Τέχνη και ταξικότητα σε ‘τοξικούς’ καιρούς
Λέξεις, ταυτότητες, πολλές πολλές 'τοξίνες' αλλά κι ένας αθέατος αλλά πάντοτε παρόν ελέφαντας... Του Αντώνη Ξαγά
Κάθε εποχή έχει τις λέξεις που της… αξίζουν. Και που της χρειάζονται. Όχι μόνο επειδή η γλώσσα προχωρά σαν ζωντανός οργανισμός που είναι, αλλά μαζί της (πριν ή μετά από αυτή) αλλάζει και ο κόσμος, ή καλύτερα (αγαπητέ Κεμάλ) αλλάζει ο τρόπος που βλέπει τον εαυτό του στον καθρέφτη, είτε αυτοθαυμαζόμενος είτε αυτομαστιγωνόμενος (ψυχολογικά δεν έχει και μεγάλη διαφορά). Μαζί λοιπόν με τις νέες έννοιες και τάσεις και μόδες που εμφανίζονται, νέα φαινόμενα ζητούν περιγραφή και ‘ορατότητα’ (να μία τέτοια!) και έκφραση, νέες λέξεις δημιουργούνται ή παλιές ανα-νοηματοδοτούνται και επανα-φορτίζονται κατάλληλα ώστε να προσαρμοστούν στις νέες επιταγές. Παράλληλα άλλες χάνονται, ξεχνιούνται, αποσύρονται από την κυκλοφορία, επιστρέφουν στην ησυχία του… λεξικού ή της απλής καθημερινής χρήσης και σκέφτομαι εδώ ότι θα ήταν μια ωραία ιδέα να γραφτεί μια ιστορία μιας χώρας σε συνάρτηση με την ιστορία των λέξεων που χαρακτήριζαν την εκάστοτε εποχή της (ελεύθερη η χρήση, δεν θα διεκδικήσω κανένα copyleft).
Το επίθετο ‘τοξικός/ή/ό’ και το ουσιαστικό παράγωγο του, η ‘τοξικότητα’, είναι εδώ και χρόνια η belle du jour λέξη (αναδείχθηκε και λέξη της χρονιάς το 2018 από το λεξικό της Οξφόρδης), κάποτε πολύ πολύ παλιά (κατά την ετυμολογική αναφορά του Lidell Scott) είχε σχέση με τα τόξα και την «τοξικήν τέχνη», κάποτε άλλοτε, όχι τόσο παλιά, η λέξη αφορούσε μόνο εμάς τους χημικούς και τους γιατρούς του Κέντρου Δηλητηριάσεων (τηλέφωνο 7793777, εντυπωμένο στη μνήμη από τις ετικέτες των παλιών απορρυπαντικών), σήμερα το επίθετο πλέον έχει συναντήσει ως συνοδά ουσιαστικά ανθρώπους, σχέσεις, απόψεις, έχει μεταβληθεί σε ένα είδος πανάκειας, αντιμετώπισης και ερμηνείας όλων των προβλημάτων τα οποία ανάγονται/μετατίθενται σε μια τοξική δράση. Κάποιων. Των Άλλων κατά κανόνα. Οι οποίοι ήταν επίσης από παλιά -κατά τον Σαρτρ- η Κόλαση. Από την φωτιά και τα καζάνια λοιπόν περάσαμε στα δηλητήρια και στις ‘τοξίνες’. Από την φωτιά μας έσωζαν οι μετάνοιες και η θρησκευτική πίστη, αν δεν θέλαμε να γλιστρήσουμε στο υπαρξιακό κενό, τώρα με τις ‘τοξίνες’, μας σώζουν οι μικροκοινότητες μας, οι φούσκες μας και φυσικά οι άφθονοι αποτοξινωτικοί χυμοί και δίαιτες (ενίοτε και με υποστήριξη της ‘Επιστήμης’ –είσθε σίγουρα γιατρός;- η οποία παίζει πλέον και αυτή το καλοστημένο lifestyle παιχνίδι του μάρκετινγκ). Έναν χυμό σέλινο, μήλο ταχίνι με σπόρους τσία, παρακαλώ. Ευχαριστώ, στην υγειά σας.
Πληκτρολογώντας την ‘τοξικότητα’ κάπως αυθόρμητα μου ήρθε στον νου η ‘ταξικότητα’ (μα πως;). Να μια λέξη και μια έννοια η οποία κάποτε αποτελούσε τον ερμηνευτικό κανόνα των Πάντων, μέσα από το πρίσμα της περνούσαν πολιτικές, θέσεις, αντιθέσεις, αναλύσεις, δράσεις και τελικά συγκρούσεις. Πλέον είναι σχεδόν εξοβελισμένη από τον δημόσιο διάλογο και προβληματισμό. Ποια μιλάει πια για ταξικότητα, για τάξεις, για ταξικές σχέσεις και ταξική πάλη, δεν είναι γραφικά και απαρχαιωμένα και απολιθωμένα όλα αυτά, δεν «ανήκουν στο χθες», και συγνώμη, μήπως είσθε κουμουνίστρια; Πως τον έλεγαν κι εκείνον τον αλήστου μνήμης υπουργό της δεκαετίας του ’70, ο οποίος από το βήμα της Βουλής είχε διακηρύξει ότι δεν υπάρχει πλέον «εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο» και ότι «δεν θα επιτρέψομεν την πάλην των τάξεων»; (Κωνσταντίνος Λάσκαρης λεγόταν, έτσι για τις υποσημειώσεις της Ιστορίας).
