Post everything
Μ'αυτό το κομμάτι καλύψαμε τα κενά στη βιογραφία και τη δισκογραφία ενός εκ των αγαπημένων μας γκρουπ. Του Άρη Καραμπεάζη
Όσα τυχόν χρειάζεστε για τους Tarwater θα τα βρείτε ήδη από καιρό γραμμένα στην database του Mic, από την οποία απουσιάζει μόνο η αναλυτική αναφορά στα πρώτα άλμπουμ των 90s, λόγω καθυστερημένης ημερομηνίας γέννησης του site. Η οποία ημερομηνία συνέπεσε με την κυκλοφορία του Animals, Suns and Atoms, που τότε μας βρήκε λίγο επιφυλακτικούς απέναντι τους, όχι τόσο επειδή ήταν ο διάδοχος του αριστουργηματικού Silur από το 1998, αλλά περισσότερο διότι στα late 90s - early 00s είχαμε "μπουχτίσει" από kraut orientated post electronica και χρειαζόμασταν λίγες κιθάρες στη μουσική μας ζωή.
Οι κιθάρες ήρθαν, έφυγαν και ξαναήρθαν, ο ευγενικός ηλεκτρονικός ήχος της post electronica σαρώθηκε από την επέλαση του electro στο δεύτερο μισό των 00s -αναιδές και ισοπεδωτικό πλέον- και σήμερα οι Tarwater διεκδικούν στη μουσική σκηνή της επόμενης δεκαετίας αυτή ακριβώς που είχαν και στα τέλη της προηγούμενης: ένα πρωτοποριακό σχήμα ηλεκτρονικών ήχων που ακούγεται με διττό τρόπο εκτός εποχής, τόσο forward, όσο και ρετρό ταυτόχρονα. Και αν τίποτε δεν έχει ακουστεί τόσο σπουδαίο από δαύτους, όσο το Silur, έντεκα χρόνια πριν, δεν παραλείπουν να φροντίζουν ώστε οι ακροατές ιδιόμορφων ηλεκτρονικών ήχων να έχουν πάντοτε ικανά pop τραγούδια για να γίνεται η μουσική τους ζωή λιγότερο "θεωρητική" και περισσότερο ενδιαφέρουσα (Tesla, All Of The Ants Left Paris, When Love Was The Law Is Los Angeles).
Κοινό στοιχείο σε όλες τις σπουδαίες στιγμές των Tarwater, εκτός ασφαλώς από την διαρκή ηχητική αγωνία και αναζήτηση που θεωρείται δεδομένη στην περίπτωση τους, είναι η διαρκής επίθεση στη μουσική τους διαύγεια από τις δυνάμεις του ρομαντισμού, που τελικά καθιστά αυτή τόσο εύθραυστη όσο χρειάζεται για να την αγαπήσουμε. Αν το εκτόπισμα των Tarwater στη σύγχρονη μουσική σκηνή ήταν πολύ μεγαλύτερο από όσο πραγματικά υπήρξε, τότε ανάλογα μεγαλύτερο θα ήταν και αυτό του Mic στη σύγχρονη μουσική συγγραφή. Οπότε όλοι μαζί θα σπρώχναμε τον κόσμο στο hype του υποτιθέμενου κινήματος των Post Romantics, ανακηρύσσοντας τους Tarwater σε αιώνιους ηγέτες και εκφραστές αυτού.
Το όνομα του σχήματος (όπως και αυτό των "συγγενών" τους To Rococo Rot) αναπαριστά ιδανικά τις προθέσεις τους για μία pop γεμάτη σύμφωνα και συγκολλήσεις αυτών, κλίκς και κλακς, κλινγκς και κλανγκς και άλλα τέτοια μικρά και παραδόξως εύηχα, που ενίοτε υποκαθιστούν τις ανάγκες μας για στρωμένη και αρμονική μελωδικότητα. Είναι κρυφίως δανεισμένο από έναν κατά τα λοιπά άγνωστο (μου) μουσικό, που αναφέρεται λέει στα credits των πρώιμων ηχογραφήσεων των Love στις αρχές της δεκαετίας του 60. Παρότι η ψυχεδέλεια ενυπάρχει ως άποψη και αίσθηση σε όλο το φάσμα του έργου τους, πάντως θα ήταν αδύνατο να ονομάζονται Arthur Lees.
Προτού προσχωρήσουν στο δυναμικό της πάντοτε "in" Morr στα μέσα της τρέχουσας δεκαετίας, μετά από ένα ενδοεταιρικό/ υπερατλαντικό πέρασμα από την Mute, που όφειλε να έχει τουλάχιστον ένα άλμπουμ της στον οικείο ηχητικά κατάλογο της, οι Tarwater συνέδεσαν την όποια φήμη τους με αυτή της Βερολινέζικης Kitty Yo, εταιρία για την οποία πριν από δέκα χρόνια κόβαμε τις φλέβες μας με τον Γιάννη τον Ασπιώτη, ότι επρόκειτο να μετεξελιχθεί στην νέα 4AD, και ακόμη δεν είμαστε τόσο σίγουροι ότι κάτι τέτοιο δεν συνέβη ποτέ. Στο section History στην ιστιοσελίδα της εταιρίας βρίσκω μία φωτογραφία από το παλιό layout του site πίσω στο 1999 και διαπιστώνω ότι μάλλον έχω να το ανοίξω από τότε, αλλά αυτό δεν είναι ενδεικτικό της ποιότητας του ρόστερ της το οποίο παραμένει αξιόπιστο πάντοτε, παρά την απώλεια των Tarwater.
