Blue Skied An΄ Clear
Πρόσθεσαν κι αυτοί την κοτρώνα τους στην εξέλιξη του shoegaze. Του Θάνου Σιόντορου
Ενώ το grunge, η λεγόμενη baggy σκηνή και τα raves είχαν την πρωτοκαθεδρία εκεί στην αυγή της δεκαετίας του '90, στο Reading της Αγγλίας έκανε την εμφάνισή του ένα σχήμα που έδειχνε να μην παίρνει καθόλου χαμπάρι όλα τα παραπάνω. Απείχε κατά πολύ από τον σκληρό ροκ πεσιμισμό των αμερικανικών μπαντών, αλλά και από την ηδονιστική, "δεν υπάρχει αύριο" απάθεια των συντοπιτών τους. Αν ήθελε να τους περιγράψει κανείς αρχικά, εύκολα θα χρησιμοποιούσε τα ονόματα των My Bloody Valentine και Sonic Youth, με την διαφορά όμως ότι οι Slowdive ενώ τα πήγαιναν πάντοτε θαυμάσια με τη διαχείριση του θορύβου, από την πρώτη στιγμή έκαναν σαφές πως για αυτούς ο θόρυβος δεν ήταν κάτι περισσότερο από ένα χρησιμότατο εργαλείο στην ανάδειξη αξεπέραστων μελωδιών.
Η βάση του γκρουπ αποτελούνταν από τους δύο παιδικού φίλους Neil Halstead και Rachel Goswell στις κιθάρες και τα φωνητικά, οι οποίοι ξεκίνησαν παίζοντας σε ένα σχήμα με το όνομα The Pumpkin Fairies. Όταν αυτοί διαλύθηκαν, οι Slowdive πήραν σάρκα και οστά με την προσθήκη του Adrian Shell στα ντραμς και του Nick Chaplin στο μπάσο. Τελευταίος αλλά λίαν καταλυτικός για τον πρώιμο τουλάχιστον ήχο της μπάντας, πέρασε το κατώφλι ο Christian Savill, απατώντας σε μία αγγελία των υπολοίπων. Στην αγγελία ζητούνταν κιθαρίστρια αλλά o Savill δήλωσε πως αν χρειαζότανε μπορούσε να φορέσει φόρεμα ο ίδιος (!). Μετά από αυτό μάλλον ήταν αδύνατο να του αρνηθούν. Ας μην λάβουμε καλύτερα υπόψη μας ότι κανείς άλλος δεν απάντησε...
Η σύνθεση θα αλλάξει βέβαια σύντομα μιας και πριν καλά καλά κυκλοφορήσει το Νοέμβρη του 1990 το πρώτο ομώνυμο EP τους, ο ντράμερ τους αποχωρεί και τη θέση του παίρνει ο Simon Scott.
To Slowdive έτυχε καλής υποδοχής από τον τύπο, όπως και τα δύο επόμενα EP, Morning Rise και Holding Our Breath και πώς κάτι τέτοιο να μην συμβεί, όταν απίστευτης ομορφιάς και εσωτερικής έντασης (στα όρια της κλειστοφοβίας!) κομμάτια βρίσκονταν σε αυτά. Έμοιαζε σαν οι Slowdive να έχουν μελετήσει στο έπακρο καθετί αιθέριο και σκοτεινό άφησαν κληρονομιά τα 80s (τα φωνητικά της Liz Phrazer, τις μπασογραμμές του Disintegration ή τα τύμπανα του Pornography λ.χ.) και να το φιλτράρουν, αποδίδοντάς το μέσα από ένα ολοκαίνουριο πρίσμα, σίγουρα εξίσου μελαγχολικό αλλά όχι τόσο ψυχοπλακωτικό και ζοφερό. Η διασκευή επίσης στο Golden Hair του Syd Barrett μετατρέπει ένα εκ των πραγμάτων τόσο ιδιαίτερο κομμάτι σε κάτι εξώκοσμα μαγευτικό. Μπορεί λοιπόν ο Halstead να αποκήρυττε το rock και το punk στα λεγόμενά του, υποστηρίζοντας πως η μεγαλύτερη επιρροή του ήταν η κλασσική μουσική, εκείνα όμως βρήκαν τρόπο να στοιχειώσουν τη μουσική του και εν τέλει δε νομίζω ότι αυτό αποτελεί κάτι το περίεργο. Δε μεγάλωσε άλλωστε ακούγοντας αποκλειστικά κουαρτέτα εγχόρδων ή συμφωνικές ορχήστρες ...
