Saint Germain

Practically Wired

GermainΠροφανώς είναι πεντακάθαρα ζωγραφισμένη στο πρόσωπο του Ludovic Navarre, δηλαδή του St. Germain, η χαρά για την καθολική αποδοχή που γνώρισε ως μουσικος την περασμένη χρονιά. Μέχρι πέρυσι αν αποφάσιζε να μετρήσει τους fan του, μάλλον δεν θα μπορούσε να ξεχωρίσει ανάμεσα σ'αυτούς κανένα μη Γάλλο, ενώ οι μισοί εξ αυτών σίγουρα θα ήταν Παριζιάνοι. Κι όμως. Ένα και μόνο άλμπουμ, έστω κι αν αυτό είναι το καταπληκτικό "Tourist" έφθασε και με το παραπάνω για να τον ανακηρύξει ως πρωτοκλασσάτο μέλος της φοβερής και τρομερής Γαλλικής ηλεκτρονικής σκηνής. Πριν επεκταθούμε όμως σ'αυτά ας κινηθούμε στο παρελθόν που για τους πολλούς μάλλον ορίζει κι αυτά που ζει κάποιος στο παρόν του.

The Ego And The Music
Μεγαλωμένος σε αστικό περιβάλλον και μάλλον πλούσιο, ο μικρος Ludovic, γέννημα-θρέμμα Παριζιάνος, όπως τονίζει σε συνεντεύξεις του θυμάται τον ήχο του hammond που τον είχε σημαδέψει από τα γεννοφάσκια του. Πριν καταλάβει καλά-καλά αν προτιμά τον Charles Asnavour από τον Serge Gainsbourg, βρέθηκε να παρακολουθεί μαθήματα κιθάρας την οποία όπως δηλώνει ο ίδιος, έπαιζε στα δάχτυλα -κυριολεκτικά και μεταφορικά- από τα 9 του χρόνια. Συμπερασματικά, από τις αναφορές στην μουσική βιογραφία του, όταν δεν έπαιζε, άκουγε ή σκεφτόταν για την τέχνη του, θα έπαιρνε τα Προζακ με το κουτάλι για να αποφύγει την κατάθλιψη. Δεν εξηγείται αλλιώς ότι σε μια ηλικία που οι περισσότεροι στην μόνη μουσική που είχαν εμβαθύνει κατά κάποιο τρόπο, ήταν οι χορωδίες και τα εμβατήρια που ακούγονταν στις σχολικές εορτές κατά τις επετείους της Γαλλικής επανάστασης, αυτός ήταν ο "ψαγμένος" ακροατής των εξεζητημένων μουσικών προτιμήσεων, ραδιοσταθμών της πόλεως του φωτός.

Λϊγο μετά άρχισε να πέφτουν τα φράγκα από το σπίτι (τα γαλλικά, εννοείται...) και άρχισαν οι δισκογραφικές επενδύσεις. James Brown (..κρίμα τα λεφτά), Fleetwood Mac., Marvin Gaye, Earth Wind & Fire και Commodores ήταν οι αγαπημένοι του καλλιτέχνες και αργότερα όπως συμβαίνει σε ανάλογες περιπτώσεις άφησε στην άκρη τα ονόματα και κατάλαβε πως και οι καλλιτέχνες κινούνται μέσα σε κάποια μουσικά είδη. Τα έψαξε, τα άκουσε και αποφάσισε πως έπρεπε να συμπληρώσει μια λίστα αγαπημένων μουσικών ειδών, διαγράφοντας αυτά που τον άφηναν παγερά αδιάφορο : Ska, dub και τζαμαϊκανή reggae του έφθαναν και του περίσσευαν.

Στα 16 αποφασίζει να γίνει "χρήσιμος" για την κοινωνία και γίνεται dj. Πετυχημένος ή όχι θα σας γελάσω, αυτό που ξέρω να σας πω είναι ότι δύσκολα μπορώ να φανταστώ πλήθος να πηγαίνει ν'ακούσει τις επιλογές ενός εφήβου που έπαιζε αποκλειστικά και μόνο soul. Αυτό βέβαια αρχικά, γιατί εν συνεχεία είδε μάλλον ότι γρήγορα θα ξαναγυρίσει στην ταπείνωση του χαρτζιλικιού και άρχισε να βομβαρδίζει τους θαμώνες των clubs που έπαιζε, με dub, salsa, house (deep έτσι ; όχι progressive. Μην τα θέλουμε κι όλα από την μια μέρα στην άλλη !) και φυσικά reggae ρυθμούς.

Κάπως έτσι κυλούσαν λοιπόν τα χρόνια, ο Ludovic εξελισσόταν, αγάπησε και το latin, εντρύφησε στο garage και κάπου εκεί είχαμε την προεδρία του Φρανσουά Μιττεράν στο απόγειο της και μαζί με όλη την Γαλλία που κινούνταν προοδευτικά, αποφάσισε κι αυτός να δώσει μεγαλύτερη σημασία σε αυτό που ονομάζουμε progressive house.
Άρχισε να πηγαινοέρχεται για dj sets και στην μουσική μαμά Αγγλία, κι εκεί οι σκληροί χορευτικοί ήχοι δεν είναι παίξε-γέλασε....Σκλήρυνε κι αυτός λοιπόν τους ήχους στις αλλαγές των δίσκων, για να καταφέρει να έρθει σε επαφή με το κοινό που μαζευόταν στα μέρη που έπαιζε. Επιδίωκε σαν καλός dj αυτό που λέμε communication.