Αν ρίξετε μια ματιά στο βιογραφικό τους, όπως οι ίδιοι το παρουσιάζουν μέσα από τη σελίδα τους, θα δείτε ότι όλα αυτά τα χρόνια η υπόθεση Tarwater εκτός από τον τομέα της μουσικής έχει τη διάθεση να μπερδεύεται με κάθε τι που αφορά (ή θέλει να αφορά) την πρωτοπορία στην τέχνη και κάπως έτσι ουκ ολίγες είναι οι συμμετοχές τους σε κινηματογραφικά φεστιβάλ, εκθέσεις ζωγραφικής, φωτογραφίας, γενικά μοντέρνας τέχνης, μουσική για παραστάσεις χορού, επιδείξεις μόδας κ.λ.π. Στο πλαίσιο μιας τέτοιας ευρύτερης από τη μουσική δραστηριότητας, τους είχα δει στα τέλη της προηγούμενης δεκαετίας στη Ρώμη σε ένα διήμερο αφιερωμένο στην πειραματική ηλεκτρονική μουσική, όπου οι Tarwater εκτός από μία (μάλλον "πειραγμένη") ζωντανή εμφάνιση ως μουσικό σχήμα, είχαν αναλάβει διάφορα άλλα πρότζεκτ, στα οποία περιλαμβάνονταν και μία διάλεξη περί ηχητικής αναζήτησης, αιτίων και αιτιατών αυτής. Εκείνη τη χρονιά περιόδευαν με τους Kreidler μάλιστα, αλλά στην Ιταλία κατέφθασαν μόνοι τους. Δεν εντυπωσίασαν, γιατί λόγω του όλου concept αφιερώθηκαν περισσότερο στους ήχους, παρά στις συνθέσεις.
Με μία μοναδική εξαίρεση την παρουσίαση της δισκογραφίας των Tarwater στα 00s, έχει αναλάβει με απευθείας εργολαβία από τους εκάστοτε αρχισυντάκτες του Mic ο Βασίλης Παυλίδης. Ο οποίος παρότι δεν αμέλησε να επισημάνει το αναντίρρητο γεγονός που θέλει τους Γερμανούς να επαναλαμβάνουν τον (καλό) εαυτό τους από άλμπουμ σε άλμπουμ, φρόντισε ορθά να μας καθησυχάσει επισημαίνοντας ότι η συγκεκριμένη τάση προς επανάληψη στην περίπτωση τους κάθε άλλο παρά αρνητικό αποτέλεσμα έχει. Παρότι τελικά ποτέ δεν ταρακουνήθηκαν από την αρχική συνταγή που οι ίδιοι (σχεδόν) εφηύραν πίσω στα 90s, ουδέποτε παρέδωσαν κάτι που να χαρακτηριστεί συνολικά λιγότερο από "καλό". Και ένα ενδεχόμενο best of από την πλευρά τους ασφαλώς και θα ήταν ακαταμάχητο.
Ως προς τις πρώτες κυκλοφορίες τους για τις οποίες δεν έχουμε γράψει εκτενώς αξίζει σίγουρα να ειπωθούν τα εξής:
Το "11/6 12/10", κυκλοφορημένο το 1996 από την Kitty Yo, είναι ότι ακριβώς περιμένεις από ένα άλμπουμ που τιτλοφορείται από αριθμούς. Χωρίς να έχουν παραδοθεί ακόμη στις pop διαθέσεις του μέλλοντος τους, οι Tarwater των μέσων της δεκαετίας του 90 "δένουν" με ολόκληρη την post υστερία της εποχής. Και αν ο όρος post rock δεν τους αρμόζει για προφανείς λόγους, τότε θέλει πολύ σκέψη το αν πρέπει να τους κατατάξει κανείς στο post rock ή την post electronica. Τα Euroslat και Rome βαλμένα το ένα μετά το άλλο κάπου στο μέσον του δίσκου αποτελούν μέχρι σήμερα ένα ιδιότροπο και πρόωρο highlight στις δισκογραφικές τους καταθέσεις, που τους βρίσκει να αναμετρούν τις trip hop στάχτες της τότε επικαιρότητας με free jazz επιταγές για απαλλαγή των ήχων από τις προσταγές των ρυθμών και αντίστροφα. Όχι τόσο οικείο και "αγαπησιάρικο" άλμπουμ όσο οι μετέπειτα δουλειές τους, αλλά σίγουρα ενδεικτικό ως προς την θεωρητική κατάρτιση του σχήματος, στην οποία θα έρθει να κολλήσει αργότερα και η ικανότητα της αυτόνομης σύνθεσης. (7,5/10)
Το Rabbit Moon πρωτοκυκλοφορεί την επόμενη χρονιά και παρότι πρόκειται για συλλογή με remixes και πειράγματα, θα γνωρίσει (κυρίως στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού) και εκ νέου αναθεωρήσεις και παραλλαγές αυτού. Αν έχετε πειστεί όσο κι εγώ ότι πρώτα από όλα οι Tarwater είναι απόλυτα εύστοχοι συνθέτες pop τραγουδιών, των οποίων η έμπνευση πολλές φορές χτυπάει κόκκινο, τότε μάλλον θα συμφωνείτε ότι -αντίθετα με ότι συμβαίνει συνήθως με τους ήρωες των ηλεκτρονικών ήχων- στην περίπτωση των Tarwater λίγα πράγματα έχουν να προσθέσουν τα remix των από έξω στην ουσία της μουσικής τους. Χωρίς να λείπουν και οι εξαιρέσεις φυσικά (το remix στο ούτως ή άλλως αλάνθαστο Rome, είναι μία τέτοια) (6/10).
