Το κοντραμπάσο χορεύει στη Σιένα, στις μεσαιωνικές πλατείες
Η Ελένη Φουντή μας συστήνει δισκογραφικά μια νέα πολυτάλαντη κοντραμπασίστρια η οποία καταφέρνει να συνδυάζει τον τζαζ αυτοσχεδιασμό, την ακαδημαϊκότητα και την ζωντάνια της σκηνής
Δεν μπορώ να μην το επισημάνω πρώτο: Χαίρεσαι να τη βλέπεις. Η κοντραμπασίστρια / συνθέτρια Silvia Bolognesi ανήκει σε αυτή την προνομιακή κατηγορία ανθρώπων που όταν χαμογελάνε λάμπουν ολόκληροι. Επίσης μου μεταδίδει μια αίσθηση πληρότητας και σιγουριάς του τύπου “ξέρω ποια είμαι και πού βαδίζω” τύφλα να ‘χει η πλοίαρχος Janeway του USS Voyager (οι μη trekkies ας με ανεχτούν). Θα μου πείτε τα λέω αυτά επειδή είμαι φυσιογνωμίστρια και θα ‘χετε εν μέρει δίκιο, αλλά άμα δείτε το βιογραφικό της που είναι από ‘δω μέχρι το Delta Quadrant ίσως αλλάξετε γνώμη. Και ακόμα περισσότερο αν ακούσετε τη δουλειά της βέβαια, γιατί τα τυπικά προσόντα δεν είναι εχέγγυο ταλέντου. Η Bolognesi λοιπόν τα έχει και τα δύο και περνάει αμέσως από το wormhole σε όποιο μέρος του διαστήματος θέλει.
Με πολυετείς σπουδές μουσικής και κοντραμπάσου σε ωδεία και τη Siena Jazz Academy, το 2004 συγκρότησε το δικό της Open Combo, μια πλατφόρμα ανοιχτής έκφρασης της μελωδίας και του αυτοσχεδιασμού με αναφορές στον Charles Mingus, τους Art Ensemble of Chicago, την Carla Bley αλλά και τον Frank Zappa, δίνοντας χώρο και σε νεότερα από την ίδια ταλέντα να δείξουν τι ψάρια πιάνουν. Το 2009 έφτιαξε με τις Tomeka Reid και Mazz Swift το τρίο εγχόρδων Hear In Now που πέρασε από το τζαζ σύνορο στον πλανήτη του contemporary classical και έναν χρόνο μετά ίδρυσε τη Fonterossa Records, η οποία - πλην των κυκλοφοριών σε φυσική μορφή - προωθεί την ιταλική σκηνή μέσω εργαστηρίων, residency στο τζαζ φεστιβάλ της Πίζας και συναυλιών της Fonterossa Open Orchestra (υπό τη διεύθυνση της ίδιας της Bolognesi ή προσκεκλημένων). Κάπου εκεί άρχισε και η διεθνής αναγνώριση με βραβεύσεις, την συμμετοχή της σε μεγαλύτερα σχήματα, ομάδες χορού και συνεργασίες με τον William Parker, τον Antony Braxton, τη Nicole Mitchell κ.α. Το 2017 την κάλεσε ο Roscoe Mitchell στους Art Ensemble Of Chicago παρακαλώ, ένα όνειρο ζωής φαντάζομαι για τους περισσότερους τζαζίστες, πέραν δηλαδή του ότι - όπως προαναφέρθηκε - ο Mitchell είναι και βασική επιρροή της Bolognesi. Τη συναντάμε άλλωστε και στον επετειακό δίσκο - ορόσημο “We Are On The Edge (A 50th Anniversary Celebration)” του 2019 από την Pi Recordings.
Εν τω μεταξύ, η θαυματουργή Silvia, από φοιτήτρια, είναι πλέον διδάσκουσα στη Siena Jazz Academy, καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο και στη μουσική σχολή Mosaico της Τοσκάνης και τρέχει και διάφορα άλλα σχήματα, όπως τους Young Shouts, το κουαρτέτο Almond Tree, το chamber jazz σχήμα Xilo, ή τους πιο παραδοσιακούς Ju-Ju Sounds (έχουν και μπάντζο). Πώς τα προλαβαίνει όλα αυτά είναι απορίας άξιο, γιατί αν κρίνω και από τη δισκογραφική της παρουσία, κρατάει τα πράγματα σε ΑΑ επίπεδο. Δεν είναι της παρούσης να απαντηθεί, πάντως το να αναδεικνύεται γυναίκα και δη κοντραμπασίστρια (επιεικώς από τους λιγότερο προνομιακούς ρόλους για να λάμψει κανείς επί σκηνής) ως μία από τις σημαντικότερες μορφές μιας σκηνής τζαζ όπως η ιταλική, που είναι ταυτόχρονα πλούσια, αξιόλογη αλλά και ισχυρά ανδροκρατούμενη, σίγουρα περισσότερο από ό,τι ισχύει σε ευρύτερη κλίμακα, δεν είναι απλό, τουλάχιστον όχι στον πρωτόγονο 21ο αιώνα (η πλοίαρχος Janeway που εμφανίστηκε τον 24ο αιώνα οπωσδήποτε ευνοήθηκε στον τομέα αυτό). Οι παρακάτω δίσκοι είναι μόνο μια μικρή εισαγωγή στο φαινόμενο Silvia Bolognesi, που ίσως εξηγούν και τρία πράγματα παραπάνω· το εκτυφλωτικό χαμόγελό της, τη σιγουριά, τους λόγους που πάνω από τη Σιένα και τις μεσαιωνικές πλατείες δεν πλανάται μόνο το φάντασμα των ιπποτών, αλλά και η αύρα του αυτοσχεδιασμού.
