Stiff Little Fingers
Με εύφλεκτα υλικά, ιρλανδικής προέλευσης και κατασκευής, ασχολείται τούτη τη φορά ο βιογράφος του πανκ Μίλτος Τσίπτσιος
Μια πόλη διχασμένη. Μια πόλη χωρισμένη σε δύο παρατάξεις με βάση το θρησκευτικό προσανατολισμό του καθενός. Μια πόλη που δεν άξιζε να ζει κανείς σε αυτήν. Αυτό ήταν το Belfast των αρχών της δεκαετίας του εβδομήντα. Το ξέσπασμα των ταραχών είχε ξεκινήσει λίγο καιρό πριν, και η επιβολή της τάξης από τους βρετανούς στρατιώτες, αντί να διορθώσει την κατάσταση την οδήγησε στο χάος.Τα στην αρχή αγκαθωτά συρματοπλέγματα, έγιναν αργότερα μόνιμα τείχη διχοτομώντας όλη την πόλη. Η θρησκευτική μισαλλοδοξία σε όλη της τη μεγαλοπρέπεια, σε μια πόλη που κάποιοι ήθελαν τη βρετανική κυριαρχία στο κεφάλι τους, ενώ οι υπόλοιποι την ένωση με το υπόλοιπο νησί της Ιρλανδίας. Το μίσος μεγάλο, οι φασαρίες και οι πυροβολισμοί σε ημερήσια διάταξη, με στρατό και παραστρατιωτικούς σε κάθε γωνιά του δρόμου. Κι όταν έπεφτε το σκοτάδι, οι λίγοι, ηρωικοί κάτοικοι που περιδιάβαιναν στους δρόμους, ήξεραν πως κινδύνευαν να απαχθούν, να λιντσαριστούν ακόμη και να σκοτωθούν στο όνομα ενός ακήρυχτου πολέμου μεταξύ αδελφών.
BITS OF KIDS WHO DON’T GROW WHOLE
Κάτω απ' αυτές τις συνθήκες άρχισε να κάνει τα πρώτα του βήματα και να ανδρώνεται ένα παιδί που έμελε μέσα στα επόμενα δέκα χρόνια να γίνει ο ήρωας της πόλης. Όχι με τα όπλα και τις σφεντόνες του, αλλά με τους στίχους και τη μουσική του. Ο John “Jake” Burns είχε την «ατυχία» να γεννηθεί στην μαρτυρική αυτή πόλη τον Φεβρουάριο του 1958. Από μικρός ακόμη είχε αποστασιοποιηθεί από τη τρέλα των μεγάλων, βρίσκοντας διέξοδο στη μουσική, ξεψαχνίζοντας με ζήλο τις ριπές των παιδικών του ηρώων, που δεν ήταν φαντάροι με φουλ περιβολή και όπλα στο χέρι, αλλά ήταν μουσικοί με ανατρεπτικές ιδέες και κιθάρες στους ώμους. Οι Thin Lizzy και ο Rory Gallagher στην δικιά του πρώτη γραμμή, συμπατριώτες και αυτοί, αλλά από την κάτω πλευρά του νησιού.
Στο πρόσωπο του φίλου και συμμαθητή του Brian Faloon, θα βρει τον ιδανικό σύντροφο για να αρχίσει να εκπληρώνει το όνειρό του, να γίνει διάσημος rock μουσικός. Το αρχέγονο ντουέτο θα γίνει τρίο με τη σύμπλευση ενός ακόμη συμμαθητή του Steven Graham. Οι τρεις συνομήλικοι θα ονομαστούν Scruff και θα αρχίσουν να γρατζουνάν νότες από Status Quo, Led Zeppelin, Black Sabbath και Deep Purple. Οι παιδικές ονειρώξεις περιλάμβαναν μόνο πρόβες, όργανα πρωτόγονα αλλά και άφθονο αυθορμητισμό. Φυσικά η ημερομηνία λήξης των Scruff θα έλθει πολύ γρήγορα με τη φυγή του Graham, αλλά από τις στάχτες τους θ’ αναδυθούν οι Highway Star, με νέο συνοδοιπόρο, τον επίσης συνομήλικο Henry William Cluney. Με όνομα δανεισμένο από κομμάτι του Machine Head των Deep Purple, και με μπασίστα έναν φίλο του Cluney τον Gordon Blair, δίνουν την πρώτη τους συναυλία στα τέλη του 1975. Για ένα περίπου χρόνο το γκρουπ ζει μία τελματώδη κατάσταση (συναυλίες τοπικού χαρακτήρα, διασκευές hard και heavy συγκροτημάτων), ώσπου το φθινόπωρο του 1976 τους δίδεται η ευκαιρία να διευρύνουν τους ορίζοντές τους παίζοντας ως support σε ένα σπουδαίο της εποχής εκείνης συγκρότημα, τους Pink Fairies. Αν και οι θρύλοι του βρετανικού underground δεν εμφανίστηκαν ποτέ στη συναυλία, οι Highway Star έκαναν το κομμάτι τους μπροστά σε κόσμο που ποτέ δεν θα τον είχαν φανταστεί.
PUTTING THE FAST IN BEL-FAST
Καθώς τελείωνε η δεκαετία του εβδομήντα κάποια πράγματα άρχισαν ν’ αλλάζουν. Τα παλικάρια μας άρχισαν να βαριούνται ν’ ακολουθούν τα μεγαλεπήβολα και βαρύγδουπα ηχητικά στάνταρ των hard και heavy συγκροτημάτων ή ν’ ακούν τις ατέρμονες επιδειξιμανίες των progressive μουσικών. Ήθελαν κάτι πιο απλό, πιο άμεσο, κάτι πιο κοντά στα δικά τους δεδομένα. Και αυτό ήταν το pub rock, ένα πρωτόγνωρο για αυτούς μουσικό είδος που τους έδωσε αυτή τη διέξοδο. Ήταν η εποχή που οι Dr. Feelgood εκ πρώτης και οι Eddie And The Hot Rods ακολούθως, έδωσαν μια νέα πνοή στο μουσικό γίγνεσθαι, συνεπικουρούμενοι από καλλιτέχνες όπως ο Graham Parker ή ο Elvis Costello, για να μη ξεχνάμε και τους 101er’s του Joe Strummer.
Η ομαλή μετάβαση από όλα τα παραπάνω στο ‘New Rose’ και το ‘Anarchy In The UK’ για τους Highway Star φίλους μας, ήταν αναπόφευκτη. Με πρωτοστάτη τον Cluney που μύησε και τους υπόλοιπους στο punk rock, το γκρουπ σταματάει να παίζει διασκευές Purple και Sabbath και ξεκινάει τη νέα του πορεία στρεφόμενο κατ’ αρχάς στους Eddie And The Hot Rods και πολύ γρήγορα στους Clash και τους Pistols.
