Σκόπια: Μπρουταλισμός και τζαζ
Κτήρια (τη μέρα) και μουσικές (τη νύχτα) σε ένα οδοιπορικό και... ηχοπορικό της Ελένης Φουντή
“Εμείς Daniel για το φεστιβάλ τζαζ ήρθαμε, αλλά ευκαιρία να δούμε και την πόλη, π.χ. τα ωραία μπρουταλιστικά κτήρια που έχετε. Θεωρούνται από τα σημαντικότερα στην Ευρώπη”.
Εξωγήινη να ήμουν δεν θα με κοιτούσε έτσι από το καθρεφτάκι. “Yes.. ok.. Τις αναπλάσεις στο κέντρο να δείτε, τα νέα κτήρια, τα αγάλματα. It’s beautiful”.
Τι beautiful λέει αυτός μωρέ; Εγώ ξέρω ότι οι αναπλάσεις του Γκρούεφσκι έβγαλαν τους αρχιτέκτονες από τα ρούχα τους και θεωρούνται από όλους τεράστιο σκάνδαλο διαφθοράς και σπατάλης του ντόπιου εθνικισμού. Πολύ νωρίς αποδείχθηκε ότι είχα δίκιο (ο κόσμος μισεί το έργο Skopje 2014 και ορισμένα... απείρου κάλλους πράγματα έχουν ήδη πάρει πόδι), αλλά πέσαμε στην περίπτωση. Το ταξί σταμάτησε στο Park Forum (Парк Форум), ένα μπλοκ πολυκατοικιών σοσιαλιστικού τύπου με ένα μεγάλο πάρκο στο κέντρο. Τερματικό αστικό τοπίο, κατοικίες, ένα δικηγορικό γραφείο, μια δομή προσφύγων, κοινωνικές υπηρεσίες, αυτοδιαχείριση, μικροί χώροι τέχνης και ένα παλιό μπαρ - art cinema, που διοργανώνει και συναυλίες, γνωστό στέκι του indie κοινού. Εδώ είμαστε; Τέλεια!
Γενικά τα Σκόπια, αν και πόλη με σαφώς πιο βορειοευρωπαϊκό αέρα από ό,τι βαλκανικό, αποπνέουν αίσθηση του ανήκειν (και) χάρη σε αυτά τα παραγνωρισμένα σοσιαλιστικά μπλοκ κατοικιών των 60s και των 70s. Αφενός γιατί δεν είναι ξένο πράγμα για την υπόλοιπη Ευρώπη. Τουναντίον, η πατρίδα της αρχιτεκτονικής του μπρουταλισμού, που πάτησε στον Le Corbusier, είναι η Βρετανία η οποία βρίθει τέτοιων κτηρίων (hello London, the Brunswich Centre στην παλιά μου γειτονιά) που έχουν εμποτίσει και τη μουσική κουλτούρα του νησιού, από τους one hit wonders Unit 4 + 2 με το αυτεξήγητο “Concrete And Clay” του 1965 (το οποίο ερμήνευσαν στο τότε εργοτάξιο του Barbican), μέχρι το “Brutal Minimalism” των Black Dog, το “Angels” του David Sylvian, το “Brutalism” των αγαπημένων σας (εμένα μη με ανακατεύετε) Idles κλπ. Αφετέρου, και κυρίως, γιατί με την πρόοδο της αρχιτεκτονικής σκέψης και της χωροταξίας, σιγά σιγά αποκαθίσταται η υπόληψη αυτών των ηρωικών πολυκατοικιών του μοντερνισμού, οι οποίες έλυσαν γρήγορα, αποτελεσματικά, αλλά και με οραματικό και βιώσιμο τρόπο το τεράστιο πρόβλημα στέγασης της μεταπολεμικής Γιουγκοσλαβίας.