Hear In Now - Not Living In Fear (International Anthem Recording Company, 2017)
Το πιο ενδιαφέρον στη σύμπραξη των Bolognesi, Reid, Swift δεν είναι η αμιγής γυναικεία παρουσία, γιατί άλλωστε συναντήθηκαν κατόπιν ανάθεσης από το φεστιβάλ Woma Jazz, που προβάλλει αποκλειστικά γυναίκες. Το πιο ενδιαφέρον είναι ότι παρά τις πολυάριθμες δραστηριότητες και των τριών, είτε ως leaders είτε ως sidewomen, και την ανορθόδοξη σύσταση του τρίο μόνο από έγχορδα (βιολί και φωνητικά η Swift, βιολοντσέλο η Reid και φυσικά κοντραμπάσο η Bolognesi), αποφάσισαν να διατηρήσουν τις Hear In Now σε μόνιμη βάση. Κύλησε ο τέντζερης κοινώς και εγένετο “Not Living In Fear”, ο δεύτερος αισίως δίσκος τους, που τζαζ δεν τον λες, ούτε neoclassical, ούτε εντελώς αυτοσχεδιαστικός είναι, ούτε ακριβώς chamber αισθητικής.
Αυτό που είναι πραγματικά εντυπωσιακό είναι ότι περιέργως πώς, παρά την απουσία πιάνου, ή του κλασικού rhythm section και παρόλο που οι εκτεταμένες τεχνικές στο παίξιμο των οργάνων (πχ το col legno στο βιολί) πάνε σύννεφο, έχουν καταφέρει να πρωταγωνιστεί εδώ η μελωδία. Η Silvia δίνει τα ρέστα της με το pizzicato παίξιμο και το σόλο στο “Requiem For Charlie Haden” που είναι δική της σύνθεση και στο “Cicle”, το “Prayer For Wadad” της Reid, μάλλον το αγαπημένο μου του δίσκου, εξιστορεί μυστικιστικά παραμύθια της αρχαίας Φρυγίας και η ζεστή και δυνατή φωνή της Dee Alexander, που κάνει ένα πέρασμα ως καλεσμένη στο ομώνυμο κομμάτι, μας το λέει ξεκάθαρα: Η ομορφιά δεν θέλει δυσκολία. Μια απλή φωνητική γραμμή αρκεί (αν είναι η σωστή). Στην τελική καταλαβαίνεις αν σου αρέσει ένας τζαζ δίσκος από την επιθυμία σου να τον ακούσεις λάιβ. Τις έχω βάλει στο μάτι τις τρεις κυρίες και θα τις περιμένω σε μια σκηνή εδώ κοντά.
8/10
Tiziano Tononi & Daniele Cavallanti Nexus - Experience Nexus! (Rudi Records, 2017)
Ένα αρχαίο ρητό των Σουμερίων λέει πως ο βήχας, ο λόξιγκας και η τελειομανία δεν κρύβονται και η Bolognesi λέει πως την αγχώνει περισσότερο να δουλεύει ως sidewoman παρά ως leader, λόγω του ειδικού βάρους της ευθύνης να διαχειρίζεσαι υλικό που δεν είναι δικό σου. Καταλάβαμε. Πόσο μάλλον, φαντάζομαι, όταν μιλάμε για την παλιοσειρά της ιταλικής avant-jazz, δηλαδή τον ντράμερ Tiziano Tononi και τον σαξοφωνίστα Daniele Cavallanti στο μακροημερεύον (από το 1981) σχήμα τους, Nexus, το οποίο προωθεί την κουλτούρα της συνεχούς εξέλιξης με την προσθήκη νέων μελών και μουσικών υφών.
