Τριάντα χρόνια ώριμης καταστολής
Μετά από αυτό το κείμενο του Άρη Καραμπεάζη δεν χρειάζεται να διαβάσετε τίποτε άλλο για τον οριακό αυτό δίσκο των Cure. Μέχρι την επόμενη επέτειό του τουλάχιστον...
Πολλά (και ηλίθια) αστεία μπορεί να σκαρφιστεί κανείς επ’ αφορμή της επετείου των τριάντα ετών από την κυκλοφορία του Disintegration. Του τελευταίου δηλαδή δίσκου των Cure, ο οποίος συμβάλει – και στις περισσότερες των εξατομικευμένων περιπτώσεων επιβάλλει – (σ)τη διαιώνιση του μύθου τους, παρεκκλίνοντας τόσο τον μύθο του, όσο και το ίδιο το συγκρότημα, από τα όρια του cult και του ιδιόμορφου, στα οποία παρεπιδημεί μία στρατιά συγκροτημάτων που λίγο-πολύ οφείλουν την ύπαρξη τους (και) σε αυτόν τον δίσκο.
Η χρήση της λέξης-έννοιας «αποσύνθεσης» ως τίτλος του άλμπουμ και με ό,τι συνειρμούς αυτή προκαλεί, στην αντίστοιχη τότε επέτειο της δεκαετούς δισκογραφικής παρουσίας των Cure, που συνέπιπτε παράλληλα με το πέρασμα του Robert Smith στην τρίτη δεκαετία της ζωής του, αλλά και ερχόταν αμέσως μετά την μέχρι τότε μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία τους και την συνεπακόλουθη βουτιά στον κόσμο της ουσιαστικής κατάθλιψης και των ακριβών & ποιοτικών ναρκωτικών, που μόνο η τεράστια επιτυχία και το χρήμα μπορούν αφειδώς να προσφέρουν σε κάποιον, προκαλεί τριάντα χρόνια μετά οποιονδήποτε έχει την ορθή κρίση (και την τόλμη, αν αναλογιστεί τους φανατισμένους, που έχει να αντιμετωπίσει) να επισημάνει ότι η πορεία των Cure από το ‘Disintegration’ και μέχρι σήμερα είναι πράγματι μία διαρκής πορεία αποσύνθεσης, όχι φθίνουσας, αλλά σταθερής στην διαβρωτική εξέλιξη της, που όμως τελικά ποτέ δεν καταφέρνει να διαλύσει και εν τέλει να αποσυνθέσει οριστικά τόσο το συγκρότημα, όσο και τον μύθο γύρω από αυτό.
Το διπλό άλμπουμ ‘Kiss Me, Kiss Me, Kiss Me’ δύο χρόνια πριν, και κυρίως το single ‘Just Like Heaven’, είχαν ανοίξει και για τους Cure την κερκόπορτα της Αμερικής. Το πως μετά την εκτόξευση, ο Robert Smith ηχογράφησε αυτόν τον φαινομενικά, και εν μέρει επιδεικτικά, στριφνό και κλειστοφοβικό δίσκο, και πως κατέληξε αυτός ο δίσκος να είναι ο νέος (τότε) και μεγαλύτερος (έκτοτε) εμπορικός του θρίαμβος, έχει ήδη υπερ-αναλυθεί και κατά την κυκλοφορία του δίσκου, και σε κάθε επόμενη δεκαετή επέτειο αυτής, ειδικά δε στην τρέχουσα.
Παράλληλα κάθε αφιέρωμα στο ‘Disintegration’ που σέβεται τον εαυτό του (αλλά ίσως όχι τόσο τους αναγνώστες του) εμπεριέχει εκτενείς αναφορές στην προσωπική και «βαθιά» σχέση του συντάκτη του με τον δίσκο, τις ζόρικες φάσεις που έχει περάσει και ο ίδιος, και το πως τον έβαζε στο σκοτάδι και τον ξέβραζε στο φως, με περιοδικότητα απροσδιόριστη στις περισσότερες των περιπτώσεων, αλλά με την τελική έξοδο στο φως να αποτελεί σε κάθε περίπτωση τον κανόνα. Δηλαδή, λίγο- πολύ πρόκειται για δίσκο που σώζει ζωές, και ενώ παραμένει επίσης απροσδιόριστο το κατά πόσο αυτές υπήρξαν πράγματι κατεστραμμένες.
