The She Frogs

Μια σαλονικιώτικη ημέρα του '89, ένα πιάνο, μια ηχογράφηση, μια ξεχασμένη κασέτα. Και μια ιστορία αναζήτησης και απροσδόκητης ανεύρεσης 30 χρόνια αργότερα. Του Αντώνη Ξαγά

Υπάρχει μια παγίδα για όποιον ασχολείται έντονα, επίμονα έως και εμμονικά με κάποιο αντικείμενο, είτε αυτό αφορά την «μελέτη των σουμεριακών θραυσμάτων, στην προσπάθεια –που προκαλεί ίλιγγο- να ταξινομήσει τα σκαθάρια-σκατοφάγους κάποιας γωνιάς της Νέας Γουινέας, τη μελέτη των αναπαραγωγικών συνηθειών των ονίσκων, τη βιογραφία ενός και μόνο συγγραφέα…», όπως τα γράφει σε ένα άρθρο του ο George Steiner, και θα τολμούσα να προσθέσω και την ακρόαση και αναζήτηση/συλλογή δίσκων, ειδικά τους αποκαλούμενους στην χιψτερονεωτερικότητα «diggers» (ιστορικά ο όρος έχει εντελώς άλλη σημασία). Η παγίδα συνίσταται στο ότι όλη αυτή η ανάλωση και επένδυση χρόνου μπορεί να οδηγήσει σε μια υπερεκτίμηση του ποθητού αντικειμένου, στον εύκολο και αβασάνιστο χαρακτηρισμό περί χαμένων διαμαντακίων (sic – λησμονώντας ή αγνοώντας ότι το διαμάντι και ο άνθρακας την ίδια χημική σύσταση έχουν). Ανθρώπινο είναι πάντως αυτό, ίσως και αναπόφευκτο, πώς ο αρχαιολόγος ο οποίος υπομονετικά και για χρόνια έσκαβε και κουβαλούσε χώματα με το ζεμπίλι, έξυνε και ξεσκόνιζε με ξέστρα και σκουπάκια, πως λοιπόν να μην χαρακτηρίσει το θραύσμα, το απομεινάρι το οποίο έφερε με τόσο κόπο στο φως ‘αριστούργημα’;

Τούτη η εισαγωγή ήθελα να υπάρχει σε αυτό το κείμενο, ίσως και σαν μια υπόμνηση προς τον γράφοντα. Ο οποίος ενεπλάκη στην αναζήτηση του έργου αυτού η οποία κράτησε μάλιστα χρόνια. Δεν θυμάμαι (τέρμα το γ’ ενικό πρόσωπο) καν πότε είχα πρωτοσημειώσει τον δίσκο αυτόν στην λίστα των «καταζητούμενων» σε οποιαδήποτε μορφή και με ποια αφορμή. Αν ψάξει κανείς την ύπαρξη του στον υποτίθεται παντογνώστη Γκούγκλη θα βρει μία μοναδική αναφορά-πέρασμα σε κείμενο του Πάνου Πανότα με τίτλο «Η ευζωία της κασέτας: απ’ την “C-86” στο bandcamp…» όπου σημείωνε «στο περί πολλού μπαούλο με την κληρονομιά των eighties εντούτοις, προσμετράμε (…) ανάμεσα σε πλήθος άλλων το πανέμορφο, πιανιστικό άλμπουμ (δίχως συνέχεια) της The She Frogs στο μεταίχμιο της δεκαετίας». Όποιος… αρχαιοδίφης επιμένοντας αναλογικά σκαλίσει τα τεύχη του προπατορικού του MiC περιοδικού-φανζίν Rollin Under, σε εκείνο του Μαΐου του 1990 στην στήλη του Γιάννη Καπατζά «Dead Poets Society» θα βρει μια αναλυτική παρουσίαση του έργου, όπου μεταξύ άλλων σημείωνε για την δημιουργό ότι είχε «κλασικές σπουδές (τις οποίες δεν έχει ολοκληρώσει μέχρι στιγμής και ούτε πρόκειται) (…) με μια ποικιλία ακουσμάτων και επιρροών (που εκτείνονται από τα κλασικά πεδία μέχρι τη Ροκ, κι απ’ τον Mark Springer και τον Joseph Lo Duca (Evil Dead II) μέχρι τους L.P.D., Σάκη Παπαδημητρίου, Savage Republic»». Δυνατό και προκλητικό το μείγμα των επιρροών ειδικά όταν είναι παιγμένο με «τα δάχτυλα πάνω στα πλήκτρα που φαίνεται να τα κινεί κάποια άλλη δύναμη». Η περιέργεια είχε πλέον ποτιστεί για τα καλά…