Σε αντίθεση με την ελληνική πατέντα της αντιπαροχής που βασίστηκε στην ιδιωτική πρωτοβουλία χωρίς κεντρικό σχεδιασμό, οι Γιουγκοσλάβοι (και οι Σοβιετικοί) ακολούθησαν τα ευρωπαϊκά μοντέλα ολοκληρωμένων αστικών παρεμβάσεων, έφτιαξαν πολυκατοικίες στη βάση των καθαρών γραμμών και του λειτουργισμού (απλότητα και χρηστικά πράγματα χωρίς τσιριτσάντζουλες) που έχουν πλέον αυτοτελή αρχιτεκτονική αξία και προνόησαν για τη χωροθέτηση χρήσεων που όχι μόνο εξασφάλιζαν στον κόσμο πρόσβαση στα πάντα, από κοινωνικές υπηρεσίες και σχολεία μέχρι παιδικές χαρές, εμπορικά κέντρα κλπ, αλλά προωθούσαν και πολιτικές ενδυνάμωσης των τοπικών κοινοτήτων. Πολλά από αυτά τα blocks, όπως το Park Forum, έχουν εσωτερικoύς κήπους και βρίσκονται κοντά σε πεζοδρόμους. Όμως το πιο απλό και έξυπνο στοιχείο σοσιαλιστικής αρχιτεκτονικής που είδα στα Σκόπια ήταν το παγκάκι. Παντού έβαζαν παγκάκια - ακόμα και στην είσοδο ενός οφθαλμολογικού κέντρου είδα - γιατί κάθε ευκαιρία για κοινωνικοποίηση τη θεωρούσαν σημαντική. Κοινώς, η σύνδεση της δόμησης με την κοινωνία και το περιβάλλον για την οποία (δήθεν) παλεύει η σύγχρονη χωροταξία, στη Γιουγκοσλαβία (και την ΕΣΣΔ) υπήρχε εδώ και 60 χρόνια. Οι άνθρωποι ήταν πολύ μπροστά.
Αλλά και πολύ άτυχοι. Για τα Σκόπια όλα τα παραπάνω χρονολογούνται μόλις από τα μέσα - τέλη 1960s, καθώς η πόλη καταστράφηκε περίπου ολοσχερώς το 1963 από έναν φονικό σεισμό, μια τεράστια ανθρωπιστική τραγωδία με χιλιάδες νεκρούς και πάνω από 200.000 άστεγους. Οι Γιουγκοσλάβοι ανέδειξαν αμέσως την ανοικοδόμηση της πόλης ως εθνική προτεραιότητα αλλά και ζήτημα διεθνούς αδελφοσύνης και η κινητοποίηση όλων ήταν συγκινητική. Στο Μουσείο της Πόλης των Σκοπίων στον παλιό σιδηροδρομικό σταθμό, το ρολόι του οποίου δείχνει μόνιμα την ώρα του σεισμού, διάβασα ότι οι εργαζόμενοι των μουσείων που ισοπεδώθηκαν μπήκαν στα συντρίμμια μαζί με εθελοντές και ανθρακωρύχους και διέσωσαν τα ιστορικά αρχεία. Όταν το κτήριο του Radio Skopje κατέρρευσε, σε συνεργασία με τις αρχές στήθηκε αυτοσχέδιο στούντιο και συνέχισε η μετάδοση στα μακεδονικά, τα τουρκικά και τα αλβανικά όπως πάντα, για να ενημερώνεται ο κόσμος που αγωνιούσε για τους δικούς του και να παίρνει κουράγιο. Έτσι διατηρήθηκε η ιστορική μνήμη του 1963.
Οι στίχοι του “Skopje 63” (Скопје 63), ντουέτου του Nikola Badev με τη βασίλισσα του μακεδονικού folk Vaska Ilieva, δεν θα μπορούσαν να είναι πιο ταιριαστοί. “Όλοι οι άνθρωποι σηκωθείτε να φτιάξουμε τα νέα Σκόπια και από τα χαλάσματα θα βγει νέα ζωή”. Πράγματι, αμέσως συγκροτήθηκε μια διεθνής ομάδα ειδικών (μεταξύ αυτών και ο Κωνσταντίνος Δοξιάδης) και ο Τίτο ανέθεσε το masterplan στον Kenzō Tange, μια επαναστατική κίνηση για τα δεδομένα της εποχής, καθώς ποτέ πριν δεν είχαν κληθεί Ιάπωνες αρχιτέκτονες να εφαρμόσουν τον μεταβολισμό (μία γιαπωνέζικη εκδοχή του μοντερνισμού) εκτός Ιαπωνίας σε έργο τέτοιας κλίμακας. Ο Tange, ως world class τρελός οραματιστής, σχεδίασε μια πόλη στα πρότυπα της σοσιαλιστικής ουτοπίας και πολλά από όσα πρότεινε δεν υλοποιήθηκαν, όμως οι φουτουριστικές ιδέες του πέρασαν στον σχεδιασμό και έτσι στα Σκόπια μαζί με τις (ούτως ή άλλως σημαντικές) σοσιαλιστικές πολυκατοικίες προέκυψε κορυφαίος ντιζάιν μπρουταλισμός, ακριβώς όπως έλεγα στον ταξιτζή καθ’ οδόν από το αεροδρόμιο και με κοιτούσε σαν εξωγήινη.