Αλλαγή πλάνου. Ακούω μια ραδιοφωνική εκπομπή του Μπάμπη Αργυρίου η οποία έχει διασωθεί από τα 80s, παράσιτα, φύσημα στον ήχο που είναι λες και τον διαπερνά ο χρόνος, σχεδόν στοιχειωτική η αίσθηση, σε κάνει να ανατριχιάζεις, είναι το Ράδιο Free στους 102, ραδιοπειρατής της εποχής ο Μπάμπης (να μια ακόμη αποσυρμένη λέξη!), έχει μόλις παίξει ένα από τα λίγα ωραία κομμάτια των Flock of Seagulls, το νευρώδες «(It's Not Me) Talking», κοφτά τα σχόλια και τσεκουράτα και απόλυτα, μια ατάκα που την άκουσα -ετεροχρονισμένα προφανώς- με σημάδεψε. «Άλλη μια παρέα τύπων που διαιωνίζει τον κανόνα: μουσική από σταρς που έχουν τα πάντα για ακροατές που δεν έχουν τίποτα». Μια μικρή στάση εδώ να το σκεφτούμε…
Δεν ξέρω αν οι καημένοι οι Flock of Seagulls άξιζαν πραγματικά αυτό το επιθετικό σχόλιο. Εν τέλει ανέκαθεν δεν ήταν έτσι η Τέχνη και η ‘αισθητική’; Πάντοτε δεν είχε ταξικό πρόσημο; Και δεν χρειάζεται να γυρίσουμε πολύ πίσω το ρολόι της ιστορίας, στην εποχή των αυλικών συνθετών, και της μουσικής που έγινε κλασική και κάποια στιγμή απέκτησε στίγμα ταξικού στάτους που δεν έχει μπορέσει να αποτινάξει ακόμη και στους καιρούς του anything goes. Ακόμη και η αγαπημένη σκηνή του Μπάμπη, το πανκ (για κάποιους επανάσταση, κίνημα κι άλλα τέτοια βαριά κι ασήκωτα), δεν έχει ταξικό αποτύπωμα, από τον γιο του πρέσβη (γεια σου Τζο) μέχρι τους καλοζωισμένους φοιτητές των art schools, με την λαϊκή του συνιστώσα, το oi! να αποχωρίζεται και να ακολουθεί έναν δικό του δρόμο σε σταθερά και συντηρητικά και καταφρονεμένα κι ενίοτε ύποπτα έως και επικίνδυνα μονοπάτια; Κι έτσι όμως δεν συμβαίνει συνήθως με το «γνήσια λαϊκό», δεν είναι ούτε ενιαίο, ούτε όσο φαντασιακά εξωραϊσμένο όσο μπορεί να το φαντάζονται οι διανοούμενες και ο «αριστοκρατικός λαϊκισμός» όπως είχε γράψει ο Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος (για το oi! εν προκειμένω αξίζει να (ξανα)συστήσω το εξαιρετικό βιβλίο του Χάρη Συμβουλίδη).
Τέτοιες ταξικές διαστάσεις μπορούμε να ανιχνεύσουμε και σε πολλά μουσικά πεδία, μπορούμε να θυμηθούμε το διαβόητο δίπολο Beatles-Stones (μαντέψτε ποια ήταν τα πραγματικά λαϊκά παιδιά και ποια τα ‘κακά παιδιά’ του μάρκετινγκ και της (πρωτο)νεοφιλελεύθερης νοοτροπίας), να πάμε στην ηλεκτρονική η οποία στα γεννοφάσκια της έτσι κι αλλιώς υπήρξε προνομιακό πεδίο είτε των εύπορων είτε των ακαδημαϊκών -λογικό καθώς αυτοί είχαν και ευκολότερη πρόσβαση στα πανάκριβα μέσα παραγωγής της, από τους Kraftwerk (όπου η ταξική γραμμή διαπερνούσε μάλιστα το ίδιο το συγκρότημα και το χώριζε στα δυο -φοβερή η ιστορία που καταγράφει ο Bartos στην αυτοβιογραφία του, με τους δύο Florian-Karl στις περιοδείες να μένουν στα καλά ξενοδοχεία και τους άλλους δύο στις ποντικότρυπες) μέχρι ζάμπλουτους τύπους σαν τον Florian Fricke και τους Popol Vuh. Κάποιος φωνάζει «τζαζ», και πράγματι η τζαζ αποτελεί επιπλέον κι ένα φοβερό case study για το πώς μια λαϊκή μουσική των μαύρων καταγωγίων μετατράπηκε σε μουσική μυσταγωγικής εν σιωπή ταξικής μέθεξης και εκζήτησης (συνήθως λευκής), αλλά αυτή είναι μια άλλη μεγάλη ιστορία. Κι ας μην επιμείνουμε περαιτέρω στην περιπτωσιολογία, δεν είναι άλλωστε αυτός ο σκοπός του κειμενακίου. Κρατάμε όμως ως στοιχείο ότι παρά την λίαν θεμελιωμένη και νομίζω αποδεκτή επιχειρηματολογία περί διαχωρισμού του έργου τέχνης (ή καλύτερα της πρόσληψής του) από τον καλλιτέχνη, η βιογραφία περνάει σε αυτό και στην «αύρα» του αναπόφευκτα και με ποικιλόμορφους τρόπους).
