Don't be afraid if nobody loves you
Είναι άραγε εφικτό ν' αντιμετωπίσεις καινούργιο δίσκο αγαπημένου σχήματος με αποστασιοποίηση, αποκόπτοντάς τον από το παρελθόν (του και σου); Αρνητική είναι η έμμεση απάντηση της Μαρίας Φλέδου
'Θα ήθελα να σας ζητήσω συγγνώμη για το 'Head Music'... προσπαθήσαμε το... χαρούμενο και δεν μας βγήκε. Ο κόσμος των Suede δεν ήταν ποτέ ένας χαρούμενος κόσμος.' μας λέει ο Brett Anderson στην παρουσίαση του βιβλίου του στο Rough Trade East ένα καταχιονισμένο βράδυ του περασμένου Μαρτίου. 'Σας υπόσχομαι ότι το επόμενο άλμπουμ θα είναι το σκοτεινότερο μας ως τώρα' καταλήγει, ενώ εμείς από κάτω χαζογελάμε καταγοητευμένοι.
Αν υπήρξε ένα πράγμα όλα αυτά τα χρόνια που πρέπει να αναγνωρίσουμε στον Brett αυτό σίγουρα είναι η ειλικρίνειά του. Και η δύναμη και επιρροή που είχε σε τόσους από εμάς νομίζω έχει να κάνει με αυτή την τόλμη ενός φαινομενικά συγκρατημένου ανθρώπου όταν κανείς τον γνωρίσει από κοντά, να αποκαλύπτει, να ξεγυμνώνει τον εαυτό του και τον προσωπικό του κόσμο του μέσω της μουσικής, των στίχων, των γραπτών του, της παρουσίας του της ίδιας. Ίσως κάποτε αυτά που προσπαθούσαν να εκφράσουν οι Suede με την πρώτη τους εμφάνιση/επίθεση στον μουσικό κόσμο να ήταν κάπως απροσδιόριστο και πομπώδες αλλά σίγουρα και μυστηριώδες. Όπως και να είχε σε κάποιους από εμάς μίλησε απευθείας και έτσι οι early Suede υπήρξαν όχι απλά μία μπάντα όμορφη, στυλιζαρισμένη, σεξουαλικά ανοιχτή, ήταν ένας κόσμος που μας κάλεσε να τον εξερευνήσουμε και μας έκανε μέρος του. Αν μη τι άλλο το 1992 ήταν οι μόνοι που έκαναν τις working class ευαισθησίες τους τέχνη, όπως πριν από αυτούς ο Bowie και οι Smiths στα 70's και στα 80's. Και πάρα τις όποιες 'ατυχείς' επιλογές τους, έμειναν under my skin όλα αυτά τα χρόνια.
Όταν ήρθε τελικά η επανασύνδεση και η ευχάριστη έκπληξη του 'Bloodsports' το 2013 ξαφνικά ο κόσμος αυτός ξανανοίχτηκε μπροστά μας. Και μετά από το καταπληκτικό 'Night Thoughts' και τους έντονους παραλληλισμούς με το 'Dog Man Star' το οποίο θεωρούνταν μάλλον ως τώρα το μεγαλύτερό τους επίτευγμα, έρχεται το φινάλε της τριλογίας. Και ο Brett κράτησε τον λόγο του με το παραπάνω.
Την ημέρα της κυκλοφορίας του 'Blue Hour' βρέθηκα και πάλι στο Rough Trade East για ένα 40λεπτο περίπου σετ-παρουσίαση, κατά τη διάρκεια του οποίου ομολογώ πως μου ήταν αρκετά δύσκολο να αποφασίσω αν θα συγκεντρωθώ στα κομμάτια που είχα ήδη ακούσει αλλά άκουγα πρώτη φορά ζωντανά, στα άγνωστά μου εντελώς κομμάτια ή στην ίδια την μπάντα που ξαναέβλεπα επιτέλους μετά από αρκετό καιρό. Παρακολουθώντας τους λοιπόν ανάμεσα σε δίσκους και CD, πάνω στη μικρή σκηνή όπου ίσα ίσα χωρούσαν και οι πέντε, ο Richard σχεδόν εξαφανισμένος πίσω από κολώνες, ο Neil σφηνωμένος ανάμεσα σε Brett και Mat και λίγο πίσω ένας σχετικά άνετος Simon, να βγάζουν τόση ενέργεια, να ακούγονται τόσο δεμένοι και δυνατοί, από τη μία δεν ήθελα να σταματήσουν και από την άλλη ήθελα να τρέξω σπίτι και να ακούσω επιτέλους αυτό το άλμπουμ!