Για να λέμε τα πράγματα όπως (μάλλον) έχουνε, οι Cure – και συνεπακόλουθα ο Robert Smith - από το 1989 και μέχρι σήμερα δεν έχουν καταφέρει κάτι ουσιαστικά σπουδαίο ή ακόμη και οριακά μη αδιάφορο. Σε επίπεδο δισκογραφικής προσφοράς ασφαλώς, δίσκων, τραγουδιών, τέτοια πράγματα ξέρετε, δεν συζητάμε για το ότι μαζεύουν 100.000 κόσμο στις συναυλίες τους, γέννησαν – και αποκήρυξαν- τους emo, τον Trent Reznor, την τάση για στίχους του τύπου «είμαι ένας άλλος/ζω σε παράνοια/τον εαυτό μου βρίσκω σπάνια» στις λαϊκές πίστες και άλλα τέτοια γραφικά, όσο και γνωστά.
Δεν συζητάμε καν αν υπάρχει κάποιος από τους επόμενους πέντε δίσκους που ηχογράφησαν και κυκλοφόρησαν σε αυτό το διάστημα των τριάντα ετών (αν μη τι άλλο ο δείκτης παραγωγικότητας βρίσκεται σε πλήρη αντιστοιχία με τον δείκτη καλλιτεχνικής αξίας), που να μπορεί να σταθεί έστω και ένα σκαλοπάτι κάτω από τα οχτώ άλμπουμ, που είχαν (με σοφία) προλάβει να κυκλοφορήσουν μέσα στα 10 χρόνια της ουσιαστικής καλλιτεχνικής ύπαρξης τους, η οποία είχε κάτι παραπάνω να δώσει από συμβουλές κομμωτικής απόγνωσης και αθάνατες συναυλιακές εμπειρίες στους πιστούς τους.
Η μαύρη (sic) αλήθεια είναι ότι δεν υπάρχει ούτε μισό τραγούδι στα τριάντα αυτά τα χρόνια, που αν το αφαιρέσεις από την δισκογραφία τους, θα αλλοιωθεί έστω και στο ελάχιστο ο μύθος τους και θα υπάρξει πραγματικά η αίσθηση της έλλειψης. Συνεπώς και αντίστοιχα δεν κατάφεραν σε τριάντα χρόνια να γράψουν ένα τραγούδι που να προσθέσει πραγματικά κάτι σε ό,τι τέλος πάντων είναι (και δεν είναι) οι Cure.
Και αν σε όλα τα παραπάνω ενυπάρχει το απαιτούμενο στοιχείο υπερβολής, για να καταδειχθούν κυρίως τα επιτεύγματα αυτής της πρώτης δεκαετίας, εν σχέση με την διεκπεραιωτικά ανακυκλούμενη επόμενη τριακονταετία, αρκεί θεωρώ να προσθέσει κανείς ότι τρία χρόνια μετά το ‘Disintegration’, ο Robert Smith «οραματίστηκε» (κατά τους ισχυρισμούς του) και ηχογράφησε (κατά το αληθές σενάριο) το πιο αναγνωρίσιμο τραγούδι των Cure για όσους δεν έχουν ιδέα ποιοι είναι οι Cure (‘Friday I’m in love’), για να καταλήξουμε χωρίς πολλές δεύτερες σκέψεις, στο συμπέρασμα ότι ο άνθρωπος αυτός – εν μέσω πράγματι μίας τεραστίων ιδιοσυγκρασιακών διαστάσεων θεώρησης των πραγμάτων - έχει καταφέρει αυτό που κατά βάση όλοι μας θέλουμε να κάνουμε. Να δουλέψουμε δηλαδή για δέκα χρόνια, και στα υπόλοιπα τριάντα - σαράντα (δέκα χρονάκια ακόμη τα έχει άνετα μπροστά του ο Smith) να «ζούμε από τα έτοιμα».
