Η χειρότερη ενδεκάδα τους (μέχρι το 1990)
Μετά το 1990 υποθέτω η επιλογή θα ήταν πολύ πιο δύσκολη. Του Τάσου Βαφειάδη
Το 1994 ο Ρομπέρτο Μπάτζιο οδήγησε σχεδόν μόνος του την Ιταλία στον τελικό του παγκοσμίου πρωταθλήματος ποδοσφαίρου. Ο αγώνας οδηγήθηκε στα πέναλτι και ο Μπάτζιο έστειλε την μπάλα στα περιστέρια και την ομάδα του να κοιτά τη Βραζιλία να σηκώνει το τρόπαιο. Ήταν μια άτυχη στιγμή για έναν μεγάλο παίχτη. Ας το παραδεχτούμε, και τα αγαπημένα μας συγκροτήματα έχουν τις άσχημες στιγμές τους. Τραγούδια που στην λαμπρότητα των υπολοίπων του δίσκου φωτίστηκαν και αυτά, αλλά αν τα ακούσεις μετά από χρόνια –και πιο νηφάλια– θα συνειδητοποιήσεις ότι δεν άξιζαν και τόσο.
Το να επιλέξεις τα καλύτερα τραγούδια ενός αγαπημένου σου συγκροτήματος είναι μια ωραία διαδικασία, γεμάτη γλυκές αναμνήσεις και ευχάριστες ακροάσεις. Τα χειρότερα όμως; Και με πιο κριτήριο; Και ποιος είσαι εσύ κύριε που αναμοχλεύεις τη δισκογραφία μιας μπάντας και με ποιο δικαίωμα; Όλες οι λίστες όμως είναι υποκειμενικές. Ακόμα και τα καλύτερα να διαλέξεις, οι ενστάσεις και τα ερωτήματα παραμένουν τα ίδια.
Διαλέγουμε λοιπόν τα χειρότερα τραγούδια των Cure, τα οποία υπάρχουν σε άλμπουμ τους από το ξεκίνημα του συγκροτήματος μέχρι το 1990, που είναι και η πιο δημιουργική τους περίοδος (εντάξει και το “Wish” είναι καλό). Η χειρότερη 11αδα για να δούμε τι θα μπορούσε να αποφευχθεί.
Meat hook (Three imaginary boys, 1979)
Νομίζω ότι ακόμα και για τον πιο σκληροπυρηνικό fan των Cure, η εκνευριστική επανάληψη του τίτλου στο ρεφρέν καταντά ανυπόφορη. Οι στίχοι πραγματικά δεν έχουν κανένα ενδιαφέρον, μιας που περιγράφουν μια βόλτα του Smith στο κρεοπωλείο και τον έρωτα του για τον κρεοπώλη ο οποίος ήταν τελικά… γυναίκα.
So what (Three imaginary boys, 1979)
Όπως και το “Meat hook”, το “So what” μπήκε στο άλμπουμ πιθανόν για να γεμίσει ο δίσκος. O Smith είχε στερέψει εντελώς από ιδέες και μεθυσμένος «τραγουδά» οδηγίες για γαρνίρισμα ενός κέικ, από την πίσω πλευρά ενός πακέτου ζάχαρης! Μάλλον είχαν το γνώθι σαυτόν, γιατί για περισσότερο από 30 χρόνια δεν το ερμήνευσαν πότε σε κάποια συναυλία τους («αναγκάστηκαν» να το ερμηνεύσουν το 2011, με αφορμή τις συναυλίες στις οποίες έπαιξαν ολόκληρους τους τρεις πρώτους δίσκους τους).
World war (Boys don’t cry, 1980)
Ο Robert Smith είχε δηλώσει πως μικρός θυμάται να άκουγε The Only Ones, Jimi Hendrix, Thin Lizzy, T-Rex, Slade κ.ά. Τα εφηβικά ακούσματα δεν ξεπερνιούνται τόσο εύκολα. Στο “World war” γίνεται μια αποτυχημένη μίξη όλων των παραπάνω. Μάλλον δεν είναι τυχαίο ότι στις περισσότερες εκδόσεις του δίσκου σε CD το συγκριμένο τραγούδι παραλήφθηκε.
Three (Seventeen seconds, 1980)
Στο εν λόγω κομμάτι ο Ροβέρτος πραγματεύεται «το αιώνιο τρίγωνο», κάτι που όπως παραδέχεται και ο Jeff Apter (βιογράφος των Cure) είναι αδύνατον να το καταλάβεις, μιας που τα φωνητικά έχουν θαφτεί στη μίξη.