The Blue Hour
Ένα άλμπουμ βγαλμένο από τα βάθη του Suedeworld λοιπόν, έναν κόσμο που κάποτε τράβηξε μέσα του ολόκληρα τα ούτε πενήντα μου κιλά και το αρκετά άβολο για τότε ύψος μου, όταν έψαχνα να βρω τον εαυτό μου μέσα στους μικρούς εναλλακτικούς κόσμους της πόλης μου, στα μεταποιημένα second hand ρούχα που έβρισκα σε αποθήκες, στα εξεζητημένα φορέματα της μαμάς μου και σε ότι είχε απομείνει από την θεόστενη 70's γκαρνταρόμπα του μπαμπά μου. Όταν λοιπόν πρωτοέβλεπα τις τέσσερις skinny φιγούρες να χτυπιούνται ανάμεσα σε βελούδινες κουρτίνες, animal prints, δερματίνες και πολυέστερ, πλαισιωμένοι από ένα cast συμπρωταγωνιστών που θύμιζε βικτωριανό freak show και εκείνο το 'do you believe in love there' γραμμένο πάνω στη γυμνή πλάτη του Brett, δεν ανακάλυπτα μία ακόμη ενδιαφέρουσα μπάντα, αλλά κάτι για μένα. So we are a boy, we are a girl...
Με τους Suede ταυτίστηκα. Δεν ήμουν ερωτευμένη με τον Brett ή τον Bernard όταν τους είχα εικόνισμα στον τοίχο μου, ήθελα να είμαι σαν κι αυτούς. Και συμφωνώ απόλυτα με τον Brett. Δεν αφέθηκα σε αυτό τον κόσμο επειδή ήταν χαρούμενος και ρομαντικός, αλλά επειδή ήταν βγαλμένος από μία σκληρή, στυγνή πραγματικότητα που μου θύμιζε απροσδιόριστα τη δική μου, όχι ωραιοποιημένος, αλλά τόσο μα τόσο περίεργα όμορφος. Είναι επίσης ένα από τα γκρουπ το οποίο όχι απλά είχα την τύχη (ή ίσως τόλμη) να γνωρίσω, αλλά να περάσω χρόνο και να προλάβω να μοιραστώ κάτι μαζί τους σε μία χρονική στιγμή πολύ σημαντική για εμένα. Όταν ήμουν δεκαοκτώ και κάτι and I needed my Heroines.
Χρειάστηκαν όμως 25 και χρόνια και ένα αυτοβιογραφικό βιβλίο γεμάτο κοινές αναφορές από παιδική ηλικία, εκκεντρικούς συγγενείς, μουσική, βιβλία, φιλοσοφικές αναζητήσεις και τα περιστασιακά (ή όχι και τόσο) highs, μέχρι και τις πρώτες εμπειρίες από το Λονδίνο για να κατανοήσω απόλυτα επιτέλους αυτή μου τη σχέση. Μεταξύ άλλων στο 'Black Coal Mornings' ανακάλυψα πόσο κοντά μου βρισκόταν όλα αυτά τα χρόνια το 'Asphalt world' ,ότι έχω κάνει κι εγώ όπως και ο Brett lunch break στα παγκάκια όπου γράφτηκε το 'Sleeping Pills' και ότι όταν πριν πολλά χρόνια σε ένα χριστουγεννιάτικο ρεβεγιόν στο Tuffnell Park η Katie Garside μου είχε πει πως αυτή ενέπνευσε το 'Metal Mickey' μου έλεγε την αλήθεια.
Ναι η σχέση μου με τους Suede υπήρξε πάντα ναρκισσιστική. Και κατ' επέκταση και κάποιοι από τους λόγους που αποφάσισα να γράψω αυτό το κείμενο παρά ένα review. Όμως ειλικρινά θέλω κάπου να καταλήξω. Και για να μπορέσω να μιλήσω για το 'Blue Hour' μου ήταν αναγκαίο να πάω για λίγο πίσω στην αρχή. Γιατί το συναίσθημα που μου έχει προκαλέσει μόνο με εκείνο του πρώτου άλμπουμ μπορεί να συγκριθεί.