Δεν θέλουμε να υπονοήσουμε βέβαια ότι μέσα σε αυτά τα τριάντα χρόνια, ο Robert Smith και η εκάστοτε παρέα του, είναι τυχόν ανενεργός, ράθυμος ή πολύ περισσότερο απρόθυμος να παράγει και να προσφέρει. Άλλο το τι θέλει, άλλο το τι μπορεί και κάνεις κάποιος. Κάτι τέτοιο άλλωστε το διαψεύδει με περισσή ευκολία η ίδια η πραγματικότητα. Το αναιρεί βίαια, παρότι όχι πειστικά, το γεγονός ότι οι Cure είναι εδώ και τουλάχιστον μία πενταετία, είναι κατά κοινή ομολογία το καλύτερα εδραιωμένο live act, μιας mainstream rock πραγματικότητας, που βαλσαμώνεται ανενδοίαστα στο κενό ανάμεσα στην υπεραιωνόβια εφηβεία του Neil Young και στην εφηβική γήρανση του Robert Smith.
Το παραπάνω αποκτά μείζονα αξία αν διαρκώς επιμένει να μην ξεχνάει κάποιος ότι αναφερόμαστε σε ένα συγκρότημα, που όχι μόνο ξεκίνησε, αλλά και για πολλά χρόνια συνέχισε ως συνειδητά περιθωριακό ακόμη και στο πλαίσιο του επιδεικτικά ψευδο-περιθωριακού ανθυπορόκ κατεστημένου στο οποίο εντάχθηκε.
Οι Cure υπήρξαν πρόωρα μετα-πανκ σε ένα άγουρο πανκ στερέωμα και στη συνέχεια συνειδητά αποστράφηκαν τον ρόλο του ηγέτη στο εδραιωμένο post punk περιβάλλον, που και εξαιτίας τους, όχι μόνο άντεξε, αλλά και επικράτησε περισσότερο ιδεολογικά-αισθητικά, παρά ως βιωμένη ηχητική πραγματικότητα. Η τετελεσμένη πραγματικότητα του post punk και η ηχητική-αισθητική τυραννία που αυτή συνεπάγεται, θα έρθει πολύ αργότερα, ακόμη και από την κυκλοφορία του ‘Disintegration’, συνεπώς δεν μας απασχολεί καν εδώ.
Έχοντας λοιπόν ως δεδομένο το ότι οι Cure εδώ και τριάντα χρόνια έχουν καταφέρει στάση μακράς διαρκείας σε επίπεδο αισθητικής, ιδεολογικής και εν γένει καλλιτεχνικής προσφοράς, και με μία ιδιαζόντως λοβοτομημένη δημιουργικότητα επιμένουν να ανακυκλώνουν κάθε προηγούμενη περίοδο τους (ή να δίνουν απλώς την εντύπωση ότι το κάνουν), είμαστε μάλλον υποχρεωμένοι να εμβαθύνουμε στις αρετές και τις μη αρετές του ‘Disintegration’, ανεξαρτήτως αφορμών και επετείων.
Και δη εξ αυτών θεωρώ ότι πρέπει να ξεκινήσουμε από το τέλος- τέλος και δη από τις τελευταίες ημιθανείς νότες του ‘Untitled’. Με επίκεντρο αυτό το τραγούδι, μπορούμε – θεωρώ- να αποτιμήσουμε ψύχραιμα το πως και γιατί ο όγδοος δίσκος ενός συγκροτήματος που δεν κατάφερε τίποτε ουσιαστικό μετά από αυτόν, όχι μόνο να το διατηρεί σε πλήρη επικαιρότητα, αλλά και ουσιαστικά να δίνει το μόνο πραγματικό στίγμα του συγκροτήματος, του φυσικού ηγέτη αυτού και του ανθρώπου με τον οποίο σχεδόν προσωποκεντρικά ταυτίζονται πλέον οι Cure, και μάλιστα αναδρομικά, χωρίς αυτό να είναι απόλυτα σωστό, και επιπλέον να οριοθετεί και τον τρόπο που ακούει κανείς ακόμη και την προηγούμενη, και σαφώς σπουδαιότερη, μουσική (για τα σπουδαιότερα τραγούδια, δεν το συζητάμε καν) που είχαν κυκλοφορήσει πριν από αυτό τον δίσκο.