The funeral party (Faith, 1981)
Σε όλο το δίσκο τα πράγματα είναι υποτονικά, αλλά εδώ παραπάει το πράγμα. Το συγκρότημα σχεδόν βαριέται να παίξει και καταλήγει να ηχογραφεί μια άγευστη, και άοσμη σύνθεση. Ο Smith το έγραψε το ίδιο βράδυ μαζί με το “All cats are gray”. Είναι η ιδέα μου ή το τραγούδι ουσιαστικά δεν έχει μελωδία;
The walk (Japanese whispers, 1983)
Η μελωδία της εισαγωγής από τη στιγμή που την πρωτοάκουσα μου φαινόταν εκνευριστική. Ήταν η αρχή μιας πιο εμπορικής και αισιόδοξης πορείας για τους Cure. Ο δίσκος περιέχει τα τρία σινγκλ που κυκλοφόρησαν εκείνη την περίοδο μαζί με τις δεύτερες πλευρές τους. Το “The walk” ήταν η πρώτη σύνθεση του Robert Smith που άρεσε στη μητέρα του. Μέχρι τότε απεχθανόταν οτιδήποτε είχε συνθέσει! Κατηγορήθηκε από τους New Order ότι είναι κλεμμένο από το “Blue Monday”, αλλά λίγα χρόνια μετά ο Smith δήλωσε πως αν από κάπου το έκλεψε δεν ήταν οι New Order, αλλά οι Japan.
The dream (Japanese whispers, 1983)
Ένα αδιάφορο τραγουδάκι που αρχικά ήταν b-side του “The walk”. Στη συλλογή “Japanese whispers” τοποθετήθηκε ανάμεσα στα αρκετά καλά “Let’s go to bed” και “Just on kiss”. Όταν το άκουγες στην πρώτη πλευρά του δίσκου ήταν σαν να έχεις ένα σάντουιτς με ωραίο ψωμάκι, αλλά άγευστο περιεχόμενο!
Το “Dressing up” είναι μια χαρά κομμάτι για τους Kool and the Gang, αλλά όχι για Cure. Τα πίσω φωνητικά και το συνθεσάιζερ απλά χειροτερεύουν την κατάσταση…
Bananafishbones (The Top, 1984)
Ο τίτλος του τραγουδιού είναι δανεισμένος από το μικρό διήγημα “A perfect day for bananafish” του J.D. Salinger. Έχοντας γνώση της μετριότητας της σύνθεσης το έβαλαν προτελευταίο για να μην το πολυπροσέξουμε. Αν το άκουγες χωρίς να ξέρεις σε ποιο δίσκο είναι, θα στοιχημάτιζες ότι βρίσκεται σε κάποιον από τα τελευταία τους που δεν θυμάσαι ακριβώς πως λέγονται…
Screw (The Head on the door, 1985)
Βασισμένο σε μια απλοϊκή μπασογραμμή, δίνει την αίσθηση ότι προέκυψε από ένα ζέσταμα στην πρόβα και για κάποιο ανεξήγητο λόγο το κράτησαν και μάλιστα το έβαλαν σε έναν από τους καλύτερους δίσκους τους. Ευτυχώς δεν το τράβηξαν χρονικά και κρατάει μόνο δυόμιση λεπτά. Φτηνά τη γλυτώσαμε!
Fight (Kiss me Kiss me Kiss me, 1987)
Στην ηχογράφηση του δίσκου “Kiss me Kiss me Kiss me” ο Robert Smith εισήγαγε ένα ιδιότυπο σύστημα βαθμολογίας των τραγουδιών. Κάθε μέλος του συγκροτήματος ηχογραφούσε ένα demo σπίτι του, το έφερνε στον Smith, αυτός στη συνέχεια σχεδίαζε μια φατσούλα χαρούμενη, λυπημένη ή ανέκφραστη δίπλα από κάθε τίτλο και μετά όλοι μαζί δημοκρατικά αποφάσιζαν αν θα μπει στο δίσκο. Αποτέλεσμα όλου αυτού ήταν να μαζευτούν περισσότερα τραγούδια από όσα είθισται να μπαίνουν σ’ ένα άλμπουμ. Με τον τρόπο όμως που επιλέχτηκαν δεν μπορούσαν να κόψουν κάποιο και έτσι ο δίσκος βγήκε διπλός με διάρκεια μεγαλύτερη από 75 λεπτά. Είναι λογικό κάποιο από τα 16 τραγούδια του να μην είναι καλό. Έμελλε να είναι το τελευταίο. Απορώ τι φατσούλα είχε κάνει ο Smith γι’ αυτό…
Σημείωση: Οι φωτογραφίες είναι από την εξαιρετική τελευταία εμφάνιση των Cure στην Αθήνα το 2005. Ευτυχώς δεν έπαιξαν τίποτα από τα παραπάνω!