Μια γλυκιά ανάμνηση: οι πρώτες ηχογραφήσεις στις 12 ίντσες
Σαν να κοιτάς παλιές φωτογραφίες αγαπημένου προσώπου και να προσπαθείς να αναγνωρίσεις μελλοντικά χαρακτηριστικά. Του Παναγιώτη Αναστασόπουλου
Πράγματι, μπορείς να αρχίσεις πολύ ιντριγκαδόρικα ένα άρθρο για τους The Heart Throbs. Να αναρωτηθείς δήθεν αν υπάρχει κάποια μπάντα στην οποία να έπαιξαν ταυτόχρονα δύο αδερφές μελών των Echo & the Bunnymen (Pete de Freitas) και The Woodentops (Frank de Freitas), ή αν υπάρχει άραγε συγκρότημα που και στα τρία μεγάλης διάρκειας άλμπουμ του να επέλεξε τίτλους οι οποίοι αναφέρονται άμεσα στα γυναικεία και έμμεσα στα αντρικά γεννητικά όργανα. Ελάτε όμως που όχι μόνο δεν έχω πρόθεση να γράψω ένα αναλυτικό άρθρο γι’ αυτό το συγκρότημα, αλλά ούτε καν σκοπό να φέρω στην επιφάνεια το σύνολο της δημιουργίας του. Αυτό που ουσιαστικά θέλω είναι να μοιραστώ μαζί σας μια προσωπική πολύ γλυκιά μουσική ανάμνηση, που θα μπορούσε να μη βασίζεται καθόλου σε λόγια, αλλά να είναι αποκλειστικά ηχητική. Και, πιστέψτε με, στην προκειμένη περίπτωση, αυτό θα ήταν απόλυτα επαρκές.
Εντάξει, τελικά θα συμβιβαστώ σε μια παρουσίαση με τις λιγότερες δυνατές λέξεις. Και για όσους δεν είναι εξοικειωμένοι με τη μπάντα, προκειμένου να αφήσω να λειτουργήσει ταυτόχρονα η φαντασία με τη δίδυμη αδερφή της την περιέργεια, αποφάσισα να αναφερθώ στις τέσσερις 12΄΄ ηχογραφήσεις τους από το 1987 μέχρι το 1989, δηλαδή στο χρονικό διάστημα που προηγήθηκε της ένταξής τους στο δυναμικό της One Little Indian Records, μέσω της κυκλοφόρησαν τα εξαιρετικά δύο πρώτα και το πολύ καλό τρίτο και τελευταίο άλμπουμ τους. Με άλλα λόγια, προτιμώ να γυρίσω πίσω στις απαρχές τους, αναζητώντας το πώς φτάσαμε στο “Dreamtime” (1990).
Οι The Heart Throbs σχηματίστηκαν το 1986 στο Reading με πρωτοβουλία των Rose Carlotti (Rosemarie DeFreitas - φωνητικά, κιθάρα) και Stephen Ward (κιθάρα, πλήκτρα), με επιπλέον μέλη την αδερφή της Rachel DeFreitas (μπάσο, δεύτερα φωνητικά) και Mark Side (ντραμς). Θυμηθείτε πως βρισκόμασταν στα προεόρτια της εποχής που η indie rock έδειχνε δειλά την τάση να ξεπεράσει τις εδραιωμένες αναστολές της και να μην παρεξηγείται όταν την αποκαλούσαν indie pop ή ακόμα και dream pop, κάτι που με το ξεκίνημα των ‘90s θα απογειωνόταν απενοχοποιημένα.
Το “Toy” (1987) ήταν η πρώτη δισκογραφική προσπάθεια των The Heart Throbs μέσω της δισκογραφικής εταιρείας In-Tape Records του Marc Riley (The Creepers, The Shirehorses). Η μπάντα μας συστήθηκε με έναν ανεξάρτητο κατά τα δεδομένα της εποχής ήχο, ο οποίος τελικά ακουγόταν αρκετά φρέσκος χάρη στα πολύ όμορφα «ξέγνοιαστα» φωνητικά της Rose, αν και δε χρειαζόταν ιδιαίτερη προσπάθεια για να διακρίνει κάποιος τις ‘70s όμορφα «ακατέργαστες» rock και punk rock επιρροές, τόσο στα “Toy” και “I, the Jury” (λέτε να το έχουν ακούσει οι Queens of the Stone Age;), όσο και στο πιο indie “Make My Day” που θυμίζει τις The Vyllies.
Όπως ήταν φυσικό, στο επίκεντρο μιας εποχής που η βρετανική μουσική γνώριζε παγκόσμια απήχηση με την ταυτόχρονη υποστήριξη πολυεθνικών και ανεξάρτητων δισκογραφικών εταιρειών, το “Toy” δεν ήταν δυνατό να περάσει απαρατήρητο. Το ενδιαφέρον εκδηλώθηκε από την Rough Trade Records, με την οποία το συγκρότημα υπέγραψε συμβόλαιο για τα επόμενα δύο 12΄΄. Και τα δύο κυκλοφόρησαν το 1988, με πρώτο το “Bang” που έφτασε μέχρι το # 26 του UK Indie Chart. Αν και το πολύ όμορφο “Sick at Heart” (που μιμήθηκαν… αυθεντικά οι Las Kellies) ήταν ένα indie rock τραγούδι ενταγμένο πλήρως στο πνεύμα της εποχής και διαποτισμένο από το ηχητικό στυλ της πρώιμης Cherry Red Records, η νέα πνοή ερχόταν μέσω του “Bang”, που έκλεινε διακριτικά - πλην όμως λάγνα - το μάτι στην εισαγωγή του “Pretty Vacant”, πριν δώσει το αληθινό στίγμα του χαρακτηριστικού ήχου των δύο πρώτων άλμπουμ της μπάντας. Επίσης, υπήρχε μια πιο απογυμνωμένη εκδοχή του τραγουδιού αυτού με τίτλο “Naked Bang”, που έδειχνε πόσο παράλληλοι ήταν τότε οι βίοι των The Heart Throbs, The Darling Buds και Lush.