Μα ποτέ μια αλλαγή δεν είναι και αναίμακτη. O Blair αρνούμενος αυτή τη μουσική διαφοροποίηση (και έχοντας και κάποια θέματα με τον Jake), αποχωρεί από το γκρουπ πηγαίνοντας για λίγο στον άλλο τότε πόλο της πόλης (τον πιο ποπ) τους Rudi, για λίγο στους ανερχόμενους τότε Outcasts, ενώ χάνεται για πάντα από τη σκηνή, αφού πρώτα κάνει και μια περασιά σε δυο τρία ακόμη τοπικά σχήματα.
I’M NOT A CATHOLIC I’M NOT A PROTESTAND. I’M PUNK AND THAT’S WHAT MATTERS
Το καλοκαίρι του 1977 μια νέα μορφή μπαίνει στους Highway Star. Ονομάζονταν Alistair Jardine McMordie και μαζί του έφερε στους αδαείς συντρόφους του τους New York Dolls, τους MC5 και τους Stooges, τους Ramones και τους Television, γκρουπ άγνωστα ακόμη και στους πιο ψαγμένους Βρετανούς.
Πλέον η ονομασία Highway Star δεν ακούγονταν τόσο punk, όσο punk ακούγονταν η μουσική που άκουγαν τα αυτιά των μουσικών. Το The Fast ήταν ένα καλό όνομα μα ήταν πιασμένο από κάποιους Αμερικάνους, το White Riot εγκαταλείφθηκε γρήγορα, αλλά ένα κομμάτι από το ‘Pure Mania’ των Vibrators ήταν ότι ακριβώς έπρεπε.
Τον Αύγουστο του 1977 οι ήρωες μας δίνουν την πρώτη τους συναυλία ως Stiff Little Fingers. Μέχρι το τέλος της χρονιάς άλλες τέσσερις θα ακολουθήσουν, σε μια εκ των οποίων θα παρευρεθούν και δύο τύποι που θα παίξουν καθοριστικό ρόλο στη μετέπειτα πορεία του συγκροτήματος. Ήταν ο Colin McClelland, ένας αρθρογράφος τοπικής εφημερίδας του Μπέλφαστ, που λαμβάνει ένα γράμμα - πρόσκληση από τον Jake το οποίο τον παρακινεί να παρευρεθεί σε μία τους συναυλία. Μαζί του θα πάρει έναν φίλο, επίσης δημοσιογράφοτον Gordon Ogilvie. Τα υπόλοιπα είναι ιστορία. Ο McClelland εντυπωσιασμένος από τον παλμό και την ενέργεια του γκρουπ, αρχίζει να γράφει διθυραμβικά άρθρα γι’ αυτούς, να τους κλείνει χώρους για πρόβες, ακόμη και συναυλίες.Από την άλλη ο Ogilvie γίνεται το αόρατο πέμπτο μέλος, όντας ο μάνατζερ, και ο εκ των βασικών στιχουργών τους.
Φυσικά το να σε διευθύνουν και να καθοδηγούν δύο δημοσιογράφοι και να θέλεις να λέγεσαι punk rock, δεν ήταν κάτι που θα έμενε ασχολίαστο. Λοιδορήθηκε με το χειρότερο τρόπο από τους τοπικούς punk κύκλους (ένας από τους λόγους για το μίσος που έτρεφαν προς αυτούς οι Undertones), ειδικότερα από το τοπικό punk fanzine του Belfast το Alternative Ulster που επιτέθηκε στο γκρουπ κατηγορώντας το για χειραγώγηση και ξεπούλημα.
THEIR SOLUTIONS ARE OUR PROBLEMS
Παρ’ όλες τις αντιδράσεις, οι τέσσερις μουσικοί μαζί με τους δύο δημοσιογράφους δημιουργούν τη Rigid Digits και μέσω αυτής κυκλοφορούν το πρώτο τους single τον Μάρτιο του 1978. Είναι το ‘Suspect Device/ Wasted Life’ το οποίο κυκλοφόρησε στην αρχή σε πεντακόσια αντίτυπα. Το σινγκλάκι βγήκε σε DIY πρότυπα, με το χειροποίητο εξώφυλλό του να επιμελείται κομμάτι-κομμάτι στο κόλλημα και στο δίπλωμά του από τα ίδια τα μέλη. Το ‘Suspect Device’ είναι ένα τραγούδι γεμάτο θυμό, γεμάτο απόγνωση, με στίχους που με το ρεαλιστικότερο τρόπο μιλούν για την πόλη τους και την άθλια καθημερινότητα της. Όσο για το ‘Wasted Life’, αν υπάρχουν τραγούδια που μπορούν και σημαδεύουν ακριβώς στην καρδιά και την ψυχή ενός ανθρώπου, αυτό είναι ένα από αυτά, από τα μεγαλύτερα αντι-μιλιταριστικά κομμάτια που γράφτηκαν ποτέ, αυτό που μπόρεσε και άλλαξε κατευθύνσεις και προοπτικές ζωής πολλών παιδιών (και όχι μόνο στη Βόρεια Ιρλανδία).
Το σινγκλάκι πάει στο νούμερο δεκαεφτά του indie τοπ και στέλνεται στον John Peel που ενθουσιασμένος αρχίζει αδιαλείπτως να το παίζει, δρομολογώντας μάλιστα και ένα session για την εκπομπή του στο BBC τον επόμενο κιόλας μήνα. Σ’ αυτό παίζουν το ‘Wasted Life’(με το Fucking Armies να γίνεται Lousy Armies), το φρέσκο ‘State Of Emergency’, το ‘Alternative Ulster’, ένα κομμάτι που έγραψε ο Jake για να μπει ως flexi στο ομότιτλο fanzine, αλλά απορρίφτηκε από τους υπεύθυνους ως κακό, και μια διασκευή τους στο ‘Johnny Was’ των Wailers. Έπαιξαν και άλλα δύο τα οποία όμως δεν ακούστηκαν ποτέ, το παρεξηγημένο για ρατσιστικούς στίχους ‘White Noise’, που εξ’ αιτίας του δεν μπορούσαν να παίξουν για τα επόμενα δύο χρόνια στο Newcastle, και το ‘No More Off That’.