Δεν θα επεκταθώ στο μουσικό μέρος του δίσκου, ένα κάπως ασυνήθιστο και ελεύθερο experimental big band με έντονες αφροαμερικανικές φόρμες, γιατί άλλωστε η Bolognesi εδώ υποστηρίζει το εγχείρημα. Δεν πρωταγωνιστεί, ούτε έχει συμβάλει στις συνθέσεις. Έχει όμως σημασία να δοθεί πιστεύω και αυτή η οπτική, της sidewoman, και διάλεξα συγκεκριμένα αυτό το project, γιατί κάθε μέλος επιλέγεται από τους Μιλανέζους προσεκτικά και στοχευμένα, ώστε να μπορεί να εξισορροπεί την ιδιαίτερη, προσωπική του ταυτότητα με την ιδέα της συλλογικής έκφρασης του contemporary ήχου μέσα από μυστήρια, σχεδόν αρχαϊκά μουσικά κανάλια, όπως τα μπλουζ και η τζαζ του περασμένου αιώνα. Οι Silvia Bolognesi (προφανώς κοντραμπάσο), Emanuele Parrini (βιολί), Francesco Chiapperini (σαξόφωνο, κλαρινέτο, φλάουτο) είναι οι παλιοί της παρέας, και οι Gabriele Mitelli (κορνέτο, τρομπέτα), Pasquale Mirra (βιμπράφωνο) οι νέοι του σχήματος. Είστε όλοι υπέροχοι ρε! (Bonus tip: Οι Nexus φέτος κυκλοφόρησαν και το ωραιότατο “The Call: For A New Life” πάλι με τη Bolognesi και ελαφρώς διαφοροποιημένες συμμετοχές, γιατί ο νέος είναι ωραίος, ο παλιός είναι αλλιώς και η Silvia απ’ ό,τι φαίνεται η ομάδα που κερδίζει και δεν αλλάζει. Τσεκάρετε εδώ).
7,5/10
Silvia Bolognesi Young Shouts - aLive Shouts, an Homage to Bessie Jones (Fonterossa Records, 2019)
Όσα Shouts και να βάλουν ότι είναι Young, τα τέσσερα από τα οχτώ τους πόδια πατάνε σε roots, σίγουρα. Δεν αναφέρομαι στη συμπαθή τάξη των αρθρόποδων. Τέσσερα είναι τα μέλη του σχήματος Young Shouts της Bolognesi, ήτοι, πλέον της ίδιας στο κοντραμπάσο, o Attilio Sepe στα σαξόφωνα, ο Emanuele Marsico στην τρομπέτα και τα φωνητικά και ο Sergio Bolognesi (απλή συνωνυμία κάπου είδα) στα ντραμς. Το φοβερό είναι πως πρόκειται για μαθητές της από τη Siena Jazz Academy, τους οποίους η Bolognesi ξεχώρισε και θέλησε να βάλει μπροστά, όπως έκαναν και οι παλιότεροι μαζί της, ο Roscoe Mitchell και ο William Parker δηλαδή. Και αλήθεια, τι ωραιότερο από τη μεταλαμπάδευση των αξιών και της γνώσης σου στην επόμενη γενιά ε;
Αυτή είναι η πρώτη τους δουλειά (ευτυχώς υπάρχει και συνέχεια, με το εξαιρετικό “A Frame In The Crowd” που κυκλοφόρησε φέτος - συνδέεται μάλιστα θεματολογικά με το “aLive Shouts” - και το ακούτε εδώ), ζωντανή ηχογράφηση στη Φλωρεντία το 2019, εμποτισμένη στις αφρικανικές ρίζες των μπλουζ, της γκόσπελ και της φολκ, μια ωδή στην τεράστια Bessie Jones, τη “Μάνα Κουράγιο των μαύρων αμερικανικών παραδόσεων” κατά τον εθνικομουσικολόγο Alan Lomax. Η Bolognesi εδώ έχει επιτελέσει πραγματικό άθλο με τη μουσική που έγραψε. Εμπνεόμενη από τους στίχους που ερμήνευσε η Jones, τους οποίους διατηρεί, η Silvia συνέθεσε κομμάτια απλά αλλά ουσιαστικά, που καθοδηγούνται από τις φωνητικές γραμμές και διαπνέονται από την γκόσπελ κληρονομιά. Κομμάτια που ακούγονται παλιά αλλά και καινούρια, γεμάτα ενέργεια και τον παλμό του νέου αίματος των συνεργατών της, κομμάτια που φωνάζουν ότι όλα στην Αφρική ξεκίνησαν, κομμάτια ανατριχιαστικά.