Πιο γνωστό είναι το Κέντρο Τηλεπικοινωνιών και Κεντρικό Ταχυδρομείο στον Βαρδάρη με τους καμπυλωτούς πύργους όπου σίγουρα κατοικούν και Vulcans του 23ου αιώνα (live long and prosper), ή το α λα Blade Runner κτήριο της Εθνικής Ραδιοτηλεόρασης με το κυλινδρικό κόκκινο μνημείο των παρτιζάνων του ΒΠΠ ακριβώς μπροστά. Δίπλα βρίσκεται το Youth Cultural Centre (МКЦ) που τις μέρες εκείνες είχε εικαστική έκθεση του Rob Mazurek στο πλαίσιο του φεστιβάλ. Ξεχώρισα επίσης το εμπορικό κέντρο GTC, για τον πρωτοποριακό σχεδιασμό καθώς ενσωματώνεται αρμονικά στο αστικό τοπίο με την πολυεπίπεδη ανάπτυξή του, το Κρατικό Υδρομετεωρολογικό Ινστιτούτο με τις τριγωνικές, σχεδόν ιπτάμενες επιφάνειες, τo κτήριο Όπερας και Μπαλέτου (που τιμήσαμε δεόντως γιατί στεγάζει το Skopje Jazz Festival) με τις αιχμηρές κλίσεις που συνεχίζουν και στο εσωτερικό κ.α.
Δεν ξέρω αν όλα αυτά αφορούν μόνο nerds, πάντως σκοπεύω να επιστρέψω εδώ, στο κυνήγι της ωμής ομορφιάς του... μπετόν αρμέ, γιατί τι να πρωτοπρολάβω σε λίγες μέρες. Μισές κιόλας, γιατί το άλλο μισό είχε τζαζ. Και χάζι στους δρόμους βέβαια χωρίς το οποίο δεν αξίζει και τίποτα. Τίποτα ωραιότερο από την αγορά βιβλίων και δίσκων στην οποία θα πέσεις τυχαία, ή το παρακμιακό ταβερνάκι της γνωστής κατηγορίας: ή λουμπενιά επιπέδου δηλητηρίασης ή το καλύτερο φαγητό στα Σκόπια (ευτυχώς ήταν το δεύτερο). Στο ταβερνάκι συζητήσαμε με την ιδιοκτήτρια για όλα αυτά, για την μπαροκοποίηση του κέντρου με τις ψευτο-κλασικίζουσες προσόψεις αισθητικής γαμήλιας τούρτας του Λας Βέγκας (είναι αρχιτεκτόνισσα και πονάει), αλλά και για τον ζωγράφο και σκηνοθέτη Kiro Urdin που συμμετείχε στη Θεσσαλονίκη - Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης 1997. Νωρίτερα μια αθώα μπύρα παραλίγο να οδηγήσει σε πρόωρη κραιπάλη με την εκεί ιδιοκτήτρια. Τελικά τρέχαμε κουδούνια από το αλκοόλ να προλάβουμε το φεστιβάλ, αλλά γι’ αυτά αξίζουν τα ταξίδια. Αλλιώς κάθομαι και σπίτι μου.
Άλλο ωραίο χάζι ήταν στο Παλιό Παζάρι (Стара Чаршија) με τα οθωμανικά κτίσματα που άντεξαν τον σεισμό και όπου επικρατεί μια υπέροχη ανακατωσούρα από τουρκικά μαγαζάκια, κεμπαπτζίδικα, χαμάμ, αλβανικές σημαίες και μαυροκόκκινα graffitti, τζαμιά, κοσμηματοπωλεία, μακεδονικές... τζελατερίες, pop up παιχνιδάδικα, μικρά καφέ όπου θα πιεις τούρκικο στο μπρίκι με το σωστό προφανώς know-how, αλλά απέναντι έπαιζε και Billie Holiday, γιατί δίπλα είναι το φεστιβάλ. Εδώ έρχονται όλοι. Αν το Παλιό Παζάρι ήταν δίσκος ίσως να ήταν το “Terrible Beauty Is Born/Кобна Убавина” των ντόπιων γκοθάδων Mizar που έφτιαξαν βυζαντινό darkwave / post-punk. Εντάξει, λείπει η Billie από τους Mizar, αλλά σε αυτή την πόλη το Skopje Jazz Festival είναι παντού έτσι κι αλλιώς.