Ο δεύτερος στην ίδια εταιρεία δίσκος είχε τίτλο “Too Many Shadows” και έφτασε μέχρι το # 17 του UK Indie Chart. Εδώ οι όποιες αναφορές στην περασμένη δεκαετία έχουν πλήρως εγκαταλειφθεί, το μπάσο της Rachel έχει βγει πιο μπροστά, ενώ η κιθάρα της Rose τρυπώνει ακόμα περισσότερο ανάμεσα στα κορυφαία και πάντα σε πρώτο πλάνο φωνητικά της. Εκτός από το ομώνυμο τραγούδι, υπάρχει το στιλάτο “I See Danger” που φαντάζομαι πως θα ήθελαν να είχαν γράψει οι Blur που τότε βρίσκονταν στα γεννοφάσκια τους, όπως και το “Things That Linger” που διακρίνεται για την ιδιόρρυθμη (post-)punky side των Television Personalities.
Το συμβόλαιο με την Rough Trade Records δεν επεκτάθηκε, παρά την ανοδική πορεία του συγκροτήματος, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα τα επόμενα δύο 12΄΄ να κυκλοφορήσουν από τη δική τους εταιρεία Profumo Records. Η ονομασία της προέκυψε με χιουμοριστική διάθεση λόγω του πρωτεργάτη του σκανδάλου των ‘60s John Profumo, στο οποίο ήταν εμπλεκόμενος ένας τύπος που λεγόταν Stephen Ward, όπως ακριβώς και ο κιθαρίστας τους. Το “Here I Hide” κυκλοφόρησε και αυτό το 1988, φανερώνοντας για πρώτη φορά σε ανάλογο βαθμό την τάση τους προς την indie pop. Η extended version του “Here I Hide”, που συμπεριλήφθηκε στην απλή της μορφή στο ντεμπούτο άλμπουμ “Cleopatra Grip” (1990), όπως και το συγγενικό προς τους (ή μήπως πρέπει να πω «τις»;) Lush “Pale Fire” συνεχίζουν το ύφος από εκεί που το άφησαν με το “Too Many Shadows”, παρά το ηλεκτρονικό “Come”.
Ο άτυπος επίλογος της προ One Little Indian Records εποχής γράφτηκε το 1989 με το “Blood from a Stone”. Η ομώνυμη χαρακτηριστική σύνθεση, που επίσης συμπεριλήφθηκε ρεμιξαρισμένη στο ντεμπούτο άλμπουμ τους, υπήρξε ό,τι πιο κοντινό στον ήχο που καταστάλαξαν στα δύο πρώτα άλμπουμ τους, με το “Cry Hard Cry Fast” να ακούγεται μάλλον αδιάφορο, σε αντίθεση με το punky “Smothered” που άφησε καλή κληρονομιά για τον ουσιαστικό επίλογο του Vertical Smile (1993). Στην κυκλοφορία αυτή συμμετείχε ως κιθαρίστας και μηχανικός ήχου ο Alan Borgia (Alan Barclay), ενώ την παραγωγή υπέγραφε ο Frank De Freitas.
Κάπου εδώ η ιστορία μόλις ξεκινούσε. Ξαφνικά ήρθε η εμπλοκή της One Little Indian Records και της A&M Records, το υπέροχο “Dreamtime” (# 2 on the Billboard Modern Rock Tracks chart) με τη μπάντα να δείχνει γεμάτη από αυτοπεποίθηση, το “She’s in a Trance”, το απόγειο, οι αλλαγές μελών με αντικαταστάτες που είχαν θητεύσει στους Luxuria, Blockheads και Parachute Men, οι μικρές πωλήσεις και η διάλυση της μπάντας το 1993. Έμεινε όμως πίσω μια ιστορία με πολλά ακόμα εξαιρετικά τραγούδια, όπως τα “Hooligan”, “Tiny Feet” και “I Wonder Why”, που δυστυχώς αρκετοί από όσους έζησαν εκείνη την εποχή αναγνώριζαν μεν, αλλά δεν τα είχαν συνδέσει με το σαφέστατα υποεκτιμημένο αυτό συγκρότημα. Γι’ αυτό, πριν από την εποχή του μαρτυριάρικου -και καταραμένου για κάθε dj- Shazam, δεν ήταν λίγοι αυτοί που στο άκουσμά τους έτρεχαν να τον ρωτήσουν ποια είναι αυτή η μπάντα.
“We’re so tired of everything…” μας τραγουδούσαν στο “Dreamtime” η Rose και η Rachel. Εγώ πάλι, δεν κουράζομαι να τις ακούω με τίποτα…