Speak to Me - Pink Floyd discography 1967 - 1979 re-revisited
Μετά από τόσα χρόνια τι μένει να ειπωθεί; Να ξαναθυμηθούμε (ή να μάθουμε) όσα είχαν ειπωθεί... Του Παναγιώτη Αναστασόπουλου
Μπα, δε νομίζω… Ευχαριστώ, αλλά δε θα πάρω. Αν πέσατε στην παγίδα και νομίσατε ότι θα γράψω κριτική της δισκογραφίας των Pink Floyd, σπεύδω να ξεκαθαρίσω ότι δε θα επιθυμούσα με τίποτα στο δίπολο ιερά εξέταση - μάγισσα να υποδυθώ το ρόλο της δεύτερης. Άλλωστε, τι άλλο θα μπορούσε πλέον να πει κάποιος για τους έντεκα πασίγνωστους και, αν όχι λατρεμένους στο σύνολό τους, χιλιοακουσμένους αυτούς δίσκους; Τα «τοτέμ» δεν τα πειράζεις, απλά τα απολαμβάνεις ξανά και ξανά. Στις μέρες μας, αν ρυθμίσεις τα Κοντρόλ για να πας στην Καρδιά του Ήλιου, το πιθανότερο είναι πως θα καείς και μάλιστα όχι όμορφα, σαν κάποια χωριά.
Σε ποια δημόσια «συζήτηση» μπορείς να μπεις μισό αιώνα αργότερα, όταν όλοι έχουν προσωπική και ενδεχομένως συναισθηματικά φορτισμένη αντίληψη γι’ αυτό που θέλεις να μιλήσεις; Δηλαδή, όχι ακριβώς όλοι, με λαμπρό παράδειγμα τον Σ.Δ. που εξακολουθεί να μην καταλαβαίνει τι στο καλό βρίσκουν όλοι σε αυτήν τη μέτρια και αδιάφορη μπάντα. Την πρώτη από τις δύο φορές που μου έδωσε αυτήν την απάντηση σκέφτηκα να τον ρωτήσω αν του αρέσουν οι τηγανητές πατάτες, αλλά το ξανασκέφτηκα και δεν το έκανα. Βλέπετε, ζούμε στην εποχή που κανένα νοητό δε μπορεί να εκληφθεί ως αυτονόητο.
Καλά όλα αυτά, όμως τι απομένει να ειπωθεί; Ίσως κάποια προσωπική αξιολόγηση του στυλ «ποιο είναι το καλύτερο τραγούδι των Pink Floyd», όπως και κάθε ευρύτερα γνωστού συγκροτήματος (αυτό πάντα με ιντρίγκαρε ως αναγνώστη), μόνο που κάτι τέτοιο για να «λειτουργήσει» θα πρέπει να γίνει από το σύνολο των συντακτών. Κι αυτό διότι, αν μπω μόνος μου στη διαδικασία να «αποδείξω» ότι, λέμε τώρα, το “The Great Gig in the Sky” είναι καλύτερο από το “Echoes”, τότε είναι σίγουρο ότι ο Ευγένιος δε θα είναι το ίδιο Προσεκτικός με το Τσεκούρι του. Κι αφού έφυγε κι αυτή η δυνατότητα, απομένει μία και μοναδική επιλογή: να θυμηθούμε τους δίσκους και το συγκρότημα μέσα από δηλώσεις εκείνης της εποχής από τους ίδιους τους Pink Floyd, αλλά και από τρίτους, έχοντας όμως προηγουμένως αναφέρει ως πρόλογο κάποιες ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες, επίσης γνωστές ανά την ελληνική ύπαιθρο ως trivia.
“The Piper at the Gates of Dawn” (5/8/1967)
Trivia
Η ονομασία Pink Floyd δόθηκε από τον Syd Barrett και αποτελεί φόρο τιμής στους bluesmen Pink Anderson και Floyd Council.
Οι Roger Waters, Rick Wright και Nick Mason ήταν συμφοιτητές στην Αρχιτεκτονική σχολή του London’s Regent Street Polytechnic, από την οποία, τελικά, δεν αποφοίτησαν.
Το πρώτο τους single "Arnold Layne", που κυκλοφόρησε πέντε μήνες πριν το Piper και δεν περιλαμβάνεται σε αυτό, έμελλε να αποδειχτεί επιδραστικό για τους πρώιμους φαν της μπάντας David Bowie και Marc Bolan.
Ιδιαίτερα στο ξεκίνημά της τα μέλη της μπάντας, αλλά και καθ’ όλη την πορεία της, τη θεωρούσαν τους εαυτούς τους ως “an albums group”.
Ο τίτλος “The Piper at the Gates of Dawn” προέρχεται από το διήγημα του Kenneth Grahame “The Wind in the Willows”.
Με τραγούδια που πάντρευαν επιδέξια φαινομενικά ετερόκλητα ακούσματα, όπως το “Third Stone from the Sun” του Jimi Hendrix, το “Fixing a Hole” των The Beatles και το “Granny Takes a Trip” των Purple Gang, το Piper ήταν απλά καταδικασμένο να πετύχει.
Τα παιδικά παραμύθια, πρισματικά επεξεργασμένα on acid, αποτέλεσαν σημαντική πηγή έμπνευσης ιδιαίτερα στο ντεμπούτο τους, με χαρακτηριστικά παραδείγματα τα “Matilda Mother”, “The Gnome”, “Bike” και “Flaming”.
Για δημιουργία πιο επιβλητικής ατμόσφαιρας, ο Nick Mason στο αναφερόμενο στους πρόσφυγες πρώην αιχμαλώτους πολέμου “Pow R. Toc H.” είχε καλύψει τα ντραμς με πετσέτες, ένα κόλπο που του έμαθε ο παραγωγός Norman Smith, που είχε ήδη εφαρμοστεί στα sessions των The Beatles.
Ο Syd Barrett, κατά κάποιους η προσωποποίηση της επιτομής του hippy-chic, αγαπούσε να επιτίθεται με έναν αναπτήρα zippo στις χορδές της Telecaster του και να υψώνει τα χέρια προς τον ουρανό, σαν ιερέας σε παγανιστική ψυχεδελική τελετή.
