Slowdive

Το ημερολόγιο μίας Πιστής

Η Μαρία Φλέδου γράφει για μια σχέση η οποία κρατάει 26 ολάκερα χρόνια. Και ακόμη μετράει...

SlowdiveΈχει περάσει μόλις μία μέρα από το live έκπληξη των Slowdive στο The Garage του Λονδίνου, με αφορμή την ανακοίνωση της ημερομηνίας κυκλοφορίας του νέου τους δίσκου (σ.σ. 29 Μαρτίου 2017). Τις δύο ώρες που πέρασα χθες περιμένοντας να βγουν στη σκηνή, πραγματικά το μόνο που σκεφτόμουν ήταν ότι ζω ένα εφηβικό όνειρο, βγαλμένο κατευθείαν από το 1991. Τότε, στα 15 μου, είχα μια φίλη με την οποία πηγαίναμε μαζί για δίσκους. Λόγω έλλειψης χρημάτων φτιάχναμε κάθε τόσο λίστες με το τι έπρεπε να αγοράσουμε, τη χωρίζαμε στα δύο και ό,τι τύχαινε στην κάθε μια. Ήταν σημαντικό για μένα τότε να φτιάξω την δική μου δισκοθήκη. Έτυχε να μεγαλώσω σε ένα σπίτι γεμάτο βινύλια και κάποια στιγμή ένοιωσα ότι τα έχω όλα έτοιμα και ήρθε η ώρα να κάνω τις δικές μου μουσικές επιλογές, επηρεασμένη μεν αλλά ανεξάρτητα από αυτές των γονιών μου.

Έτσι λοιπόν η φίλη μου έφερε μία μέρα στο σχολείο το Just for a Day σε κασέτα. Τότε ακόμη οι Slowdive ήταν "εκείνο το συγκρότημα που μοιάζει λίγο με My Bloody Valentine”. Όταν το άκουσα πίστεψα αμέσως ότι βρήκα τον δικό μου indie παράδεισο. Μόνο που έλειπε εκείνο το φανταστικό κομμάτι που είχαμε δει στο 120 Minutes του MTV, το Morningrise. Ήταν ώρα για σοβαρή έρευνα. Έτρεξα στα αγαπημένα μου δισκάδικα και μάζεψα ό,τι υπήρχε. Και δεν πίστευα αυτό που άκουγα: She Calls, Avalyn, Albatross...έχουμε ανακαλύψει κάτι εδώ. Φυσικά έπρεπε να αποκτήσω και το δικό μου copy του Just for a Day, γιατί πόσες φορές πια να κάνεις rewind στο Ballad of Sister Sue…

Το Just for a Day για εμένα είναι το πιο “αδύναμο” από τα 3 (μέχρι στιγμής) άλμπουμ των Slowdive, παρότι τελικά υπήρξε ο μόνος δίσκος τους που αντιμετωπίστηκε θετικά, τουλάχιστον από το ΝΜΕ, και αυτό ίσως επειδή ήταν το πλέον αντιπροσωπευτικό άλμπουμ ενός νέου κιθαριστικού ήχου, που εκείνη την περίοδο ήταν ακόμη υπό διαμόρφωση. Ήταν περίπου εκείνη την περίοδο που το ίδιο το ΝΜΕ μας πλάσαρε και τον όρο Shoegaze, ενώ το απεχθές Dreampop ήρθε λίγο αργότερα. Όπως όλοι ξέρουμε βέβαια, η συνέχεια για τους Slowdive, ως προς την αντιμετώπιση τους από τον μουσικό τύπο, αλλά και την εμπορική απήχηση της μουσικής τους, ήταν μάλλον απογοητευτική.

SlowdiveΚι όμως αυτά τα 4-5 χρόνια που κράτησε η δική μου χρυσή εποχή κι ενώ οι υπόλοιπες μεγάλες μου αγάπες από τη σκηνή είτε κάπου άλλαξαν δρόμο όπως οι Ride, είτε εξαφανίστηκαν επ' αόριστον όπως οι MBV, είτε μεταμορφώθηκαν σε ένα εντελώς διαφορετικό γκρουπ όπως οι Pale Saints, οι Slowdive ήταν οι μόνοι που συνέχισαν να εξελίσσονται ως προς τον ήχο και την αισθητική τους, να πειραματίζονται παρά την συνεχή απόρριψη ακόμη και από την ίδια τους την εταιρία, μέχρις ότου βέβαια ήρθε ένα άδοξο τέλος που δεν τους επέτρεψε ουσιαστικά ούτε καν να κυκλοφορήσουν τον τελευταίο τους δίσκο.