Για το Silur του 1998 σας προειδοποίησα και παραπάνω. Αν δεν επηρεαζόμασταν από τις λίστες των άλλων, το hype και τον... ρου της μουσικής ιστορίας, θα οφείλαμε να μην το ξεχνάμε κάθε φορά που μιλάμε για τους καλύτερους δίσκους της δεκαετίας του 90. Εξίσου σημαντικό, και σίγουρα περισσότερο απολαυστικό, με το Millions Now Living Will Never Die των Tortoise. Με απόλυτα εύστοχο sampling, κυρίως από τη δεκαετία του 60, σε τεχνικές που παραπέμπουν σε μελλοντικές ανάλογες καταστάσεις του τύπου Madlib. Χωρίς όμως δευτερόλεπτο να απομακρύνονται από το πρότυπο της απόλυτα "προσωπικής", σχεδόν εσωτερικής μουσικής, που όπως αποδείχτηκε πάντοτε θα χαρακτηρίζει τη διάθεση τους. Στο Silur οι Tarwater πιστοποιούν ότι είναι έμπιστοι του μινιμαλισμού, που όμως ποτέ δεν αφήνουν τον ακροατή με την αίσθηση ότι λείπει κάτι ή ότι κάτι θα έπρεπε να είναι περισσότερο. Ομοίως εδώ εγκαταλείπουν τον όποιο "τεχνοκρατισμό" που υπήρχε στις προηγούμενες κυκλοφορίες τους (ειδικά στις εκδοχές Rabbit...) και πατεντάρουν την "ζεστή electronica", ως όχημα απολύτως κατάλληλο να μεταφέρει με εγγύηση παράδοσης στον ακροατή, ακόμη και τις πιο ακραίες μουσικοηχητικές εμμονές. (9/10)
Από την 00s δισκογραφία τους μας έχει ξεφύγει -μάλλον άδικα- η σύμπραξη τους με τον Bernhard Fleischmann στο Japan Tours του 2005, κυκλοφορημένο πλέον για την Morr, όπου για να γιορτάσουν το αίσιο τέλος μιας Ιαπωνέζικης τουρνέ, κυκλοφορούν ένα EP με τρία καινούργια τραγούδια των "δικών μας" και δύο "πειραγμένα" του Βερνάρδου. Το Cassedy, με το οποίο κλέβουν την παράσταση της σύμπραξης οι Tarwater, είναι ίσως η πιο ενισχυμένα ρετρό σύνθεση που έχουν παραδώσει μέχρι σήμερα, ένα αλλοιωμένο όσο δεν πάει ποπ αριστούργημα, που ακούγεται σαν να έρχεται από το απώτατο ηχητικό παρελθόν. (8/10)
Ό, τι μένει να ειπωθεί, είναι από τους ίδιους τους Tarwater σε μία και μόνη εμφάνιση την Τετάρτη 30 Σεπτεμβρίου στο Block 33, που έπειτα από αιώνες δίνει τη δυνατότητα στο κοινό της Θεσσαλονίκης, να παρευρεθεί σε συναυλία που δεν "παίζει" στην Αθήνα (οι Coil ήταν νομίζω η τελευταία φορά προ πολλών ετών, στον "σχεδόν ίδιο" χώρο...). Το επιβεβλημένο της παρουσίας όλων μας το θεωρώ δεδομένο.
_____
Το παραπάνω κείμενο αφιερώνεται βεβαίως στον Βασίλη Παυλίδη, που είμαι σίγουρος ότι ο μόνος λόγος που δεν γράφτηκε από αυτόν είναι το ότι δεν θα βρίσκεται στο live της Τετάρτης, παρότι πρόκειται για τον κατεξοχήν Ταργουοτερολόγο της παρέας... Θα "ακούσουμε" και για την πάρτη του!