Με εξαίρεση τον Syd, τα λοιπά μέλη δήλωσαν ως αγαπημένες μπάντες τους Soft Machine, The Beatles, Cream, όπως και τον Jimi Hendrix.
Τι είπε η μπάντα
Syd Barrett: «Ο "Arnold Layne" απλά τυχαίνει να γουστάρει να ντύνεται με γυναικεία ρούχα. Πολύς κόσμος το κάνει - ας δούμε την πραγματικότητα, ο μοναδικός στίχος που θα μπορούσε κάποιος να έχει ένσταση είναι ο “it takes two to know”- και δε βλέπω τίποτα πρόστυχο σε αυτό».
Roger Waters: «Λοιπόν, η μητέρα μου είναι τελείως κουφή, ο πατέρας μου έχει πεθάνει και η γιαγιά μου αγόρασε τον πρώτο της pop δίσκο την εβδομάδα που μας πέρασε. Ήταν ένας δίσκος που λεγόταν “Arnold Layne”».
Rick Wright: «Ύστερα πήγα στο Regent Street Polytechnic για να σπουδάσω Αρχιτεκτονική και τα παράτησα μετά από ένα χρόνο λόγω βαριομάρας. Έτσι, ξεκίνησα να ταξιδεύω στο εξωτερικό σε μέρη όπως η Ελλάδα. Μετά γύρισα πίσω για να μαζέψω λεφτά, κάνοντας δουλειές όπως του διακοσμητή εσωτερικών χώρων, αλλά επειδή ήμουν πολύ δυστυχισμένος άρχισα να μελετάω μουσική».
Nick Mason: «Θέλουμε να πιστεύουμε ότι είμαστε τμήμα του δημιουργικού μισού στο οποίο γράφουμε τη δική μας μουσική και δεν αρκούμαστε στο να ηχογραφούμε υλικό άλλων ή να αντιγράφουμε Αμερικανικούς demo δίσκους. Το άλμπουμ μας δείχνει μια πλευρά των Pink Floyd που δεν έχει ακόμα ακουστεί».
Rick Wright: «Παίζαμε κάτι τελείως διαφορετικό από ό,τι είχε ακουστεί ως τότε. Όπως οι jazz μουσικοί αυτοσχεδιάζαμε συνεχώς, τόσο στα φωνητικά, όσο και στη μουσική».
Roger Waters: «Όσον αφορά τη σκηνική μας παρουσία στα κλαμπ παίρναμε δύο στα δέκα, οπότε έπρεπε να προσπαθήσουμε περισσότερο».
Nick Mason: «Στο παρελθόν παίζαμε περίπου μια φορά κάθε δεκαπέντε μέρες και τις υπόλοιπες πηγαίναμε σε παμπ συζητώντας πόσο όμορφα θα ήταν αν γινόμασταν διάσημοι. Μόνο όταν προσλάβαμε μάνατζερ, ο οποίος άρχισε να μας οργανώνει, περάσαμε στο επόμενο στάδιο από το να ονειρευόμαστε».
Nick Mason: «Κάποιες φορές προσπαθούμε να παίξουμε live το “Arnold Layne” ή το “See Emily Play”. Δεν είναι δυνατό πάντα να παίξεις ζωντανά ό,τι υπάρχει στους δίσκους. Μπορείς να φανταστείς κάποιον να προσπαθεί να παίξει το “A Day in the Life”; Κι όμως, αυτό είναι ένα από τα σημαντικότερα τραγούδια που έχουν γραφτεί ποτέ. Πολλά από τα τραγούδια που υπάρχουν στο άλμπουμ μας είναι τελείως αδύνατο να παιχτούν ζωντανά».
David Gilmour (1973): «Ο Syd μπορούσε αληθινά να γράψει καλά τραγούδια κι αν έμενε νηφάλιος, θα μπορούσε να αποδειχτεί καλύτερος κι από τον Ray Davis».
Τι είπαν άλλοι
Allen Evans, NME, 2/9/1967: «Ένα άλμπουμ εμποτισμένο σε καινούργιο ήχο, που εναλλάσσεται από τη μουσική του απώτερου διαστήματος (“Astronomy Domine”), στην Αραβική μουσική (“Matilda Mother”) και στη jazz (“Pow R. Toc H.”)… Η άγρια κιθάρα βρίσκεται σε πρώτο πλάνο και τα φωνητικά είναι πολύ παραμορφωμένα. Κραυγές και ενθουσιώδη γέλια ακούγονται ξαφνικά, ενώ ακούγεται και ξέφρενο όργανο».
Norman Smith: « Το να δουλεύεις με τον Syd ήταν σκέτη κόλαση και δεν υπάρχουν ευχάριστες αναμνήσεις».
Peter Jenner: «Η μπάντα τους τελευταίους μήνες έχει περάσει από μια πολύ δύσκολη κατάσταση και νομίζω ότι αυτό αποτυπώνεται στη δουλειά της. Δεν είναι δυνατό να πάρεις τέσσερις ανθρώπους αυτού του διανοητικού επιπέδου -ήταν αρχιτέκτονες, καλλιτέχνες και τεχνολόγοι- να τους δώσεις μεγάλη επιτυχία και να περιμένεις να μη βρεθούν σε κατάσταση σύγχυσης».
“A Saucerful of Secrets” (29/6/1968)
Trivia
Με τον Syd να μετέχει μόνο σε τρεις από τις επτά συνθέσεις, αρχίζει να γίνεται αισθητή η απομάκρυνση του ήχου από τα σουρεαλιστικά του στοιχεία και την παιδική στιχουργική θεματολογία.
Τα προβλήματα του Barrett λόγω της χρήσης LSD έχουν αρχίσει να γίνονται σοβαρά και να έχουν αντίκτυπο στη μπάντα, με τον Gilmour να επιστρατεύεται για να βάλει πλάτη.
