Η μεγάλη ευκαιρία του heavy metal για συμπερίληψη
Ένα σχήμα που κατέκτησε το μερίδιο ορατότητάς του σε έναν δύσκολο χώρο. Με την μουσική του και όχι μόνο... Της Ελένης Φουντή
Πλησιάζουμε στο τέλος της χρονιάς, φυσικά με ανοιχτούς λογαριασμούς. Δίσκοι που δεν ακούσαμε, λίστες που όλο αλλάζουν, μισοτελειωμένα κείμενα που πάντα καταφέρνουν να σέρνονται πίσω από νεότερα, σαν έτοιμα από καιρό, σα θαρραλέα να συμφιλιωθούν με την draft υπόστασή τους. Όμως κάποιοι λογαριασμοί πρέπει κάποτε να κλείνουν, ιδίως αν κάνουν τους καλούς φίλους. Ή εχθρούς. Έτσι έκλεισε το κεφάλαιο Absu για τη Melissa Moore, με έχθρα, έτσι είπα κι εγώ να βάλω σε μια σειρά τις σκέψεις μου (μετά από πολλά γράφε - σβήνε) για το “Loud Arriver”, το ντεμπούτο του νέου project της, Sonja, που τάραξε τη metal κοινότητα, με φιλία. Ακούσαμε, συμφωνήσαμε, διαφωνήσαμε (μπα, κυρίως συμφωνήσαμε), ας γράψω και δυο κουβέντες για έναν δίσκο που άφησε στη φετινή χρονιά ένα ξεχωριστό ίχνος.
Ας αναλογιστούμε λίγο τα γεγονότα δηλαδή. Ότι φέτος η heavy metal κοινότητα υποκλίνεται στον δίσκο μίας τρανς γυναίκας. Η σημειολογία δεν μπορεί να τονιστεί αρκετά. Είναι τεράστια πρόοδος και ένδειξη κοινωνικής ωρίμανσης του μεταλλικού χώρου το να συζητιέται αυτός ο δίσκος αμιγώς μουσικά. Βέβαια είμαστε ακόμα μακριά από έναν ιδανικό κόσμο. Ιδανικά ούτε η έμφυλη ταυτότητα της Moore θα ήταν είδηση, ούτε θα είχε ανάγκη κάποια διεργασία ευαισθητοποίησης το metal. Ειδικά το metal. Ίσα ίσα, το heavy metal θα έπρεπε να είναι η πρώτη αγκαλιά αλληλεγγύης προς εκείνους που το σύστημα απορρίπτει για την εμφάνιση και την ταυτότητά τους.
Ναι;
Ναι.
Και ακόμα περισσότερο επειδή το μεταλλικό κοινό ήρθε σε επαφή με το queer γίγνεσθαι πολύ νωρίς, από το 1998, όταν ο απόλυτος metal god, ο Rob Halford των Judas Priest, μίλησε ανοιχτά στο MTV για την ομοφυλοφιλία του. Και δεν κουνήθηκε φύλλο. “Δεν μας αφορά, προχωράμε” είπαν τα μέταλλα. Στο ύψος τους.
Στην περίπτωση της Moore βέβαια, 20 χρόνια αργότερα, συνέβη το εντελώς αντίθετο, καθώς τη μάθαμε ακριβώς λόγω της διεμφυλικής της ταυτότητας και της σφοδρής τρανσφοβικής επίθεσης από την πρώην μπάντα της μόλις έκανε coming out. Μάλιστα. Εκείνη μάζεψε όλο το κουράγιο της, προχώρησε στο απόλυτο βήμα συνειδητοποίησης και οι Absu την έδιωξαν κλωτσηδόν, επειδή είναι λέει πολύ σκληροί και πολύ άντρες και άλλα τέτοια συγκλονιστικά και λεβέντικα και δεν έχει θέση μια γυναίκα στην παρέα τους. Την απέλυσαν με ένα μήνυμα στο κινητό.
Τι λε ρε παιδί μου, τόσο άντρες.. Φαίνεται πάντως πως αυτά τα τρανσφοβικά βούρλα δεν είχαν σταθμίσει καλά ότι η Moore τους έγραφε τα κομμάτια σε μεγάλο βαθμό, ούτε την τεράστια συμβολή της στο κιθαριστικό μέρος. Η απώλειά της τελικά τους αποδιοργάνωσε πλήρως, οδηγώντας τους σε διάλυση.