Το τελευταίο μέρος λοιπόν της τριλογίας μπορεί να τράφηκε από τα δύο πρώτα μέρη, αλλά έχει μία σημαντική διαφορά την οποία και οι ίδιοι επισημαίνουν μιλώντας για αυτό: ξεφεύγει από τις δοκιμασμένες 'φόρμουλες' και αποφεύγει συνειδητά να γίνει παρωδία του παρελθόντος, ενός κόσμου δηλαδή που δεν υπάρχει πια. Επίσης βρίσκω πως του λείπουν τα ευχάριστα, σε τόνο περισσότερο παρά σε περιεχόμενο, διαλείμματα που υπάρχουν και στα δύο προηγούμενα άλμπουμ όπως για παράδειγμα το 'It starts and Ends With You', ακόμη και το 'I don't Know How to Reach You'. Έχει όμως τον ηλεκτρισμό του 'Suede' και τον λυρισμό του 'Dog Man Star' και με αυτά τα δύο ανοίγει καινούριους δρόμους και αποκαλύπτει ατελείωτες δυνατότητες. Φέρνει πίσω την πρώιμη φιλοδοξία τους με τη διαφορά ότι τώρα δεν τους ενδιαφέρει η αντίδραση που αυτή θα προκαλέσει. Κι αν του λείπει το glitter του 'Coming up' ευτυχώς αυτό το διατηρούν ακόμη πάνω στη σκηνή. Αλλά για αυτό θα σας μιλήσω λίγο παρακάτω. Mε το 'Blue Hour' ήρθε η ώρα να αποδομήσουν τον κόσμο τους από τις βάσεις του, τις κλασσικές, τις dark, punk, glam ως και τα δικά τους χαρακτηριστικά και αναγνωρίσιμα Suede στοιχεία. Ότι τους έφτιαξε και ότι οι ίδιοι δημιούργησαν ως τώρα είναι εδώ αναδομημένο με τρόπο που δεν έχουμε ξανακούσει.
I'll take you to where no one ever goes but no one ever leaves.
Από άποψη ατμόσφαιρας, ή σκηνικού αν θέλετε, είναι ένα τολμηρά σκοτεινό άλμπουμ, κατά διαστήματα ακόμη και οπερατικό, και ήδη το ίντρο του 'As One' μας προϊδεάζει για το τι ακολουθεί, σαν ένα καινούριο 'Introducing the Band'. Και ακριβώς αυτό κάνει: μας παρουσιάζει τους Suede του 2018.
Είναι ένα άλμπουμ τόσο έντονα κινηματογραφικό, σχεδόν το βλέπεις να εκτυλίσσεται μπροστά σου επεισόδιο προς επεισόδιο με μια συνέχεια, παρά ως απομονωμένες ιστορίες. Χωρίς βέβαια να σημαίνει αυτό ότι δεν μπορεί το κάθε κομμάτι να σταθεί από μόνο του. Πιστεύω όμως πως είναι ένας δίσκος που για αρχή θα έπρεπε να ακουστεί από την αρχή ως το τέλος μαζί με τις μικρές παρεμβολές-αφηγήσεις του, μία εκ των οποίων, το 'Dead Bird', γίνεται και αυτόνομο κομμάτι.
Το 'Blue Hour' έχει ροή και πετυχαίνει περισσότερο από κάθε άλλη φορά να οπτικοποιήσει τη μουσική τους. Έχει χαρακτηριστικά σπονδυλωτής ταινίας, θα μπορούσε να είναι κάτι μεταξύ gothic και folk horror αλλά παράλληλα διατηρεί ως πλαίσιο το κατ εξοχήν Ballardian Suede τοπίο. Με ποιον τρόπο τα καταφέρνει όλα αυτά; Σκεφτείτε κάτι σαν το 'Wicker Man' ή κάποιο επεισόδιο του 'Hammer House of Horror', όταν ο ανυποψίαστος πρωταγωνιστής βρίσκεται στο άγνωστο της εξοχής, όπου δεν υπάρχουν οι κανόνες και οι ισορροπίες της πόλης. Ή, όπως μας λένε οι ίδιοι εξηγώντας την ιδέα πίσω από το 'Wastelands', εκείνα τα απόμερα σημεία που επισκεπτόμασταν καμιά φορά ως παιδιά, κάπου έξω από κάποια πόλη, όπου παραμόνευαν εκείνες οι τρομερές απειλές ,το να βραχείς να λερωθείς, ή να αγγίξεις κάτι που δε πρέπει , όλα τα υπερπροστατευτικά 'μη'..
