Το… αναμάρτητο αγόρι την πέτρα να ρίξει πρώτο
Αναστάσιος Μπαμπατζιάς... είπεν και ελάλησεν (εν προκειμένω έγραψεν) και αμαρτίαν ουκ έχει.
Να μια πολύ καλή ευκαιρία να μιλήσει κανείς για τη δύσκολη έννοια για την τέχνη (και όχι μόνο) της αντικειμενικότητας. Αν δεχτούμε ότι απόλυτη αντικειμενικότητα δεν υπάρχει, μιας και τίποτα δεν είναι τέλειο, μπορούμε να μιλήσουμε για μια κατά προσέγγιση αντικειμενικότητα, την λίγο πριν το απόλυτο, αυτή με τις εξαιρέσεις. Προσωπικά η λέξη αντικειμενικότητα δε με τρομάζει. Μάλιστα πολλές φορές είναι χρήσιμη για να ορίζουμε τα πράγματα και να τα οργανώνουμε, να τοποθετούμε και να τοποθετούμαστε. Το χάος δεν υπάρχει από τη στιγμή που υπάρχουμε. Δεν είμαστε φτιαγμένοι για να λειτουργούμε χαοτικά.
Άραγε την περίπτωση του Sin Boy την αντιμετωπίζουμε αντικειμενικά; Είναι ή δεν είναι ο Sin Boy σοβαρή περίπτωση καλλιτέχνη; Μάλλον, ας αναρωτηθούμε πρώτα... τι είναι αντικειμενικό στην τέχνη και τι υποκειμενικό. Μια (πιστεύω) λάθος οπτική για αυτή την αντικειμενικότητα είναι η σχεδόν καθολική παραδοχή της ιδέας ότι η τέχνη δεν μπορεί να είναι παρά κάτι λόγιο, κάτι που φτιάχνεται από «σοβαρούς» ανθρώπους μιας κάποιας «κουλτούρας». Και μάλιστα αυτό μπορεί και να το λένε υψηλή τέχνη, σε αντίθεση με όποια άλλη απόπειρα που δεν είναι... σοβαρή. Παιδιά εδώ γελάμε και κλαίμε. Δεν υπάρχει υψηλή και χαμηλή τέχνη. Αυτό είναι άκρατος ελιτισμός και, επιτρέψτε μου, ταξική τοξικότητα.
Έχω την εντύπωση ότι ο κυρίως όγκος των θαυμαστών του Sin Boy είναι έφηβοι (και κάγκουρες) και σε αυτό το κοινό οφείλει την επιτυχία του. Άραγε θα πρέπει αυτό να μας αποθαρρύνει από το να τον αξιολογήσουμε θετικά; Δεν μπορώ προσωπικά να δεχτώ ότι υπάρχει συγκεκριμένος καλλιτεχνικός χώρος που αυτομάτως πρέπει να απαξιώνεται. Το καλλιτεχνικό προϊόν ευδοκιμεί και ξεπετάγεται από παντού κυριολεκτικά, από εκεί που δεν το περιμένεις. Δεν υπάρχει κριτήριο ορθολογικό, καταστατικό κανόνων και οδηγίες χρήσεως. Το μόνο κριτήριο είναι η ποιητική, η εκφραστικότητα και η ανεπιτήδευτη ειλικρίνειά τους. Αυτά δεν απαιτούν να ακολουθείς έναν δρόμο άλλον από αυτό που είσαι και νιώθεις, ακόμα και αν είσαι Αλβανός, ακόμα κι αν είσαι φτωχός, ακόμα κι αν είσαι αγράμματος, ακόμα κι αν είσαι πόρνη, λεσβία ή μετανάστης. Ακόμα κι αν οι προθέσεις σου δεν είναι πάντα αγαθές. Γιατί στραβώνουμε με τον Sin Boy; Γιατί δεν μοιάζει με αυτό που έχουμε μάθει να αναγνωρίζουμε ως ποιοτικό. Γιατί μιλάει περίεργα και βρίζει. Γιατί έχει το θάρρος και το θράσος να μας λέει κατάμουτρα ότι θέλει να βγάλει φράγκα και όχι να υπηρετήσει την τέχνη (η τέχνη δεν υπηρετείται, η τέχνη υπηρετεί). Λέει δηλαδή ωμά αυτό που πολλοί άλλοι, λιγότερο ή περισσότερο σοβαροί, δεν παραδέχονται. Είναι μια ταλαιπωρημένη μύγα που έκανε κώλο (μετά συγχωρήσεως) και λέει ότι είναι ο καλύτερος και το πιστεύει. Αναρωτιέμαι τι ποσοστό από haters χαλιέται, ακριβώς με αυτή την αυτοπεποίθηση; Που βρήκε τέτοιο θράσος ένας Αλβανός κάγκουρας; Ας πιούμε ξυδάκι κυρίες και κύριοι. Δεν χρειάζεται ο Sin Boy να μας κολακέψει, έχει τη δυνατότητα και το σθένος από μόνος του να παίξει μπάλα και να κερδίσει.