Δεν ξέρω αν αυτή η ζητούμενη communication ήρθε ποτέ και σε ποιο βαθμό με το κοινό, ήρθε όμως η F Communication, του συντρόφου-συναδέλφου Laurent Garnier.
Κι εκεί ξεκίνησε να καταλαβαίνει πως εκτός του ότι ήταν ικανός να αλλάζει δίσκους, θα μπορούσε κάλλιστα και να δημιουργήσει δικούς του.

Discography

BoulevardBoulevard - 1995 ( F Communication )
Μην τα ανάγουμε κι όλα στην συντεχνιακή λογική. Θα ήταν κρίμα. Και μάλλον οι Γάλλοι djs δεν έχουν κάνει ακόμη συνομοσπονδία που μέσα στην οποία είναι υποχρεωμένοι να βοηθά ο ένας τον άλλο. Ο Laurent Garnier προφανώς πίστεψε στο ταλέντο του και πως μπορούσε να γίνει αλλιώς όταν ο Ludovic Navarre ήταν αφοσιωμένος ψυχή και σώμα στην μουσική.
To Boulevard λοιπόν ήταν το πρώτο LP του, με την επωνυμία μάλιστα Saint Germain, ενώ πριν από αυτό είχε κυκλοφορήσει 2-3 EPs της συμφοράς με άλλα ονόματα, όπως Μodus Vivendi, Deep Side και Soofle.
Η πρεμιέρα ως St. Germain ήταν εντυπωσιακή. Όπως αναφέρουν άλλωστε τα σταστιστικά της F Communication πούλησε κάτι παραπάνω από 200.000 αντίτυπα, όμως κατά την γνώμη μου όσο εντυπωσιακοί είναι οι αριθμοί, άλλο τόσο μέτρια ήταν σαν δουλειά. Μικρή σημασία έχει μάλλον, αν αναλογιστεί κανείς πως οι αριθμοί των πωλήσεων ικανοποίησαν την πρώτη συνθήκη που συναντά κανείς στον δρόμο του όταν πρόκειται να δημιουργήσει καλλιτεχνικά : Πριν σε αποδεχθεί ο κόσμος, θα πρέπει πρώτα να σε έχει αποδεχθεί και παραδεχθεί το συνάφι σου.
Όπερ και εγένετο. Σεβάσμιο όνομα από τότε και μετά στην γαλλική αλλαξοδισκογραφική πιάτσα είχε όλα τα φόντα να ανεβάσει την ταχύτητα στην "λεωφόρο" που ο ίδιος άνοιξε.
6/10

TouristTourist - 2000 (Blue Note)
Η "λεωφόρος" αποδείχθηκε πολύ μεγάλη. 5 oλόκληρα χρόνια για να φτάσει στο επόμενο parking. Έστριψε δεξιά κι εκεί είδε θάλασσα (ο Ατλαντικός ήταν), τον διέσχισε και βρέθηκε στις ΗΠΑ και στην αγκαλιά της Blue Note. Για τουρισμό ή όχι θα σας γελάσω, πάντως σαν τουρίστας τα κατάφερε πολύ καλύτερα απ'ότι σαν οδηγός.
Έκανε έναν απο τους καλύτερους δίσκους της περασμένης χρονιάς, δημιούργησε κομμάτια που ακούστηκαν και ακούγονται κατά κόρον, κάποια από αυτά θα παραμείνουν διαχρονικά ("Rose Rouge"), κάποια άλλα θα ακουστούν για μερικά ακόμα καλοκαίρια ("So Flute", "Pont Des Arts", "Sure Thing").
Mε άλλα λόγια δηλαδή έκανε την τύχη του. Τύχη είχε και πριν βέβαια αλλά δεν άφησε και τίποτα ποτέ αποκλειστικά στην διάθεση της. Όπως για παράδειγμα οι επιρροές του από την μαύρη μουσική που τον κατάτρεχαν από πάντα, βρίσκουν την ευκαιρία να εισβάλλουν λυτρωτικά σ'αυτόν τον δίσκο-αριστούργημα και να αλλάξουν άρδην την ευρωπαϊκής προσέγγισης δημιουργικότητα του Boulevard.
9/10

Ελπίζοντας να μην ξανακάνει μια πενταετία να επανέλθει δισκογραφικά, νομίζω ότι σαν επίλογος το πλεόν χρήσιμο θα ήταν να του ευχηθούμε να ξεφύγει από αυτή την μάταια αυθεντικότητα περί της jazz που προσπαθούν να του προσδώσουν. Την έχουμε χορτάσει την αυθεντικότητα. Πουλιέται παντού δέκα δραχμές το κιλό, ειδικά στα ΜΜΕ. Καλή μουσική είναι το ζητούμενο. Και ο Ludovic Navarre έχει τον τρόπο να την δημιουργεί.