And the pleasantries will chain us no more!
Στην παρουσίαση του βιβλίου του ο Brett μας μίλησε αρκετά για την ανάγκη του να αφήσει κληρονομιά στον γιο του μία δική του εκδοχή των γεγονότων, του ποιος ήταν και είναι ο Brett Anderson των Suede και εμπνευσμένος από τον ρόλο του ως πατέρα πλέον σαν αφηγητής του 'Blue Hour' παίρνει τη θέση και οπτική ενός παιδιού/εξωτερικού παρατηρητή.
Αυτή την οπτική συναντάμε και στο 'Mistress' όπου ένα παιδί παρακολουθεί τη σχέση του πατέρα του με μία άλλη γυναίκα (you're nothing like my mother) χωρίς judgements, μόνο προσπαθώντας να την αντιληφθεί για αυτό που είναι (you're not all that he's got but you're all that he wants). Το θέμα είναι αν το σκεφτείτε γνώριμο. Κάποτε ο Brett ως παρατηρητής o ίδιος, προσέφερε ένα πιθανό σενάριο στην κατάληξη μίας άλλη σχέσης, αυτή της θείας του και του εραστή της που βρέθηκαν νεκροί μέσα σε ένα αυτοκίνητο: She'll come to her end locked in a car somewhere with exhaust in her hair...'
Τα δύο πρώτα μέρη της τριλογίας έχουν ως κύριο θέμα τους τις σχέσεις και τα όποια αδιέξοδά τους, με κομμάτια όπως τα 'Sabotage', 'Outsiders', 'Τightrope'. To 'Blue Hour' ξαναεπισκέπτεται κατά κάποιο τρόπο όλη τη θεματολογία των Suede. Η προσέγγιση είναι πιο περίπλοκη. Φαντάζομαι ότι θα ήταν ένα ρίσκο για τους ίδιους να προκαλέσουν το γνώριμο, ειδικά σε σχέση με το κοινό τους. Ένα κομμάτι σαν το 'All the Wild Places', ένα musical fairy tale, έχει σίγουρα προέλθει από την ίδια έμπνευση που έδωσε το 'Fur and the Feathers' όμως σίγουρα ίχνη και των δύο υπήρχαν από πολύ πριν μέσα στο 'Dog Man Star'. Tα 'Cold hands', 'Beyond the Outskirts',' Don't be Afraid if Nobody Loves You' είναι για μένα χαρακτηριστικά Suede κομμάτια και μετά από οκτώ δίσκους και 30 χρόνια ναι βρίσκω απολύτως απαραίτητη την προσοχή τους στην κάθε λεπτομέρεια, την εξαιρετικά elaborate κιθάρα-συνδετικό κρίκο. Και το λιγότερο που μπορώ να αναγνωρίσω στο 'Blue Hour' είναι οι εκπληκτικές ενορχηστρώσεις του.
Στην καρδιά των περισσότερων κομματιών βρίσκεται όπως πάντα το retro-ish rhythm section Mat-Simon, βασικό και αναγνωρίσιμο στοιχείο του ήχου τους όπως συνοψίζεται στο πρώιμο genious του 'He's Dead', που για μένα αποτελεί το πρωτότυπο του Suede ρυθμού. Το ενδιαφέρον αυτού του δίσκου σε σχέση με τους προηγούμενους είναι η 'συνεργασία' αυτού με τις κιθάρες. Αξίζει να αναφέρουμε σε αυτό το σημείο τους δύο βασικούς μαζί με τον Brett συνθέτες, Richard Oakes και Neil Codling, τον οποίο βρίσκουμε εδώ και ως co producer, τους δύο κάποτε 'νεότερους' του γκρουπ.