Οι Cure που γνωρίζουμε τόσο εμείς, οι λίγο πάνω-λίγο κάτω από τα σαράντα, οι Cure που γνωρίζει και θέλει να γνωρίζει το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος είτε των φανατισμένων τους ανεξαρτήτως ηλικίας, είτε όσων αποζητούν ένα αισθητικά άρτιο mainstream rock σχήμα για να εναποθέσουν επάνω του την απώλεια των R.E.M., την κατάντια των U2 και την ανεπάρκεια των κάθε λογής αναλώσιμων γενοσήμων τους, είναι οι Cure του ‘Disintegration’ και μόνο.
Και αυτή ακριβώς είναι η ιδιαιτερότητα (για να μην πω μοναδικότητα και παύσω να με διαβάζω κι εγώ ο ίδιος) αυτού του δίσκου, σε βαθμό που μπροστά στο εκτόπισμα του το ‘Out Of Time’ των R.E.M. μπορεί να θεωρηθεί μια αθώα εμπορική επιτυχία και μόνο. Άλλωστε οι R.E.M. συνήλθαν από το ‘Out Of Time’, οι Cure δεν συνήλθαν ποτέ από το Disintegration. Βρίσκονται τριάντα χρόνια τώρα σε μία αδιάλειπτη καταστολή, που όμοια της δεν έχει υπάρξει για συγκρότημα που θεωρητικά παραμένει ενεργό, κυκλοφορώντας δίσκους και κατακτώντας συναυλιακές κορυφές. Που δηλαδή επιμένει να δίνει την εντύπωση ότι είναι καθ’ όλα ενεργό.
Υπό το πρίσμα και την – όχι απαραίτητα εσφαλμένη, αν και σίγουρα τεθλασμένη- οπτική οποιουδήποτε τυχόν παρακολούθησε τους Cure και έζησε μαζί τους (ίσως και για αυτούς, μιας και είναι αναμφίβολα από τα συγκροτήματα που προκαλούν θρησκοληπτικές αντιδράσεις) σε πραγματικό χρόνο και που με ουσιαστικό τρόπο αναλώθηκε στην αισθητική τους πρόταση όχι απλώς ως ακροατής, αλλά ως κοινωνός αυτής, το ‘Disintegration’ δεν μπαίνει καν στην πεντάδα των καλύτερων τους δίσκων. Ίσως μάλιστα (αν μιλάμε για την τροτσκιστική πτέρυγα των Cure φανατικών) να είναι και ο ...όγδοος καλύτερος δίσκος του συγκροτήματος, χωρίς πάντως να ισχυριζόμαστε ότι η αξιολογική σειρά ακολουθεί την χρονολογική (ή μήπως όχι;).
Παρόλα αυτά, και σε ένα τέτοιο πλαίσιο αποτίμησης, το ‘Disintegration’ δεν παύει να είναι (και αναμφίβολα δεν θα παύσει ποτέ να είναι, έστω και αν ο Robert Smith έχει ανακοινώσει επιτέλους επερχόμενη κυκλοφορία, μετά από υπερδεκαετή απουσία, που είναι αλήθεια δεν την πρόσεξε και κανείς ως τέτοια), ο πλέον σημαντικός δίσκος των Cure.
Το ‘Disintegration’ είναι οι Cure και οι Cure που θα δούμε on stage και εντός συνόρων την Τετάρτη στις 17 Ιουλίου το βράδυ και μετά από δεκαπέντε πλέον χρόνια (που για να λέμε την αλήθεια, ούτε αυτά μας φάνηκαν ως τόσα) είναι ακριβώς οι Cure του Disintegration.
Οι Cure που με σχεδόν γραφικό τρόπο παρατείνουν τη διάρκεια των συναυλιών τους για πολλές (και ως συνήθως σε αυτές τις περιπτώσεις περιττές) ώρες, φαντασιώνοντας εαυτούς στη θέση ενός πραγματικά και όχι επίπλαστα εύθραυστου Bruce Springsteen, και ενώ την ίδια στιγμή γνωρίζουν ότι το encore των «πρώτων τους ημερών» είναι αυτό που θα πάρει το κοινό τους μαζί του, όταν αποχωρήσει από αυτή την πολύωρη διαμάχη ανάμεσα στο καινό και το κενό στη διαχρονικότητα και την εσωτερική ένταση των ηχογραφήσεων τους, είναι οι Cure του ‘Disintegration’. Και μόνο (πλέον).
