Στο εργαστήρι ήχου των Fleshtones
Θα ταίριαζε ίσως και τίτλος "στο γκαράζ ήχου των Fleshtones". Ο Στυλιανός Τζιρίτας συνεχίζει να ξεδιαλέγει από το παρελθόν δίσκους ιδιαίτερους. Όχι μόνο στο επίπεδο του περιεχομένου αλλά και εκείνο της παραγωγής.
Τολμώ να πω ότι πρόκειται για έναν από τους δίσκους που έχω χορέψει πολύ στη ζωή μου και όχι υπό το καθεστώς μεγάλης μάζωξης αλλά μικρής παρέας. Όταν βγήκε την άνοιξη του 1995 το ‘Laboratory of Sound’ των Fleshtones έτυχε αφενός να έχω ένα χαλασμένο πικάπ προς επισκευή (κάτι που κράτησε πολύ καιρό διότι ο μάστορας ήταν για γέλια γενικότερα σε επίπεδο επαγγελματικής ευσυνειδησίας) και αφετέρου ένας κολλητός φίλος να έχει εκτός των υπολοίπων καλουδιών στην hi fi συστοιχία του και έναν θηριώδη λαμπάτο Ampzilla (βάρους 27 κιλών) της Great American Sound για ενισχυτή, συν δυο άσχημα στην αισθητική αλλά εκπληκτικά σε απόδοση ηχεία Apollo της JBL τα οποία απέδιδαν έναν αψεγάδιαστο ήχο, χωρίς να χρειάζεται να ξεσηκώσεις τους γείτονες με την ένταση.
Τη συγκεκριμένη κυκλοφορία την έκανε συναρπαστική ένα ακόμα στοιχείο. Η ίδια η ηχοληψία της. Ο Steve Albini, ένα όνομα του οποίου η επιλογή από τους νεοϋορκέζους με είχε εξαρχής παραξενέψει, ίσως διότι θεωρούσα ότι δεν θα παρακολουθούσαν οι Fleshies την μέχρι τότε πορεία του, είχε αναλάβει την κονσόλα και έκανε αυτό που πάντα κάνει. Άφησε την μπάντα να παίζει χωρίς πολλά overdubs και χωρίς στόλους από εφέ και στολίδια στο επίπεδο του post-production. Εξάλλου μην ξεχνάμε ότι ο Albini χαρακτηρίζει τον εαυτό του μηχανικό ήχου και όχι παραγωγό. Και ο ήχος στο ‘Laboratory of Sound’ ήταν κρυστάλλινος. Προσοχή, δεν εννοώ στιλιστικά καθαρός. Κατάφερνε να μην «λασπώνει» ακόμα και όταν ο δείκτης στο fuzz ανέβαινε. Στο δε εξώφυλλο όπως και στο οπισθόφυλλο, η παραφιλολογία του sci-fi και των b-movies για άλλη μία φορά ταίριαζε γάντι με τη μυθολογία και τις επιρροές/εμμονές της μπάντας από την παραφιλολογία του αμερικάνικης κουλτούρας. Μόνο τυχαίο εξάλλου δεν πρέπει να θεωρηθεί ότι αν ρωτήσεις κάποιον ποιο είναι το πρώτο τραγούδι των Fleshtones που του έρχεται στο μυαλό, έχεις πιθανότητες πάνω από 70% να σου πει το ‘I was a Teenage Zombie’ (το οποίο και παραμένει το πιο επιτυχημένο σε επίπεδο charts τραγούδι τους).*
Το υλικό του ‘LoS’, οι ίδιες οι συνθέσεις, ήταν επίσης κλασσικές Flestones, δηλαδή mersey beat, surf, garage και αυτή η παράξενη υποψία (αμερικάνικου) new wave που πάντα υπάρχει στο πίσω μέρος του κεφαλιού σου όταν τους ακούς. Τραγούδια όπως το ‘Accelerated Emotion’, ‘High on Drugs’ και ‘A Motor Needs Gas’ είναι από τα κλασσικά party time της μπάντας, αυτά ακριβώς που της δίνουν το ελεύθερο να κάνουν τα μπριόζικα και συγχρονισμένα αλά-καρικατούρα χορευτικά τους επί σκηνής.
Η δε διασκευή τους στο κλασσικό ‘I don’t live today’ του Hendrix έσπαγε κόκαλα. Εδώ παίρνουν ένα γκρίζου συναισθήματος τραγούδι, σε επίπεδο στίχων σχεδόν παραίτησης από τα εγκόσμια, και το μεταμορφώνουν σε έναν ίσως μηδενιστικό αλλά γεμάτο αυτοπεποίθηση ύμνο του σημερινού παρία, με τα γνωστά διπλά φωνητικά τα οποία χαρακτηρίζουν τους Fleshtones να λειτουργούν εδώ στο σύστημα ερώτηση-απόκριση δίνοντας έτσι πόντους στην ενορχήστρωση. Η θεωρούμενη δε αφιέρωση του Hendrix στις μειονοτικές ομάδες των ΗΠΑ (ειδικότερα τους Ινδιάνους και πιο συγκεκριμένα τους Τσερόκι από τους οποίους κρατούσε και ρίζα) εδώ ακούγεται ως μία ιδρυτική διαχείριση του συντάγματος του σύγχρονου αστικού περιθωρίου.