Και αυτό επειδή μεταξύ άλλων, αντί να επαναπαυθούν σε ό,τι τέλος πάντων είχαν κατακτήσει μέχρι τότε και να... celebrate themselves, “επέτρεψαν” σε καινούριες επιρροές να αναμειχθούν με τις ήδη υπάρχουσες, επιδιώκοντας πάντοτε να κάνουν ένα βήμα μπροστά, ακόμη και προς το άγνωστο. Και αυτό το έκαναν από πολύ νωρίς, όπως κάποια στιγμή αργότερα καταλάβαμε με καθυστέρηση όσοι από εμάς είχαμε την τύχη να πιάσουμε στα χέρια μας εκείνο το γαλάζιο flexi (Beach Song/Take me Down) και να ακούσουμε δύο αρκετά διαφορετικά δείγματα των early ηχογραφήσεων τους που τελικά είχαν μείνει εκτός του debut EP.

Το επόμενο βήμα για το γκρουπ υπήρξε ως γνωστόν το – για διάφορους λόγους περιβόητο- Souvlaki LP. Θυμάμαι την πρώτη φορά που το άκουσα καθηλωμένη μπροστά στο πικάπ μας να προσπαθώ να απομονώσω κάποια από τα στοιχεία που κατάφεραν να ενώσουν σε ένα από τα ομορφότερα σκοτεινά albums που έχω ακούσει στη ζωή μου. Οι Slowdive δεν έμοιαζαν πια με τίποτα άλλο, και Αυτός ο ήχος ήταν σαφέστατα ο δικός τους Ήχος. Ένας ακόμη λόγος που ήταν και παραμένουν τόσο ξεχωριστοί για εμένα, είναι και το ότι με έκαναν, έστω και σε τόσο νεαρή ηλικία, να αισθάνομαι επιτέλους αρκετά «ώριμη» ώστε να ξεφύγω από τους περιορισμούς του “τι μουσική ακούς” που ήταν ο βασικός τρόπος επικοινωνίας μου στα early 90's. Επίσης κατάφερα επιτέλους να εντυπωσιάσω με κάτι μουσικό και τον μπαμπά μου, αν και μάλλον έπαιξε έναν μικρό ρόλο και o Brian Eno σε αυτό.

Δυστυχώς βέβαια και ενώ την ίδια στιγμή οι contemporaries τους είχαν μια λίγο πολύ θετική αντιμετώπιση από τα μουσικά έντυπα της εποχής, οι Slowdive απλώς αντιμετωπίστηκαν με ειρωνεία, χλευασμό και αντιπάθεια, καθώς έφτασαν να παρουσιάζονται από τον μουσικό τύπο ως middle class white kids που οι γονείς τους τους αγόραζαν τις κιθάρες τους (!!!), ενώ άθελα τους έμπλεξαν μέχρι και σε ένα από τα τυπικά ‘ΝΜΕ δράματα-σκάνδαλα’ της περιόδου όταν τους έκραξαν οι Manic Street Preachers. Από την πλευρά μου πάλι, ως ένδειξη διαμαρτυρίας (δεν ξέρω σε ποιον ακριβώς), συνειδητά δεν αγόρασα ποτέ κάποιο βινύλιο των Manics.

Δισκογραφικά πάντως, τo 5ΕΡ και τα remixes μπορώ να πω –ειδικά σήμερα- ότι δικαίωσαν την εμμονή μου με τους Slowdive. Ειδικά αν αναλογιστεί κανείς ότι εκείνη την περίοδο είχα βαρεθεί να μπλέκω σε συζητήσεις τύπου “πού κολλάνε τα ηλεκτρονικά με τα κιθαριστικά” κ.λ.π. . To Bandulu remix του In Mind αρκούσε από μόνο του και για αρκετό καιρό ως η μόνη απάντηση σε τέτοιου είδους ερωτήματα. Και παρά την αποχώρηση του αγαπημένου μου Simon Scott από τη θέση του drummer, ανυπομονούσα το ίδιο έντονα για το επόμενο άλμπουμ τους, γνωρίζοντας πλέον ότι κανένα ‘2/5 review’ δεν πρόκειται να πτοήσει τους ίδιους τους Slowdive ως προς αυτό που πραγματικά θέλουν να καταφέρουν με τη μουσική τους. Στη δισκογραφική τους συνέχεια έμεινα να απορώ επ’ αόριστον γιατί ακόμη και κάποιοι ως τότε φανς απέρριψαν τόσο γρήγορα και εύκολα το Pygmalion. Μπορεί ξαφνικά σήμερα να αποκαλείται αριστούργημα, τότε όμως ήταν απλά “yet more career suicide” και τελικά έφτασε μέχρι και να διαλύσει το αγαπημένο μου συγκρότημα (!!!).

Δεν τους είδα ποτέ κατά την πρώτη περίοδο ζωής της μπάντας. Η πιο κοντινή σε live τους εμπειρία μου ήταν οι φωτογραφίες από κάποιο gig του ΄94 που μου χάρισε ένας παλιός αγαπημένος φίλος, από αυτούς που έβρισκαν χαριτωμένη την εμμονή (και επιμονή μου) με τους Slowdive και καμιά φορά με φώναζαν χαϊδευτικά Rachel (σημείωση Άρη Καραμπεάζη: αυτό σήμερα θα ήταν προσβλητικό βέβαια, αν αναλογιστούμε πως εξελίχθηκε η Rachel εμφανισιακά). Τους είδα επιτέλους στο reunion gig του Village Underground το '2014.