Με την αμέριστη συμπαράσταση του John Peel, αλλά και την προσεγμένη καθοδήγηση των δύο δημοσιογράφων, ξαφνικά και από το πουθενά, οι SLF γίνονται το μεγαλύτερο όνομα του χώρου στη Β. Ιρλανδία. Αυτό ωθεί την δισκογραφική Island να τους ζητήσει να παραδώσουν τη δουλειά τους για να δει αν μπορεί να τους εντάξει στο δυναμικό της. Τον Μάιο του 1978 το γκρουπ συμφωνεί μαζί της για ένα γιγαντιαίο συμβόλαιο που θα περιλάμβανε εφτά δίσκους και ισάριθμα δισκάκια.
NOTHIN’ FOR US IN BELFAST
Γεμάτοι ενθουσιασμό οι SLF παρατούν τις πρωινές δουλειές τους, ονειρευόμενοι μια έξαλλη rock star ζωή. Η χαρά τους όμως δεν κρατάει για πολύ, καθώς η Island δεν τηρεί την υπόσχεσή της προτιμώντας να εντάξει στο δυναμικό της στη θέση τους κάποιους Jaggs, κάτι για το οποίο φυσικά μετάνιωσε λίγα μόλις χρόνια μετά.
Οδηγούμενοι σε οικονομική καταστροφή και παίρνοντας το μάθημα τους σχετικά με τη showbiz, οι SLF δέχονται ανέλπιστη πρόταση οικονομικής σωτηρίας από τον Tom Robinson και την μπάντα του να τους ακολουθήσουν στην Out Of The Darkness τρίμηνη τουρνέ του. Ενδιάμεσα μετακομίζουν σε πιο μόνιμη βάση στο Λονδίνο, εκεί όπου δίνουν το δεύτερό τους session για τον John Peel, πέντε μόλις μήνες μετά το πρώτο, παίζοντας τα ‘Suspect Device’, ‘Johnny Was’, ‘Low And Order’ και ‘Barbed Wire Love’.
Εν τω μεταξύ η Island Records σ’ ένα δείγμα καλής θέλησης, δίνει πίσω στο γκρουπ το ηχογραφημένο demo που της είχε αποσταλεί, με δύο από τα τραγούδια αυτού να δίνονται στη Rough Trade προκειμένου να κυκλοφορήσουν ως single μέσω αυτής. Είναι Οκτώβριος του 1978 όταν κυκλοφορεί το ‘Alternative Ulster/ ’78 Revolutions A Minute’, ένα από τα πιο ιστορικά, σπουδαιότερα, και πιο επιδραστικά σινγκλάκια του βρετανικού punk. Μέσα σ’ ένα φρενήρη ρυθμό με θορυβώδη και σαν βοή μπασογραμμή, κιθαριστικό ριφ που σου διαλύει το μυαλό και ντραμς που δημιούργησαν ολόκληρη σχολή, οι Stiff Little Fingers περιγράφουν με τον πιο γλαφυρό λόγο το πώς είναι να μεγαλώνεις στη σκιά ενός ακήρυχτου πολέμου, πως είναι να ζεις ξέροντας πως δεν υπάρχει μέλλον και το μόνο που ζητάς είναι η ελευθερία. Το punk εδώ οδηγείται πλέον σε μια άλλη διάσταση, μία επιτομή από το σκληρό attitude των Pistols, το δυναμισμό των Clash, αλλά πιο πολιτικοποιημένο και με πιο ρεαλιστικές τοποθετήσεις. Και οι Fingers δεν ξεχνούν το πρόσφατο παρελθόν τους βάζοντας στο flipside, ένα τραγούδι σαφώς επηρεασμένο από τους αγαπημένους τους Eddie And The Hot Rods και αυτό επιθετικό γεμάτο ένταση και πάθος. Η Rough Trade έτριβε τα χέρια της με αυτό single, καθώς εικοσιπέντε χιλιάδες αντίτυπα πωλούνται με τη μία, οδηγώντας το ως το νούμερο έντεκα του indie τοπ.
Όμως, παρόλη την επιτυχία και των δυο single, το καθημερινό σπρώξιμο από τον Peel, ακόμη και τις διθυραμβικές κριτικές από τον έντυπο μουσικό τύπο, καμία εταιρία δεν έδειχνε ιδιαίτερο ενδιαφέρον να τους εντάξει στο δυναμικό της. Έτσι, η πρόταση της Rough Trade που σημειωτέον δεν είχε ακόμη κυκλοφορήσει κανένα LP, όντας η μοναδική, βρήκε τη θετική ανταπόκριση του γκρουπ. Το concept ήταν να βγουν τα έξοδα παραγωγής του δίσκου, και από κει και πέρα τα κέρδη να πήγαιναν μισά-μισά σε εταιρία και γκρουπ.
Και ενώ όλα ήταν έτοιμα, ο Faloon εξέφρασε την επιθυμία του να αποχωρήσει από το συγκρότημα. Ο λόγος ήταν πως ήθελε να παντρευτεί την αγαπημένη του και να επιστρέψει στο Μπέλφαστ, βρίσκοντας παράλληλα και μία κανονική δουλειά. Πείστηκε όμως να μείνει για την ηχογράφηση του δίσκου και μόλις τελείωσε αυτή, αποχώρησε, παίζοντας για τελευταία φορά με τους υπόλοιπους στα τέλη του Οκτώβρη του 1978.
WE WERE BETRAYED, BETRAYED, BETRAYED BY LIES
Ο δίσκος κυκλοφόρησε τον Φεβρουάριο του 1979, και ονομάστηκε ύστερα από ιδέα του Ali ‘Inflammable Material’ από τα πρώτα λόγια του ‘Suspect Device’ που ανοίγει τον δίσκο. Εννέα μαύρες φλόγες που καίνε στο σκοτεινό εξώφυλλο προετοιμάζουν τον ακροατή για αυτό που ακολουθεί. Το σοκ από την τραχύτητα των λόγων, την επιθετικότητα και το πάθος που κατακλύζει το κάθε αυλάκι που περιδιαβαίνει στη βελόνα, το δέος από την ασίγαστη ενέργεια και τον θυμό που ξεχειλίζει την κάθε στιγμή και στο κάθε κομμάτι. Ο δίσκος είναι αφιερωμένος σχεδόν εξ’ ολοκλήρου στην πόλη τους. Στο καταραμένο Μπέλφαστ. Μέσα στα τραγούδια τους περιγράφονται με τον πιο γλαφυρό τρόπο οι στιγμές, τα γεγονότα που διαδραματίζονταν εκεί, εκεί όπου ακόμη και ο έρωτας είναι καταραμένος. Και όταν η θεματολογία αρχίζει και ξεφεύγει από το Μπέλφαστ, πάει στο ψέμα, την αδικία που ένιωσαν με την Island που αποτυπώνεται στο Rough Trade, πομπώδες και ανατριχιαστική η διασκευή τους στο ‘Johnny Was’, με τη μεγάλη συναισθηματική φόρτιση ν’ αποφορτίζεται με το εκτός κλίματος και μάλλον αχρείαστο ‘Closed Groove’ που κλείνει τον δίσκο.