Περισσότερο εστιάζουμε εδώ στην «αισθητική» ως μέτρο διαχωρισμού, διάκρισης και διαφοροποίησης από τις Άλλες, τις κατώτερες, τις πληβείες και τις φ(π)τωχές. Δεν χρειάζεται ασφαλώς να διαβάσουμε Πικετί για να αντιληφθούμε τα αβυσσαλέα –και διαρκώς διευρυνόμενα σε παγκόσμια κλίμακα - χάσματα ανισότητας, αδιανόητα ακόμη και για την εποχή των αυτοκρατόρων, των κάιζερ και των τσάρων. Κι έτσι σήμερα, πάει, …που τσάρος, αλλά αντ’ αυτού υπάρχει μια περιχαρακωμένη κάστα (σχεδόν αλά-Ινδία) η οποία αναπαράγεται και διαιωνίζεται όχι μόνο με την κλασική απευθείας κι αφορολόγητη (μηηη, τζιζ θέμα) κληροδότηση του πλούτου αλλά και με έναν εξ απαλών ονύχων σκληρό ταξικό διαχωρισμό στην παιδεία και στις ευκαιρίες (ας σημειώσουμε εδώ με την ευκαιρία πόσο τραγελαφικές έως και άτοπες μοιάζουν οι μάχες οπισθοφυλακής –που έτσι κι αλλιώς ξεθύμαναν γρήγορα- για το Άρθρο 16 και τα ιδιωτικά πανεπιστήμια και κόλετζες, τη στιγμή που υπάρχει ένας εδραιωμένος και βαθιά αποδεκτός στην πράξη ταξικός διαχωρισμός σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, ξεκινώντας ήδη από τον παιδικό σταθμό και συνεχίζοντας, δημοτικό, γυμνάσιο, λύκειο, μέχρι το πανεπιστήμιο, που εκεί πλέον ενεργοποιούνται τα όποια… επαναστασικά αντανακλαστικά).
Ανέκαθεν βέβαια η Τέχνη έπαιζε και αυτό τον ρόλο, και η αισθητική εργαλειοποιούνταν (μαζεύω μοδάτες λέξεις για το βιβλίο!), αλλά η διάκριση αυτή έχει πάρει πλέον και χαρακτηριστικά σκληρής επιβολής, δεν εκφράζεται πια απλά μέσα μια συσσώρευση πολιτισμικών αγαθών (παφ και 50 ευρώ το βινύλιο) αλλά και εμπειριών (για να είμαστε και μέσα στο trend) και μιας επιδεικτικής status symbol πολυτέλειας. Το ενδιαφέρον είναι η σκληρή αυτή ταξικότητα όχι μόνο δεν πυροδοτεί αντιδράσεις (που κι όταν εκδηλώνονται τους επικολλάται η ταμπέλα του «λαϊκισμού» και των ‘ψεκασμένων’ και των άκρων και της διχαστικής εχμμμ ‘τοξικότητας’), αλλά γίνεται αποδεκτή και ως πρότυπο μίμησης, προβαλλόμενο από τα lifestyle έντυπα που έχουν υπηρετήσει αυτή την προσέγγιση από την εποχή του αλήστου μνήμης Κωστόπουλου μέχρι τα σημερινά ένθετα των κυριακάτικων εφημερίδων και τον τσάμπα τύπο (πως το είχε θέσει ο Παζολίνι; το παιχνίδι χάθηκε όταν αρχίσαμε να κοιτάμε και να θέλουμε να μοιάσουμε στους πλούσιους, στο πως φέρονται ντύνονται κοκ;). Ακόμη χειρότερα η σκληρή αυτή ταξικότητα έχει καταστεί κι αποδεκτή και ‘αυτονόητη’, ανάγοντας τον καπιταλισμό και τον «νόμο της προσφοράς και ζήτησης» σε μια σκληρή αντικειμενικότητα νόμου της Φυσικής οπότε… ΤΙΝΑ κάνουμε, όσοι έχουν πληρώνουν, εν τέλει με την αξία τους, ‘αξιοκρατικά’, τα απέκτησαν και τα έχουν, όσοι είναι αποπάνω, οι αποκάτω μείνανε αποκάτω με την… αναξία τους (sic), αυτοί φταίνε κατά τα κελεύσματα της ‘ατομικής ευθύνης’ (κι εδώ μπορεί να ανοίξει κι άλλο πλοκάμι συζήτησης και να χαθούμε, ωστόσο θέλω οπωσδήποτε να προτείνω την ανάγνωση των βιβλίων του Michael Sandel, και ειδικά εκείνου για την «Τυρρανία της αξίας»). Η δημόσια συζήτηση και τα επιχειρήματα που αντηλλάγησαν για τα πανάκριβα εισιτήρια των θερινών συναυλιών είναι λίαν ενδεικτικά όλων αυτών, όπου πλέον η