Είναι οι Cure ενός δίσκου που γράφτηκε και ηχογραφήθηκε υπό όρους οριοθετημένης εγωπάθειας, και για αυτό συνεχίζει μέχρι σήμερα να αποτελεί το καλύτερο συνοδευτικό για όσους έχουν αποφασίσει ότι ο βαθμός της προσωπικής τους κατατονίας, σε καμία περίπτωση δεν θα αποτελέσει τροχοπέδη στην κοινωνική, επαγγελματική ή οποιαδήποτε άλλη καταξίωση τους.
Ούτε καν στην ερωτική δηλαδή, καθώς σε πλήρη αντίθεση με τον κόσμο των Smiths, του indie, αλλά και ενός μεγάλου τμήματος του new wave, από το οποίο προέρχονται, το ερωτικό στοιχείο στον κόσμο των Cure για τους οποίους μιλάμε εδώ πέρα, όχι μόνο δεν απουσιάζει, αλλά δεν μοιάζει καν να είναι προβληματικό. Παρά τη γενική εντύπωση περί του αντιθέτου.
Όπως ακριβώς συνέβη και συμβαίνει και με τον ίδιο τον Robert Smith, έτσι και με τους φανατικούς αυτού του δίσκου. Το ‘Disintegration’ είναι ένα αποτελεσματικό χάπι, που το παίρνει ο καθένας σε κατά βούληση δόσεις, όχι για να καταπολεμήσει την κατάθλιψη του, αλλά για να «θυμηθεί» ότι μπορεί να είναι και καταθλιπτικός. Ενίοτε και «πρέπει να είναι», απλώς για να γειώνει τον εαυτό του, σε σχέση με την οποιαδήποτε άλλη παράλληλη πραγματικότητα του, που σίγουρα κάθε άλλο παρά καταθλιπτική είναι.
Βγαίνοντας από το δωμάτιο του, το αυτοκίνητο του ή έστω βγάζοντας τα ακουστικά του κινητού, που πλέον είναι διαδεδομένο μέσο χορήγησης και της εν λόγω Θεραπείας (εντυπωσιακό, ε;), ο καθένας από εμάς μπορεί να πετύχει στις εισαγωγικές για το πανεπιστήμιο του, να εισηγηθεί ποιοι πρέπει να απολυθούν για να πάει καλύτερα η εταιρεία του, να δείξει το απαιτούμενο σκληρό πρόσωπο του στο δικαστήριο ή την προσδοκώμενη ψυχραιμία και αποφασιστικότητα σε μία εγχείρηση. Έστω και απλώς, να κάνει ένα βαρετό οχτάωρο φτιάχνοντας και πουλώντας καφέδες, θεωρώντας ότι στην πραγματικότητα πουλάει την ψυχή του, ενώ είναι σαφές ότι δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο.
Το ‘Disintegration’ είναι ένας δίσκος που σε εισάγει σε έναν κόσμο ελεγχόμενης απόγνωσης, ακριβώς για να μπορέσεις μετά να συνεχίσεις τη ζωή σου, και μάλιστα με ακόμη μεγαλύτερη ένταση και αποτελεσματικότητα, όπως ακριβώς και ο Robert Smith. Δοκίμασε να κάνεις κάτι αντίστοιχο και με το ‘Pornography’, και εδώ είμαστε για να τα ξαναπούμε. Δηλαδή ΟΚ, όχι ότι θα ακούσει κανείς το ‘Pornography’ και θα αυτοκτονήσει ή έστω θα αποτύχει στις εξετάσεις του εξαιτίας αυτού, αλλά θεωρώ καταλαβαινόμαστε.