Με τις δυσκολίες του φυσικά, όπως μας γκρίνιαξε - όχι άδικα - ο Oliver Belopeta που το τρέχει ηρωικά. Για ένα φεστιβάλ που κοντεύει μισό αιώνα και έχει φέρει από τον Ray Charles και τον Herbie Hancock μέχρι τους Art Ensemble of Chicago και φέτος τους Fire! Orchestra φαντάζει τρέλα να επικρέμαται κάθε χρόνο η δαμόκλειος σπάθη της χαμηλής χρηματοτόδησης. Από την άλλη, οι χρηματοδοτήσεις του Υπουργείου Πολιτισμού μιας πολυεθνοτικής χώρας είναι λεπτό ζήτημα. Υπάρχει π.χ. και το Tetovo Jazz Festival, σαφώς πιο τοπικού χαρακτήρα, αλλά σημαντικό για την αλβανική μειονότητα. Ο εθνοτικός διαχωρισμός που έδειξε ο Milcho Manchevski στο “Before The Rain” δηλαδή, από όπου μάθαμε και τους Anastasia, είναι και σήμερα ορατός, αν και η αλβανική μειονότητα είναι θεσμικά κατοχυρωμένη πια, άλλωστε εκπροσωπεί το 25% του πληθυσμού της χώρας. Στα Σκόπια ανακάλυψα και τον Lirka που μόλις κυκλοφόρησε το ντεμπούτο του “Thornbird”, με το οποίο μεταφέρει την εμπειρία του ως Αλβανός queer νταρκάς που ζει στη Βόρεια Μακεδονία (από τα 80s ακόμα το darkwave / post - punk ήταν μεγάλη υπόθεση σε όλη την πρώην Γιουγκοσλαβία).
Όπως και να ‘χει, τα Σκόπια χόρευαν στο κλίμα του φεστιβάλ. Όλοι οι ντόπιοι το γνώριζαν και έβλεπες παντού αφίσες με το φετινό λόγκο της κόκκινης τρομπέτας σαν από φτερά χήνας (δίπλα από τους Apocalyptica - παίζουν κι αυτοί κάπου τον Νοέμβριο). Τις ίδιες μέρες είχε συναυλία και η Jelena Karleuša, η megastar Σέρβα Lady Gaga όπως με πληροφόρησαν, αλλά αν δεν καθόταν ακριβώς απέναντί μας στο ίδιο εστιατόριο δεν θα μάθαινα την ύπαρξή της. Δεν ήταν πανταχού παρούσα όπως η τζαζ. Πιθανόν τώρα να παρεμβαίνει και κάποιο επιτόπιο echo chamber, αλλά αυτά καλό είναι να συμβαίνουν. Με τέτοιες υποκειμενικότητες επιβιώνουμε και γενικότερα άλλωστε.
Το πραγματικά εντυπωσιακό με το Skopje Jazz Festival είναι ότι βρίσκεται σε συνεχή ανάδραση με τα σύγχρονα ρεύματα και συγκεντρώνει ό,τι πιο πρωτοποριακό μπορεί να δει κανείς. William Parker, Sylvie Courvoisier, Mary Halvorson, Σωκράτης Σινόπουλος, Wadada Leo Smith, John Zorn με Masada και δεν συμμαζεύεται, όλοι έχουν παίξει εδώ και όλοι το γουστάρουν. Έχει περάσει ένας μήνας από τη λήξη του SJF και μου κάνει εντύπωση που οι μουσικοί του φετινού line up ακόμα ποστάρουν φωτογραφίες, βίντεο και reviews από τα Σκόπια. Δεν λείπει ευτυχώς και η μακεδονική σκηνή. Το ρόστερ της αξιολογότατης PMGJAZZ π.χ., για την οποία είχα γράψει λίγο παλιότερα, εμφανίζεται συχνά στο φεστιβάλ. Φέτος στην πρώτη μέρα - που θυσίασα στον βωμό της δουλειάς - εκτός από την πολυβραβευμένη Cécile McLorin Salvant έπαιξαν και οι Next To Silence. Δεν τους ήξερα, τους άκουσα εκ των υστέρων και μου άρεσε η ηλεκτρισμένη προσέγγισή τους. Με πληροφόρησαν μάλιστα ότι πήραν κι αυτοί τα βραβεία τους ως σημαντικό φρέσκο act.