τιμολόγηση -και όχι μόνο στο ασύδοτο ελληνοχώρι αλλά σε παγκόσμιο πεδίο- έχει ξεφύγει από πάσα λογική (ας παραπέμψω εδώ και στο συναφές άρθρο του Τάσου Βαφειάδη στις σελίδες αυτές) με τις τιμές στον τριψήφιο τομέα να κοντεύουν να γίνουν κανόνας, ενώ έχουν πατήσει και στον τετραψήφιο (ακόμη και από υποτιθέμενα παιδιά του λαού και της εργατικής τάξης –ασχέτως που εκεί κατά μία συγκαταβατική έννοια μπορούμε να το συγχωρήσουμε-κατανοήσουμε το ξίπασμα από τον συναγελασμό με την εξουσία και τον πλούτο). Κι αν ακόμη αποδεχτούμε, φευ, το γεγονός ότι αυτού του τύπου οι συναυλίες απευθύνονται πλέον σχεδόν αποκλειστικά σε ένα εύπορο μεσόκοπο κοινό (εκτός αν είστε τίποτις αποτυχημένες) που θέλει να ξαναζήσει τα νιάτα του λίγο πριν κοιτάξει κατάματα τα γηρατειά του, η ανισορροπία μεταξύ της τιμής ενός εισιτηρίου με έναν μέσο μισθό (ή… σύνταξη) ή με συγκρίσιμα αγαθά είναι εντυπωσιακή, ακόμη και μέσα στα πλαίσια του σκληρού καπιταλισμού και σε σχέση με παλαιότερα χρόνια με πιο παχιές αγελάδες (με την αφορμή της συναυλίας των Pulp θυμήθηκα τον πρώτο ερχομό τους το μακρινό 1996, όπου το εισιτήριο των 7500 δραχμών, φτηνό δεν ήταν μεν, αλλά ωστόσο υποφερτό για την τότε φοιτητική υποτροφία των 90.000).
Κάπως έτσι λοιπόν, μέσα από τον πολιτισμό γενικότερα, και όχι τόσο (ή μόνο) την Μουσική (η οποία παραμένει η πιο λαϊκή τέχνη), έχει διαμορφωθεί μια «αισθητικώς» ταξική ελίτ, η οποία αποτελεί φαινόμενο πολύ πιο ευρύ από την διαβόητη «αριστερά του χαβιαριού», την gauche caviar, υπερβαίνει κομματικές-ιδεολογικές προτιμήσεις ή τοποθετήσεις, (υπο)στηρίζοντας μια στάση (ζωής) η οποία αποτάσσεται τον σατανά της ταξικότητας (φτου φτου φτου τρις), ομνύει στην αισθητική και στην ελευθερία, μπορείς πλέον ‘ελεύθερα’ να υιοθετήσεις όποιο φύλο θέλεις από τις πολλές επιλογές, να βάψεις τα μαλλιά σου πράσινα με ροζ βούλες από τις πολλές (χρωματικές) επιλογές, να υψώσεις όποια ταυτότητα σε εκφράζει από τις πολλές επιλογές, αρκεί τούτη να μην αμφισβητεί την δομή του Κατεστημένου (να μια ακόμη λέξη εκτός μόδας). «Σχεδόν όλες (οι συγκρούσεις) τελούνται στη σφαίρα του ταυτοτικού, από ταυτότητες φύλου έως ταυτότητες οπαδικές, όλες εκτός των υλικών και κοινωνικών διακρίσεων, συγκρούσεις που σπανίως ή ποτέ δεν απειλούν τις παγιωμένες τάξεις κυριαρχίας» διαβάζω σε ένα ενδιαφέρον άρθρο του Νίκου Ξυδάκη στην Εφημερίδα των Συντακτών. Παράλληλα δε με τις σπονδές και την ιδιότυπη πρόσληψη της έννοιας ‘ελευθερία’ παραμερίζεται, ξεχνιέται, καταπνίγεται η ισότητα (για την αδερφοσύνη ας μην το συζητήσουμε καλύτερα), το ουσιαστικά συμπληρωματικό μέγεθος δηλαδή της ελευθερίας. Εύλογο, η ‘ισότητα’ η οποία (έστω και νοούμενη ως ουτοπικό αίτημα) θέτει εν αμφισβητήσει τα ίδια τα προνόμια τους. Είπαμε… «Συμπεριληπτικότητα» ναι (μια ακόμη λέξη σύνθημα της εποχής, υιοθετημένη ακόμη και στα πλαίσια εταιρικών ευθυνών), όχι όμως και για τους «πτωχούς» από τον Μπύθουλα, για τους… ψυκτικούς από το Περιστέρι. Έκαστος και έκαστη εφ’ ω ετάχθη, όλα κι όλα (ας δούμε π.χ. και σε τι βαθιά διαχωριστικούς όρους έχει τεθεί το θέμα του αποκαλούμενου 'υπερτουρισμού').