Τον Σεπτέμβρη του 1991 κυκλοφόρησε το ντεμπούτο τους Just For A Day από την Creation Records, αφού νωρίτερα ο Halstead κατάφερε να πείσει τον ιδιοκτήτη της εταιρείας Alan McGee ότι το γκρουπ είχε έτοιμα τα κομμάτια από καιρό. Φυσικά κάτι τέτοιο δεν ίσχυε και οι Slowdive μπήκαν στο στούντιο απλά με κάμποσες ιδέες και αυτοσχεδιάζοντας, σε έξι βδομάδες, βγήκαν από αυτό με το άλμπουμ έτοιμο. Εν των μεταξύ είχαν ήδη ενταχτεί στο ρεύμα των shoegazers, της σκηνής που "γιορτάζει τον εαυτό της", μιας και λίγο-πολύ οι ίδιοι στήριζαν ο ένας τον άλλον, με μπάντες όπως οι Lush, οι Ride, οι Chapterhouse, οι Moose κ.α.
Το Just For A Day είναι ένας δίσκος ορόσημο για τη σκηνή του shoegaze, με άπειρα στρώματα κιθάρας να ξεδιπλώνονται αφήνοντας τις μελωδίες να ξεπροβάλλουν από τα σπλάχνα τους. Δε δυσκολεύεται καθόλου να συνεπάρει τον ακροατή στον ομιχλώδη κόσμο του. Τα Catch The Breeze και Primal αποτελούν σημεία αναφοράς και γενικότερα υπάρχει μια ηχητική συνοχή από τη αρχή ως το τέλος, που από τη μία ναι μεν μπορεί να γίνει κουραστική, από την άλλη όμως συνηγορεί στο σταδιακό χάσιμο από την πραγματικότητα κατά την ακρόαση. Ο Andrew Collins του NME δεν θα μπορούσε να το θέσει καλύτερα: "Ακούγοντας το Just For A Day στα ακουστικά, μια τυχαία, βαρετή, επαναλαμβανόμενη μέρα, καθώς πηγαίνεις στη δουλειά, αρχίζεις από ένα σημείο και μετά να νιώθεις σαν τον Patrick Swayze στον Αόρατο Εραστή, περπατώντας ανάμεσα στους υπολοίπους ένζωους θνητούς, σε μία παράλληλη πραγματικότητα". Τι άλλο να πεις μετά από αυτό;
Δεν υπάρχουν και πολλά να πεις, έλα όμως που οι κριτικές για το άλμπουμ στην πλειοψηφία τους δεν ήταν θετικές, αν και αυτό οφειλόταν στο ότι είχε αρχίσει να παίρνει η μπάλα όλους τους shoegazers και η συγκεκριμένη σκηνή να δέχεται από παντού πυρά.
Μέσα σε αυτό το αρνητικό κλίμα ξεκίνησαν να ηχογραφούν κομμάτια για το δεύτερο άλμπουμ που κατά δυσάρεστή τους έκπληξη όμως ο McGee απέρριψε χωρίς δεύτερη σκέψη ως "ένα μάτσο χάλια". Τότε ήταν που έστειλαν ένα γράμμα στον πολύ Brian Eno ζητώντας του να αναλάβει την παραγωγή του δίσκου. Η απάντησή του ήταν πως δέχεται να συμμετάσχει αλλά όχι σαν παραγωγός. Κατά τον Halstead, η σύμπραξη με τον Eno ήταν από τα πιο σουρεαλιστικά γεγονότα που του έχουν ποτέ συμβεί. Το πρώτο πράγμα που έκανε ο γνωστός για τις ιδιαίτερες μεθόδους του μουσικός, ήταν μπαίνοντας στο στούντιο να κατεβάσει όλα τα ρολόγια. Σα να ήθελε να πει: "Εδώ ο χρόνος σταματά κύριοι! Παίξτε και θα δούμε τι θα βγει".