Και η ίδια βέβαια δεν ήταν στα καλύτερά της. Χρειάστηκαν πολλά χρόνια και σκληρή εσωτερική δουλειά για να ξανασταθεί όρθια και με μοναδικό συμπαραστάτη από τους συνεργάτες της στην όλη πορεία τον Grzesiek Czapla, touring ντράμερ των Absu. Μαζί έφτιαξαν τους Sonja, ένα project που προϋπήρχε της μετάβασής της, αλλά δεν είχε ενεργοποιηθεί. Στην πορεία μπήκε στο γκρουπ και ο μπασίστας Ben Brand και εγένετο “Loud Arriver”, ένας δίσκος που άφησε το metal με το στόμα ανοιχτό και έπεσε αμέσως στο τραπέζι ως γερό χαρτί για κυκλοφορία της χρονιάς.
Δεν θα σταθώ τόσο σε αυτό, ούτε στο hype. Σαφώς και ο δίσκος διεκδικεί επάξια τον τίτλο του heavy metal album of the year. Όταν τον ακούσετε θα καταλάβετε. Θα σταθώ όμως στις ιδιαιτερότητές του και τα μοναδικά χαρακτηριστικά που συνενώνει, που του δίνουν μια διάσταση που υπερβαίνει τους στενά μεταλλικούς αλλά και γενικότερα μουσικούς κώδικες επικοινωνίας.
Από στυλιστικής άποψης, το “Loud Arriver” τιμά απόλυτα το όνομά του, καθώς έρχεται να πληρώσει ένα διαχρονικό και ευδιάκριτο κενό του σκληρού ήχου. Αναφέρομαι στον υποεκπροσωπούμενο χώρο ανάμεσα στο heavy metal και το goth rock. Εκτός από ηχηρή είναι και μια αναγκαία άφιξη που φέρνει φρέσκο αέρα και το καταλαβαίνεις από το πρώτο λεπτό. Υπάρχουν κάποιοι τέτοιοι δίσκοι, που ανεξάρτητα από την τελική σου αξιολογική κρίση, σου δείχνουν κατευθείαν ότι διαφέρουν από τους άλλους. Συμβαίνει κι εδώ, με το υπνωτικό epic - goth άνοιγμα του “When The Candle Burns Low…” που με το καταιγιστικό drumming του και τα οργιαστικά κιθαριστικά riffs αναδεικνύεται σε ένα από τα πιο ηλεκτρισμένα και εθιστικά ορόσημα του heavy metal για φέτος. Το κομμάτι δεν παίζεται, σε πιάνει στον ύπνο και σε ξεκουνάει, σε κάνει να αναρωτιέσαι πού διάολο ήταν τόσα χρόνια αυτός ο ήχος.
Στην πορεία ενσωματώνονται σαφείς post-punk αναφορές, πιάνοντας το νήμα του crossover εκεί που το άφησαν οι Lunar Shadow (θα μου λείψουν αυτοί), ενώ διαπερνάται και το όριο του pop rock με μια σειρά εξαιρετικών μελωδικών γραμμών. Αν και κυκλοφορεί από την εκλεκτή ιταλική Cruz Del Sur Music - ίσως το label με τις πιο ενδιαφέρουσες προτάσεις στον μεταλλικό χώρο τα τελευταία χρόνια - και άρα ταυτοποιείται αμέσως ως heavy metal, ο δίσκος απευθύνεται σε πολύ και ετερόκλητο κόσμο με ένα πλέγμα επιρροών από τους Judas Priest μέχρι τους Anathema, τους Moonspell, τους All About Eve αλλά και τους Cure και τους Joy Division.