Και έτσι τούτη η συνομοταξία μπορεί και να τραγουδάει εν χορώ μαζί με τους Pulp για ‘common people’, όμως με αυτούς τους common people δεν θέλει να έχει καμία σχέση, ποτέ δεν αισθάνθηκε και δεν ήθελε να είναι common people, μπορεί βέβαια να πολιτεύεται και να συντάσσεται ιδεολογικά με την σωτηρία τους, δεν θέλει όμως πολλά-πολλά, μακριά συγχρωτισμούς και συναγελασμούς, κατά βάθος τους περιφρονεί βαθύτατα, και μαζί τις αισθητικές τους επιλογές (όταν δεν τις οικειοποιείται, με μια δόση μετα-ειρωνικής εξ αποστάσεως εξιδανικευτικής ανωτερότητας ασφαλώς), τις κοινωνικές, τις διατροφικές, τις θρησκευτικές, όλες, άσε που όταν έρχεται και η ώρα της ψήφου πάντα ψηφίζουν λάθος (κι ακολουθούν θρηνολογίες), κι επιπλέον, όταν βρεθεί μια άκρη στο κομπόδεμα και λίγες μέρες άδειας από την βιοπάλη (πφφφ τρε μπανάλ λέξη…θυμίζει και Νταλάρα) τολμούν και να παίρνουν τις φτηνές easy πτήσεις, και αφήνουν έτσι βαρύ ενεργειακό αποτύπωμα και προκαλούν και υπερτουρισμό και gentrification, όπως καταγγέλλουν με αυτάρεσκα στέρεη θεωρητική επιχειρηματολογία και αναλύσεις οι καθηγητές που τριγυρίζουν τον κόσμο από συνέδριο σε συνέδριο και από κρατικοδίαιτο σε ιδρυματικό πρότζεκτ (α ρε Λοτζ που χρειάζεται). Γιατί εμείς είμαστε μια «different class» που λένε και οι Pulp (πάλι!). Γιατί εμείς… πως το έθεσε ωραία και βιωματικά εύστοχα ο Λουί στο «Ποιος σκότωσε τον πατέρα μου», «καμιά πολιτική δεν μας τσακίζει». Γιατί «για τους κυρίαρχους η πολιτική είναι ζήτημα αισθητικής (και αντίστροφα θα τολμούσα να συμπληρώσω): ένας τρόπος να σκέφτονται τον εαυτό τους, ένας τρόπος να βλέπουν τον κόσμο, να συγκροτούν το πρόσωπό τους, όχι ζήτημα ζωής και θανάτου». Κι από κοντά ο Ντιντιέ Εριμπόν, Γάλλος γκέι ακαδημαϊκός, λαϊκής καταγωγής ωστόσο και με καλή… μνήμη (διόλου τυχαία ο Λουί του έχει αφιερώσει το λογοτεχνικό του ντεμπούτο «να τελειώνουμε με τον Εντύ Μπελγκέλ»), ο οποίος παρατηρεί και ανατέμνει το ίδιο φαινόμενο στο συγκλονιστικό βιβλίο του «Επιστροφή στη Ρενς» και αναρωτιέται τελικά θέτοντας το δάχτυλο εις τον τύπον των ήλων: «τι είναι ωστόσο ένα πολιτικό αφήγημα που δεν λαμβάνει υπόψη του ποιοι πραγματικά είναι εκείνοι των οποίων τη ζωή ερμηνεύει, και που καταλήγει να καταδικάζει τα άτομα για τα οποία μιλά, επειδή δεν εμπίπτουν στο πλαίσιο της μυθοπλασίας που έχει δημιουργηθεί κατ’ αυτόν τον τρόπο;». Και αλλού: «δεν γινόταν πλέον λόγος για εκμετάλλευση και αντίσταση αλλά για αναγκαίο «εκσυγχρονισμό» και «κοινωνική επανίδρυση». Δεν γινόταν πλέον λόγος για ταξικές σχέσεις αλλά για «συνύπαρξη» Δεν γινόταν πλέον λόγος για κοινωνικό πεπρωμένο αλλά για «ατομική ευθύνη» (…) Εκσυγχρονισμός; Ατομική ευθύνη; Χμμμ κάτι μου θυμίζουν όλα αυτά…