Ο Halstead αργότερα αποσύρθηκε για ένα μικρό διάστημα με σκοπό να συνεχίσει την προσπάθεια ολοκλήρωσης του άλμπουμ ενώ τα υπόλοιπα μέλη έκαναν το ίδιο, όχι όμως με τη ίδια σοβαρότητα, ηχογραφώντας ενίοτε ό,τι τους κατέβαινε στο κεφάλι. Εν κατακλείδι, το Souvlaki (ονομάστηκε έτσι από ένα νούμερο των κωμικών The Jerky Boys και όχι μετά από διακοπές σε κάποιο Greek island όπως λογικά κάποιος να σκεφτόταν...) κυκλοφόρησε τον Μάιο του 1993. Ήταν ένα περίεργο μίγμα των όσων προαναφέρθηκαν και ενώ δεν έγινε αποδεκτό με θέρμη, η ιστορία όχι απλά το δικαίωσε αλλά το κατέστησε ως ένα από τα ιδιαιτέρως αγαπημένα άλμπουμ των 90s και όχι μόνο.
Αραχνοΰφαντο από την πρώτη ως την τελευταία νότα, διατηρεί το κιθαριστικό feedback του Just For A Day αλλά ακριβώς στις απαραίτητα χρειαζούμενες δόσεις. Τα δαιδαλώδη ηχητικά στρώματα δεν αποτελούν τον μπούσουλα αλλά συστατικό ενός θεόπνευστου παζλ που σε εθίζει δίχως επιστροφή καθώς το ανακαλύπτεις. Μία από τις στιγμές που δεν θα ξεχάσω ποτέ στη μουσική μου "σταδιοδρομία" ήταν η πρώτη φορά που άκουσα το When The Sun Hits. Πραγματικά ήταν σα να σε λούζει το φως της έντασης που νιώθεις όταν κάτι τόσο ιδιαίτερο συμβαίνει. Ολόκληρο όμως το Souvlaki είναι αψεγάδιαστο. Ο νωχελικός ψίθυρος του Dagger, η dream-pop μαγεία του Alison, η οξύμωρη ζεστασιά του Here She Comes, το υπερρεαλιστικό space σύμπαν του Souvlaki Space Station. Με λίγα λόγια, το δεύτερο άλμπουμ των Slowdive είναι ένα άλμπουμ που κάποιος δεν πρέπει για κανένα λόγο να στερήσει στον εαυτό του.
Την ίδια χρονιά θα κυκλοφορήσουν επίσης τα Outside Your Room EP και 5EP. Στο πρώτο αξιοσημείωτη είναι η παρουσία ενός κομματιού με τίτλο Moussaka Chaos (!) ενώ στο δεύτερο διαφαίνεται μια αλλαγή στον ήχο και η νέα κατεύθυνση που πλανιέται στο μυαλό της μπάντας με ηλεκτρονικά στοιχεία να περνούν στο προσκήνιο και ambient ατμόσφαιρες να τυλίγουν τις συνθέσεις. Μάλιστα, το κομμάτι In Mind θα δοθεί στους παραγωγούς Bandulu και Raload για να ρεμιξαριστεί και να κυκλοφορήσει ως single. Οι πρώτοι του επιφύλασσαν μια breakbeat ανακατασκευή ενώ οι δεύτεροι κινήθηκαν σε πιο ατμοσφαιρικά techno μονοπάτια.
Πριν μπει το 1995, η μπάντα θα χρειαστεί ξανά να αναζητήσει ντράμερ μιας και ο Simon Scott αποφάσισε ότι δεν τον εκφράζουν πλέον οι ανησυχίες των Slowdive και προτιμούσε να πειραματιστεί με τη jazz. Τη θέση του πήρε ο Ian McCutcheon.
Το Φεβρουάριο του 1995 έκανε την εμφάνισή του το τρίτο και τελευταίο πόνημά τους με τίτλο Pygmalion. Το Pygmalion είναι ένα βαθιά αδικημένο άλμπουμ που ανεξαρτήτως αν αποτέλεσε την αιτία να πάρουν το δρόμο της εξόδου από την Creation, άργησε ακόμη περισσότερο να δικαιωθεί, αν θεωρήσουμε ότι δικαιώθηκε στο βαθμό που του αξίζει.