Πως συμβαίνει συχνά στην ζωή, κάτι το αναζητάς παντού κι αυτό μπορεί να βρίσκεται δίπλα σου; Ένα βράδυ συντροφικό κάποτε κάπου στην Καλλιθέα κάπως την ανέφερα στην κουβέντα, πετάγεται ο φίλος Θάνος Κόης «ααα ρε συ κάπου την έχω την κασέτα αυτή, θα στην στείλω», ο δε Κύριος Ρύκιος (Γιάννης Πλόχωρας σε αυτές τις σελίδες) αφού γέλασε πλατιά και για ώρα, μου αποκάλυψε ότι όχι μόνο την είχε, αλλά ήταν κι εκείνος που τότε τον Δεκέμβρη του 1989 είχε πατήσει το record στο κασσετόφωνο και με δύο φτηνά μικρόφωνα και δύο generic μείκτες είχε καταγράψει το δημιούργημα της μυστηριωδώς αποκαλούμενης The She Frogs. Και μάλιστα κατά σύμπτωση τον τελευταίο καιρό είχε ασχοληθεί με εκείνη την ηχογράφηση, την είχε καθαρίσει και ψηφιοποιήσει. Αυτό ήταν, κάπως έτσι άνοιξε ο δρόμος για να έρθει αυτή η ηχογράφηση και στο ψηφιακό φως του bandcamp, μετά από τόσα χρόνια, διαθέσιμη για όποιον ποτέ θελήσει να φτάσει σε αυτή την ξεχασμένη σκονισμένη γωνιά της ιστορίας.

‘Ξεχασμένη’ ίσως είναι λαθεμένη η χρήση αυτού του επιθέτου εδώ, η λήθη γαρ προϋποθέτει μια κάποια προηγούμενη καταγραφή, μια εντύπωση σε μια έστω RAM βραχύβια μνήμη. Η οποία στην προκειμένη περίπτωση δεν υπήρξε ποτέ, η ίδια η δημιουργός δεν επεδίωξε καμία συνέχεια, κανένα αίτημα υστεροφημίας δεν υποβλήθηκε, ενώ ελάχιστοι απέκτησαν και άκουσαν την κασέτα στον καιρό της (σε όλους όμως όπως φαίνεται άφησε μνημονικό στίγμα ανεξίτηλο). Οπότε ας μην φανεί αυτή η ιστορία παράξενη σε όσους πιστεύουν ότι στο αξίωμα του ουδέν κρυπτόν υπό του διαδικτύου και των …diggers, ακόμη κι αν μιλάμε για τα 80s τα οποία σιγά-σιγά ξεσκονίζονται μέχρι και στις γωνίες που ήθελαν να ξεχαστούν, με μια τυμβωρυχική διάθεση επανα-αξιολόγησης, ετεροχρονισμένης αποθέωσης ενίοτε και με μια επίστρωση «καλτίλας». Το έργο αυτό της The She Frogs μπορεί να βγήκε μέσα από το περιβάλλον της Θεσσαλονίκης των καιρών εκείνων, όπως το περιγράφει και ο Πλόχωρας στο σημείωμα στο bandcamp «μια φωλιά εντροπίας, δημιουργικής αναστάτωσης, όπου οι νέοι αναλάμβαναν ραδιοφωνικούς σταθμούς, μπαρ, κλαμπ και χώρους, η νεαρή Βικτώρια μπήκε στο κίνημα των πειρατικών σταθμών ως ραδιοφωνική dj, στη συνέχεια δραστηριοποιήθηκε στη σκηνή των φανζίν και των συγκροτημάτων, και εκπλήσσοντας τον εαυτό της ανακάλυψε ότι είχε συσσωρεύσει ήσυχα μικρά κομμάτια μουσικής που ήταν δικές της δημιουργίες». Δικές της δημιουργίες οι οποίες συνάμα διέφεραν από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, δεν έχουν τίποτε το στερεοτυπικό 80s, τίποτε απ’ όλες τις συμπαραδηλώσεις τους (θετικές ή αρνητικές, διαλέξτε κατά βούληση), μοιάζουν με… ανορθογραφίες έτσι που δεν χωρούσαν πουθενά στα σχήματα ερμηνείας της εποχής, ούτε τα συγκαιρινά ούτε όμως και τα σημερινά της υποτιθέμενης πανσπερμίας/ποικιλομορφίας ακουσμάτων.