Το ‘Inflammable Material’ πήρε αυτό ακριβώς που του άξιζε, γίνεται χρυσό με πάνω από εκατό χιλιάδες πωλήσεις και είναι το πρώτο άλμπουμ ανεξάρτητης εταιρίας που μπαίνει στα πρώτα είκοσι του επίσημου βρετανικού τοπ.
Μετά το πέρας του δίσκου, οι εναπομείναντες SLF ψάχνουν για τον αντικαταστάτη του Faloon. Η επιλογή του μόλις αποχωρήσαντα από τους Van Der Graaf Generator, Guy Evans εγκαταλείπεται γρήγορα, καθώς όπως ο καθένας μπορεί να καταλάβει, υπήρχε μεγάλο μουσικό χάσμα μεταξύ των δύο πλευρών,και μια τέτοια περίπτωση δεν θα μπορούσε παρά να μην ευδοκιμήσει. Τη θέση του Faloon θα πάρει τελικά ένας άλλος Βορειοιρλανδός ο Mark Reilly, με καταγωγή επίσης από το Μπέλφαστ, που όμως λόγω των συνθηκών της πόλης και αηδιασμένος από τις συνθήκες διαβίωσης αυτής, είχε φύγει πριν κάποια χρόνια, επιλέγοντας ως καταφύγιό του το Σέφιλντ. Όταν διάβασε πως ζητούν ντράμερ οι SLF αποφάσισε να πάει στην οντισιόν, απλά γνωρίζοντας την ύπαρξη τους, μη όμως έχοντας ακούσει ή δει κάτι από αυτούς. Αγόρασε τα δύο σινγκλάκια που ήδη είχαν κυκλοφορήσει, τα έμαθε απ’ έξω και πήγε να τους συναντήσει. Με συνοπτικές διαδικασίες παίρνει τη θέση του Faloon και γίνεται το πρώτο μέλος προερχόμενο από καθολική οικογένεια σε αυτό που θα λέγαμε «γκρουπ με προτεστάντες».
HELP ME GETAWAY
Με τον Reilly στη σύνθεσή τους οι Fingers ξεκινούν την πρώτη τους μεγάλη περιοδεία ως headliners, με support τους Essential Logic. Η απροσδόκητη επιτυχία του ‘Inflammable Material’ τους βρίσκει σε αυτήν, και το γκρουπ μέρα με τη μέρα συνειδητοποιεί πως αρχίζει και μεγαλώνει τόσο, όσο φαίνονταν να μικραίνουν οι χώροι που είχαν κλειστεί για τις εμφανίσεις τους αυτές. Κι όμως, παρόλη αυτή την επιτυχία, επιλέγουννα παραμείνουν πιστοί στη Rough Trade και τον Μάιο του 1979 κυκλοφορούν το τρίτο τους single ‘Gotta Getaway/ Bloody Sunday’. Λιγότερο σημαντικό από τα δύο προηγούμενα, με δύο τραγούδια που όμως δεν παύουν να είναι υψηλού επιπέδου, με χαρακτηριστικότερη την σπουδαία δουλειά του Ali στο μπάσο και τον φρενήρη ρυθμό που μπορεί ο Reilly να προσδώσει. Στιχουργικά διαφαίνεται η ίσως απολογία του Burns για την απόφαση του γκρουπ να φύγει από το Μπέλφαστ, ενώ το ‘Bloody Sunday’ δεν πρέπει να συγχέεται με τα γεγονότα στο Derry που περιέγραψαν λίγο αργότερα οι U2 στο δικό τους ‘Sunday Bloody Sunday’.
Κάπως έτσι τελειώνει και το πρώτο μέρος της ιστορίας των Stiff Little Fingers. Η ιστορία των τεσσάρων δύσμοιρων νεαρών που ξέφυγαν από την επικινδυνότητα και τη μιζέρια της πατρίδας τους και να που τώρα ατενίζουν πλέον το μέλλον με μεγαλύτερη αισιοδοξία. Το Μπέλφαστ θα παραμείνει στην καρδιά τους ως πόλος έλξης, όντας ο πρώτος προορισμός τους σε κάθε περιοδεία από δω και στο εξής. Παράλληλα, τελειώνει και η συνεργασία τους με τη Rough Trade. Οι SLF ήταν πλέον τόσο μεγάλοι που η συγκεκριμένη εταιρία δεν μπορούσε πλέον να τους διαχειριστεί σε αρκετά μείζονα ζητήματα. Ένα από αυτά ήταν το θέμα της Αμερικής. Οι Αμερικανοί τους αγνοούσαν ακόμη, καθώς η Rough Trade δεν είχε τα κανάλια διανομής για να στέλνει τους δίσκους τους εκεί, οι οποίοι έφταναν μόνο ως εισαγωγής και με υψηλό κόστος. Ήταν και οι προτάσεις από το εξωτερικό που έφταναν βροχή, προτάσεις που το γκρουπ θεωρούσε πως μόνο μέσω μίας στιβαρής εταιρίας θα μπορούσαν να διεκπεραιωθούν με ασφάλεια.
Έτσι, τον Αύγουστο του 1979 το γκρουπ υπογράφει στην Chrysalis σε μία συμφωνία μαμούθ για έξι LP’s, αλλά με όρους που δεν θα έπλητταν την ελευθερία των κινήσεών τους. Παράλληλα τελειώνει και η άτυπη συνεργασία τους με τον Collin McLelland του σημαντικότερου αρωγού του γκρουπ στην προσπάθειά του να σταθεί στα πόδια του τις πρώτες μέρες της ύπαρξης του. Η βοήθειά του θα παραμείνει ανεξίτηλη και θ’ αναδεικνύονταν με κάθε ευκαιρία.