Τη δεύτερη μέρα είχαμε την καλύτερη υπενθύμιση ότι η τζαζ ήταν και είναι η πιο ελεύθερη, δημοκρατική και progressive μουσική που υπάρχει. Ο Alexander von Schlippenbach, στα 86 του πια, είναι ένας από τους 5-6 (και πολλούς λέω) θεμελιωτές της ευρωπαϊκής free jazz και ο Gerry Hemingway έπαιζε με τον Anthony Braxton από τα 1980s. Και όμως, οι δυο τους μαζί με τον Ingebrigt Håker Flaten (που παλιώνει κι αυτός) συνόδευσαν έναν χαμηλότερου προφίλ, αν και ήδη σημαντικό, πορτογάλο αυτοσχεδιαστή, τον Rodrigo Amado. Παρότι υπάρχει εξοικείωση πια με το στυλ του φρενήρους αυτοσχεδιασμού από ένα κλασικό κουαρτέτο σαξοφώνου - πιάνου - μπάσου - ντραμς, ήταν τέτοια η αναρχική ευφορία που έβγαλαν οι Rodrigo Amado The Bridge που το κοινό ζήτησε και πήρε δύο encore σε ντελίριο χειροκροτήματος και μάλλον ούτε ένα τρίτο θα ήταν αρκετό. Από την άλλη, οι The End του Mats Gustafsson με την Sofia Jernberg στα φωνητικά ήταν αρκετά πιο ενδοσκοπικοί σε σχέση με την α λα Sonic Youth σχεδόν ενέργεια που έχουν συνήθως. Μόνο προς το τέλος μας περιποιήθηκαν με.. μπρουταλιστική τζαζ και ακόμα δεν είμαι σίγουρη αν μου άρεσαν. Εκ των υστέρων εκτίμησα τη γήινη εκδοχή τους, αλλά εκείνη την ώρα δεν πέρασα όσο καλά θα ήθελα. Η μεγάλη στιγμή του Gustafsson στο φεστιβάλ δεν είχε έρθει ακόμα πάντως.
Την τρίτη μέρα άνοιξε ο Κουβανός David Virelles σε ένα σόλο πιάνο κοντσέρτο που σίγουρα δεν θα μνημονεύω εσαεί. Ο Virelles δεν είναι κανένας τυχαίος. Θεωρείται σημαντικός στη γενιά του και έχει δισκογραφήσει στην ECM, την Alma, την Intakt και την Pi Records. Στην τελευταία κυκλοφόρησε το “Nuna” από όπου ακούσαμε κάποια κομμάτια, όμως η εμφάνισή του δεν μου μετέδωσε ιδιαίτερο συναισθηματισμό. Στα τεχνικά δεν έχω να σχολιάσω τίποτα, δεν αμφιβάλλω ότι υπάρχει λόγος που θεωρείται καλός, αλλά οι εναλλαγές κλασικού - latin ρεπερτορίου δεν με κράτησαν. Με στωικότητα σχεδόν περίμενα την εμφάνιση του Rob Mazurek με τους Exploding Star Orchestra που ήταν μεγάλο ερωτηματικό για μένα.