9/10
Astragalo - Astragalo (Fonterossa Records, 2021)
Οι πρώτες μου σκέψεις πριν ακούσω νότα: Τι αστράγαλο και κνήμη και περόνη παιδιά; Και μόνο που το λες στραμπουλάς το πόδι. Μήπως μας βγει ο δίσκος υπερβολικά abstract ή experimental;
Ναι και όχι είναι η απάντηση, ή μάλλον με μια πρώτη, μη ενημερωμένη ακρόαση ναι, αλλά σε ένα δεύτερο γκεστάλτ (που θα έλεγε και ο Κονσταντέν), όχι, γιατί η ουσία του project Astragalo δεν είναι μια φορμαλιστικού χαρακτήρα αισθητικοποίηση της μουσικής δομής. Υπάρχει περιεχόμενο και συγκεκριμένη θεματολογία εδώ και μάλιστα αφηγηματικού τύπου. Στις σημειώσεις της (αποκλειστικά ψηφιακής) κυκλοφορίας στο bandcamp, μαθαίνουμε καταρχάς ότι - χωρίς να παραλείπεται η αναφορά στο γνωστό οστό - Astragalus είναι και ένα παραδοσιακό ινδικό παραμύθι, η ιστορία ενός μικρού φλαουτίστα που πείθει τον κακό τον λύκο να μην του φάει τον αστράγαλο, για να ζήσει αιώνια ως μαγεμένη μουσική, σαν τον Κρίσνα.
Astragalo είναι επίσης το όνομα του παρόντος δωδεκαμελούς ensemble, που εδώ ερμηνεύει τα αποτελέσματα του ερευνητικού προγράμματος της μουσικολόγου Roberta De Piccoli από τη Μπολόνια και του πιανίστα Stefano Battaglia από τη Σιένα, οι οποίοι τι σκέφτηκαν λέτε εσείς; Να διερευνήσουν αν γίνεται και πώς να ενσωματωθεί η θεωρία του Σοβιετικού ακαδημαϊκού Βλαντιμίρ Προπ ότι η δομή κάθε παραμυθιού μπορεί να περιγραφεί με ένα πλήθος έως 31 λειτουργιών (τις οποίες ο Προπ έχει περιγράψει χαρτί και καλαμάρι εννοείται) στην εμπειρία της αυτοσχεδιαστικής μουσικής. Κοινώς, ευτυχώς η τρέλα δεν πάει στα βουνά αλλά τρυπώνει στις καρδιές κάποιων ρομαντικών δονκιχωτών, που δεν πα’ να κινδυνεύει η επιβίωση και των τελευταίων τεκμηρίων του ανθρώπινου πολιτισμού, θα τεστάρουν αυτό που ονειρεύονται για τους εαυτούς τους (και ίσως και τους λιγοστούς αποδέκτες που τυχόν ενδιαφερθούν).
Για τον σκοπό αυτό επέλεξαν παραμύθια από διαφορετικές παραδόσεις, από την αρχαία Ρωσία και τη Νορβηγία μέχρι αφρικανικούς μύθους, που να τριγκάρουν κατάλληλα και να εμπνέουν τους δώδεκα Astragalo, οι οποίοι με βιολιά, βιόλα, φλάουτα, κλαρινέτα, φωνές, σαξόφωνα, κιθάρες, sound effects, ένα (ιδιαίτερα χαρακτηριστικό στα σημεία θα έλεγα) ακορντεόν, πιάνο, ντραμς και δύο κοντραμπάσα (μαντέψτε ποια παίζει το ένα), εκφράζονται μιμούμενοι ο ένας τον άλλον, επαναλαμβανόμενοι, συνδιαλεγόμενοι, ανά ζεύγη, σολάρουν, κάνουν ντουέτα κλπ, τέλος πάντων κάνουν αυτό που γουστάρουν με άξονα τα παραμύθια και ακούγοντας ο ένας τις αντιδράσεις του άλλου. Το αποτέλεσμα είναι έξι πολύ ενδιαφέροντες, μινιμαλιστικοί αυτοσχεδιασμοί, που είναι αλήθεια ότι δύσκολα τους ευχαριστιέσαι αν δεν γνωρίζεις το πλαίσιο. Δεν είμαι καθόλου βέβαιη ότι στέκουν μουσικά αυτοτελώς. Ωστόσο για ερευνητικό πρόγραμμα στα παραμύθια μιλάμε. Και αν μη τι άλλο, μπορεί τα παραμύθια να έχουν happy ending, αλλά η διαδρομή μέχρι εκεί είναι φιδοειδής και απρόβλεπτη.
Και η Bolognesi δεν παίζει απλώς κοντραμπάσο. Έφερε αυτό το παράξενο, ακαδημαϊκό μα παραμυθένιο project στα αυτιά μας μέσω της Fonterossa Records. Με τις δικές της μικρές αλλά ταυτόχρονα μεγάλες υπερδυνάμεις.
7/10