Με τα νέα δεδομένα πλέον οι SLF βγαίνουν για πρώτη φορά από το νησί το καλοκαίρι του 1979 πηγαίνοντας στη Φινλανδία για δύο συναυλίες ως support των Members, ενώ λίγες εβδομάδες αργότερα ακολουθεί το Βέλγιο εκεί όπου η έκπληξη που τους περιμένει είναι πως βρίσκονται support των Whitesnake με headliners μάλιστα τους Uriah Heep, αμέσως μετά η Ολλανδία, ενώ αξέχαστη σίγουρα θα μείνει και η συναυλία τους στο Rock Against Racism, αν κρίνει κανείς από τα στιγμιότυπα που καταγράφτηκαν στο ντοκιμαντέρ ‘Rough Cut And Ready Dubbed’.
Το Σεπτέμβριο του 1979 πηγαίνουν για το τρίτο τους Peel Session εκεί όπου παρουσιάζουν τα ‘At The Edge’, ‘Wait And See’, ‘Straw Dogs’ και ‘Nobody’s Hero’, ενώ αμέσως μετά βγαίνει το επόμενό τους single ‘Straw Dogs/ You Can’t Say Crap On The Radio’, η πρώτη τους δουλειά σε μη ανεξάρτητη δισκογραφική. Μη θέλοντας να διακόψουν ολωσδιόλου παρτίδες με τη Rough Trade, ζήτησαν από τους ιθύνοντές της να κάνουν την παραγωγή στο σινγκλάκι αυτό, με τους τελευταίους να αρνιούνται θεωρώντας πως τα τραγούδια δεν ήταν ικανοποιητικού επιπέδου. Πράγματι το ‘Straw Dogs’ δεν είναι κάτι το ιδιαίτερο, ξεφεύγει κάπως από το σύνηθες punk μοτίβο, δίδοντας περισσότερο έμφαση στην πολυπλοκότητα και τα σκαμπανεβάσματα του ρυθμού, τη στιγμή που το flipside είναι ένα ρυθμικό απλό και δυναμικό pop punk κομμάτι.
Λίγο πριν το τέλος του 1979 και την ηχογράφηση του δεύτερού τους άλμπουμ, το συγκρότημα φεύγει για Σκανδιναβία με το δυσεύρετο bootleg ‘Christmas Album’ του 1981 να προέρχεται από μία από αυτές τις συναυλίες στη Σουηδία.
AND I’M RUNNING AT THE EDGE OF THEIR WORLD
Το Μάρτιο του 1980 βγαίνει το δεύτερο LP των Stiff Little Fingers. Είναι το ‘Nobody’s Heroes’ ένα άλμπουμ που αναπόφευκτα αδικείται μόνο και μόνο γιατί είναι το επόμενο από το ‘Inflammable Material’. Σίγουρα κανείς δεν θα είχε την απαίτηση για ένα καλύτερο ή ακόμη - ακόμη ισάξιο άλμπουμ. Κι όμως και αυτό είναι αξιοθαύμαστο, καθώς καταφέρνει και κρατάει αναλλοίωτη όλη την ενέργεια και την επιθετικότητα του ‘Inflammable Material’, με κάπως πιο συγκρατημένο ίσως πιο προσεγμένο στο πως θα βγει τρόπο, ενώ συνάμα προσπαθεί ως ένα σημείο να αποσύρει τη μονοδιάστατη θεματολογία του προκατόχου του, επεκτεινόμενο στιχουργικά και σε πιο προσωπικά και κοινωνικά θέματα. Μεγάλα τραγούδια και εδώ με το ‘Tin Soldier’ (τη φυσική συνέχεια-συνέπεια του ‘Wasted Life’) να πρωτοστατεί, το ‘Wait And See’, την ευθεία επίθεση του Jake στον πρώην συναγωνιστή του Faloon που τους εγκατέλειψε, το σχεδόν παρακλητικό ‘Fly The Flag’, το συναισθηματικό ‘At The Edge’. Υπάρχει και μία διασκευή τους στο ακόμη φρέσκο τραγούδι των Specials ‘Doesn’t Make It Alright’, όχι στα επίπεδα του ‘Johnny Was’, ενώ υστερεί στο αχρείαστο ‘Bloody Dub’ και κάπως στα ‘No Change’ και ‘I Don’t Like You’.
Το ‘Nobody’s Heroes’ φτάνει κι αυτό ψηλά στις θέσεις των charts πιάνοντας την όγδοη θέση, ενώ ταυτόχρονα με την κυκλοφορία του βγαίνει ως single το ‘At The Edge/ Running Bear, White Christmas’ με τα δύο τραγούδια του flipside να είναι τραγουδισμένα από τον Cluney, και να είναι από τα επονομαζόμενα “silly encores” που συνήθιζε να κάνει το γκρουπ πριν κλείσει την κάθε ζωντανή εμφάνισή του. Παράλληλα επανέρχονται στα στούντιο του BBC για το τέταρτό τους Peel Session με τα ‘I Don’t Like You’, ‘No Change’ (με φωνητικά του Cluney), ‘Doesn’t Make It Alright’, και ‘Fly The Flag’.
Η αλματώδης άνοδος της φήμης τους ξεπληρώνεται με τρεις εμφανίσεις στο Top Of The Pops, δύο φορές με το ‘At The Edge’ και μία με το ‘Nobody’s Hero’ σε μία πολυσυζητημένη εμφάνιση στην οποία ο Jake εμφανίζεται φορώντας την μπλούζα της ποδοσφαιρικής ομάδας της Βορείου Ιρλανδίας.
Τα ‘Nobody’s Hero/ Tin Soldiers’ ήταν τα δύο επόμενα τραγούδια που ξεπήδησαν από άλμπουμ και κυκλοφόρησαν ως single, ενώ το καλοκαίρι του 1980 βγαίνει και το ‘Back To Front/ Mr. Fire Coal–Man’. Από εδώ και μπρος αρχίζει και αναφαίνεται πως οι SLF έχουν ξεφύγει πια από το ατέρμονο και χωρίς αναστολές punk rock και έχουν μετατοπίσει τον ήχο τους σε μια κάπως πιο αλά-Jam διάθεση, παραμένοντας όμως ακόμη σταθερά πολιτικοποιημένοι. Εδώ μας παρουσιάζουν ένα τραγούδι ενάντια στον εθνικισμό που κατέκλυζε εκείνη την εποχή τους βρετανικούς δρόμους, ενώ το flipside είναι ένα ακόμη reggae αυτή τη φορά των Wailing Souls.
