Σε τι οφείλεται η καλοκαιρινή συναυλιακή ξηρασία της Θεσσαλονίκης;
Ως γνωστόν, και κάλλη έχει και ομορφιά έχει, στον κόσμο δεν είναι άλλη... μόνο συναυλίες (και μετρό) δεν έχει. Του Τάσου Βαφειάδη
Μάλλον το ερώτημα θα ξενίσει κάποιους; Τι ξηρασία; Σε τόσες συναυλίες πήγαμε, θα μου πουν. Στον Παπακωνσταντίνου (Β.+Θ.), στον Δεληβοριά, στις Σκιαδαρέσες, στους Nightstalker, στους Social Waste. Εσύ που ήσουν;
Εννοείται πως έγιναν συναυλίες, αλλά σε συντριπτικό ποσοστό ήταν εγχώριων καλλιτεχνών και αυτό δεν είναι κριτήριο για τη συναυλιακή κίνηση της δεύτερης μεγαλύτερης πόλης μίας χώρας. Αλλοίμονο αν δεν έπαιζαν στη Θεσσαλονίκη, όπως και στην Πάτρα, στη Λάρισα, στην Κρήτη και σε άλλα μέρη, οι Έλληνες καλλιτέχνες και αλλοίμονο αν δεν τους στηρίζαμε. Το ερώτημα αφορά την έλευση διεθνών καλλιτεχνών στην πόλη. Συνηθίζουμε οι Θεσσαλονικείς να αποσκορακίζουμε τις κυβερνήσεις για την παραμέληση της πόλης. Όμως εδώ δεν σχετίζονται οι πολιτικοί αξιωματούχοι, έχουμε να κάνουμε κυρίως με την ιδιωτική πρωτοβουλία.
Ακόμα και πέρσι, το 2022, όπου ένα σημαντικό μέρος του κοινού ήταν ακόμα σφιγμένο από τον μασκοφόρο χειμώνα που πέρασε και δεν έγιναν τόσες πολλές συναυλίες ούτε στην Αθήνα, ήρθαν αρκετά ονόματα στη Θεσσαλονίκη (Gogol Bordello, Accept, Dropkick Murphys, Thievery Corporation, Sisters of Mercy, Calexico, Tiger Lillies). Φέτος, παρόλο που ουσιαστικά ήταν το πρώτο καλοκαίρι μετά το 2020 που δεν είχαμε τον Covid-19 στο μυαλό μας, αν δεν μου ξέφυγε κάτι, μόνο 4 ξένα συγκροτήματα εμφανίστηκαν σε ανοιχτούς χώρους στη Θεσσαλονίκη τους τρεις καλοκαιρινούς μήνες. Οι Swans (για 4η φορά), οι Pink Martini, οι Γεωργιανές Trio Maldili και οι James (που το 2009 πραγματοποίησαν τρεις συνεχόμενες συναυλίες στο Θέατρο Γης!). Αυτή η συναυλιακή άπνοια ήταν κάτι πρωτόγνωρο για την πόλη, μια που στο παρελθόν κάποια από τα μεγάλα ονόματα που έρχονταν τα καλοκαίρια στον Νότο, περνούσαν και από τον Βορρά, αφού πάντα προσέλκυαν κοινό και από τις γειτονικές βαλκανικές χώρες. Σταχυολογώ κάποια: Cypress Hill (2019), Bob Dylan (2014), Duran Duran (2012), James Brown (2006), White Stripes (2005), Radiohead (2000) και δεν αναφέρω τις ρόδινες μέρες της δεκαετίας του ’90 που ό,τι πιο φρέσκο υπήρχε ερχόταν στον Μύλο.
Προφανώς, ο κάθε διοργανωτής ρισκάρει τα χρήματά του φέρνοντας συγκροτήματα και είναι λογικό να το σκέφτεται και να υπολογίζει τα οικονομικά μία και δύο φορές. Ωστόσο, μια χρονιά που υπήρξε –ευτυχώς και επιτέλους– συναυλιακός οργασμός στην Αθήνα και με την παράκρουση για την επερχόμενη συναυλία των Coldplay, είναι εύλογη η απορία γιατί κάποια από όλα αυτά τα ονόματα που επισκέφτηκαν την Ελλάδα δεν τα έφερε κάποιος και στη Θεσσαλονίκη. Και δεν αναφέρομαι στους Guns n’ Roses που το κόστος παραγωγής θα ήταν τεράστιο, αλλά σε ονόματα όπως οι Waterboys, οι Madrugada, οι Arctic Monkeys, οι Manowar που είναι σίγουρο ότι θα γέμιζαν τους χώρους που θα εμφανίζονταν. Δεν γνωρίζω προσωπικά κανέναν διοργανωτή συναυλιών, οπότε δεν ξέρω τι πήγε στραβά φέτος. Η ανακοίνωση πριν τρεις εβδομάδες της μη πραγματοποίησης του Street Mode Festival, ενός μεγάλου φεστιβάλ της πόλης που γίνεται από το 2010, δυστυχώς επιβεβαιώνει ότι κάτι πάει στραβά.
Η επιτυχία των συναυλιών στην πρωτεύουσα κάνει σαφές πως ο κόσμος στην μετά-covid εποχή διψάει για ζωντανές εμφανίσεις. Το ερώτημα είναι πλέον αν τα επόμενα χρόνια θα μπει και η Θεσσαλονίκη στον ευρωπαϊκό χάρτη των συναυλιών ή θα καταντήσει φτωχοσυναυλιομάνα;