Η συγκεκριμένη ηχογράφηση στην cd έκδοση εμφανιζόταν ως hidden track (κάτι πολύ της μόδας εκείνη την εποχή) και μάλιστα με τον αριθμό 69 (αν και θα περίμενε κάποιος τον αριθμό 67, μιας και είναι η ημερομηνία κυκλοφορία της πρωτότυπης εκτέλεσης). Στην ελληνική έκδοση του δίσκου σε βινύλιο (Hitch Hyke/Lift 039) το συγκεκριμένο τραγούδι έκλεινε την πρώτη πλευρά. Να σημειωθεί ότι η ελληνική βινυλιακή έκδοση του ‘Laboratory of Sound’ είναι η μοναδική στον πλανήτη, γι’ αυτό και οι κόπιες κάποια στιγμή πριν από μερικά χρόνια άγγιξαν τα 90 ευρώ σε καλή κατάσταση, ενώ τώρα μπορεί κάποιος να βρει το δίσκο (και) με μια τιμή κοντά στα 40-50.
Σε σχετική ερώτηση που έκανα στον Αιμίλιο Κατσούρη, ιδιοκτήτη της Hitch Hyke, σχετικά με τον δίσκο μου είπε ότι εκείνη την εποχή οι Fleshies είχαν τα master tapes των ηχογραφήσεων στην κατοχή τους και για ένα σχετικά μεγάλο διάστημα της δεκαετίας του ‘90 έκαναν συμφωνίες ανά territory όπως λένε στη μουσική βιομηχανία. Εξού και ο συγκεκριμένος δίσκος στην Αμερική βγήκε από την Ichiban, ενώ στην Αυστραλία για παράδειγμα από την Festival Records. Για την ιστορία οι Fleshtones τα τελευταία χρόνια έχουν συμβόλαιο παγκοσμίως με την Yep Roc Records.
Εν κατακλείδι το ‘Laboratory of Sound’ έσκασε στη μέση της δεκαετίας του ‘90 σε μια κομβική στιγμή για τους Fleshies. Προς τιμήν τους δεν είχαν ενδώσει τα προηγούμενα χρόνια στις σειρήνες της επιτυχίας του grunge που παρέσυραν ακόμα και μπάντες οι οποίες δεν είχαν τέτοιο ήχο να πάνε προς τα εκεί σε επίπεδο παραγωγής (ειδικότερα στις κιθάρες) (βλέπε ‘Suds & Soda’ από τους Deus). Οι Fleshies ακολουθούσαν το δικό τους δρόμο αλλά την ίδια στιγμή χρειαζόντουσαν και έναν δίσκο ο οποίος θα έδινε στους οπαδούς την απαραίτητη αδρεναλίνη. Κάτι που στα προηγούμενα έτη με δίσκους όπως το ‘Forever Fleshtones’ και το ‘Beautiful Light’ (με παραγωγό τον Peter Buck) είχαν μάλλον αποτύχει να κάνουν. Το ‘Εργαστήριο του Ήχου’ έδωσε μία καλή κλωτσιά στα αχαμνά αυτών που θεωρούσαν ότι στα 90s δεν μπορούσες να παίξεις garage και ότι έπρεπε οπωσδήποτε να φοράς κοντοβράκια και καρό πουκάμισα για να μπορείς να χαρακτηρίζεσαι rock ‘n’ roll. Οι λαχουρέ πουκαμίσες και οι φράντζες των Fleshtones ήταν εκεί αλώβητες.
* Το 2016 από την Ichiban κυκλοφόρησε στα πλαίσια του εορτασμού των 40(!) χρόνων των Fleshtones στη μουσική, μεταξύ άλλων και μία επετειακή έκδοση του ‘Laboratory of Sound’ όπου στα καλούδια που περιέχει η κασετίνα βρίσκουμε μέχρι και …γάντια εργαστηρίου. Η αλήθεια βέβαια είναι ότι ο δίσκος δεν πούλησε στην εποχή του παρά μόνο στον σκληρό πυρήνα οπαδών, εντούτοις οι εμπειρίες της ηχογράφησης όπως σημειώνει στο προσωπικό του blog ο Joe Bonomo (συγγραφέας του βιβλίου ‘Sweat: The Story of the Fleshtones, America's Garage Band/Bloomsbury’ Publishing/2007), οδήγησαν τη μπάντα στο να αναλάβει τα ηνία στο θώκο της παραγωγής στις αρχές της νέας δεκαετίας, και αυτό μόνο σε καλό τους βγήκε. Να σημειωθεί επίσης ότι ο αιώνιος έφηβος ονόματι Peter Zaremba είχε δυσαρεστηθεί με το εξώφυλλο της Ichiban στο οποίο είχε τη μορφή του επιστήμονα, μιας και ο ίδιος προτιμούσε την ειδική φωτογράφιση η οποία είχε γίνει για το promο, όπου τα μέλη της μπάντας παρουσιάζονται ως εργαστηριακά αποτελέσματα (και η οποία φωτογραφία χρησιμοποιήθηκε στο εξώφυλλο της Hitch Hyke).