Ο ήχος τους αρχίζει να φλερτάρει περισσότερο με το progressive rock, αν και παραμένει ευχάριστα «αναποφάσιστος» σχετικά με το ποια πορεία θα ακολουθήσει.
Με το άλμπουμ αυτό έγινε περισσότερο εμφανής η επίδραση της free jazz των AMM.
Με τα “Remember a Day” και “See-Saw” γινόταν πλέον εμφανής η σημαντική συμβολή του Wright στον ήχο των Pink Floyd.
Αυτό ήταν το πρώτο από τα πολλά εξώφυλλα που υπέγραψε η Hipgnosis για τη μπάντα.
Ο David Gilmour, σύμφωνα με τα credits της πρωτότυπης κυκλοφορίας, λεγόταν David Gilmore.
Οι εμφανίσεις τους στο περίφημο UFO Club τελείωναν και μαζί τους η μοναδική σύνδεση της μπάντας με κάποια μουσική σκηνή.
Η μπάντα διαμαρτυρόταν επί σκηνής, όταν της ζητούσαν να παίξει τα hit singles της.
Τι είπε η μπάντα
Τίποτα ιδιαίτερο.
Τι είπαν άλλοι
NME 10/8/1968: «Υπάρχουν όλο και περισσότερα καλά τραγούδια που καταστρέφονται από τα -πλέον- υποχρεωτικά ψυχεδελικά στοιχεία… τόσο πολύ γλυκανάλατα σαν Ιταλικά κοστούμια».
“More” o.s.t. (27/7/1969)
Trivia
Ένας Γερμανός ερωτεύεται μια Αμερικανίδα (την τολμηρή Mimsy Farmer) στο Παρίσι και την ακολουθά αρχικά μέχρι την Ιμπίθα και τελικά μέχρι την ηρωίνη και το θάνατο. Μελό, βαρετό, πείτε το όπως θέλετε, αλλά με συγκλονιστική μουσική (γιατί έχω την εντύπωση ότι καρφώνομαι;)
H Mimsy Farmer είχε πριν λίγο καιρό πρωταγωνιστήσει στο φιλμ “Riot on Sunset Street”, όπου υποδυόταν μια κοπέλα που κάνει χρήση LSD και βιάζεται ομαδικά. Piece of cake για το casting του Barbet Schroeder.
Η ΕΜΙ δε θεώρησε το πρότζεκτ ως “κανονικό” άλμπουμ, αν και έβαλε την υπογραφή της, οπότε οι Pink Floyd το ηχογράφησαν κατά κάποιον τρόπο ιδιωτικά, με τη βοήθεια του Brian Humphries.
Το άλμπουμ γράφτηκε και ηχογραφήθηκε σε χρονικό διάστημα λίγο μεγαλύτερο της μιας εβδομάδας, ανάμεσα σε ζωντανές εμφανίσεις και στα εντατικά sessions του “Ummagumma”.
Το “Cirrus Minor”, με την ψυχεδελική μουρμούρα του Gilmour και το ταξιδιάρικο laid back Hammond του Wright, παρουσίασε πιο στέρεη από ποτέ την αγάπη της μπάντας για τη φύση.
Το υπέροχο “Nile Song” θεωρείται ό,τι πλησιέστερο στον ήχο των Led Zeppelin έχει γραφτεί από τους Pink Floyd.
Με το “More” η psych-pop πλευρά της μπάντας μετατράπηκε σε West Coast folk.
Δύο τραγούδια που ακούγονται στην ταινία, τα “Seabirds” και “Hollywood”, δε χώρεσαν στο δίσκο.
Όταν εδραιώθηκαν ιδίως ο Waters και κατά δεύτερο λόγο ο Gilmour ως μπροστάρηδες, διαδόθηκαν κάποιες φήμες ότι ο Wright είχε χάσει το ενδιαφέρον του για τη μπάντα.
Οι Βρετανοί μπορεί μεν να άκουσαν το soundtrack, αλλά την ταινία δεν την είδαν, αφού δεν κατάφερε να ξεπεράσει το φράγμα της λογοκρισίας.
Μετά από αυτό, άνοιξε ο δρόμος για το o.s.t. των ταινιών “Zabriskie Point” του Antonioni και “La Vallee” επίσης του Schroeder.
Τι είπε η μπάντα
David Gilmour: «Θα κάναμε ο,τιδήποτε, προκειμένου να γράψουμε μουσική για κινηματογράφο. Θέλαμε να μπούμε σε μεγάλες παραγωγές, οπότε είπαμε οκ και μας έδωσε περίπου 600 λίρες στον καθένα, τα κάναμε πάνω μας από τη χαρά μας και φτιάξαμε το “More”».
Nick Mason: «Ο Roger πάντοτε ήξερε πώς να δουλεύει, κάτι πολύ ασυνήθιστο στο rock’n’roll».
Τι είπαν άλλοι
Allen Evans, NME, 21 Ιουνίου 1969: «Περίεργη, απόκοσμη μουσική… Υπάρχουν Ισπανικοί ήχοι, όπως και folk και jazz - όλοι ενδιαφέροντες».
Howard Stern: «Επιθυμούσα να μονιμοποιήσω τα lightshows των Floyd που φτιάχτηκαν για τις εμφανίσεις τους στο UFO club από τον Peter Wynne Willson. Η πυροδοτούμενη από τη χρήση LSD ψυχεδελική αυτή εμπειρία βρήκε την απόλυτη έκφρασή της στη μείξη του ήχου και της εικόνας, η οποία είχε ένα εσωτερικό αντίκτυπο στο κοινό».
“Ummagumma” (25/10/1969)
Trivia
Κατά μία άποψη ο τίτλος του δίσκου είναι η λέξη «συνουσία» στην αργκό του Cambridge, ενώ κατά άλλη μια μωρουδίστικη λέξη του Barrett.
Η κυκλοφορία έγινε στη νεοϊδρυθείσα Harvest, θυγατρική της ΕΜΙ, που αγκάλιασε στοργικά το progressive underground.
Ο δίσκος παρομοιάζεται με τον διπλό “Untitled” The Byrds, που είχε επίσης έναν ζωντανά ηχογραφημένο και ένα σε στούντιο.
