Σκιαδαρέσες

Πολυπρόσωπο Συναίσθημα, Χιούμορ και Φρεσκάδα

Ντουέτα δίδυμων αδελφών. Κάποτε μας συστήνονταν μέσω του σινεμά, στις μέρες μας αρκεί ένα διαδικτυακό κανάλι. Της Χριστίνας Κουτρουλού
 

Μπορεί ο Στάμος Σέμσης να έχει παραδεχθεί σε συνέντευξή του ότι άργησε να μπει στο ίντερνετ, ωστόσο, από τη στιγμή που το επέλεξε, φαίνεται να έχει σημαντική διάδραση μαζί του. Tα τελευταία χρόνια βλέπουμε δηλαδή να ανανεώνονται συνεχώς τα πράγματα στο YouTube κανάλι του, είτε (και) με τη δική του πινελιά, είτε φιλοξενώντας δημιουργίες και ιδέες άλλων. Πιο γνωστή είναι μάλλον η παρουσία της Φωτεινής Αθερίδου και του Μίνωα Θεοχάρη: με στίχους της, ερμηνείες της/τους και με θεματικές ιδέες του, είδαμε να παίρνουν μορφή πρωτότυπα κομμάτια με πληθώρα καλεσμένων. Τα οποία άδονται και από καταξιωμένους καλλιτέχνες –όπως ο Γιώργος Νταλάρας στο "Αφού Μπορείς"– φτάνοντας ακόμα και στην έννοια του χιτ, στην περίπτωση π.χ. του "Πάρτο Σερί (Μια Μέρα Θα Πεθάνεις)".

Φυσικά, δεν γίνεται να μην παρατηρήσεις ότι οι περισσότεροι φιλοξενούμενοι/ες είναι καλλιτέχνες της υποκριτικής τέχνης· κάτι που σου δημιουργεί μια απορία, ταυτόχρονα όμως και περιέργεια. Οι ρόλοι της ερμηνείας και του λόγου μοιάζουν να έχουν περισσότερο χώρο και σημασία, από ότι το αυστηρά φωνητικό κομμάτι.

Όπως και να έχει, στις τελευταίες καταχωρήσεις τη σκυτάλη πήρε (με σημαντικό αριθμό βίντεο/τραγουδιών) ένα όνομα που, πέρα από το ότι κάτι σου θυμίζει, φέρνει στον νου από επαρχιακή προσφώνηση μέχρι ατμόσφαιρα θρυλικών ντουέτων με συγγενική σύνδεση. Μιλάμε βέβαια για τις Σκιαδαρέσες. Τις οποίες μέχρι πρότινος πετυχαίναμε (είτε στα μουσικά, είτε στα ιντερνετικά) ως μονάδες, πότε σε ντουέτα με τον Μικρό Πρίγκηπα, πότε σε δραματοποιημένα ποιήματα της Όλγας και πότε με τους Ριγέ –το συγκρότημα της Νίκης. Αλλά, μετά από τη συνεργασία με τον Γιάννη Μαθέ για το "Δεκάξι" (2020), έμελλε τελικά να μας συστηθούν ως ντουέτο.

Με αφορμή την πρώτη καραντίνα του κορωνοϊού, μια ξεχασμένη κιθάρα βρήκε ξανά ζωή για να συνοδέψει σκέψεις, συναισθήματα, ιστορίες δανεικές ή βιωματικές των δύο αδερφών. Και η συνάντηση με τον Στάμο Σέμση φαντάζει ιδανική. Όχι μόνο για τη βοήθειά του στις ενορχηστρώσεις και στον εξαιρετικό ήχο, αλλά και γιατί αυτό το «homemade» στυλ που υποστηρίζει ο συνθέτης ταίριαξε απόλυτα με την ιδιοσυγκρασία τους. Βρήκαν έτσι τον κατάλληλο χώρο και τρόπο ώστε να αφηγηθούν ερωτικά δράματα, παιδικές αναμνήσεις, φόβους, πικρίες, τοξικές συμπεριφορές, friendzones, αστεία περιστατικά με έντονο (αυτο)σαρκασμό και ευθεία ή έμμεση αυτοκριτική. Προσθέτοντας τη φυσική ροή της καθημερινότητας, η οποία μπορεί να αφομοιώσει ακόμα και τις βωμολοχίες και τις …βλασφήμιες, καθώς τις χρησιμοποιούν ως κομμάτι της και όχι σαν πρόκληση.