Το ‘Disintegration’ είναι κατάθλιψη σε δοσολογία μη ετεροβαρή και με λόγια αγάπης, που καταλύουν κάθε υπόνοια παραίτησης, ενώ το ‘Pornography’ είναι προϊόν μεγαλύτερης και πιο ανέλεγκτης σύγχυσης, από όση μπορεί να χωρέσει ο καθένας στην καθημερινότητα του. Συνεπώς, είναι μάλλον αδόκιμο να λέμε ακόμη και σήμερα ότι ο Robert Smith με αυτό τον δίσκο κοίταξε προς τα πίσω, στις πρώτες ηχογραφήσεις του γκρουπ κλπ κλπ, μόνο και μόνο επειδή απομακρύνθηκε κάπως από την ούτως ή άλλως παράταιρη και σίγουρα μπερδεμένη εξωστρέφεια του Kiss Me X 3.
Ο Robert Smith για το ‘Disintegration’ είναι αλήθεια ότι κοίταξε μέσα του και μόνον εκεί. Και όχι γύρω του. Ασχολήθηκε με την μοναξιά και τη θλίψη όχι ως μαζικό φαινόμενο, όπως παραδείγματος χάρη στο ‘The Hanging Garden’, τραγούδι - παντιέρα κάθε επόμενου κινήματος μαζικής απόγνωσης, αλλά ως προσωπική του υπόθεση και μόνο.
Ανακάλεσε τους παιδικούς του φόβους και επέσπευσε τις πρόωρα midlife crisis αγωνίες του, αποφασίζοντας με τερματικό τρόπο να ασχοληθεί με την πάρτη του και μόνο. Και επειδή ακριβώς το να ασχολείται κανείς με την πάρτη του και μόνον είναι μία πανανθρώπινη συνήθεια, που όλους μας ενώνει, αρκετές εκατοντάδες χιλιάδες άλλοι εκεί έξω από την πρώτη μέρα της κυκλοφορίας του δίσκου μέχρι και σήμερα, βρήκαν και βρίσκουν στον εγωπαθή κόσμο του ‘Disintegration’, και τον δικό τους εαυτό, παρότι βέβαια καμία σχέση δεν έχουν τα βιώματα και οι στοχεύσεις τους με αυτές του τριαντάχρονου Robert Smith.
Επειδή όμως κατά βάθος δεν είμαστε τελικά και τόσο ιδιαίτεροι όσο νομίζουμε και τα δώδεκα τραγούδια του δίσκου παραμένουν μέχρι σήμερα μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για να ενδοσκοπήσει ο καθένας τον εαυτό του, χωρίς να χρειάζεται να κοπιάσει πολύ, μιας και ήδη κάποιος άλλος το έχει κάνει για αυτόν.
«Pictures of you»/ «I will always love you», «όλα τα μουνιά είναι ίδια, εκτός από το δικό της» έλεγε ο Πανούσης «και όχι εκτός από της κυρίας», διότι καθώς ενσπείρεις την αμφιβολία πιάνεις και γκόμενα και πιάνεις και τον ακροατή από το λαιμό και τον βουτάς βίαια στην κατάθλιψη που δεν ήξερε καν ότι είχε μέχρι τότε. Δεν φταίει για αυτό ο Robert Smith ασφαλώς, μην παρεξηγηθώ.
Παρότι το ‘Disintegration’ είναι ένας άρτια οργανωμένος δίσκος σε επίπεδο ατμόσφαιρας και αισθητικής, με παραγωγή επιτηδευμένα κλειστοφοβική, που διακόπτει κάθε επερχόμενη έξαρση πριν καν αυτή εμφανιστεί, δεν διακρίνονται ούτε καν ιχνοστοιχεία δόλου σε επίπεδο συναισθηματικής προσέγγισης, πόσο δε μάλλον εκβιασμού. Η πλάκα εδώ είναι ότι πραγματικά ο Robert Smith απασχολείται με την πάρτη του και μόνο. Αλλά τα είπαμε και παραπάνω, μην τα ξαναλέμε σε κάθε παράγραφο.
Μετά λοιπόν από μία χρηστικότατη παρένθεση αρκετών εκατοντάδων λέξεων, θεωρώ ότι μπορεί να γίνει τουλάχιστον επί της αρχής αποδεκτό ότι τα τελειωτικά εξίμισι λεπτά του ‘Untitled’, είναι αυτά που έχουν την πλέον κρίσιμη σημασία σε όλο το ‘Disintegration’, και πέρα από όλα τα υπόλοιπα bigger than life τραγούδια του δίσκου.