Την εποχή εκείνη ο Wright άκουγε αποκλειστικά Beethoven, Berlioz και Debussy. Χμ, The Great Classical Gig in the Earth?
Οι ελεύθεροι αυτοσχεδιασμοί του Wright έφερναν αβίαστα στο νου τους Spontaneous Music Ensemble.
Στο οπισθόφυλλο εκτίθεται όλος ο εξοπλισμός της μπάντας επιμελώς απλωμένος μπροστά από ένα Land Rover στο αεροδρόμιο Biggin Hill.
Τι είπε η μπάντα
Σε αρκετές μεταγενέστερες συνεντεύξεις, μπορεί κάποιος να διακρίνει σε όλα τα μέλη του συγκροτήματος μια αίσθηση αμηχανίας και αποδοκιμασίας για το δίσκο.
Rick Wright: «Δεν προσπαθήσαμε καν να ενοποιήσουμε τα κομμάτια. Τα γράψαμε ο καθένας χωριστά και μαζευτήκαμε για να τα ακούσουμε στο στούντιο. Στην πραγματικότητα ο καθένας έπαιξε μόνος το δικό του κομμάτι».
Roger Waters: Σε κάποια στιγμή μέσα στο “Several Species of Small Furry Animals Gathered Together in a Cave and Grooving With a Pict” ακούγεται να λέει: «“That was pretty avant-garde, wasn’t it?”»
Rick Wright: «Έπρεπε να ηχογραφήσουμε δύο φορές το ζωντανό δίσκο. Την πρώτη φορά στο Mothers του Birmingham είχαμε την εντύπωση ότι παίξαμε πολύ καλά, αλλά ο εξοπλισμός δε λειτούργησε κι έτσι δε χρησιμοποιήσαμε σχεδόν τίποτα. Τη δεύτερη φορά στο Manchester College of Commerce δώσαμε μια κακή συναυλία, αλλά αφού ο εξοπλισμός λειτούργησε καλά, ήμασταν υποχρεωμένοι να χρησιμοποιήσουμε το υλικό».
Τι είπαν άλλοι
Melody Maker, 8/11/1969: «Τα ήρεμα Grantchester Meadows του Waters έχουν διαχρονική ομορφιά και όλο το σετ μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένα εξαιρετικό παράδειγμα διερευνητικής σκέψης».
Disc and Music Echo, 11/11/1969: «Οι κατ’ ιδίαν συνεισφορές στο δεύτερο άλμπουμ παραπέμπουν χωρίς αμφιβολία στους Floyd, παρουσιασμένες μέσα από τέσσερα διαφορετικά στυλ».
“Atom Heart Mother” (10/10/1970)
Trivia
Το “Atom Heart Mother” ήταν τίτλος της Evening Standard αναφερόμενος σε μια γυναίκα που της έγινε τοποθέτηση βηματοδότη από πλουτώνιο, ενώ ήταν έγκυος.
Η αγελάδα στο εξώφυλλο ονομάζεται Lulubelle III.
O καλεσμένος για να συνεισφέρει στη δημιουργία του τελικού ήχου Ron Geesin εκτελώντας χρέη μαέστρου στην Abbey Road Session Pops Orchestra μάλωσε άγρια με ένα μέλος της και όταν του είπε να βγουν έξω για να λογαριαστούν, επενέβη ο John Aldiss, που επίσης μετείχε με τη χορωδία του και, αφού ηρέμησε τα πνεύματα, του πήρε τη μπαγκέτα και τελείωσε όπως όπως τη δουλειά. Παρόλα αυτά, ο αγαπημένος του John Peel Ron Geesin, που είχε συνεργαστεί με τον Mason στο “Ummagumma”, έγινε φίλος με τον Waters και έπαιζαν μαζί γκολφ.
Ολόκληρο το “If” και ιδιαίτερα οι στίχοι “Please don’t put your wires in my brain” και “If I go insane / Will you still let me join in with the game” προφανώς αναφέρονται στον Syd, η απουσία του οποίου καλά κρατούσε μέχρι το “Wish You Were Here”.
Στο “Summer 68” ο Gilmour δε μπορούσε να ακουστεί πιο Jimi Hendrix της εποχής του “Axis: Bold As Love”.
Μια προσεκτική ακρόαση του “Alan’s Psychedelic Breakfast” αποκαλύπτει κάποιους «περίεργους» ήχους, που βγαίνουν από το στόμα του roadie Alan Stiles, καθώς αυτός μασάει cornflakes.
Τι είπε η μπάντα
Roger Waters (1984): «Αν κάποιος μου έλεγε τώρα να πάω να παίξω ζωντανά το “Atom Heart Mother” και να μου δώσει ένα εκατομμύριο λίρες, θα του έλεγα “You must be f… joking” δεν παίζω τέτοια σκουπίδια».
David Gilmour (2001): «Άκουσα το δίσκο πρόσφατα. Θεέ μου είναι σκατά - πιθανότατα το καλλιτεχνικό ναδίρ μας. Στο “Atom Heart Mother” ήταν σα να μην είχαμε καμία ιδέα».
Τι είπαν άλλοι
Richard Williams, Melody Maker, 10/10/1970: “Το πιο μεστό και ολοκληρωμένο άλμπουμ που το γκρουπ έχει κυκλοφορήσει… Η δουλειά, αν και αποτελείται από πολλά εναλλασσόμενα είδη, διατηρεί ένα εξαιρετικό κλίμα ηρεμίας».
NME, 10/10/1970: «Μια από τις πιο μεγαλειώδεις συνθέσεις των Floyd μέχρι σήμερα… έχει funky soul, υπέροχο όργανο και σφιχτοδεμένη κιθάρα, που θα δυσκόλευε ακόμα και τον Booker T».
“Meddle” (30/10/1971)
Trivia
Η μπάντα μπήκε στο στούντιο έχοντας μόνο μερικές ιδέες και όχι κάποια τραγούδια.