…THEY TREAT YOU ALL THE SAME
Η αλήθεια είναι πως τον καιρό εκείνο οι SLF ήταν ένα από τα μεγαλύτερα και πιο επιτυχημένα punk rock συγκροτήματα στη Βρετανία και γενικότερα στην Ευρωπαϊκή ήπειρο. Τι γίνονταν όμως με την Αμερική; Ήταν μια ήπειρος που έμοιαζε να τους αγνοεί και ένας από τους βασικότερους στόχους της Chrysalis ήταν να τους γνωρίσει και στο εκεί κοινό. Βέβαια λίγο καιρό πριν είχαν εντελώς άστοχα απορρίψει μία αρκετά συμφέρουσα πρόταση από τους Who να τους συνοδέψουν στην αμερικάνικη περιοδεία τους, κλείνοντας με αυτό τον τρόπο μία πελώρια πόρτα στη σίγουρη επιτυχία. Υπήρχε και το αγκάθι με το ‘Inflammable Material’ που δεν είχε περάσει ακόμη στα χέρια της Chrysalis για να το προωθήσει όπως θα ήθελε αυτή, και έτσι ως πιο σώφρων επιλογή φάνηκε η κυκλοφορία ενός live LP που μέσω αυτού θα υπήρχε μία πρώτης τάξεως ευκαιρία να τους γνωρίσει το Αμερικάνικο κοινό. Το LP ονομάστηκε ‘Hanx!’ και κυκλοφόρησε το Σεπτέμβριο του 1980.
Η κυκλοφορία του άλμπουμ επέφερε διφορούμενες γνώμες. Για πολλούς η ποιότητα του ήχου του live δεν μπορούσε να μεταλαμπαδεύσει την ενέργεια και την οργή του απέπνεε το γκρουπ, άλλοι είπαν πως οι Fingers ότι είχαν να πουν το είπαν με το ‘Inflammable Material’, άντε και με το ‘Nobody’s Heroes’ και τώρα ξεχρεώνουν, άλλοι ότι η μουσική προχώρησε και αυτοί έμειναν πίσω. Υπήρχε και η σιωπηρή πλειοψηφία που τους άρεσε. Αυτή η πλειοψηφία έστειλε τον δίσκο στο νούμερο εννέα του επίσημου καταλόγου της Βρετανίας, στο δεύτερό τοπ τεν της ιστορίας τους.
Πάντως η κριτική που είχαν από τα βρετανικά μέσα είχε πλέον διαφοροποιηθεί κατά πολύ από αυτή των πρώτων ημερών. Ήταν σκληρή, αδυσώπητη, που πολλές φορές γίνονταν πικρόχολη και ειρωνική. Κάποια στιγμή αυτό άρχισε να περνά και στο κοινό, που πλέον άρχισε να τους γυρνά την πλάτη θεωρώντας τους κάτι παλιό και τετριμμένο, δημιούργημα ίσως των πολυεθνικών και του star system.
Παρ’ όλες τις αντιξοότητες, τον Οκτώβριο του 1980 πραγματοποιείται η πολυπόθητη πρώτη περιοδεία του γκρουπ στην Αμερική. Εκεί θα μείνουν για δύο εβδομάδες και θα έχουν την ευκαιρία αλλά και την τιμή να παίξουν μαζί με μεγαθήρια του χώρου όπως για παράδειγμα τους Alley Cats και τους Black Flag.
KICKING UP A RACKET
Στην επιστροφή μπαίνουν στο στούντιο για την ηχογράφηση του τρίτου κανονικού τους άλμπουμ, που θα βγει στην αγορά τον Απρίλιο του 1981. Ήταν το ‘Go For It’ ένα αλλοπρόσαλλο και παράξενα δομημένο άλμπουμ, που ξεκινάει με την τελείως μεταμορφωμένη και εκτοξευμένη σε ταχύτητα διασκευή τους στο ‘Roots, Radicals, Rockers and Reggae’ του Bunny Wailer, συνεχίζει με ένα power pop κομμάτι υψηλής αισθητικής το ‘Just Fade Away’, προχωράει με το αδιάφορο instrumental ‘Go For It’, επιστροφή ξανά στη reggae και το σαν ska με το ‘The Only One’ τραγουδισμένο από τον Cluney, με την πρώτη πλευρά να κλείνει με το ‘Hits And Misses’ που θαρρείς πως γράφτηκε από τους Skids. Punk για πρώτη φορά ακούμε με το ‘Kicking Up A Racket’ πάλι από τον Cluney, ξανά-μανά ψευδο-reggae στο υπερβολικά μεγάλο ‘Safe As Houses’, τρίτη εμφάνιση του Cluney (που εδώ φαίνεται να έχει την τιμητική του) με το ‘Gate 49’, σαξόφωνα και τρομπέτες στο ‘Silver Lining’ με τη βοήθεια των new wave Q Tips, κλείσιμο με το ‘Piccadilly Circus’, μία αληθινή ιστορία βίας.
Γενικότερα το ‘Go For It’ ήταν ένα άλμπουμ λίγο ανισόρροπο, με διαφορετικά μουσικά στοιχεία, λίγο reggae, αρκετή power pop, λιγότερο punk, που μπέρδεψε το κοινό και επέφερε αρκετές διαφορετικές γνώμες, ανάλογα την οπτική που το έβλεπε ο καθένας. Καλό για αυτούς που έβλεπαν με θετικό μάτι τη μετεξέλιξη του γκρουπ στο δρόμο που χάραζαν οι Jam, κατώτερο των προσδοκιών για αυτούς που προτιμούν να δουν το αγαπημένο τους γκρουπ να διαλύεται παρά να αλλάξει ρότα.
Σαν single από το ‘Go For It’ βγήκε το ‘Just Fade Away/ Go For It, Doesn’t Make It Alright’ με το τελευταίο να είναι από τα περισσεύματα του ‘Hanx!’, με το ‘Just Fade Away’ να τους δίνει ακόμη μία παρουσία στο Top Of The Pops. Δύο ακόμη κομμάτια του άλμπουμ τα ‘Silver Lining/ Safe As Houses’ βγήκαν σαν single δίχως, να καταφέρουν να επιτύχουν κάτι σημαντικό εμπορικά.