Όλη τούτη η συνθήκη δεν θα μπορούσε να μην έχει παρενέργειες και στο αυτό καθαυτό δημιουργικό πεδίο, πέραν του καταναλωτικού που ήδη αναφέραμε. Προλαμβάνοντας παρεξηγήσεις, δεν θα ισχυριστούμε ότι «παλιά ήταν καλύτερα», ότι σήμερα η δημιουργία διέρχεται Κρίση κοκ, και τούτο όχι γιατί δεν ζούμε σε εποχή Κρίσης, αλλά γιατί κάθε εποχή θεωρεί ότι ζει σε Κρίση, η δε Τέχνη οφείλει να ζει σε (και υπό) Κρίση (και όχι, δεν αναφέρομαι εδώ στις τυπικές διαγνώσεις υστερικής πολιτισμικής απαισιοδοξίας που είναι ενδημικές στις Zeitdiagnosen του διανοοούμενου χώρου). Επιπλέον ας μου συγχωρεθεί η όποια γενίκευση (αναπόφευκτη άλλωστε αν θέλεις να εκφέρεις μια κάποια… γενικευτική άποψη), αλλά έχω την αίσθηση ότι πέραν ενός αισθήματος μπουχτίσματος από τον πληθωρισμό της Τέχνης, η ταξικότητα αντανακλάται και στην ποιότητα, με την τεχνική κυρίως έννοια του όρου, καθώς κατακλυζόμαστε από αναρίθμητα τύποις «καλά» βιβλία, «καλούς δίσκους», «καλές παραγωγές», άψυχα όμως και άνευρα δε, κι ας έχουν βγει από στουντιάρες και τις καλύτερες σχολές δημιουργικής γραφής, κι ας έχουν ένα σωρό references references (που λένε αυτοσαρκαστικά (;) και οι αγαπημένοι του ίνδυ κοινού Black Country, New Road), αναφορές που δεν συνθέτουν μια νέα αφήγηση αλλά λειτουργούν μάλλον επιδεικτικά, ως τεχνουργήματα, προϊόντα τέχνης αυτοσκοπού που δεν αποζητούν επικοινωνία αλλά θαυμασμό και αισθητική (και εννοείται πλέον και ηθική) ανωτερότητα. Και ναι μεν η Τέχνη δεν υπήρξε ποτέ ‘επικίνδυνη’, αλλά ποτέ δεν ήταν και πιο ακίνδυνη φρονώ, παρά (αλλά ίσως και λόγω) την καταχρηστική έως ευτελιστική χρήση εννοιών όπως ‘ριζοσπαστική’ και ‘ανατρεπτική’ σε αναρίθμητα Δελτία Τύπου. Μήπως να είχε ένα κάποιο δίκιο ο Μισεά (τελικά η Γαλλία πάλι θα μας… σώσει!) που κατέληγε στο συμπέρασμα ότι η σύγχρονη Αριστερά είναι η πολιτιστική έκφραση του οικονομικού φιλελευθερισμού; Σκληρό και προβοκατόρικο ακούγεται, αλλά ένα ψήγμα αλήθειας μπορεί να το έχει.
Μπορεί επίσης φαινομενικά τουλάχιστον, σε σχέση και με τις παλιές «καλές» εποχές, τα μέσα παραγωγής της Τέχνης, και κυρίως αυτά της μουσικής να είναι πλέον ευκόλως προσβάσιμα σε βαθμό που πολλοί γράφαμε ακόμη για εκδημοκρατισμό, η ιστορία όμως έχει δείξει πως όταν ακούμε τέτοιους παχείς όρους, ας κρατάμε μικρό καλάθι. Έτσι, εν προκειμένω, μπορεί πράγματι ένα πισί ή ένα πρόγραμμα επεξεργασίας ήχου να είναι διαθέσιμο έως και δωρεάν, τα μέσα όμως διάδοσης και τα κανάλια διανομής του έργου, του προϊόντος, ακόμη είναι (ή τελικά καταλήγουν) σφιχτά σε χέρια εταιριών εξίσου αδίστακτων και ίσως ακόμη πιο αδιαφανών από τις παλιές ‘κακές’ δισκογραφικές, με τα τυράκια της ελπίδας μιας κοινωνικής (διάβαζε ταξικής) κινητικότητας να γίνονται όλο και πιο σπάνια και δυσεύρετα (έχει ενδιαφέρον ότι ακόμη και στον αθλητισμό, τον πλέον ‘θεωρητικά’ αξιοκρατικό χώρο ανάδειξης και ανέλιξης, για κάθε δακρύβρεχτη Αντετοκούνμπο ιστορία θα βρούμε δίπλα έναν Μπέλιγχαμ και έναν Μπαπέ και έναν Χάαλαντ και άλλα τέτοια γονεϊκά-ταξικά πρότζεκτ ‘τέλειων’ ποδοσφαιριστών).