Το “Echoes” προέκυψε ύστερα από πολλές ώρες ηχογραφήσεων, πάνω στη χαρακτηριστική εισαγωγική νότα που έπαιξε στο πιάνο ο Wright και ακουγόταν μέσα από ένα ηχείο Leslie.
Για πολλούς το “Echoes” θεωρείται ως ο πρόδρομος του “Dark Side of the Moon”.
Ο Gilmour μοιραζόταν το όραμα του Hendrix και ήταν παθιασμένος να βρει νέους εκφραστικούς τρόπους χρησιμοποιώντας την τεχνολογία και ειδικότερα συσκευές fuzz, wah-wah και echo, φέρνοντας το φάντασμα του Syd στο προσκήνιο.
Το ενδιαφέρον της μπάντας για τις τεχνολογικές εξελίξεις όσο ευλογία φαινόταν, τόσο κατάρα μπορούσε να αποδειχτεί στην πράξη, αν δεν τύχαινε σωστής διαχείρισης.
Σε απάντηση μιας καυστικής κριτικής που έγραψε στο Melody Maker ο Michael Watts, η μπάντα του έστειλε ένα δέμα που περιείχε ένα γάντι του μποξ σε ελατήριο, που εκτοξευόταν με το άνοιγμα του πακέτου.
Στο “Fearless” ακούγονται οι οπαδοί της Liverpool από την Kop να τραγουδούν το “You’ll Never Walk Alone”. Aka “You’ll Never Klopp Alone”.
Στο δίσκο αυτό τα τραγούδια αποδίδονται σε όλα τα μέλη της μπάντας, σε αντίθεση με τη μέχρι τότε κατάσταση που ήθελε τους Waters, Gilmour και Wright να τα υπογράφουν μεμονωμένα.
Από το άλμπουμ αυτό και μετά δεν υπήρχαν φωτογραφίες των μελών στους δίσκους.
Τι είπε η μπάντα
Rick Wright: «Η μπάντα βρισκόταν στο απόλυτο σκοτάδι. Κάποια στιγμή αναρωτιόμασταν τι να κάνουμε».
Rick Wright: «Η καλύτερη μουσική που γράψαμε προέρχεται από τον τρόπο που δουλέψαμε στο “Echoes”».
Τι είπαν άλλοι
Michael Watts, Melody Maker, 13/11/1971: «Ενδιαφέρον, ακόμα και καλαίσθητο, αλλά επιφανειακό, σαν δευτερεύοντες ήχοι σε εκπομπή του Radio 3. Όταν υπάρχει λίγη πραγματική μουσική ουσία για να υποστηρίξει όλα αυτά τα εφέ, πώς είναι δυνατόν το αποτέλεσμα να μην είναι ένα soundtrack μιας ανύπαρκτης ταινίας;»
Allen Evans, NME, 13/11/1971: «Οι Floyd έφτιαξαν δραματική μουσική χωρίς να παρατήσουν τα πνευστά και τα χορωδιακά μέρη… ένα εξαιρετικά καλό άλμπουμ».
John Leckie: «(η όλη κατάσταση) θυμίζει σκετς των Monty Pythons».
“Obscured by Clouds” (3/6/1972)
Trivia
Η μουσική του δίσκου θα έντυνε την ταινία “La Vallee” του Barbet Schroeder, στην οποία πρωταγωνιστούσε η σύζυγός του Bulle Ogier.
Το χρονικό περιθώριο της ηχογράφησης ήταν δύο εβδομάδων, επειδή τα στούντιο Chateu ήταν ακολούθως κλεισμένα από τον T Rex για την ηχογράφηση του “The Slider”.
Σε αντίθεση με το “More”, που είναι πιο αυστηρά κινηματογραφικό, το “Obscured by Clouds” είναι δομημένο πάνω σε τραγούδια με τρόπο ώστε να παραπέμπει περισσότερο σε κανονικό άλμπουμ.
Αν και πνευματικό παιδί του Waters, δημιουργεί την αίσθηση ότι είναι ένα άλμπουμ του Gilmour.
Είναι ένα από τα πιο αγαπημένα άλμπουμ του Gilmour.
Το εξώφυλλο θεωρείται ως το λιγότερο επιτυχημένο της Hipgnosis.
Τι είπε η μπάντα
Όλοι τους χαρακτήρισαν τη μουσική του δίσκου ως «Μουσική που θα συγκινήσει τον κόσμο».
Nick Mason: «Ύστερα από τη μελαγχολία που βιώσαμε την εποχή του “Atom Heart Mother” έπρεπε να ανανεώσουμε τους στόχους μας».
Roger Waters: «Αρχικά δεν είχαμε ιδέα για το τι επρόκειτο να συμβεί, παρά μόνο ότι αυτό θα ήταν πιο φωτεινό και πιο αποτελεσματικό».
Nick Mason: «Είμαστε ενεργοί επαγγελματίες μουσικοί, ανοιχτοί σε προσφορές εργασίας».
Nick Mason: «Οι Γάλλοι έχουν μια πιο συναισθηματική και διανοουμενίστικη προσέγγιση στις τέχνες».
Τι είπαν άλλοι
Peter Erskine, Disc, 17/6/1972: «Υπάρχουν ακόμα παραδείγματα από αυτές τις αιωρούμενες περιστροφικές στιγμές των Floyd, μόνο και μόνο για να διώξουν τις αμφιβολίες για το ότι “γίνονται πιο εμπορικοί”. Το μικρό τραγούδι εκρήγνυται μέσα στο κεφάλι σου με διεισδυτικό υπόστρωμα μπάσου και ηχητικές αναλαμπές, που συνδυάστηκαν για κάποια σκοτεινή και καταχθόνια γωνιά του ηλιακού συστήματος».
Andrew Means, Melody Maker, 17/6/1972: «Περιλαμβάνει μερικά από τα πιο επιθετικά ορχηστρικά κομμάτια που έχουν γράψει οι Floyd».
“The Dark Side of the Moon” (10/3/1973)
Trivia
Ο αρχικός τίτλος ήταν “Dark Side of the Moon: A Piece for Assorted Lunatics”.
