεί ένα ολωσδιόλου μανιακό παραλήρημα, υπερβολικά γρήγορο, υπερβολικά μικρό, με ελάχιστα σημάδια μελωδίας να ξεφεύγουν μόνο από το μπάσο του Matthews. Τα φωνητικά θαρρείς και προέρχονται από βρέφος που βρυχάται, μιας ανάσας στίχοι που θέλουν να ξεστομίσουν όσο το δυνατόν περισσότερα λόγια σε λιγότερο χρόνο. Η παράνοια και η δημιουργία δεν σταματούν στο μουσικό σκέλος, συνεχίζονται σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό και στο artwork που συνοδεύει το δισκάκι. Αυτό είναι φιλοτεχνημένο με τις ασπρόμαυρες ζωγραφιές του Blinko, διακοσμημένες με απόκοσμες φιγούρες ενός άλλου κόσμου, αυτού του ψυχικά ανισόρροπου, επηρεασμένο φυσιολογικά από την απασχόληση τον καιρό εκείνο του Blinko ως φύλακα σε ψυχιατρείο της περιοχής του. Το ομότιτλο αυτό single των Rudimentary Peni είναι ανεπανάληπτο στη σύλληψή του και μοναδικό στην εκτέλεσή του, θέτοντάς το ως ένα από τα καλύτερα που κυκλοφόρησαν ποτέ στην hardcore πλευρά του βρετανικού punk rock.
Χωρίς να έχουν ιδιαίτερη σχέση με τις πολιτικές πεποιθήσεις του anarcho punk κινήματος, με τον Grant ίσως τον μοναδικό που έρεπε προς αυτή την κατεύθυνση, ξεκίνησαν τη συναναστροφή τους με τα συγκροτήματα αυτού του χώρου, φτάνοντας ως το κατώφλι της κολεκτίβας των Crass. Οι τελευταίοι τους έδωσαν τη ευκαιρία να βγάλουν στη δισκογραφική τους ένα single, αναλαμβάνοντας και ως είθισται την παραγωγή και την επιμέλεια αυτού. Ονομάστηκε ‘Farce’ και κυκλοφόρησε το καλοκαίρι του 1982. Η αισθητική του εξωφύλλου του ακολουθεί γενικά τους κανόνες που διέπουν τα σινγκλάκια της εν λόγω εταιρίας, ξεχωρίζουν και πάλι όμως οι παράξενες και απόκοσμες ζωγραφιές του Blinko που όπως φαίνεται εξακολουθεί να χάνεται μέσα σε έναν διαφορετικό κόσμο από τους υπόλοιπους. Μουσικά και το ‘Farce’ συνεχίζει τον παροξυσμό που παρέλαβε από τον προκάτοχό του, και εδώ τα τραγούδια είναι μικρά, κοφτά και γρήγορα, σε αντιδιαστολή όμως με το πρώτο single, η μεσολάβηση του Penny Rimbaud στην παραγωγή, μαζεύει τον ακατάστατο ήχο συγκλίνοντάς τον προς το δρόμο που επέβαλε αυτό που ονομάστηκε «κρασοειδές» στυλ. Έτσι, οι βρεφικοί βρυχηθμοί γίνονται τώρα ενήλικες κραυγές απόγνωσης και απελπισίας, σε τέτοιο βαθμό που αισθάνεται ο ακροατής πως μετά το τέλος του εκάστοτε τραγουδιού δεν θα υπάρχει πλέον φωνή. Οι κιθάρες λειαίνονται λόγω και της παραγωγής, αφήνοντας τα αμερικάνικα πρότυπα, μοιάζοντας περισσότερο σα να βγήκαν από τα πρώτα σινγκλάκια των Subhumans ή των Flux Of Pink Indians, ενώ και τα ντραμς είναι πιο στακάτα και ρυθμικά, για να ταιριάζουν και αυτά στο στυλ που επέβαλαν οι Crass. Έτσι κι αλλιώς το επίπεδο είναι και πάλι εξωπραγματικό, αυτή τη φορά όμως εξαργυρώθηκε και μια κάποια εμπορική επιτυχία, μιας που το single έφτασε στο νούμερο εφτά του ανεξάρτητου βρετανικού τσαρτ και παρέμεινε σε αυτό για αρκετές εβδομάδες.
Ως γκρουπ όμως οι Rudimentary Peni δεν έκαναν το παραμικρό για την επέκταση της εμβέλειάς τους. Δεν έκαναν καν συναυλίες θεωρώντας τις χάσιμο χρόνου, ενώ κάποιες λίγες που επιχείρησαν περισσότερο κακό παρά καλό τους έκαναν. Ζούσαν στον δικό τους μικρόκοσμο, απομονωμένοι από τους υπόλοιπους, ετοιμάζοντας όμως το επόμενο χτύπημα. Αυτό, θα έλθει με τη βοήθεια και πάλι των Crass, αυτή τη φορά μέσω της θυγατρικής αυτών Corpus Christi. Είναι το LP ‘Death Church’ το οποίο κυκλοφόρησε τον Σεπτέμβριο του 1983.