Και έρχεται και η δικαίωση (αν κάποιος ακόμη τον αμφισβητεί δηλαδή) του Richard, ο οποίος στο 'Blue Hour' είναι πραγματικά guitar god. Προσέξτε με πόση αφοσίωση ακολουθεί η κιθάρα τα πλήκτρα στη σχεδόν μονότονη ψαλμωδία του 'Chalk Circles',το οποίο οδηγεί χωρίς παύση μέσα στο κλασσικό Suede anthem 'Cold Hands' (μία ακολουθία κομματιών τύπου 'punishment-reward' όπως λέει αστειευόμενος ο Neil). Και αμέσως μετά στο 'Don't be Afraid if Nobody Loves You' πόσα γυρίσματα σε ήχο και χροιά καταφέρνει σε ένα μόλις κομμάτι, από τη μία ακολουθώντας το ρυθμό του μπάσου, από την άλλη τον τόνο του Brett και τέλος ανεξάρτητη όλων, χωρίς να αφήνει ούτε δευτερόλεπτο κενό. Ή πριν από όλα αυτά στο 'Beyond the outskirts' όπου ακούμε ένα ξέσπασμα ακριβώς πριν το τελευταίο chorus ανάλογο του 'Animal Nitrate'.
Όλα αυτά βέβαια έρχονται μαζί και δένουν με τη βοήθεια του 'master' Alan Moulder, μία συνεργασία που οι ίδιοι κυνηγούσαν από το ξεκίνημα της δισκογραφικής τους καριέρας και τελικά φαίνεται πως η αναμονή άξιζε. Ο Moulder είναι ο συντελεστής που κατά τη γνώμη μου κατανόησε πλήρως την ιδέα και την αισθητική που του παρέδωσαν και την μετέτρεψε με απόλυτη επιτυχία σε ένα αψεγάδιαστο recording που καταφέρνει να τονίζει την κάθε του λεπτομέρεια στον βαθμό και την ένταση που πρέπει με αποτέλεσμα έναν πολυδιάστατο δίσκο ο οποίος όσες φορές και να ακουστεί έχει κάτι ακόμη να αποκαλύψει. Και έδωσε στους Suede το βάθος και το reverb (επιτέλους) που τους αξίζει.
Το πνεύμα του 'Blue Hour', η απόφαση του να δοκιμάσουν κάτι που δεν έχουν ξανακάνει, παίρνει υπεροχή μορφή στο 'Roadkill', με τον Brett σε spoken word που θυμίζει μέχρι και Coil, και τελικά μετατρέπεται και πάλι σε Suede εκεί στο blind are the brokers and the unskilled workers...
Και η κορύφωση έρχεται με το συγκλονιστικό 'Tides', ένα ασταμάτητο build up χωρίς μέρη, μόνο κλιμάκωση, όπως ακριβώς και το 'As One' αλλά περισσότερο ευαίσθητο παρά επικό λόγω και της θέσης του στο tracklist. I'm scared of where it's going-it's wonderful. Και τελικά ανάμεσα στο 'All the Wild Places' και τον επίλογο του 'Flytipping' βρίσκει την θέση του το 'Invisibles' που ίσως είχα λίγο αμφισβητήσει όταν πρωτοκυκλοφόρησε ως single.
Σε καμία περίπτωση δεν πρόκειται για έναν βαρύ και καταθλιπτικό δίσκο. Το 'Blue Hour' μιλάει για belonging, για το ότι μέσα στη μοναξιά της ύπαρξης κάπου κάποιος υπάρχει που είναι σαν κι εσένα και αυτή ήταν πάντα η γοητεία των Suede όπως ευθέως μας διαβεβαιώνει το 'Don't be Αfraid if Νobody Loves You', ένα από τα καλύτερα κομμάτια που έχουν γράψει ποτέ κατά τη γνώμη μου.
Υou're not alone, I'm there in the words that you use, λέει ο Brett στο 'Life is Golden' απευθυνόμενος στον γιο του όπως κάποτε ,ίσως χωρίς να έχει την ίδια επίγνωση, απεύθυνε προς εμάς το διφορούμενο we're so young and so gone, let's chase the dragon-from our home. Και στο υπέροχο φινάλε του 'Flytipping', η υπαρξιακή αναζήτηση παραμένει. Do we own these things? What has it all been for? και η κατάληξη πάντα η ίδια σε ένα χαρακτηριστικά Suede δίστιχο: I'll take you to the verges by the nettle by the roundabouts and I'll pick you wild roses in the tunnels by the underpass.