Ο δίσκος αυτός σηματοδότησε την τελευταία φορά που τα μέλη της μπάντας θα συνεργάζονταν τόσο στενά.
Ο σχεδόν κατεξοχήν κιθαριστικά φορτισμένος ήχος άφηνε για πρώτη φορά περισσότερο χώρο στα πλήκτρα για να βγουν μπροστά, με τα δύο ολοκαίνουργια παιδιά της EMS, το Synthi AKS και το φοβερό αναλογικό και θαυματουργό VCS3.
Οι διάφορες φράσεις που ακούγονται σε δεύτερο πλάνο στο δίσκο προέρχονται από flash-card συνεντεύξεις που πήρε ο Alan Parsons από διάφορους εργαζόμενους στο στούντιο, υπαλλήλους της μπάντας ή περαστικούς! Οι ερωτήσεις ήταν οι εξής: «Πότε ήταν η τελευταία φορά που ήσουν βίαιος;», «Υπάρχουν φορές που νομίζεις ότι τρελαίνεσαι;» και «Φοβάσαι το θάνατο;» Ανάμεσα στους ερωτηθέντες προσφέρθηκαν να είναι ο Paul και η Linda McCartney που ηχογραφούσαν παραδίπλα με τους Wings το “Red Rose Speedway”.
Οι τέσσερις γυναίκες στα φωνητικά, που είχαν ήδη τραγουδήσει με τους Elton John και Rod Stewart, ονομάζονταν Lesley Duncan, Barry St John, Liza Strike και Doris Troy.
To “Breathe” γεννήθηκε από ένα κομμάτι που είχε γράψει ο Waters για το soundtrack του επιστημονικού ντοκιμαντέρ του Roy Battersby “The Body” (1970).
Το “On the Run” είναι εμπνευσμένο από τη φοβία του Wright για τις πτήσεις.
Τα χαοτικά ρολόγια στο “Time” ηχογραφήθηκαν από τον Alan Parsons.
Το “Us and Them” ήταν βασισμένο στο “The Violent Sequence”, που είχε απορριφθεί από το soundtrack για το “Zabriskie Point”.
Το πιο δύσκολο τραγούδι αποδείχτηκε το “The Great Gig in the Sky”, που άλλαζε διαρκώς μορφές, μέχρι τον Ιανουάριο που κλήθηκε η εικοσιδυάχρονη session τραγουδίστρια Clare Torry. Το μόνο που της είπαν ήταν να γεμίσει τη μουσική με υπερβολικά συναισθηματικά φωνητικά τραγουδώντας ασυναρτησίες. Κι έτσι έκανε με μια πέρα από κάθε μύθο ερμηνεία, παίρνοντας ως αμοιβή 30 λίρες και έφυγε ανησυχώντας ότι η συμμετοχή της δε θα τα κατάφερνε ποτέ να επιβιώσει στο δίσκο. Τριάντα χρόνια αργότερα έκανε αγωγή σττη μπάντα που δεν τη συμπεριέλαβε ως συνδημιουργό του τραγουδιού και κέρδισε κατόπιν συμβιβασμού.
Το εξώφυλλο είναι ένα από τα πιο άμεσα αναγνωρίσιμα στη μουσική.
Η εποχή που ο Waters θεωρούσε τον εαυτό του ως το μουσικό σκηνοθέτη της μπάντας είχε μόλις αρχίσει.
Ο Gilmour έβαλε στοίχημα με το μάνατζερ Steve O’ Rourke ότι το άλμπουμ δε θα κατάφερνε να μπει στο US Top 10, αλλά έφτασε μέχρι το #2 και έμεινε για δεκατέσσερα χρόνια στα US Billboard charts.
Τι είπε η μπάντα
Roger Waters: «Περνάει μέσα από το συναίσθημα. Δεν υπάρχει τίποτα ψεύτικο σε αυτό, τίποτα κατασκευασμένο. Είναι μια έκφραση πολιτικής, φιλοσοφικής και ανθρωποκεντρικής συμπόνοιας που ήθελε απελπισμένα να βγει προς τα έξω».
Roger Waters: «Είχαμε όλοι κοινή επιδίωξη να γίνουμε πλούσιοι και διάσημοι».
David Gilmour: «Το “Money” είναι καλοί Άγγλοι σπουδαστές αρχιτεκτονικής που γίνονται funky».
Roger Waters (2003): «Προφανώς το “Brain Damage” έχει να κάνει με τον Syd και ειδικότερα οι στίχοι “The lunatic is on the grass…” “…if the band you’re in starts playing different tunes…”
Nick Mason: « Απολαμβάνω να παίζω ζωντανά το “Time”, ενώ το “Us and Them” είναι απίστευτα βαρετό. Σίγουρα σε κάποιες συναυλίες μπορείς να ακούσεις το ντράμερ να αποκοιμιέται».
David Gilmour (σε ερώτηση για τους μουσικούς προφήτες των UFO, Hawkwind): «Δεν τους ακούω ποτέ, αλλά φαίνονται να περνούν πολύ καλά».
David Gilmour: «Υπάρχουν τέσσερις πολύ διαφορετικές προσωπικότητες στη μπάντα. Όλοι μας όμως θέλουμε να πάμε μπροστά και υπάρχουν πράγματα που μας αρέσουν να κάνουμε μαζί. Για τον Roger Waters είναι πιο σημαντικό να κάνει πράγματα παρά να λέει κάτι. Ο Richard Wright θέλει να κάνει καλή μουσική κι εγώ βρίσκομαι κάπου στη μέση μαζί με τον Nick».
Roger Waters: «Σε μια συνέντευξη ο Rick είχε πει πως δεν ενδιαφερόμαστε για τους στίχους. Κι εγώ αμέσως σκέφτηκα: Μιλάς για τον εαυτό σου, εγώ πάντα ενδιαφερόμουν».
David Gilmour: «Είμαι 100% σίγουρος ότι η δημόσια εικόνα μας έχει να κάνει με αποτραβηγμένους και τρελαμένους χρήστες ναρκωτικών. Ο κόσμος έχει περίεργες ιδέες για μας. Στο Σαν Φρανσίσκο είπαν πως είμαστε με το Gay Liberation Front. Δε μπορώ να φανταστώ πώς σκέφτηκαν κάτι τέτοιο».