Και αυτό θεωρώ ότι είναι ουσιαστικό σημείο αυτό-βελτίωσης ενός δίσκου, ο οποίος παρασυρόμενος στην έναρξη του από το στουντιακό μεγαλείο της εποχής, για τουλάχιστον δύο λεπτά και μέχρι να πάρει μπρος το ούτως ή άλλως αδιάφορο ‘Plainsong’, δίνει την εντύπωση στον ακροατή του ότι δανείστηκε intro από ηχογραφήσεις που είχαν μείνει την τελευταία στιγμή έξω από το ‘Chariots Of Fire’. Δεν ξεκινήσαμε καλά δηλαδή.
Και τούτο διότι είναι σε αυτή την επιδεικτικά άνευρη στιγμή του ‘Untitled’, που ο Robert Smith αποκαλύπτεται πλήρως και δεν φοβάται να υποδείξει, προς κάθε πρόθυμο σε παρερμηνείες περί βαριάς και ασήκωτης παρα-φιλοσοφίας, ότι πρωτεύουσα αίσθηση σε αυτόν τον δίσκο, αυτό δηλαδή που πραγματικά τον κάνει να ξεχωρίζει διαχρονικά (ίσως και για τους λάθους λόγους) όχι μόνο στη δισκογραφία των Cure (που όπως είπαμε και παραπάνω, έχει εντυπωσιακά ανώτερες στιγμές), αλλά και σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του τεχνοκρατικού συναισθηματισμού με τον οποίο έκλεισε μουσικά η δεκαετία του ’80, δεν είναι η απόγνωση (ή ακόμη πιο γραφικά η ενδοσκόπηση και η κλειστοφοβία, σε κάθε ανώριμη εκδοχή της), αλλά η απάθεια. H απάθεια ως πρόταση και όχι η απάθεια ως άσχημη κατάληξη.
«And now the time has gone, another time undone». Μοιάζει να μην θέλει καν να τον πει τον στίχο, αλλά επιλέγει να είναι ειλικρινής και αποχωρεί μάλλον αδιάφορος για ό,τι δεν έγινε χωρίς να προβληματίζεται και τόσο έντονα με ό,τι έπρεπε να είχε γίνει. Το «τι πράγματι έγινε» παραμένει θεμιτά απροσδιόριστο. Υπό αυτή την έννοια το ‘Untitled’ μπορεί να μην έχει το ειδικό βάρος και την περίτεχνη συναισθηματική αναρρίχηση του ‘Fascination Street’, αλλά καθώς το τελευταίο δεν αποφεύγει το κλισέ του να δημιουργεί στο μυαλό του ακροατή εικόνες που δεν ανταποκρίνονται σε κάποια ουσιαστική πραγματικότητα, το ‘Untitled’ είναι το πραγματικά ‘ζόρικο’ τραγούδι εδώ μέσα.
Αν σε όλα τα παραπάνω, συνυπολογίσει κανείς ότι η πρώτη εικόνα που φέρνει κανείς για τον Robert Smith, την οποία και θεωρώ ότι δεν χρειάζεται καν να περιγράψουμε εδώ, είναι αυτή η οποία «τελειοποιήθηκε» κατά τα έργα και τις ημέρες του ‘Disintegration’, και η οποία εικόνα συνεχίζει φθίνουσα και όντως σε αποσύνθεση ως προς κάποια επιμέρους στοιχεία αυτής μέχρι σήμερα, καταλήγοντας όπως είναι αναμενόμενο στο χαντάκι του αυτοσαρκασμού, και έχοντας περάσει από το κανάλι της γραφικότητας, τότε το τελικό πρόσημο αυτού του δίσκου, εδώ και τριάντα χρόνια, δεν είναι ούτε θετικό, ούτε αρνητικό. Είναι απλά σταθερό.
