Ο άνδρας με λάχανο για κεφάλι
Στη θεωρία του Διεθνούς Μάρκετινγκ, για την προώθηση κάθε προϊόντος δίνεται προσοχή στη διαφορετικότητα της κουλτούρας και του πολιτισμού της καθεμιάς χώρας. Ένα από τα χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι ότι όταν ήθελαν οι καπνοβιομηχανίες να προωθήσουν το τσιγάρο στη Γαλλία, το παρουσίασαν σαν μια σκανδαλιά, σαν κάτι το προκλητικό, το απαγορευμένο. Και έπιασε.
"Je bois et je fume. L'alcool conserve les fruits; la fumee conserve la viande." [Πίνω και καπνίζω. Το αλκοόλ διατηρεί τα φρούτα, ο καπνός διατηρεί το κρέας.]
Ο κ. Serge Gainsbourg, κατά κόσμο Lucien Ginsburg, ήταν ένα φαινόμενο για το γαλλικό τραγούδι, ένα σημείο αναφοράς για τη μουσική διεθνώς, μια προσωπικότητα που αγαπήθηκε τόσο όσο δε θα περίμενε κανείς. Δύο μάτια μικρά και πονηρά, δύο τεράστια αυτιά και μια μύτη μεγάλη και γαμψή σε ένα μεγάλο κεφάλι κολλημένο σε μικρό σώμα. Μια σωστή φιγούρα για κόμικς.
"J'aime bien Mickey. Il est comme moi: il a deux grandes oreilles et une longue queue." [Μου αρέσει ο Μίκυ (Μάους). Είναι σαν εμένα: έχει δύο μεγάλα αυτιά και μια μακριά ουρά.]
Μουσικά, ο Gainsbourg πέρασε από χίλια διαφορετικά σημεία. Στην αρχή της καριέρας του θύμιζε πολύ τον Βέλγο Jacques Brel, τραγουδώντας για ανθρώπινες ιστορίες με το ύφος ενός μποέμ. Η μουσική είναι 100% γαλλοκεντρική, τα τραγούδια του chansons francaises. Αρχίζει σιγά-σιγά να παίζει με τις λέξεις, με τα νοήματα, και καθιερώνει το μοναδικό στιχουργικό στυλ για το οποίο έχει αγαπηθεί.
Et chaque fois Les Feuilles mortes/ Te rappelle a mon souvenir/ Jour apres jour les amours mortes/ N'en finissent pas de mourir, από το La Chanson de Prevert. (Και κάθε φορά Τα πεθαμένα Φύλλα/ Σου φέρνουν την ανάμνησή μου/ Μέρα με τη μέρα οι πεθαμένες αγάπες/ Δεν σταματούν να πεθαίνουν).
Φλερτάρει με την τζαζ, πρώτα σε σχήμα μπάντας με κρουστά, πνευστά, κοντραμπάσο κι έπειτα σε πιο μίνιμαλ σχήμα με μόνο ηλεκτρική κιθάρα και ηλεκτρικό μπάσο. Παίζει pop τυπική της δεκαετίας του '60 και κερδίζει το 1965 το βραβείο της Eurovision με την κλασική σύνθεσή του "Poupee de cire, poupee de son" σε εκτέλεση της France Gall - το κομμάτι έχει διασκευαστεί σε δεκαπέντε γλώσσες με πρόσφατη διασκευή αυτή των Arcade Fire. Βάζει και την αφρικάνικη μουσική παράδοση στις συνθέσεις του, δίνοντας έμφαση στα κρουστά. Γράφει μουσική για δεκάδες soundtrack, παίζοντας από κομμάτια με τόσα έγχορδα που θυμίζουν τον τέταρτο δίσκο του Scott Walker τρία-τέσσερα χρόνια πριν κυκλοφορήσει. Μέχρι και μίνιμαλ funk παίζει, όπως στην περίπτωση του συγκλονιστικού "Requiem pour un con" (Ρέκβιεμ για ένα μαλάκα). Μάλιστα, το συγκεκριμένο τραγούδι βρίσκεται ακόμα και σε ένα funk mix album του DJ των Portishead, Andy Smith. Με την Jane Birkin τραγουδούν τον ύμνο στον σαρκικό έρωτα δίχως συναίσθημα και πολυαγαπημένο στους Κανάκη και Καλυβάτση "Je t'aime, moi non plus", προκαλώντας ολόκληρο τον κόσμο, ακόμα και τον ίδιο τον Πάπα, ο οποίος το κατακεραυνοβόλησε σε μία λειτουργία της Καθολικής Εκκλησίας στο Βατικανό. Να σημειώσω πως όλα τα παραπάνω λαμβάνουν μόνο στη δεκαετία του '60. Έπεται συνέχεια...