Ακολουθεί νέα περιοδεία σε Ηνωμένες Πολιτείες και Καναδά που η επιστροφή της οριοθετεί και την απόφαση του Reilly για αποχώρηση. Οι νέες κατευθύνσεις του γκρουπ που το απομάκρυναν από τις punk ρίζες του, δεν ήταν της αρεσκείας του μουσικού που ακόμη θεωρούσε τον εαυτό του κομμάτι του punk. Ίσως και να προέβλεπε την παρακμή που έρχονταν και ήθελε μείνει αλώβητος από αυτήν, φεύγοντας τη στιγμή που το γκρουπ ήταν στο απόγειο της καριέρας του. Το Νοέμβριο του 1981 οι Stiff Little Fingers δίνουν την τελευταία τους συναυλία με τον Reilly πίσω από τα τύμπανα. Μετά την αποχώρησή του και με τη βοήθεια του Bono θα μπει στους Red Rockers, ενώ λίγο αργότερα στους λιγότερο γνωστούς Raindogs. Φήμες λένε πως αν ο Reilly έμενε λίγο ακόμη, οι Stiff Little Fingers θα έρχονταν και στην Ελλάδα στα πλαίσια της Go For It Tour, μίας περιοδείας που μετά την αποχώρηση του ντράμερ κατέληξε άδοξα.
SOMEONE’S FALLING DOWN
Υποψήφιοι για τη θέση του Reilly πολλοί, οι περισσότεροι από αυτούς αυτοπροτεινόμενοι, από τον Rat Scabies των Damned, μέχρι τον John Maher των Buzzcocks. Η απόφαση όμως ήταν αποκλειστικά στα χέρια του Jake και όπως προκύπτει από τα γεγονότα, ήταν προδιαγεγραμμένη. Ήθελε διακαώς τον Dolphin Taylor των Tom Robinson Band, γνώριμό του από την κοινή περιοδεία των δύο συγκροτημάτων το 1978, και έτσι κι έγινε.
Με τον Taylor πλέον στη σύνθεσή του και με τον Tim Friese-Greene τον άνθρωπο πίσω από τους Talk Talk, το γκρουπ κυκλοφορεί τον Ιανουάριο του 1982 το EP ‘£1.10 Or Less’ (τίτλος από την προτεινόμενη τιμή του). Αυτό περιείχε τα ‘Listen’, το οποίο παίχτηκε αρκετά στο ράδιο και τους έδωσε μία ακόμη συμμετοχή στο Top Of The Pops, και τα ‘Sad-Eyed People’, ‘That’s When Your Blood Bumps’ και ‘Two Guitar Clash’. Ήταν ό,τι χειρότερο είχαν ως τότε κυκλοφορήσει, ένα EP που σηματοδοτεί την ολωσδιόλου μετεξέλιξή τους από punk rock γκρουπ σε γκρουπ κιθαριστικής σχεδόν εύπεπτης ποπ. Ακόμη και η εμφάνισή τους άλλαξε, με τις γραβάτες και τα πολύχρωμα πουλοβεράκια να διαδέχονται τα δερμάτινα μπουφάν και τα φθαρμένα τζιν. Ακόμη χειρότερο το ‘Talk Back/ Good For Nothing’ μία αποτυχημένη προσπάθεια να πιάσουν τον ήχο των Jam έτσι όπως αυτός είχε με τον χρόνο μετεξελιχθεί.
Τον Απρίλιο του 1981 βγαίνει το τέταρτο (ή πέμπτο για αυτούς που μετρούν το ‘Hanx!’) και τελευταίο LP των Stiff Little Fingers. Ήταν το ‘Now Then…’, ένα άλμπουμ που τους βρίσκει στο έσχατο σημείο των διαπροσωπικών τους σχέσεων. Ο Cluney πλέον είναι εντελώς ξεκομμένος από τους υπόλοιπους, αναπολεί τις punk ημέρες του παρελθόντος και την ενέργεια που πλέον είχαν αφήσει οριστικά πίσω, και απλώς συμμετέχει με μισή καρδιά ξέροντας πως το τέλος είναι κοντά. Ένα τελείως διαφορετικό άλμπουμ από αυτά που ως τώρα είχαν κυκλοφορήσει, με πολλά keyboards και πνευστά και μία προσπάθεια για πιο mainstream ήχο. Σαφώς καλύτερο τεχνικά από τα προηγούμενα χάρη την παρουσία του Taylor που δίνει έναν άλλον ρυθμό στον δίσκο, πάσχουν όμως οι συνθέσεις που είναι κάπως γλυκανάλατες, λίγο κουραστικές, άλλες βαρετές. Αν θέλουμε να δώσουμε ένα στίγμα του ήχου θα λέγαμε πως είναι κάπου ανάμεσα σε Elvis Costello όταν αυτός πάει να συναντήσει τους Squeeze. Και πάλι μία reggae διασκευή, αυτή τη φορά στο ‘Love Of The Common People’, σ’ έναν δίσκο που την καλύτερη στιγμή του την κρατάει για το τέλος με το δραματικό ‘Is That You Fought The War For?’ που δείχνει πως οι Stiff Little Fingers δεν έχασαν ολωσδιόλου τον προσανατολισμό τους.
Παρόλη την συμπάθεια που μπορεί κάποιος να επιδείξει για το άλμπουμ αυτό, το πρόβλημα ήταν πως δεν υπήρχε target group να το καταναλώσει, δεν υπήρχε κοινό να το απορροφήσει, συνέπεια αυτού ο δίσκος να βρεθεί στα τάρταρα και το γκρουπ στη δυσκολότερη θέση της καριέρας του. Ταυτόχρονα με την κυκλοφορία του ‘Now Then’ κυκλοφορεί το single ‘Bits Of Kids/ Stands To Reason’ για πρώτη φορά μάλιστα και σε δωδεκάιντση έκδοση, ενώ η επονομαζόμενη περιοδεία Out Of Our Skulls για την προώθηση του, ήταν και η ταφόπλακα του συγκροτήματος. Η πλειοψηφία του κοινού που πήγαινε στις συναυλίες τους είχε δίψα και απαίτηση για τα παλιά κομμάτια, ζητούσε το ‘Alternative Ulster’, το ‘Suspect Device’ και όλα τα υπόλοιπα που τους καθιέρωσαν, με τον Jake να μην είναι διατεθειμένος να ικανοποιήσει αυτά τα γούστα. Έπαιζαν τα καινούργια, βάζοντας τα παλιά στην άκρη. Μέρα με τη μέρα αυτό μαθαίνονταν, στο τέλος τα κλαμπ άδειαζαν, ούτε για encore δεν τους τα ζητούσαν πια. Μετά από μια συναυλία στην Κοπεγχάγη ο Jake ανακοινώνει στον Ogilvie και τους υπόλοιπους πως αποχωρεί από το γκρουπ. Το Δεκέμβριο του 1982 παίζουν για τελευταία φορά στο Λονδίνο και ένα μήνα μετά έρχεται η επίσημη ανακοίνωση της διάλυσής τους με δύο αποχαιρετιστήριες συναυλίες να γίνονται έναν μήνα μετά.