H Melissa έχει κάνει καταπληκτική δουλειά σε rhythm και solo κιθάρες, το drumming του Czapla είναι εντυπωσιακό, ακούμε ωραίες σκληρές μπασογραμμές αλλά και βαριά ατμοσφαιρικά πλήκτρα, που είναι το κλειδί της διάχυτης goth μελαγχολίας. Η ενορχήστρωση είναι υποδειγματική, η παραγωγή εξασφαλίζει ακριβώς τις ισορροπίες που πρέπει και όλα τα κομμάτια είναι highlights, εντελώς πιασάρικα. Γενικά μιλώντας, επιπλέον του υφολογικού μέρους, έχουμε και μία άρτια δουλειά από τεχνικής άποψης. Το “Loud Arriver” έχει δουλευτεί πολύ και φαίνεται. Είναι προφανές ότι η Moore δεν ήθελε να κυκλοφορήσει τον δίσκο πριν βεβαιωθεί ότι κάνει το όνομά του πράξη.
Σημαντικό σημείο είναι επίσης ότι για πρώτη φορά η Melissa τραγουδάει. Κάνει άριστα, αν και επειδή η φωνή της έχει ήδη έντονο γοτθικό χρώμα (το οποίο υπογραμμίζεται με τίγκα reverb effect), θα μου άρεσε το "Loud Arriver" να έδινε λίγο μεγαλύτερη έμφαση στο heavy metal εις βάρος των άλλων στοιχείων. Η ουσία είναι αλλού βέβαια. Όπως εξηγεί η ίδια εδώ, αν και δεν της άρεσε η φωνή της, επέλεξε συνειδητά να αναλάβει τα φωνητικά, γιατί οι στίχοι της είναι αυτοβιογραφικοί. Μέχρι τα τελευταία στάδια των ηχογραφήσεων δεν διαφαινόταν ένα αποτέλεσμα που να την ικανοποιεί, αλλά πλακώθηκε στις πρόβες μέχρι να το πετύχει. Το πέτυχε. Έχουμε λοιπόν έναν άνθρωπο αποφασισμένο να επανασυστηθεί στο κοινό με υπερτονισμένο το στοιχείο της αναγέννησης.
Ως προς τη δεύτερη παρατήρηση, ότι το άλμπουμ υπερβαίνει τους εν γένει μουσικούς κώδικες επικοινωνίας, κάθε άλλο παρά εκπλήσσει το γεγονός. Οι τρανς δεν είναι απλώς μια ευάλωτη ομάδα. Μιλάμε για ανθρώπους αποκλεισμένους από παντού που παλεύουν να τους αναγνωριστεί το δικαίωμα να υπάρχουν. Η Melissa έχει βιώσει κοινωνικό αποκλεισμό, ρατσισμό, απαξίωση και απόρριψη από τον επαγγελματικό και τον προσωπικό της κύκλο. Προφανώς το “Loud Arriver” δεν περιέχει πανηγύρια, αγάπες και ουράνια τόξα, αλλά αντανακλά το συναισθηματικό άλγος ενός ανθρώπου που χρειάζεται να διεκδικεί και τη ζωή του ακόμα. Το “Wanting Me Dead” μιλάει για το μίσος που εισπράττουν οι τρανς από τον περίγυρό τους, αλλά κι από τον ίδιο τους τον εαυτό στον δρόμο για την αποδοχή, ενώ το “Nylon Nights” σκύβει πάνω στους κινδύνους της σεξεργασίας. Και ωστόσο, μεταδίδεται σταδιακά μια αίσθηση αισιοδοξίας και μια ζωογόνα ορμή που οδηγούν την αφήγηση σε μια κατάσταση σεξουαλικής απελευθέρωσης και κάθαρσης. Οι Sonja διεγείρουν συγκίνηση, ενσυναίσθηση, πώρωση, σου “κλέβουν” με το έτσι θέλω την αλληλεγγύη.
Κάθε σημείο στο “Loud Arriver” απαιτεί την προσοχή σου και είναι μια ευκαιρία να αναλογιστείς την αντίφαση. Από τη μία η τοξικότητα που το heavy metal θρέφει στους κόλπους τους ως μικρογραφία της κοινωνίας και από την άλλη η ωρίμανση και ο μακρύς δρόμος που έχει διανύσει η μεταλλική κοινότητα για να φτάσουμε εδώ. Και ας ελπίσουμε να προχωρήσουμε ακόμα παραπέρα, σε ένα consensus συμπερίληψης και αποδοχής όλων.