Στο και πάλι εξεζητημένο artwork του δίσκου, οι μανιοκαταθλιπτικές ζωγραφιές του Blinko προδικάζουν και τη θεματική που πρόκειται ν’ αντηχήσει στη συνέχεια. Θεοί και δαίμονες μπλέκονται σε ένα παζλ με κομματάκια περίπλοκης φαντασίας, αποτελούμενες από μορφές μακάβριες και αποκρουστικές.
Στα της μουσικής, σε μια πρώτη ακρόαση φαίνεται ξεκάθαρα πως έχει μπει κόφτης στους ανεξέλεγκτα χαοτικούς ρυθμούς, τα κομμάτια είναι στην πλειονότητά τους μακρύτερα, ενώ έχει δοθεί ακόμη μεγαλύτερη προσοχή στην παραγωγή, κάτι που κάνει τον δίσκο πιο εύκολο στην ακρόαση. Το punk που αποδίδεται έχει ακόμη τις hardcore καταβολές του, αλλά ακούγοντας προσεκτικότερα αισθάνεσαι πως αναδίδεται μια μυρωδιά θανάτου. Μια μελαγχολία που περνάει μέσα από τα μονότονα και υπόκωφα χτυπήματα του Greville, τα οποία καθοδηγούνται από καταθλιπτικές μελωδίες του μπάσου. Είναι μία ιδιόμορφη μίξη αυθεντικού hardcore punk με death rock προεκτάσεις, συνοδευόμενο με όλα τα anarcho punk στοιχεία που ορίζουν ένα άλμπουμ διαμαρτυρίας. Θρησκεία και εκκλησίες βάλλονται κατά κύριο λόγο, ενώ δεν χαρίζονται ούτε στους υποκριτές punk rock σταρ Ρόττεν και Στράμερ, ούτε στους ανάλγητους πολιτικούς που κερδίζουν στην πλάτη των πολιτών, ούτε στην απρόσκοπτη εκμετάλλευση των δικαιωμάτων των ζώων.
Το ‘Death Church’ χωρίς και πάλι ουδεμία ενάργεια προώθησης, χωρίς περιοδείες, ούτε καν συναυλίες να το συνοδεύουν, έφτασε στο νούμερο τρία των ανεξάρτητων κυκλοφοριών και μέχρι και σήμερα θεωρείται άλμπουμ αναφοράς όχι μόνο στο χώρο του anarcho punk, αλλά γενικά στο χώρο του βρετανικού punk.
Την εποχή της ηχογράφησης του άλμπουμ ο Grant διαγνώστηκε με καρκίνο των πνευμόνων, με ότι αυτό συνεπάγεται, ενώ ο Blinko χανόταν μέρα με τη μέρα στο δικό του παράξενο κόσμο, με την ψυχική ασθένεια να τον καταβάλει και να τον απομονώνει από κάθε κοινωνική πράξη. Έτσι οι Rudimentary Peni πέφτουν σε χειμερία νάρκη για αρκετό καιρό, με μόνο μουσικά δραστήριο τον Greville, ο οποίος έγινε μέλος των σχετικά δημοφιλών Snake Corps, κυκλοφορώντας μάλιστα μαζί τους και κάποια άλμπουμ και σινγκλάκια. Στα των Rudimentary Peni, η Corpus Christi κυκλοφόρησε το 1987 τη συλλογή ‘The E.P’s Of R.P.’ η οποία περιλαμβάνει αυτό που λέει και ο τίτλος της, δηλαδή ολόκληρα τα δύο πρώτα σινγκλάκια του συγκροτήματος.