Είναι το 'Blue Hour' ένα un-Suede άλμπουμ λοιπόν, είναι ένα άλμπουμ για ορκισμένους φανς, τελικά τους δοκιμάζει ή τους αποξενώνει;
Εγώ μέσα του πάντως ακούω μόνο Suede. Και αυτή είναι η αριστουργηματική ιδιότητα του. Όλοι προχωρήσαμε σχεδόν τρεις δεκαετίες μπροστά και είναι η εξέλιξη που χρειαζόμασταν τώρα και είναι τόσο υπέροχο, μαγικό θα πω το συναίσθημα αυτό σε σημείο που ακούγοντας το για πρώτη φορά ολόκληρο πραγματικά συγκινήθηκα. Γιατί παρ' όλο που προφανώς είναι αδύνατον να μπω στη θέση ενός καινούριου εντελώς ακροατή, θεωρώ πως το λιγότερο που θα έπρεπε να έχει διάθεση (και όχι πρόθεση) να κάνει ένα γκρουπ με κάποια ιστορία πίσω του, είναι να δοκιμάσει να πει ότι ενδεχομένως του έχει μείνει να μοιραστεί με το οποιοδήποτε κοινό, με διαφορετικούς, καινούριους τρόπους.
Με το 'Blue Hour' ένοιωσα πως κλείνει ένας κύκλος όχι ιδιαίτερα ως συμπλήρωση της τριλογίας αλλά ολόκληρης της ως τώρα καριέρας τους με το τελευταίο άλμπουμ να συναντάει το πρώτο, να συναντάει ακόμη και τη στιγμή που γραφόταν το 'Insatiable One'. Όχι όμως για να αναμετρηθούν αλλά για να μοιραστούν τον κόσμο αυτό, ανάμεσα σε roundabouts και αυτοκινητόδρομους, ουρανοξύστες, council estates, δάση, χωματερές, degenerates και housewives υπό το διερευνητικό, παρά αθώο, βλέμμα ενός παιδιού, ενός αγοριού ή ενός κοριτσιού, ποτέ αυτό δεν είχε και τόση σημασία. Ο κόσμος των Suede άλλωστε είναι πάνω απ' όλα ένα συνεχές και εναλλασσόμενο role playing.
Ταυτόχρονα σε αυτό το άλμπουμ οι Suede ανοίγονται περισσότερο από ποτέ και πλέον καταρρίπτουν ολοκληρωτικά το private, τις όποιες επιφυλάξεις μπορεί να υπήρχαν κάποτε και μας θυμίζουν ότι ήταν ανέκαθεν μία μπάντα που δοκίμαζε και έπαιζε με τα όρια της κάθε χρονικής στιγμής, γιατί ο λόγος ύπαρξης τους ήταν η ανάγκη τους να ξεφύγουν από αυτά και κάπως έτσι να ξεφύγουμε κι εμείς μαζί τους.
Και για μένα είναι μία από τις καλύτερες μπάντες που θα υπάρξουν ποτέ.
Υ.Γ.: Τον περασμένο Μάρτιο λοιπόν καθώς έδινα στον Brett το βιβλίο μου να το υπογράψει και αφού είχα μόλις πει το όνομά μου στη βοηθό του, πήρα μια βαθιά αναπνοή και τον έπιασα από το μπράτσο 'όταν είχες έρθει στη Θεσσαλονίκη το '95 οι φίλοι μου κι εγώ σας είχαμε βγάλει έξω για ποτά.' Με κοίταξε με το διαπεραστικό του μπλε βλέμμα και πλέον απτόητη συνέχισα 'ήθελα πάντα να σου πω ευχαριστώ για εκείνο το βράδυ, για το κρασί και για όλες τις ιστορίες που μοιράστηκες μαζί μου. Θα είναι πάντα από τις πιο πολύτιμες αναμνήσεις μου'. Και αφού ποζάραμε στον σεκιουριτά που προσφέρθηκε να αποθανατίσει τη στιγμή με το κινητό της εξίσου αποφασισμένης κουμπάρας μου που ακολουθούσε στην ουρά και σε λίγο θα του έλεγε πως 'χάρη σε αυτή τη συναυλία γίναμε φίλες', πήρα το βιβλίο μου και καληνύχτισα.
'Nice to see you again Maria'
' ... '
Δεν έχει καμία σημασία αν πραγματικά θυμήθηκε κάτι από όλα αυτά.