Επιπλέον η ορατότητα (μα πόσες λέξεις πια;) των καλλιτεχνικών δημιουργημάτων ελέγχεται μέχρι βαθμού ασφυξίας μέσα από ένα σύστημα πολιτισμικής κυριαρχίας επιδοτούμενης και στεγασμένης σε φορείς οι οποίοι διαβιούν στο νεφελώδες limbo μεταξύ δημοσίου και ιδιωτικού, όσο μπορεί να θεωρεί ιδιωτικός ο πλούτος που δημιουργήθηκε από ένα εφοπλιστικό κεφάλαιο το οποίο έδρασε και δρα σε ένα περιβάλλον πρωτοφανούς ασυλίας και ασυδοσίας σε παγκόσμια κλίμακα. Σε αγαστή συνεπικουρία από δίπλα, εμφανώς ή αφανώς, μίσθαρνοι δημοσιογράφοι και δημοσιολογούντες σε αποστολή αποθέωσης (με πιο σπάνια να είναι η κριτική του Μωυσή στο βασίλειο του Ουρανού παρά μια αρνητική κριτική για ιδρυματική παραγωγή) και καλλιτεχνίζοντα καλοζωισμένα παιδιά της μεσοαστικής ευπορίας, φυντάνια που ποτίζονται (πάντα σεμνά, προπάντων σεμνά) δίπλα στους βασιλικούς της εξουσίας σε στασίδια και μουσικά κουτιά αυτοπροβολής (ουδέν κακόν αμιγές καλού ωστόσο, τουλάχιστον με τα ιδρυματικά ξεροκόμματα ησυχάσαμε και από μια ιδιότυπη πολύ ‘επαναστατική’ κριτική αγρίων ‘αναρχικών’ κύκλων, που για χρόνια είχαν την θεωρητική σκευή παρά πόδας για να καταγγείλουν καθεμιά που τολμούσε να βγάλει δίσκο σε ‘εμπορική’ εταιρεία, και όχι κασέτα στο bandcamp, ως ξεπουλημένη στο ‘Σύστημα’ – ας μου συγχωρεθεί κι εδώ η κατάχρηση των εισαγωγικών).
Το ζητούμενο όμως τελικά ποιο είναι; Υπάρχει ένα ‘δια ταύτα’; Ένα «τι κάνουμε;» Δεν υπάρχουν εύκολες απαντήσεις (αν υπάρχουν κιόλας). Και ο σκοπός αυτού του σημειώματος δεν είναι να δώσει τέτοιες. Ίσως και όλο αυτό το κείμενο να είναι απλά μια βαλβίδα εκτόνωσης, μια ακόμη άσφαιρη πολεμική. Γιατί το σίγουρο είναι ότι δεν είναι εύκολη η διαβίωση σε ένα τέτοιο ασφυκτικό περιβάλλον. Στο οποίο ουδεμία και ουδείς είναι αναμάρτητος, όλες μας έχουμε εκτεθειμένες πλευρές σε διαφωνίες και ερμηνείες και παρερμηνείες, απόλυτα έρμαια στην περιρρέουσα επιθετικότητα από κάποιο άλλο εξίσου απόλυτο ηθικό βάθρο έτοιμο να εξαπολύσει μύδρους και βέλη «τοξικά». Ακούω π.χ. ένα πολύ καλό καινούργιο ελληνικό αντιεξουσιαστικό σχήμα με στάση κρυστάλλινα πολιτική, το οποίο κοινοποιεί τον δίσκο του στο youtube μόνο, ήτοι σε σκληρό πολυεθνικό και ξεκάθαρα εκμεταλλευτικό πλαίσιο. Ή διαβάζω ανθρώπους που εκτιμώ βαθιά τον λόγο τους, οι οποίοι γράφουν (και γράφουμε, δεν βγάζω ουρά εκτός) καθημερινά στα σόσιαλ μύδια, παρέχοντας έτσι δωρεάν περιεχόμενο στους πλέον σκληρά καπιταλιστικούς και εντελώς αδιαφανείς και ασύδοτους οργανισμούς. Αποδοχή του ότι κάτι κερδίζεις κάτι χάνεις στη ζωή; Μπορείς να ζεις χωρίς να σηκώνεις ούτε μύγα στο σπαθί (έστω και μόνο στο δημόσιο φιλοτεχνημένο σου προφίλ); Γλυτώνουμε από πουθενά; Και τι μας μένει; Χωρίς μάλιστα να πέσουμε στην παγίδα κι εμείς του καταγγελτικού ηθικισμού που υποτίθεται αντιμαχόμαστε, καταγγέλλοντας αδέκαστα τις μύγες στα σπαθιά των άλλων; Αρκεί να προσπαθούμε να κρατάμε έστω κάποια προσχήματα; Κάποια ξέφτια ιδεολογικής συνέπειας στο πέλαγος της ασυνέπειας και του διαρκούς καθημερινού συμβιβασμού; Ή εν τέλει αρκεί να αποδεχτούμε τις αντιφάσεις μας, όπως λέει μια ακόμη έκφραση του συρμού, και βουρ στον πατσά του «μια ζωή την έχουμε, τι θα καταλάβουμε, τι θα καζαντίσουμε»; (καζαντίζω, λέξη εκτός κυκλοφορίας πια, που σήμαινε πλουτίζω).