Έναν χρόνο μετά έρχεται το δεύτερο LP των Rudimentary Peni. Είναι το ‘Cacophony’ το οποίο τους βρίσκει και πάλι πίσω στην Outer Himalayan Records. Εδώ πλέον βρίσκεται η παράνοια σε όλο της το μεγαλείο. Εδώ βρίσκεται η λεπτή γραμμή που διαχωρίζει την τρέλα από την ιδιοφυία. Το άλμπουμ είναι αφιερωμένο εξ’ ολοκλήρου στον διάσημο συγγραφέα και άρχοντα της «μαύρης» επιστημονικής φαντασίας του τρόμου Χάουαρντ Λάβκραφτ, με ένα εξώφυλλο στο οποίο συνωστίζονται μικροσκοπικά χιλιάδες φιγούρες, υπαρκτές και ανύπαρκτες μαζί, σε ένα μπέρδεμα της φαντασίας του Blinko με τις ιστορίες από τα διηγήματα του συγγραφέα. Και προχωρώντας στα αυλάκια του δίσκου βουλιάζεις ολοένα και περισσότερο στο τριπάκι του τρόμου, της μαυρίλας και της μαγείας που εμπεριέχει, συστατικά που εκπορεύονται πλέον με φωνή κάποιου εντελώς παράφρονα, σε ένα συνονθύλευμα ήχων και κραυγών. Και θα χρειαστούν πολλές ακροάσεις για να εντρυφήσει κάποιος στο νόημα και την ουσία των τριάντα τραγουδιών του άλμπουμ, του οποίου φυσικά τα τραγούδια δεν ακούστηκαν και πολύ ζωντανά, καθώς πέρα του ότι αυτό ήταν σχετικά αδύνατο, το γκρουπ επέμενε να μη δίνει συναυλίες και να μην ασχολείται καθόλου για την προώθηση του.
Και πάλι νέα στάση για το γκρουπ, αυτή τη φορά υποχρεωτική, καθώς ο Blinko διαγνώστηκε με σχιζοφρένεια και κλείστηκε για μια εφταετία περίπου σε ψυχιατρική μονάδα. Η μοναδική στιγμή που τους ξανασυναντούμε, είναι στη (γενικότερα εκπληκτική) συλλογή της Crass Records, ‘A Sides (Part One)’ του 1992, εκεί όπου συμμετέχουν με την πρώτη τους πλευρά του ‘Farce’.
Τον καιρό που ο Blinko βρίσκονταν έγκλειστος, έγραψε το βιβλίο ‘The Primal Screamer’, μία σχεδόν αυτοβιογραφία του η οποία αφορά γεγονότα που έλαβαν χώρα στη ζωή του την περίοδο 1979-1985, την πιο δημιουργική δηλαδή φάση των Rudimentary Peni. Μέσα από τη διήγηση ο αναγνώστης μπαίνει στη διαδικασία να ανακαλύψει τα σημεία στα οποία εμπλέκονται οι αλήθειες με τη φαντασία, που συγχέονται προσωπικότητες και πως οι ρόλοι αντιστρέφονται, σε μία, όπως τονίζεται και στη σημείωση της ελληνικής έκδοσης του βιβλίου, «ιστορία τρόμου για την ψυχική ασθένεια, την πρωτογενή θεραπεία, τα όνειρα και το πανκ ροκ»
Και αν στο ‘Cacophony’ ο Blinko μπαίνει βαθιά στην ψυχή του Λάβκραφτ, στο επόμενο άλμπουμ υποφέροντας ακόμη από παραισθήσεις, θα χωθεί στο σώμα του Πάπα Αδριανού του τέταρτου, του μοναδικού Πάπα στην ιστορία της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας ο οποίος προερχόταν όχι απλά από την Αγγλία, αλλά και από την περιοχή που μεγάλωσε ο Blinko.
Έτσι το ‘Pope Adrian 37th Psychristiatric’ του 1995 γίνεται και αυτό ένα μονοθεματικό άλμπουμ, παράξενο στην στιχουργική του για τους αδαείς, με θρησκείες, πάπες, και εκκλησιές να εμπλέκονται και με τον Blinko να νομίζει πως είναι ο νέος Πάπας Αδριανός. Παράξενες μορφές διεισδύουν στη φαντασία του και δημιουργούν ένα ψυχικά σχιζοφρενικό punk χωρίς αρχή και τέλος. Η εκφορά των στίχων, οι οποίοι συνήθως είναι απλώς ο τίτλος του κομματιού, γίνεται με όλους τους τρόπους, από βαριεστημένες απαγγελίες, μέχρι άναρθρες κραυγές και βρυχηθμούς άλλης διάστασης. Η μουσική ακολουθεί από πίσω είναι απλή, τρία ακόρντα (το πολύ), κάπως πιο φρεναρισμένη από αυτή που μας είχαν έως τώρα συνηθίσει, με κάποιες μάλιστα σποραδικές μελωδίες που πολλές φορές είναι ανακουφιστικές μέσα στον κυκεώνα των φωνητικών, των ήχων και ιδιαίτερα μέσα σε αυτή τη δαιμονισμένη και συνάμα καταραμένη λούπα που παίζει συνεχόμενα από την αρχή ως το τέλος του άλμπουμ και σου παίρνει το μυαλό.
Και αυτό το άλμπουμ συνοδεύεται από ένα βιβλιαράκι με τις ζωγραφιές του Blinko, οι οποίες πλέον έχουν ξεφύγει από την δική μας πραγματικότητα και έχουν αφεθεί στο ζοφερό τρίπτυχο πόνου, φαντασίας και θανάτου.