Από το 1989 και μέχρι το 2019, και καθώς φαίνεται και μέχρι το 2029 και πέρα, οι Cure είναι και θα παραμείνουν το μοναδικό συγκρότημα που παραμένει σε μία παραγωγική καταστολή, ή έστω στασιμότητα αν θέλουμε να είμαστε επιεικείς, η οποία είναι περισσότερο θεμιτή, παρά τροχοπέδη στο να τους διατηρεί έστω και οριακά ενδιαφέροντες όχι μόνο σε επίπεδο συλλογικής αποδοχής, αλλά και στον απαιτούμενο βαθμό ώστε να μην αναιρεθούν τα επιτεύγματα τους υπό το βάρος της ύστερης οιονεί απραξίας τους.
Κάτι τέτοιο δεν το έχουν «καταφέρει» ούτε καν οι Rolling Stones, οι οποίοι παρότι θα μπορούσαν να έχουν εξαφανιστεί μετά την πρώτη απίστευτη σε επίπεδο καλλιτεχνικής προσφοράς και εν γένει μεγέθους και επιτευγμάτων δεκαετία, ή έστω να μη γράψουν μισό καλό τραγούδι και να συνεχίζουν να θεωρούνται και να είναι σπουδαίοι, εν τούτοις δεν «αποφεύγουν» να ηχογραφούν αν όχι δίσκους, τότε σίγουρα μεμονωμένα τραγούδια με ειδικό βάρος που δεν υπολείπεται της περιόδου που όσο τους καθόρισε, άλλο τόσο την καθόρισαν και οι ίδιοι.
Ο Robert Smith δεν φαίνεται να απασχολείται με κάτι τέτοια, παρότι όπως είχε γράψει και ο Μπάμπης Αργυρίου, μάλλον θα συνεχίσει να ηχογραφεί τραγούδια μέχρι να πεθάνει, ακόμη και αν χρειαστεί να πληρώνει για να το κάνει (που μάλλον δεν θα χρειαστεί). Παραμένει για δεκαετίες ένας εργατικός, άοκνος, δραστήριος μεν, αλλά και ταυτόχρονα με τον δικό του τρόπο ανεπαίσθητος και αδιάφορος δημόσιος υπάλληλος του εαυτού του, που περισσότερο εκθέτει τους γύρω του, παρά τον ίδιο, με την αποχή του από το πραγματικό ζητούμενο της κάθε τέχνης, που είναι η ουσιαστική δημιουργία, που έχει να πει έστω και μία λέξη παραπάνω, από όσες λέξεις έχουν ήδη ειπωθεί.
Μένει να δούμε αν θα έχει το σθένος και την επίγνωση να μην γιορτάσει τα 30 χρόνια από την κυκλοφορία του ‘Wish’ το 2022, αλλά να επιβεβαιώσει ότι το βιολογικό ρολόι των Cure σταμάτησε πραγματικά το 1989, και ότι έκτοτε ο ίδιος και το συγκρότημα του υπάρχουν ως το ικανότερο ζόμπι που γνώρισε ποτέ ο κόσμος του ροκ-εν-ρολ και της βιομηχανίας που το υποστηρίζει και στηρίζεται σε αυτό, που σε αντίθεση με ότι αορίστως γίνεται αποδεκτό, δεν χρειάζεται να είναι πάντοτε συναρπαστικός, για να έχει λόγο ύπαρξης.
- Οι Cure είναι οι headliners στο επίσης επετειακό – αλλά για τα 15 χρόνια αυτή τη φορά- Ejekt Festival, την Τετάρτη 17 Ιουλίου στην Πλατεία Νερού, και ενώ έχουν ήδη περάσει μέσα στον Ιούλιο από παρόμοιες ηγετικές παρουσίες σε Glastonbury, Roskilde κ.ά.
- Στις 19:00 το βράδυ –κατά πως λένε οι πληροφορίες- θα ανέβουν στη σκηνή του Ejekt οι RIDE, τους οποίους το εγχώριο κοινό ομοίως περιμένει εδώ και πολλά χρόνια από την δεκαετία του ’90.
- Πριν από αυτούς οι Khruangbin, μετά από αυτούς ο Michael Kiwanuka και πρώτοι από όλους οι The Steams.
- Περισσότερες πληροφορίες, διαρκής ενημέρωση και ποσταρίσματα διαμαρτυρίας για να έρθουν οι Ride το χειμώνα σε κλειστό χώρο, με πλήρες σετ κλπ, στην επίσημη FB σελίδα του φεστιβάλ εδώ.