David Gilmour: «Δεν ήθελα να γίνω αρχηγός, ο Roger το ήθελε απελπιστικά».
Τι είπαν άλλοι
Tony Stewart, NME, 17/3/1973: «Η πιο επιτυχημένη αρτίστικη επιχείρηση των Floyd. Δεν είναι μόνο οι στίχοι που αποτελούν εκφράσεις γνώμης, συνήθως πολύ ευδιάκριτες, αλλά και το ότι είναι εμπλουτισμένοι με έξυπνα εφέ».
Melody Maker, 7/4/1973: «Χρειάστηκαν εννέα μήνες στο Abbey Road και άξιζε κάθε δευτερόλεπτο από το χρόνο τους στο στούντιο. Ένα διαστημικό ταξίδι, που συνεχίζει τη συνταγή που ξεκίνησε με το “Atom Herat Mother”».
Pete Jenner: «Ο Dave έπαιζε κιθάρα πολύ επηρεασμένος από τον Hendrix, οπότε η μπάντα του είπε: παίξε σαν τον Syd Barrett».
Nick Kent, NME: “Δε μπορώ να σκεφτώ κάποιο άλλο rock συγκρότημα που να ζει τόσο χλιδάτα… Φτιάχνουν πρόχειρη και άψυχη μουσική… Καμία άλλη μπάντα σήμερα δε συνοψίζει τόσο την αίσθηση της καταδικασμένης μετριότητας που βρίσκεται η χώρα μας».
Gerry o’ Donnell: (αποδομώντας το “Eclipse”): «Δεν υπάρχει σκοτεινή πλευρά στο φεγγάρι. Στην πραγματικότητα είναι όλο σκοτεινό…».
“Wish You Were Here” (12/9/1975)
Trivia
Γράφοντας ο Waters τους στίχους πάνω στην ατμοσφαιρικότερη από ποτέ κιθάρα του Gilmour, συνειδητοποίησε ότι ως επί το πλείστον έγραφε για τον Barrett.
Ο στίχος του Waters: “You bought a guitar to punish your ma” δεν είναι καθόλου δύσκολο να καταλάβουμε σε ποιου την τελειομανή μητέρα με (δικά της) όνειρα για το γιο της αναφερόταν.
Η τελική μορφή του “Shine on You Crazy Diamond”, που εισηγήθηκε ο Waters, υλοποιήθηκε τελικά επειδή συμφώνησαν μαζί του οι Wright και Mason, παρακάμπτοντας τις αντιρρήσεις του Gilmour.
Ένα από τα δύο συνολικά τραγούδια με guest στα φωνητικά (το άλλο ήταν το “The Great Gig in the Sky”) ήταν το “Have a Cigar” που ερμήνευσε ο Roy Harper, κάνοντας διάλειμμα από την ηχογράφηση του δικού του δίσκου.
Έως τότε η μεγαλύτερη σε διάρκεια σύνθεσή τους ήταν το “Echoes” που ήταν 23 λεπτά, ενώ τα εννέα συνολικά μέρη του “Shine on You Crazy Diamond” διαρκούσαν κάτι παραπάνω από 26.
Τι είπε η μπάντα
Rick Wright (2003): «Δεν έβρισκα τη ζωή τόσο σκοτεινή, όσο τη θεωρούσε ο Roger, αλλά το κοινό τελικά ένιωθε μια ψυχική ανάταση, η οποία νομίζω πως οφειλόταν στη μουσική».
Τι είπαν άλλοι
Alan Jones, Melody Maker, 20/9/1975: «Από οποιαδήποτε οπτική κι αν προσεγγίσεις το “Wish You Were Here”, εξακολουθεί να μη σε πείθει με την αργοκίνητη ειλικρίνειά του και δείχνει σημαντική έλλειψη φαντασίας σε όλους τους τομείς».
Pete Erskine, NME, 20/9/1975: «Ενώ το “Moon” έμοιαζε ξεκρέμαστο, σκυθρωπό και μερικές φορές θετικά ανόητο, το “Wish You Were Here” είναι περιεκτικό, ιδιαίτερα μελωδικό και ευχάριστα απλό».
“Animals” (23/1/1977)
Trivia
Η ζωή είναι μια διαρκής άνιση μάχη, που καταλήγει στην εγκατάλειψη, τον καρκίνο και σε μια συνταξούλα, για όσους σταθούν τυχεροί. Κυρίες και κύριοι, καλή διασκέδαση.
Για μια ακόμα φορά τρομεροί στίχοι, βγαλμένοι από τις εφηβικές αγωνίες του Roger, φιλτραρισμένες από τις καταπιεστικές φιλοδοξίες της μητέρας του γι’ αυτόν και την αντιπαράθεση με την ωμή πλευρά της ζωής (και του θανάτου).
Πρωταγωνιστούν τρία ζώα: τα γουρούνια, τα πρόβατα και οι σκύλοι. Το μότο θα μπορούσε να είναι: ότι περπατά σε δύο πόδια είναι εχθρός σου.
Τα κομμένα από τον προηγούμενο δίσκο “Raving and Drooling” και “Gotta Be Carzy” μετονομάστηκαν σε “Sheep” και “Dogs” αντίστοιχα και βρήκαν τη θέση τους εδώ.
Ο δίσκος έχει μια σειρά από ιντερλούδια, που περιλαμβάνουν γαβγίσματα, εκρήξεις και περάσματα με synthesisers.
Το μνημειώδες εξώφυλλο δείχνει το Battersea Power Station, με ένα γουρούνι να ίπταται πάνω από τις επιβλητικές καμινάδες σε έναν ουρανό με μια μικρή ανθολογία καιρικών φαινομένων.
Υποστηρίχθηκε ότι το “Animals” θεματολογικά είναι μια «πληρωμένη» απάντηση στο punk, αλλά, επειδή ουσιαστικά ηχογραφήθηκε κατά τη διετία 1974-1976, δεν ήταν δυνατό ο Waters να είχε ακούσει το “New Rose” ή το “Anarchy in the UK”.