Δυο χρόνια μετά το ακατανόητο ‘Pope Adrian 37th Psychristiatric’, βγαίνει ένα EP με δώδεκα τραγούδια το ‘Echoes Of Anguish’. Θα ‘λεγε κανείς πως οι Rudimentary Peni με αυτό το EP ξαναγυρίζουν στις ρίζες τους, επιστρέφοντας και στην κανονικότητα των ρυθμών και των ήχων ενός συνηθισμένου punk συγκροτήματος. Τα τραγούδια είναι κάπως πιο αργά, λίγες φορές ξεφεύγουν, ακούγονται πιο μεταλλικοί, με βαριές κιθάρες, και φωνητικά κάτι ανάμεσα σε Killing Joke και Amebix. Το σημαντικότερο όμως για ένα τέτοιου τύπου συγκρότημα είναι πως δείχνουν αλλά και είναι ουσιαστικά απελευθερωμένοι από τις ψευδαισθήσεις του παρελθόντος, κάτι που συνεχίζεται σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό με το επόμενο εφτάιντσό τους.
Ήταν το ‘The Underclass’ που κυκλοφόρησε το 2000, γενναιόδωρο και αυτό στην ποσότητα των τραγουδιών του, με δώδεκα και πάλι κομμάτια. Τα τραγούδια θα μπορούσαν να συμπεριλαμβάνονται στο ‘Echoes Of Anguish’, δεν έχουν καμιά διαφορά, κρατώντας ακόμη ότι σκοτεινά απομεινάρια τους έχουν απομείνει, με μεγαλύτερη επικέντρωση τώρα ακόμη και στις συναισθηματικές σχέσεις.
Κάπως καλύτερο των δύο προηγούμενων, αλλά στο ίδιο μοτίβο και το δεκάιντσο ‘Archaic’ του 2004, και πάλι με μια δωδεκάδα τραγούδια γεμάτα θάνατο, πόνο, βασανιστήρια και εφιάλτες.
Τελευταίος δίσκος των Rudimentary Peni είναι το δωδεκάιντσο του 2008 ‘No More Pain’, το οποίο κρατάει τον χαρακτήρα των τριών τελευταίων κυκλοφοριών, προσδίδοντας περισσότερο ακόμη βάρος στα τραγούδια του, όντας πιο συμπαγές και μεταλλικό, με μία έκπληξη να κρύβεται στο τραγούδι που κλείνει τον δίσκο, την διασκευή τους στο “Canon in D Major” του Γερμανού μπαρόκ μουσικοσυνθέτη Γιόχαν Πάχελμπελ, όπου για τις ανάγκες της ροκ προσέγγισής τους γίνεται ‘Pachelbel’s Canon In E’.
Αν εξαιρεθεί η συμμετοχή τους στην εξαιρετική σειρά συλλογών της Overground, ‘Anti-Capitalism (Anarcho Punk Compilation Vol 4)’ με το ‘Teenage Time Killer’, οι Rudimentary Peni παραμένουν ως τώρα σιωπηλοί και μάλλον δεν υπάρχει περίπτωση να βγει κάποια νέα κυκλοφορία από αυτούς. Οι Matthews και Greville έχουν χαθεί από τα μουσικά δρώμενα, ενώ ο Blinko μετά το ‘The Primal Screamer’ έγραψε δύο ακόμη βιβλία, το ‘Haunted Head’ του 2009, που το συνοδεύει και ένα CD με ένα ακυκλοφόρητο τραγούδι των Rudimentary Peni, το ‘Wilfred Owen The Chances’, και το ‘Visions Of Pope Adrian 37th’ του 2011, και τα δύο σε απελπιστικά μικρό αριθμό αντιτύπων. Εκεί όμως που διαπρέπει ο Blinko είναι στη ζωγραφική. Με αυτή την παράξενη και απροσδιόριστη στα μάτια των πολλών τεχνοτροπία, έχει συμμετάσχει σε αρκετούς διαγωνισμούς έργων τέχνης, τα θέματα του εκτίθενται σε αρκετές γκαλερί ανά τον κόσμο, ενώ έχει στην κατοχή και αρκετά βραβεία που προήλθαν από τον συγκεκριμένο χώρο.
Για τον κόσμο που θέλει μια πιο επιφανειακή προσέγγιση και μια γεύση από τη δουλειά των Rudimentary Peni, καλό είναι να ξεκινήσει με το ‘The E.P’s Of R.P.’ και αν μπει στο τριπάκι τους να συνεχίσει με το ‘Death Church’ και αν όλα πάνε καλά με αυτόν να πάρει και μια γεύση από το ‘Cacophony’.