Οι Σκιαδαρέσες μιλούν λοιπόν για όσα ταλαιπωρούν τις ανθρώπινες σχέσεις, χωρίς όμως να κλαίγονται (ως συνηθίζεται) για τα βάσανα που θα βιώσουν στα 40 τους. Προσφέρουν μια φρέσκια οπτική με σημαία το χιούμορ και την ατάκα τους, μαζί με μια διάθεση να περιπαίξουν όσα μπορεί να φέρει η ζωή.  Η μελαγχολία μπλέκεται με την ευθραυστότητα κι ο κυνισμός με νοητά νεύματα για την επόμενη περιπέτεια, την ανάγκη του μετά. Με την απλότητα ηρωίδων του Αλέξανδρου Βούλγαρη ή μιας rom com, σε συνδυασμό με τη σπιρτάδα και την ορμή αυτών της Věra Chytilová, μπαίνουν ακόμα και στις πιο απλές, μονότονες συγχορδίες και γίνονται οι ίδιες το κομμάτι· άλλες φορές με βλέμματα σίγουρα, άλλες σε μια προσπάθεια να συντονιστούν.

Η δομή των τραγουδιών τους εμφανίζει μια συνειρμική ροπή, αλλά στο τέλος πάντα σε βγάζουν κάπου. Και είναι εδώ ακριβώς όπου βρίσκεις ανησυχίες της μετεφηβείας να συναντούν κομμάτια ενηλικίωσης. Σαν ξεκομμένες μα υπάρχουσες θεωρήσεις, οι οποίες αμφιταλαντεύονται μέσα σου, πριν εμφανιστούν με ένα πνεύμα βγαλμένο θαρρείς από σενάρια όπως του Frances Ha (2012). Ακούμε επίσης γνωστές φράσεις παραλλαγμένες, μονοσύλλαβες λέξεις να βρίσκουν αξία και διάσταση, μια κιθάρα που ακολουθεί (μεταξύ άλλων) indie, country και pop υφής διαδρομές, καθώς και ερμηνείες οι οποίες φτάνουν μέχρι και τις παρυφές της δημοτικής παράδοσης.

Οι αναφορές τους μοιάζει να προέρχονται περισσότερο από ταινίες και διηγήματα, παρά από καλλιτέχνες του μουσικού χώρου: εύκολα θα μπορούσες να φανταστείς τα τραγούδια τους να διαδραματίζονται στη μεγάλη οθόνη ή στο σανίδι κάποιου θεάτρου, έστω κι αν ορισμένα τα σκέφτεσαι και με φωνές άλλων –π.χ. το "Μικρά Κι Όμορφα Πράγματα" με τη Νατάσσα Μποφίλιου. Όντας επίσης ηθοποιοί, η υποκριτική ιδιότητα προσδίδει εξτρά στοιχεία στην έκφρασή τους, βοηθώντας τις ίσως να μηχανεύονται και να πραγματώνουν τα διάφορα σκετσάκια που πολλές φορές συνοδεύουν τις δουλειές τους.

Η ανησυχία (δική τους, των fans ή των δημοσιογράφων) για το αν θα χαθεί το «σπιτικό» στοιχείο στη μεταπήδηση από το YouTube στο στούντιο –πράγμα που είναι ήδη στα σκαριά– δεν έχει σταθερές βάσεις. Στην πραγματικότητα, δεν ευθύνεται το background για εκείνο που αισθάνεσαι ακούγοντάς τις. Γιατί είναι οι ίδιες που γεννούν την ατμόσφαιρα σαν προέκταση της έκφρασής τους, είτε τις βλέπεις  στο πάτωμα, είτε στον καναπέ, με ψηλούς, πρόχειρους κότσους, με τα γήινα χρώματα των πουλόβερ τους ή με ανοιξιάτικα πουά. Το θέμα είναι αυτό που λένε, αυτό που παίζουν, αυτό που ζουν τη δεδομένη στιγμή. Άσχετα λοιπόν με τον καλλιτεχνικό δρόμο τον οποίο θα επιλέξουν, εάν χρειαστεί (υποκριτική, μουσική,vlog…), σίγουρα άνοιξαν ένα παράθυρο που φέρνει αναζωογονητικό αέρα στην ελληνόφωνη τραγουδοποιία.