Ενώ χαρακτηρίζεται ως πειραματικό και ambient, μάλλον αυτό που το διέπει στην ουσία του είναι μια μινιμαλιστική απλότητα. Σε αυτό βρίσκονταν απέριττα και αψεγάδιαστης ομορφιάς θέματα που διατηρούν στο ακέραιο ό,τι έκανε τους Slowdive μοναδικούς. Τι δηλαδή; Μα φυσικά η νοσταλγική, ονειροπόλα αύρα. Διότι ναι, οι Slowdive υπήρξαν ένα εξαίσιο shoegaze γκρουπ, μα πάνω απ' όλα υπήρξαν ένα γκρουπ το οποίο μπορούσε να σε τυραννήσει δυσθεώρητα στέλνοντάς σε στα πιο ιδιαίτερα και εσωτερικά σημεία του εαυτού σου. Δε νομίζω να διαφωνεί κανείς ότι οι πιο δύσκολες αναμετρήσεις είναι αυτές με τον ίδιο μας τον εαυτό;
Αν θέλουμε να βρούμε ηχητικές συγγένειες τότε οι πρώιμοι Dead Can Dance σε λιγότερο μυστικιστικούς δρόμους ή οι Talk Talk της δεύτερης περιόδου θα μπορούσαν να δώσουν ένα κάποιο στίγμα. Τα δε Blue Skied An Clear και Crazy For You χωρίς αμφιβολία ανήκουν στα 5 καλύτερα κομμάτια τους. Ιδιαίτερα το πρώτο είναι η γαλήνη μετουσιωμένη σε τραγούδι. Απλά σωπαίνεις και ακούς.
Μετά το Pygmalion το τέλος φαίνονταν αναπόφευκτο. Μπορεί ή ακριβοθώρητη 4AD να τους δέχτηκε, έπειτα από επαφές που είχαν μαζί της, η αλλαγή ύφους όμως ήταν τόσο χαρακτηριστική που μάλλον είχαμε να κάνουμε με μια άλλη μπάντα. Έτσι γεννήθηκαν οι Mojave 3 στους οποίους συνέχισαν οι Halstead, Goswell και McCutcheon. Ο Savill δημιούργησε τους Monster Movie προσεγγίζοντας τον παλιό ήχο των Slowdive.
Το 2004 στα ράφια των δισκοπωλείων εμφανίστηκε η διπλή συλλογή Catch The Breeze και το 2005 τα άλμπουμ των Slowdive επανεκδόθηκαν με προσθήκη των διάφορων EPs και singles της μπάντας, καθώς και κάποια Peel Sessions. Βλέπετε, μια καινούρια γενιά ακροατών, απελευθερωμένη από τους περιορισμούς του παρελθόντος και πιο ευέλικτη στις επιλογές της, είχε αρχίσει να τους αναζητεί.
Στα ξεκίνημα τους, ο εικοσάχρονος τότε Neil Halstead, είχε δηλώσει γεμάτος νεανική άγνοια κινδύνου και μπόλικη φιλοδοξία: "Το καλύτερο που θα μπορούσε να συμβεί στους Slowdive είναι 10 ή 20 χρόνια μετά, οι μουσικογραφιάδες να υποστηρίζουν ότι το rock n' roll δεν θα ήταν αυτό που είναι χωρίς τους Slowdive". Παράλληλα ο Christian Savil δήλωνε: "Χωρίς να έχουμε κάποιο ιδιαίτερο πλάνο θα θέλαμε κάποια στιγμή, άλλες μπάντες να συγκρίνονται με τους Slowdive".
Ειλικρινά, μια μπάντα που όσο έδρασε, δέχτηκε αρκετή ειρωνεία, απαξίωση και λίγες καλές κουβέντες (κι αυτές κυρίως στο ξεκίνημα της), πόσο περισσότερο θα μπορούσε να έχει πάρει το αίμα της πίσω; Η απάντηση πρακτικά και μετρήσιμα μπορεί να δοθεί από όλα τα γκρουπ της Morr Records, από την ισλανδική σκηνή, από τις σύγχρονες αμερικάνικες shoegaze μπάντες που ξεπηδούν σαν τα μανιτάρια, από άπειρα ηλεκτρονικά σχήματα που τους έχουν κάνει εικόνισμα, μέχρι κι από blackmetallers που εντόπισαν κάτι αξιόλογο σε αυτούς. Μη μετρήσιμα από την άλλη, μπορεί να ανιχνευτεί στην συγκινητική αφοσίωση και την πίστη όλων εκείνων που απ' όταν τους ανακάλυψαν δεν έπαψαν ποτέ να τους θεωρούν ένα μεγάλο κεφάλαιο της μουσικής τους ζωής. Πιάστε μια κουβέντα μαζί τους και θα καταλάβετε.
[Πρώτη δημοσίευση: mov., Φεβρουάριος 2011]