Τι είπε η μπάντα
Ο Wright (για μια ακόμα φορά) και ο Gilmour δήλωσαν πως αν και δε συμμερίζονται τις απόψεις του Waters, είναι ευχαριστημένοι από το αποτέλεσμα συνολικά.
Τι είπαν άλλοι
Melody Maker, 29/1/1977: «Κάποιες φορές τα σοκ έρχονται ξαφνικά, όπως οι ροχάλες που ο Johnny Rotten ρίχνει στο κοινό του, μια άβολη αίσθηση της πραγματικότητας μέσω ενός μουσικού είδους (“progressive rock”) που βρίσκεται σε ύπνωση. Ίσως πρέπει να μετονομαστούν σε Punk Floyd».
Angus McKinnon, NME, 12/2/1977: «Μια από τις πιο ακραίες, αμείλικτες, βασανιστικές, πλήρεις, εικονοκλαστικές μουσικές σε αυτήν την πλευρά του Ήλιου».
David Cavanagh: «Λοιπόν, όπως οι Ιησουίτες, ο Roger Waters με βρήκε σε νεαρή ηλικία. Σοκαρίστηκα και καταχάρηκα από τις προειδοποιήσεις του στο “Animals”, όπως και στον Orwell και τον Golding στο “Lord of the Flies” και ορκίστηκα να μη βρεθώ ποτέ σε χοιροστάσιο, σε μαντρί ή σε άσυλο για αδέσποτα σκυλιά».
“The Wall” (30/11/1979)
Trivia
Το δεύτερο σταυροδρόμι που χώρισε ηχητικά τους οπαδούς της μπάντας, μετά από εκείνο του “Meddle” που είχε προηγηθεί.
Κάποιοι (κακεντρεχείς) το χαρακτήρισαν ως το άλμπουμ που έχει τον ήχο ενός πλούσιου ανθρώπου, που περνάει δημόσια την κρίση της μέσης ηλικίας.
Η μουσική έντυσε ένα σενάριο σαράντα σελίδων που έγραψε ο Waters και, ουσιαστικά, ήταν μια rock opera, στην οποία ο Waters υποδύεται τον Pink, δηλαδή ένα παιδί που μεγαλώνει σε αδιέξοδο και γίνεται ένας rock star που βιώνει ένα ακόμα μεγαλύτερο αδιέξοδο.
Τον ήρωα χαρακτηρίζει μια γενικότερη βίαιη συμπεριφορά απέναντι στις γυναίκες που συναντά στη ζωή του. Στις groupies (“Young Lust”), στις φιλενάδες (“One of My Turns”), αλλά και στη σύζυγό του (“Don’t Leave Me Now”).
Το αυτοβιογραφικό τραγούδι “Anzio 1944”, που αφορούσε το θάνατο του πατέρα του στη μάχη του Monte Cassino, δεν τα κατάφερε για αυτόν το δίσκο, αλλά βρήκε τη θέση του στο “The Final Cut”.
Μπορεί κάποιος εύκολα να διακρίνει επιρροές από το “Tommy” των Who και τα «λεγόμενα» του Ziggy Stardust.
Το “Another Brick in the Wall Pt 2” ήταν το πρώτο τους single μετά από δεκατρία χρόνια και το πιο επιτυχημένο της ιστορίας τους.
Ο τρόπος που έπαιξε κιθάρα ο Gilmour στα “Run Like Hell” και “Young Lust” αποδείχτηκε πολύ επιδραστικός και ιδιαίτερα για τον The Edge των U2.
Ο δίσκος ήρθε τρίτος στις Η.Π.Α., μετά το “Thriller” του Michael Jackson και το “Greatest Hits” των Eagles.
Η επιβλητική δουλειά στα καρτούν έγινε από τον Jamie Hewlett, που οι νεότεροι γνώρισαν μέσω του Damon Albarn.
Την εποχή εκείνη ο Waters δεν ήθελε με τίποτα να παίζει μπροστά σε πολύ κόσμο, ούτε το κοινό να τραγουδά τους στίχους του. Μάλιστα, μια φορά στην Αυστραλία έφτυσε στο πρόσωπο κάποιον που το έκανε.
Ουσιαστικά ο Wright δεν αποτελούσε πια μέλος της μπάντας.
Κανείς δε θα μπορούσε να είχε προβλέψει το πόσο ζωντανό θα παρέμενε το άλμπουμ στα επόμενα χρόνια, όχι μόνο λόγω της ταινίας του Alan Parker (1982), αλλά και λόγω της σύνδεσής του από τον Waters με διάφορα μεταγενέστερα γεωπολιτικά γεγονότα.
Τι είπε η μπάντα
Roger Waters (2015): «Θέλετε να έχετε φωνή; Τότε τσακιστήτε και βγείτε έξω για να την αποκτήσετε. Ο δίσκος είναι συνυφασμένος με όσους έχουν αποστασιοποιηθεί από την επανάσταση της Silicon Valley και είναι έτοιμοι να αντιπαρατεθούν στα μεγάλα φιλοσοφικά και πολιτικά ζητήματα».
Τι είπαν άλλοι
Bob Ezrin: «Η ατμόσφαιρα στο στούντιο θύμιζε πόλεμο».
Damian Darlington: «Έχει τα καλύτερα κιθαριστικά μέρη από οποιοδήποτε άλμπουμ των Floyd».
Chris Brazier, Melody Maker, 1/12/1979: «Προφανέστατα, το “The Wall” είναι ένας τρομερός δίσκος. Δεν είμαι σίγουρος αν είναι εκπληκτικός ή κακός, αλλά τον βρίσκω υπερβολικά πειστικό».
Ian Penman, NME, 1/12/1979: «Το ισότιμο ενός rock μουσικού με το παιχνίδι ενός κουρασμένου στελέχους εταιρείας, ένα λαμπερό, ανέμελο μαραφέτι φτιαγμένο για να καλύπτει τα μεσοδιαστήματα».