Δεν είναι η πρώτη πρόσφατη ευκαιρία βέβαια. Και η Hunter Ravenna Hunt-Hendrix, leader των Liturgy, μοιράστηκε τη διεμφυλική της ταυτότητα πριν δύο χρόνια και το μεταλλικό κοινό, παρά τις μεμονωμένες τρανσφοβικές αντιδράσεις, στάθηκε γενικά στο ύψος του. Λίγους μήνες αργότερα, οι Liturgy κυκλοφόρησαν το πολύ ενδιαφέρον “Origin of the Alimonies” και έχουν ήδη στα σκαριά τον επόμενο δίσκο. Ωστόσο, εφορμώντας από το υπερβατικό (όπως το ονομάζουν) black metal, τα περιθώρια διάχυσης είναι σχετικά περιορισμένα. Για να μην αναφερθώ και σε ακόμα πιο obscure περιπτώσεις, όπως η Victory Over The Sun (Vivian Tylinska λέγεται, αλλά έχετε ακούσει πιο ωραίο μουσικό alias; εγώ όχι) με τον περιπετειώδη progressive-black metal δίσκο της “A Tessitura of Transfiguration”. (Φίλοι του extreme ήχου: Ακούστε το χθες).
Οι Sonja τώρα έχουν κάνει αρκετό θόρυβο. Το βλέπεις στα ποσταρίσματα π.χ. στο facebook, ή στα σχόλια στο bandcamp, το ακούς σε podcasts κλπ. Μια τρανς γυναίκα λέει ότι ταυτίζεται και ότι η Moore της θυμίζει τον δικό της Γολγοθά, άλλοι της στέλνουν καρδούλες ή devil’s horns. Υπάρχει βέβαια ένα κραταιό πλέγμα προκαταλήψεων ακόμα. Ο μέσος μεταλλάς δεν έχει πειστεί ότι το διακύβευμα είναι όντως το δικαίωμα στον αυτοπροσδιορισμό και ότι η lgbtq+ κοινότητα δεν είναι κάποια “μόδα”, ή “απότοκο της πολιτικής ορθότητας”. Ίσως δεν ξέρει κιόλας ότι ειδικά οι τρανς είναι συνήθως θύματα σωματικής και ψυχικής βίας, που δέχονται μέχρι και απειλές κατά της ζωής τους και ίσως γι’ αυτό δεν καταλαβαίνει τη σημασία της ορατότητας και της εκπροσώπησης. Ακούω και διαβάζω καθημερινά διάφορες ανοησίες περί “σημείων των καιρών” και “εκπροσώπων του political correct” [sic], ανοησίες που θέλω να πιστεύω ότι οφείλονται σε άγνοια και όχι στην επιθυμία όλων αυτών να ξαναγυρίσουν οι queer στη ντουλάπα και “να μην προκαλούν”. Δεν υπάρχουν σημεία των καιρών. Υπάρχουν άνθρωποι που σήμερα διεκδικούν αυτό που χθες δεν τολμούσαν. Οι υπόλοιποι διαλέγουμε πλευρά. Με τα δικαιώματα ή την συντήρηση.
Για να ξαναπιάσω την αρχή του νήματος λοιπόν, μπορεί στον τομέα των δικαιωμάτων να οραματιζόμαστε ακόμα έναν καλύτερο κόσμο, μία πιο συμπεριληπτική heavy metal σκηνή, αλλά έχουμε πια στηρίγματα. Το “Loud Arriver” είναι ένα τέτοιο πρόσφατο στήριγμα. Ατσαλένιο. Μας το λέει και η ίδια η Melissa Moore: “We are not asking permission and we are not waiting around. We are going to crash through the gates and hold them open for the swarm”.
Γι’ αυτό λοιπόν, αν και είναι προφανές, θα το πω: Ακόμα κι αν δεν είναι ο πρώτος καλύτερος, το “Loud Arriver” δεν μπορεί παρά να είναι ο heavy metal δίσκος της χρονιάς.
(Το κείμενο δεν είναι album review, αλλά αφού ξεκίνησε ως τέτοιο - πριν το εκτροχιάσω εντελώς στην πορεία - εναποθέτω εδώ και τον βαθμό, έτσι για το καλό. Είναι προφανώς το τελευταίο που έχει σημασία).
9