FLYING THE FLAG
Αμέσως μετά η Chrysalis κυκλοφορεί ακόμη ένα σινγκλάκι από το ‘Now Then’ άλμπουμ το ‘The Price Of Admission/ Touch And Go’, ενώ βγαίνει και το διπλό LP ‘All The Best’ που περιέχει όλα τα σινγκλάκια του γκρουπ, με όλα τα τραγούδια ένα προς ένα, από το ‘Suspect Device’ μέχρι και το ‘Touch And Go’. Μια πραγματικά μαγευτική κυκλοφορία που συμπληρώνεται με τα κατατοπιστικά σχόλια από τον Gordon Ogilvie στο εσώφυλλο του δίσκου.
Μετά τη διάλυση των Stiff Little Fingers ο Ali δημιούργησε τους φανκοειδείς Friction Groove, κυκλοφορόντας μάλιστα μαζί τους ένα δίσκο και δύο σινγκλάκια, ο Dolphin βρέθηκε για λίγο στη Γερμανία για να συμμετάσχει στον δίσκο Das Herz Eines Boxers, ενός εκ των διασημότερων ηθοποιών της χώρας του Marius Müller–Westernhagen, ενώ ο Cluney έκανε τους χωρίς διακρίσεις Dark Lady πριν γυρίσει στο Μπέλφαστ για ν’ ασχοληθεί με τη διδασκαλία κιθάρας.
Όταν ο Taylor επέστρεψε από τη Γερμανία, μαζί με τον Jake Burns και τον Bruce Foxton των Jam δημιουργούν τους Go West ένα βραχύβιο σχήμα επηρεασμένο από τον ήχο της Motown, μέχρις ότου ο Foxton αποδεσμευτεί και ο Dolphin πάει να συναντήσει τον Kirk Branton στους Spear Of Destiny.
Μόνος πλέον ο Jake δημιουργεί τους Jake Burns And The Big Wheels, ένα αρκετά πετυχημένο συγκρότημα, που όμως πρόλαβε και κυκλοφόρησε μόλις τρία σινγκλάκια, πριν μας αφήσει και αυτό χρόνους.
Προς τα τέλη του 1987 ο Ali ρίχνει την ιδέα για μια μικρή επανασύνδεση των Stiff Little Fingers, έτσι για πλάκα και μια-δυο συναυλίες, έτσι για να θυμηθούν τα παλιά. Τον Δεκέμβριο του 1987, τέσσερα χρόνια μετά τη διάλυση του γκρουπ λαμβάνει χώρα η πρώτη συναυλία στη Γερμανία, ακολουθούμενη τελικά από αρκετές ακόμη που κράτησαν μία ολόκληρη τριετία. Το διπλά χορταστικό live LP ‘Live And Loud’ του 1988 προέρχεται από μία από αυτές, όπως και το επίσης διπλό ‘See You Up There’ που βγήκε ένα χρόνο μετά. Και τα δύο είναι καλά, αλλά οπωσδήποτε δεν μπορούν ν’ αναπληρώσουν την ενέργεια που υπήρχε ας πούμε στο ‘Hanx!’, αλλά σε γενικές γραμμές είναι ικανοποιητικά και μόνο από συναισθηματικής πλευράς.
Αρχίζοντας να πιστεύουν και πάλι στο εαυτό τους και έχοντας ξαναβρεί την αποδοχή από τον κόσμο που τόσο τους είχε λείψει τις τελευταίες μέρες της ύπαρξής τους, οι Stiff Little Fingers κυκλοφορούν νέο LP. Σε αυτό δεν συμμετέχει ο Ali ο οποίος αποφασίζει πως δεν είχε να προσφέρει κάτι παραπάνω στο γκρουπ και φεύγει σαν φίλος. Στη θέση του ο Jake φέρνει τον παλιό του φίλο από εποχής ‘Go West’, Bruce Foxton, και με αυτόν πλέον στο μπάσο κυκλοφορούν το πρώτο τους άλμπουμ μετά την επαναδραστηριοποίηση τους. Είναι το κατά τα άλλα κατώτερο των προσδοκιών ‘Flags And Emblems’, του 1991 με highlight αυτού το δραματικό στην καταγγελία του ‘Beirut Moon’, και από κοντά το με ολίγον από φολκλορικό punk ‘Each Dollar A Bullet’, και το ‘(It’s A) Long Way To Paradise From Here’ με τη φυσαρμόνικα του μακαρίτη Lee Brilleaux των Dr. Feelgood να δεσπόζει. Σημαντική στιγμή του δίσκου το ‘Human Shield’ με τη συμμετοχή του παιδικού ήρωα του Jake, Rory Gallagher στην κιθάρα.
SEE YOU UP THERE
Το 1993 ο Cluney αποχωρεί ή μήπως αποπέμπεται από τον Jake, ο οποίος μένει το μοναδικό ιδρυτικό μέλος του γκρουπ που συνεχίζει να κυματίζει τη σημαία των Stiff Little Fingers. Ο Cluney πολλά χρόνια μετά θα φτιάξει τους XSLF με τον παλιό μας γνώριμο Mark Reilly με αρκετή μάλιστα επιτυχία χωρίς όμως δισκογραφία. Μέσα στη δεκαετία του ενενήντα το τρίο πλέον Burns, Foxton, Taylor θα περάσει από Θεσσαλονίκη, ενώ θα συνεχίζει να δισκογραφεί με το CD ‘Get A Life’ του 1994 να είναι απροσδόκητα καλό, το EP ‘HARP’ της ίδιας χρονιάς να περιλαμβάνει τραγούδια που είχαν ηχογραφηθεί το 1983 από εποχή Go West, να βγάζει το LP ‘Tinderbox’ του 1997 με τον Steve Grantley στη θέση του Dolphin που αποχωρεί για ν’ αφοσιωθεί στην οικογένειά του, και το ‘Hope Street’ του 1999 με τον Ian McCallum να προστίθεται στην κιθάρα.
Με το πολυαναμενόμενο ‘The Complete John Peel Sessions’ επιτέλους να βγαίνει το 2002, ξεκινάει η νέα δεκαετία για τους Stiff Little Fingers, μία δεκαετία που περιλαμβάνει ασταμάτητες περιοδείες, το ‘Guitar And Drum’ του 2002 που περιέχει το υπέροχο τραγούδι φόρο τιμής του Jake στον Strummer, ‘Strummerville’, την αποχώρηση του Foxton και την επιστροφή του Ali, και την τελευταία δισκογραφική τους προσπάθεια, το κάτι παραπάνω από ικανοποιητικό ‘No Going Back’ του 2014.