Τον Mazurek τον παρακολουθώ χρόνια. Κάποιες δουλειές του όπως οι Chicago Underground σπέρνουν αλλά το project με το οποίο ερχόταν στο φεστιβάλ δεν με είχε ενθουσιάσει. Τελικά αποδείχθηκε ένα από τα ωραιότερα λάιβ. Sold! (Κυριολεκτικά. Αγόρασα και δίσκο). Εννιά άτομα, όλες και όλοι βαριά ονόματα (ενδεικτικά μόνο: Nicole Mitchell στο φλάουτο και Angelica Sanchez στο πιάνο), γούσταραν κάθε δευτερόλεπτο ενός σετ που αποτύπωσε επακριβώς γιατί η τζαζ ζει και αναπνέει στη σκηνή και γιατί δεν έχει σχέση η ακρόαση του δίσκου με τη συναυλία, ειδικά στη τζαζ που δεν παρακολουθείς την εκτέλεση ενός έργου αλλά βλέπεις τη μουσική να φτιάχνεται επί τόπου μπροστά σου. Εδώ είδαμε όμως και τη τζαζ να επιστρέφει στις ρίζες της και να ξαναγίνεται χορευτική. Στο κυνήγι του avant-garde εύκολα υποτιμάται αυτή η διάσταση και το βρήκα λεβέντικο και ακομπλεξάριστο που οι Exploding Star Orchestra δεν κατέφυγαν σε έναν προσχηματικό αυτοσχεδιασμό που αναζητά επιβεβαίωση μέσω αυτοαναφορικών πειραματισμών, αλλά αυτοσχεδίασαν αδηφάγα, διασκέδασαν και ξεσήκωσαν και τον κόσμο. Οι επτά από τους εννιά χόρευαν σχεδόν ασταμάτητα. Κάποια στιγμή φοβήθηκα ότι θα σηκωθούν και οι δύο ντράμερ όρθιοι, αλλά το αποφύγαμε και το λέω με βεβαιότητα γιατί λόγω αδυναμίας στον Gerald Cleaver τους παρατηρούσα συνεχώς. Ο Cleaver φέτος μας έδωσε και το “The Process”, μία καταπληκτική detroit techno δουλειά δομημένη σε λογική improv jazz, αληθινό δικαστήριο με αποδέκτες όσους κοροϊδεύουν με λίγο σαξόφωνο πάνω σε beat.
Τον μεταμεσονύκτιο Alabaster DePlume στο Youth Cultural Centre τον πιστολιάσαμε αβασάνιστα λόγω εξάντλησης. Έψαχνα τους νέους φίλους μας να τους δώσω τα εισιτήρια, τελικά το πιστόλιασαν κι εκείνοι. Αυτή είναι η άλλη ομορφιά του φεστιβάλ. Ο κόσμος που γνωρίζεις, και προφανώς μιλάμε για ανθρώπους μπασμένους στο χώρο, οι μπύρες μπροστά στην όπερα - τιμιότατη η Skopsko (Скопско) - και οι παράλληλες δράσεις. Εκτός από την έκθεση “Radical Chimeras” του Mazurek, προβλήθηκε το ντοκιμαντέρ “Miles Davis: Birth Of The Cool” του Stanley Nelson Jr και έγιναν workshops για παιδιά. Στο φεστιβάλ στεγάστηκε και η πρωτοβουλία “Jazz for Solidarity with Refugees” σε συνεργασία με την Ύπατη Αρμοστία του ΟΗΕ. Λογικό θα πει κανείς να απαντώνται ανοιχτά μυαλά στις ανοιχτές μουσικές, αλλά είναι άλλο πράγμα ένα θεωρητικό αίσθημα αλληλεγγύης και άλλο η ενεργός προβολή του μηνύματος Refugees Welcome από μια διεθνή πλατφόρμα σε μια εποχή που η αντιμεταναστευτική ρητορική βγάζει κυβερνήσεις. Δεν ζούμε στην εποχή του αυτονόητου.
Η τέταρτη μέρα πλήρωσε για μένα ένα σημαντικό κενό, καθώς η πληθωρικότητα των Rodrigo Amado The Bridge και του νονέτου του Mazurek έψαχναν αντάξιες μινιμαλιστικές διαφυγές. Έπρεπε να ισορροπήσει κάπως το πράγμα και δεν το κατάφεραν ούτε οι The End ούτε ο Virelles. Την κατάλληλη στιγμή λοιπόν ήρθαν η Nicole Mitchell με τον Mark Sanders να επιβεβαιώσουν τις προσδοκίες. Μόνο φλάουτο και ντραμς (με σποραδική παρεμβολή φωνής και ηλεκτρονικών) σε σωστή αλληλεπίδραση ήταν αρκετά για ένα ακραιφνώς πρωτοποριακό και παραδόξως προσβάσιμο μινιμαλιστικό set. Ο θόρυβος θέλει συνήθως κόσμο, αλλά γίνεται και με το τίποτα όταν ξέρεις τι κάνεις. Τους χειροκροτήσαμε όλοι ενθουσιασμένοι. Δεν ήταν μόνο η επιτομή της εμπροσθοφυλακής αυτό που είδαμε, αλλά και το κατάλληλο reset για τον οδοστρωτήρα που ξέραμε ότι ερχόταν, τους Fire! Orchestra του Mats Gustafsson.