SlowdiveΚαι ακόμη και αν δεν περίμενα ποτέ ότι θα συνέβαιναν όλα αυτά, τελικά κατάφερα και όχι μόνο να δακρύσω ακούγοντας ζωντανά το Alison, αλλά και να βρεθώ μέσα σε mosh pit ακούγοντας το When the Sun Hits (πρωτόγνωρη εμπειρία και γι' αυτούς, όπως έγραψαν την επόμενη μέρα). Bonus σε όλα τα παραπάνω το ότι άκουσα τα Crazy for You και Blue Skied με τον Simon Scott και πάλι πίσω από τα drums! Η δε αντίδραση μου όταν συνειδητοποίησα ότι αυτό που ακούω είναι το Morningrise ανταμείφθηκε με αγκαλίτσα από την πραγματική Rachel.

Τους Slowdive τους αγαπώ όλους μαζί και τον καθένα ξεχωριστά. Θα μπορούσα να συνεχίσω να μιλάω και να γράφω επ’ άπειρον για το πόσο καλοί μουσικοί είναι, αλλά και για τα αμέτρητα projects που μας χάρισαν τα τελευταία 20 χρόνια. Τώρα όμως πλέον το θέμα μας είναι ότι όχι μόνο έχουν επιστρέψει σε πλήρη δράση, και συναυλιακή και δισκογραφική, αλλά κατά το πιθανότερο – και παρότι ακούγεται κλισέ σε τέτοιες περιπτώσεις, επέστρεψαν καλύτεροι από ποτέ.

Το κείμενο αυτό γράφεται ενώ έχουν περάσει δύο μέρες από την last minute εμφάνιση τους στο The Garage του Λονδίνου (λίγο μετά την ανακοίνωση για το νέο άλμπουμ) και σκέφτομαι ότι παρά την φυσική απουσία τους, δεν είχαν λείψει ποτέ από το προσωπικό μου soundtrack. Ακόμη και όταν έκανα χρόνια να ξαναπλησιάσω κάποια από τη μουσική που άκουγα τότε γιατί απλά μου προκαλούσε μελαγχολία, οι Slowdive ήταν για μένα πάντα relevant, η πλέον διαχρονική μπάντα της εφηβείας μου.

Πιστεύω πάντα ότι οι Slowdive αξίζουν πολλά περισσότερα από μία αναθεώρηση της καριέρας τους μέσω του hype της κάθε λίστας των 10 ή 100 shoegaze δίσκων που πρέπει όλοι να ακούσουμε, έστω και αν πλησιάζει πλέον το Souvlaki απειλητικά το Loveless στο τελευταίο poll του Pitchfork ενώ ακόμη και ο ίδιος ο Alan McGee έφτασε να ...ομολογήσει πρόσφατα ότι τελικά τους άξιζε η αναγνώριση (!!!). Πέρα από όλα αυτά, η παρούσα είναι η πλέον κατάλληλη συγκυρία για όποιον τυχόν είτε δεν τους άκουσε τότε, είτε δεν ασχολήθηκε αρκετά μαζί τους, να ακούσει πλέον ολόκληρο το back catalogue τους με την προσοχή εκείνη που θα του επιτρέψει να καταλάβει και την εξέλιξή τους αλλά και πόσους και πόσο έχουν επηρεάσει σε όλα αυτά τα χρόνια, που επί της ουσίας παρέμεναν στην αφάνεια.

Εν αναμονή του νέου δίσκου και στο κεφάλι μου παίζουν από χθες – και μάλιστα non stop- από τη μία το Avalyn και από την άλλη το Sugar for the Pill. Αυτή τη φορά οι κριτικές δεν έχουν απολύτως καμία σημασία (σημείωση Άρη Καραμπεάζη: πώς είπατε;), σημασία έχει ότι για κάποιους το μεγαλείο των Slowdive ήταν ανέκαθεν δεδομένο.

Ανυπομονώ να τους ξαναδώ τον Ιούνιο.

Υ.Γ. 1 Το συγκλονιστικό live της Τετάρτης ήταν και μια ευκαιρία να θυμηθούμε ότι ενίοτε οι κιθάρες είναι τρεις και ότι ο συνδυασμός Nick Chaplin-Simon Scott είναι killer.

Υ.Γ. 2 Ελπίζω τέλος η πρώην πια φίλη να έχει κρατήσει ακόμη την κόπια μου του Blue Day, το οποίο καθώς διαπιστώνω τα πάει πολύ καλά στο χρηματιστήριο του Discogs.