Τον ανακάλυψα πρόσφατα μέσα στη χρονιά. Άκουγα αυτό το όνομα από δω κι από κει, μου είπαν και κάποιοι με ύφος αποδοκιμαστικό και απορριπτικό ότι είναι η καινούρια μούρη που κάνει γκελ στην πιτσιρικαρία. Με έπεισαν και δεν ασχολήθηκα. Όμως συνέχισα να ακούω για αυτόν από δω κι από κει, όλο και πιο αποδοκιμαστικά σχόλια και αυτό μου κίνησε την περιέργεια. Έβαλα λοιπόν στο youtube να ακούσω το ‘Mαμά’... Ήταν σοκαριστικό γιατί δεν περίμενα ότι θα με «πιάσει», περίμενα ότι θα φάω ξενέρα ολκής. Δεν είμαι προκατειλημμένος από το στυλ, ακριβώς γιατί βαριέμαι τα περισσότερα τραγούδια (ο Θεός να τα κάνει) του είδους και κανονικά δε θα μ’ άρεσε ούτε τούτος, όμως... μ’ άρεσε. Έχει κάτι άλλο. Σε δευτερόλεπτα εμφανίστηκε στο πρόσωπό μου ένα απολύτως αυθόρμητο, ανεξέλεγκτο χαμόγελο. Άκουγα, κοιτούσα και γέλαγα μόνος μου. Από ωμή ευχαρίστηση! Έχει ένα magic touch που μετατρέπει ότι κάνει σε μια πανδαισία ρυθμού, χιούμορ, εκφραστικότητας και... γελοιότητας. Όμως η γελοιότητα είναι κακό πράγμα όταν είναι ατόφια. Τα ψήγματα γελοιότητας μάλλον καλό κάνουν στην τέχνη παρά κακό. Ίσως είναι η απαραίτητη προσθήκη φρεσκάδας σε κάτι που κινδυνεύει να απανθρακωθεί σε μια λαίλαπα τυποποίησης και βαρεμάρας. Πολλοί τον κράζουν για τα στοιχεία αυτά που τον κάνουν να ξεχωρίζει και που εμένα με ενθουσιάζουν, την εκπληκτική του κίνηση που ξεκίνησε αυθόρμητη και στη συνέχεια βρήκε τον σωστό τρόπο να τη χρησιμοποιεί, τα σκοροφαγωμένα φωνητικά του που δεν χρειάζεται στ’ αλήθεια να τα καταλαβαίνουμε ακριβώς γιατί έτσι κι αλλιώς η ρυθμική ροή τους είναι όλο το ζουμί και η ηλεκτρονική μεταχείρισή τους που τα κάνουν ακόμα πιο ενδιαφέροντα.
Θα έλεγα ότι ο Sin Boy είναι ένας ναΐφ καλλιτέχνης. Κάποιος δηλαδή που δεν έχει σπουδάσει αυτό που κάνει αλλά και δεν αναγνωρίζει (ή δεν τον ενδιαφέρει) έναν πολύ συγκεκριμένο καλλιτεχνικό κώδικα ή πλαίσιο κι ας τον τοποθετούμε κάπως χοντροκομμένα και επιφανειακά στο hip hop ή σε κάποιο σύγχρονο παρακλάδι του. Υπάρχουν βέβαια στοιχεία τέτοια στη μουσική του, όμως στα δικά μου αυτιά ακούγονται εντελώς δευτερεύοντα, απλώς άλλο ένα υλικό στη συνταγή και όχι η ίδια η συνταγή. Υπάρχουν και ρέγγε (dancehall) στοιχεία, είναι και ηλεκτρονικό το φόντο (πως αλλιώς-σχεδόν όλη η pop ηλεκτρονική είναι σήμερα). Μπορώ άνετα να τον φανταστώ να βγάζει μουσική σε σύγχρονες εταιρίες ηλεκτρονικής μουσικής απενοχοποιημένες και απομακρυσμένες από την σοβαροφάνεια του χώρου της «υψηλής» αισθητικής, όπως η Warp ή η Posh Isolation (και για να το τραβήξω λίγο θα ‘ταν πολύ ωραίο να το κάνει αυτό σε συνεργασία με καμιά Γωγώ Τσαμπά ή κα’να Βασίλη Καρρά). Ο Sin Boy είναι λαϊκός, κάνει μια σύγχρονη λαϊκή μουσική επιτυχώς μάλιστα αφού ο τρόπος που το κοινό την λαμβάνει αυτό δείχνει. Ακούγεται στους δρόμους κυρίως σε καγκουροάμαξα και ομολογώ ότι είναι η πρώτη φορά που όχι απλώς δεν ενοχλούμαι αλλά ασυναίσθητα λικνίζομαι και μπορεί να ρίξω και καμιά γυροβολιά στη μέση του δρόμου.
Όλα τα τραγούδια του «Kagura» είναι πολύ καλά. Φυσικά και αυτό δεν είναι καθόλου ασήμαντο όταν η πλειονότητα ακόμα και καλών καλλιτεχνών δεν προσέχει και πολύ με τι παραγεμίζει τα άλμπουμ. Αξίζει όμως να ακουστεί το τελευταίο κομμάτι ονόματι “Angelina”, που αν τυχόν το ‘χε κάνει ο Φοίβος Δεληβοριάς όλοι θα χειροκροτούσανε και θα μουρμουριζόταν παντού, ενώ το “Desole” που είναι πιο καινούριο, είναι εκτός άλμπουμ και είναι «σοβαρό». Δύο άσματα πολύ διαφορετικά μεταξύ τους, που όμως διαψεύδουν τον Sin Boy. Αποδεικνύουν και τα δύο ότι ο Sin Boy ΔΕΝ το κάνει μόνο για τα φράγκα. Είναι αντικειμενικότατα πάρα πολύ καλά. Και σχεδόν αθώα.