Από τον μινιμαλισμό καρφί πίσω στον απόλυτο μαξιμαλισμό λοιπόν, με δεκαέξι άτομα εν εξάλλω να κάνουν headbanging, να ακούνε, να παίζουν, να αυτοσχεδιάζουν πάνω στο περσινό “Echoes” και να συντονίζονται. Δεν είναι απλό να συμβεί ούτε να περιγραφεί. Ο Gustafsson μας είπε δυο κουβέντες στα γρήγορα στην αρχή και μετά όποιον πάρει ο χάρος. Το σετ σάρωσε τα πάντα. Ντραμς, κρουστά, μπάσο, κιθάρες, πιάνο, electronics και ένας χαμός από πνευστά (σαξόφωνα, τρομπέτα, τούμπα, τρομπόνια, φλάουτα, κλαρινέτα) έφτιαξαν ένα πυκνό και αρραγές fusion, που αν και μαξιμαλιστικό δεν έγινε ούτε στιγμή big band και δεν φοβήθηκε τα μπες - βγες προς και από τη free jazz ή το post bop, ακόμα και όταν η φάση πήγαινε στο funk, στο noise rock, στο krautrock, ακόμα και στο dub, περιοχές επικίνδυνες για το συμπαθές είδος του σνομπ πιουρίστα που με βαριά καρδιά έχει αναγκαστεί να αποδεχτεί τις ηχογραφήσεις του Miles Davis του 1975, αλλά μέχρι εκεί. Εδώ δεν πρέπει να υπήρχαν τέτοιοι πάντως. Όλοι χειροκροτούσαμε και φωνάζαμε όρθιοι. Εncore επιβεβλημένο (παρεμπιπτόντως, κανένα σχήμα δεν έφυγε από τη σκηνή χωρίς ένα ή δύο encore).
Ο Rob Mazurek, πρωταγωνιστής την παραμονή, τράβηξε εδώ κουπί αράζοντας συμβολικά στο πίσω μέρος, γιατί έτσι πάει στη τζαζ. Δεν υπάρχουν απόλυτοι leaders και σεσιονάδες. Ο ένας βάζει πλάτη στον άλλο, όχι επειδή περιμένει ανταπόδωση, αλλά επειδή γουστάρει να παίζει. Ο Alexander von Schlippenbach έδειξε τον δρόμο από την πρώτη στιγμή. Στην ορχήστρα (κολεκτίβα τώρα πια) ξεχώριζε ο συνιδρυτής Johan Berthling, ο Lars-Göran Ulander, η Lina Allemano, αλλά και η Delphine Joussein με την Blanche Lafuente από τις Nout, τρεις τύπισσες που παίζουν ένα αναρχικό grindcore με φλάουτο, άρπα και ντραμς να το πιεις στο ποτήρι. Παρότι μας μπέρδεψε με τους The End, ο Gustafsson επιβεβαίωσε τα προγνωστικά και πήρε την παρτίδα ρίχοντας αυλαία στο φετινό Skopje Jazz Festival με μια εμφάνιση των Fire! Orchestra που άκουσα να λένε ότι θα μείνει ιστορική σε όλο τον θεσμό, ότι είναι από τις κορυφαίες που έχουν δει, ότι θέτει νέα στάνταρντς στο φεστιβάλ και διάφορα παρόμοια.
Τα προσπερνώ και μένω στο εξής: Ήταν μια εμφάνιση ατρόμητη. Και ήταν η τελευταία πράξη πριν από την πτήση της επιστροφής, αντάξιος αποχαιρετισμός σε μια πόλη που περισσότερο και από κάθε συλλαβή του “hit or miss” ήταν ανθρώπινη, φιλική και ειλικρινής.
Μέχρι την επόμενη φορά. Εις το επανιδείν, Σκόπια. Από τα γκράφιτι του Park Forum μέχρι την ορχήστρα της φωτιάς, it was brutal.