Το βασικό κατά βάθος-κήπος ζήτημα όπως το θέτει και ο φίλος Techie Chan είναι το πως μπορούμε να ζήσουμε καλά μέσα σ' έναν κόσμο που δεν μπορούμε να ορίσουμε παρά μόνο σε ελάχιστα μικρές συνιστώσες του. Οπότε; Ποιες είναι αυτές οι μικρές συνιστώσες; Ίσως π.χ. να στρέψουμε από τα εκάστοτε πτωχά μετερίζια και ταμπούρια μας (ειδικά όταν μιλάμε και για φανζίν, που υποτίθεται θέλουν να εκφέρουν κι έναν διαφορετικό λόγο) πάλι την προσοχή μας στους πιο υποφωτισμένους χώρους και σε δράσεις σε δρόμους απο-εμπορευματοποίησης (όχι αντι-εμπορικότητας, προσοχή, γιατί τα Αντί και τα Εναντίον εύκολα εκφυλίζονται ή καταλήγουν να ορίζονται, προσδιορίζονται κι ακόμη και να τροφοδοτούν το καταπολεμούμενο «Αντί»). Με λιγότερες εξαρτήσεις και διαπλοκές. Σε έργα και ανθρώπους όπου ανιχνεύεται ένα καρβουνάκι, μια σπίθα έστω γνήσιας δημιουργικότητας, μια βάσανος, ένα μεράκι (να μια έως και γραφικά παλιομοδίτικη έννοια), έστω και ερασιτεχνικά ατελής, που μπορεί να μην έχει γραφτεί σε ‘στουντιάρα’ αλλά να έχει μέσα της δημιουργικό τσαγανό και α-ταξία (ουχί όμως… αταξικότητα). Που δεν αποζητά την σώνει και καλά ‘εξέλιξη’, αυτή δηλαδή την οικονομικίστικη λογική που μεταλαμπαδεύτηκε κι επιβλήθηκε στον χώρο της Τέχνης κι αποζητά διαρκώς νέο αίμα. Και πάνω απ’ όλα να θέλει να πει κάτι. Όχι απαραίτητα ένα σαφές πολιτικό μήνυμα, ούτε κάποια στράτευση και επιβολή, με τον τρόπο π.χ. που την βιώσαμε στην πρόσφατη συναυλία των Massive Attack (η οποία ας θυμηθούμε ότι έκλεισε αθέλητα αυτοσαρκαστικά με το μήνυμα «έχεις σκεφτεί ότι αυτό που νιώθεις και σκέφτεσαι προέρχεται από κάπου αλλού;»).
Σε ένα πιο πολιτικό επίπεδο ίσως να πρέπει να ξανα-ανακαλύψουμε την ταξικότητα, όχι πάλι ως μια νέα πανάκεια (όλα θα λυθούν όταν πέσει ο καπιταλισμός) αλλά έστω και ως ταξική συνείδηση και συνειδητοποίηση, έστω και ως συνείδηση μιας «ταξικής αποστασίας που έλεγε ο Ραφαηλίδης), έμπρακτης όμως, χωρίς σημαιάκια ευκαιρίας που ανεμίζουν χωρίς κανένα skin in the game (κατά τον Τάλεμπ για να προσθέσω μια ακόμη αναφορά στο κείμενο). Όχι ότι τούτο το… δέρμα είναι ένα απόλυτο μέτρο (τέτοια δεν υπάρχουν στη φύση, εκτός ίσως της ταχύτητας του φωτός), ωστόσο αποτελεί έναν καλό οδηγό για το βάρος των απόψεων και πόσο αυτές έχουν ένα κάποιο κόστος στην ζωή του φορέα τους.
Ας μην εθελοτυφλούμε η επανάσταση δεν περνάει μέσα από την μουσική, αυτή στην καλύτερη μπορεί να παράσχει το soundtrack όταν έρθει η ώρα. Πόσο μάλλον στην εποχή του περιλάλητου ατομοκεντρισμού και της ολοένα και πιο κατακερματισμένης πραγματικότητας, όπου ακόμη και οι πιο ακραίες ανισότητες βιώνονται ατομικά, τα προσωπικά πραγματικά ή κατά φαντασίαν ή «τρίχες που έγινες τριχιές» τραύματα προβάλλονται στον δημόσιο λόγο επιθετικά όχι ως γέφυρα προσέγγισης με τον Πόνο του Άλλου αλλά ως ναρκισσιστική προβολή και περιχαράκωση του δικού μου μοναδικού Πόνου. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, ζητούμενο μπορεί να είναι έργα που αποσκοπούν σε ένα «μαζί», ένα «μαζί» όχι ασαφώς «συμπεριληπτικό» και ισοπεδωτικό, τέτοιο δεν υπήρξε και δεν θα υπάρξει ποτέ, και ήδη σαν αίτημα μόνο παραπέμπει σε σκοτεινές εποχές της Ιστορίας, αλλά ένα «μαζί» ως αφετηρία ενός δρόμου συνάντησης με τον Άλλο, τον Ξένο, συνάντησης, κατανόησης και συμβιβασμού, ουχία μιας αφηρημένης «ενσυναίσθησης». Με έργα τα οποία «να υπακούουν στις απαιτήσεις της ανάγκης και του επείγοντος, σε εκείνες της φωτιάς» όπως γράφει πάλι ο Λουί.
Δεν ξέρω... Θα επανέλθουμε ωστόσο. Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, κάπως…