"69, annee erotique" - Το 1969 ανακηρύσσεται ως ερωτική χρονιά!
Το 1971, βγάζει το δίσκο-φαινόμενο "Melody Nelson", παίζοντας prog rock με funky στοιχεία και ζεστά έγχορδα. Κομμάτια έχουν σαμπλαριστεί από Portishead και Mirwais, ανάμεσα σε άλλους, το "Ballade de Melody Nelson" έχει διασκευαστεί από τους Placebo, ενώ η επιρροή του έφτασε μέχρι και στον απόλυτα προσωπικά εξομολογητικό δίσκο του Beck "Sea change".
No. 21 στους καλύτερους δίσκους της δεκαετίας του '70, όπως ψηφίστηκε από το Pitchfork.
Ο Serge Gainsbourg θα περάσει αρκετά χρόνια της δεκαετίας του '70 χωρίς να παρουσιάζει σημαντικές τάσεις προς τον πειραματισμό. Παίζει rock 'n' roll, κάτι που έχει ξανακάνει στην προηγούμενη δεκαετία, αλλά αυτή τη φορά προκαλεί, βάζοντας στους στίχους του σύμβολα μιλιταριστικά και ναζιστικά, παραθέτοντάς τα με χιούμορ, ειρωνεία και παιχνιδιάρικη διάθεση. Αποτέλεσμα ο δίσκος "Rock around the Bunker" με τραγούδια όπως "Nazi Rock" και "S.S. in Uruguay".
Λόγω της εβραϊκής του καταγωγής, ο Gainsbourg στον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο αναγκάστηκε σαν παιδί να φοράει το κίτρινο αστέρι...
Το 1979, ο Gainsbourg στήνει την απόλυτη πρόκληση τόσο μουσικά όσο και στιχουργικά. Πάει στο Kingston της Τζαμάικα και σε συνεργασία με τους Sly & Robbie, την Rita Marley και άλλους τζαμαϊκανούς μουσικούς, παίζει γαλλικό reggae "strictly roots - a ecouter fort" ή όπως έγραφε ο Bowie στο "Ziggy Stardust" "to be played at maximum volume". Ε, και τι το περίεργο; Εδώ και οι Έλληνες παίζουν reggae πλέον. Φαντάζεστε, όμως, τι θα γινόταν αν οι Locomondo έβγαζαν τον Εθνικό Ύμνο σε reggae -κάτι το οποίο μπορεί ήδη να έχουν πράξει, βέβαια, αλλά να μην το γνωρίζω- και μάλιστα με τον τίτλο "Σε γνωρίζω από την όψη, και τα λοιπά..."; Για να το πάμε ένα βήμα παραπέρα και να θεωρήσουμε πως αυτή η διασκευή έρχεται από τα χέρια ενός καλλιτέχνη του βεληνεκούς του Νταλάρα. ΣΑΛΟΣ!!! Όλα τα κανάλια θα ασχολούνταν με το θέμα για μήνες, με παράθυρα επί παραθύρων, με τους εκπροσώπους του ΛΑ.Ο.Σ. να βγαίνουν από τα ρούχα τους και να θέλουν να δουν τον καλλιτέχνη από κοντά και να τον φιλήσουν στο στόμα όπως θα έκαναν Σικελιανοί μαφιόζοι. Έτσι και ο Gainsbourg έβγαλε το κομμάτι με τον τίτλο "Aux armes et caetera...".
Η μαγκιά όμως είναι η εξής: εκτός ότι μουσικά το κομμάτι, όπως και ολόκληρος ο δίσκος, είναι καταπληκτικό, δίνοντας μια άλλη διάσταση στον Εθνικό Ύμνο της Γαλλίας, ο Gainsbourg αγόρασε αδρά σε δημοπρασία την πρωτότυπη παρτιτούρα του ύμνου της Γαλλίας για ορχήστρα, για να δείξει σε όλους τους κατηγόρους του ότι κάτω από τις νότες του ρεφρέν, σαν οδηγός για την ορχήστρα αναγράφονταν οι λέξεις "Aux armes et caetera...". Σαν να τους έλεγε: "καλύτερα να μασάς, παρά να μιλάς".
Στη γαλλική σελίδα του amazon γράφει ότι οι πελάτες που παρήγγειλαν το συγκεκριμένο δίσκο, αγόρασαν και το "Sound of Silver" των LCD Soundsystem.
Και μετά η δεκαετία του '80... Πολλοί καλλιτέχνες που δημιούργησαν την καριέρα τους τη δεκαετία του '60 και του '70 παθαίνουν τέτοιο σοκ που βγάζουν από μετριότητες μέχρι και αηδίες. Μεγάλα ονόματα όπως οι David Bowie, Rolling Stones και Neil Young πνίγονται από τα φτηνά synth, το στυλ για το στυλ και την όλη αλλαγή του trend, όπως λέμε στα μέρη μας. Όχι όμως και ο κ. Gainsbourg.
Δεν λέμε πως δεν επηρεάζεται καθόλου από τη δεκαετία. Ίσα-ίσα. Καταφέρνει, όμως, να πάρει τα κιτς στοιχεία της, τα πρώτα κακής ποιότητας ψηφιακά πλήκτρα, τη hip-hop και τη ρυθμονομία της και να τα εντάξει όλα στον decadence κόσμο του. Ειδικά όταν ακούς τις συγκεκριμένες δουλειές τώρα καταλαβαίνεις τη μαεστρία με την οποία έδεσε ο Gainsbourg όλα τα διαφορετικά στοιχεία της. Ανάμεσα σε αυτά ξεχωρίζουν τα κομμάτια "Love on the beat" -ένα από τα πιο φρικιαστικά τραγούδια που καταγράφηκαν από mainstream καλλιτέχνη, το οποίο θα μπορούσε να είναι ταυτόχρονα το τέλειο soundtrack ενός βιασμού σε ταινία του Haneke και μιας βίαιης δολοφονίας νεαρής κοπέλας σε ταινία του Argento- και το "Lemon incest", ντουέτο με την κόρη του, την γνωστή ηθοποιό κατά πρώτο λόγο και τραγουδίστρια κατά δεύτερο Charlotte Gainsbourg, του οποίου το video clip κάνει το "Justify my love" της Madonna να θυμίζει video clip του Jive Bunny.
Bowie, Beau oui comme Bowie.
Στις 2 Μαρτίου 1991 πεθαίνει από καρδιακή προσβολή. Η αγάπη από τον κόσμο του, όμως, παραμένει δυνατή μέχρι σήμερα και η μουσική και οι στίχοι του εμπνέουν τους μουσικούς και τους λοιπούς κοινούς θνητούς όχι μόνο της Γαλλίας αλλά και αυτούς που θα σου απαντήσουν "μακαρόνια φρικασέ" ή κάτι αντίστοιχο στην ερώτηση "Parlez-vous francais?".
Ο τότε πρόεδρος της Γαλλίας Μιτεράν μίλησε στην κηδεία του και είπε ότι ο Gainsbourg ήταν για τη σύγχρονη Γαλλία ο Μπωντλαίρ, ο Απολλιναίρ. Για εμάς που συγκινούμαστε με τα τραγούδια του -γιατί ας μη γελιόμαστε, η συγκίνηση δεν προκαλείται μόνο από λυπητερή μουσική- είναι η πεμπτουσία του ανθρώπου που δεν φοβάται να δείξει ποιος είναι και τι κουβαλάει στο μυαλό του, στην ψυχή του. Δεν είναι ένας καλός ορισμός του ελεύθερου ανθρώπου;