Με συγκινούν οι δημιουργοί που δημιουργούν εκτός της εποχής τους. Πέρα από τάσεις και μόδες, πέρα όμως και από ετεροκαθορισμούς, οι οποίοι οδηγούν σχεδόν εξ ορισμού σε νέες τάσεις και μόδες, έστω και με την επίφαση του «εναλλακτικού» και του «underground». Οι δημιουργοί επίσης που δεν είναι ούτε μπροστά από την εποχή τους (οι οποίοι συνήθως καταλήγουν σε ένα φουτουριστικό κενό ενός μέλλοντος που ποτέ δεν έρχεται) ούτε και πίσω, οι στραμμένοι στην νοσταλγική ενατένιση ενός ανύπαρκτου παρελθόντος (είναι που αυτές οι οπτικές υποκρύπτουν μια γραμμική αντίληψη του χρόνου, η οποία στην Τέχνη τουλάχιστον δεν με καλύπτει). Οι δημιουργοί που δρουν τόσο εντός του παρόντος που το ξεπερνούν, σε έναν χώρο υπεράνω του χρόνου (κι ας διαφωνεί ο θείος Αλβέρτος ότι αυτά είναι αξεχώριστα), με μια απόλυτη έλλειψη υστεροβουλίας και φιλοδοξίας. Κάπως έτσι ηχογραφήθηκε και αφέθηκε στον κόσμο η κασέτα αυτή πριν από κοντά 30 χρόνια. Μια στιγμή που χάθηκε για να μείνει ο ασθενικός απόηχος της. Ένας διάττων αστέρας, ένα ασθενικό φωτάκι που έλαμψε και έσβησε μέσα στην συμπαντική μοναξιά. Σαν μήνυμα που αναζητά δέκτες ερήμην του αποστολέα, η ίδια ακόμη λέει ότι δεν έχει καμία σχέση με αυτό. Όχι τόσο με την στενή έννοια της αποκήρυξης. Απλά αυτό ήταν. Χρόνος παρελθοντικός. «Κάθε άρνηση έχει την μεγαλοσύνη της, ακόμη κι αν είναι απλοϊκή ή αλαζονική» γράφει κάπου αποφθεγματικά ο Κλαούντιο Μάγκρις στους «Μικρόκοσμους». Κάπως έτσι λοιπόν μου ακούγεται το «The She Frogs», άχρονο (που προσοχή δεν ταυτίζεται με το διαχρονικό) και ανώνυμο. Θέλουμε σώνει και καλά να αναζητήσουμε τον καλλιτέχνη πίσω από το έργο; Τι σημασία έχουν τα ονόματα; Κρατάμε το The She Frogs και μια κάποια Βικτώρια…

Μαζί, ένα πιάνο κι ένα μαγνητόφωνο. Και κάποιοι σποραδικοί ήχοι, σαν πινελιές στον καμβά, ήχοι κιθάρας, ένα μεταλλόφωνο, ένα σεσουάρ, μερικά κουρδιστά παιδικά παιχνιδάκια (εδώ μας χτυπάει το τζάμι ο Pascal Comelade). Αλλά η θεμελιακή βάση είναι το πιάνο. Γυμνό και αφοπλιστικό. Είναι γνωστό άλλωστε ότι τα πιο δύσκολα έως κι επικίνδυνα μουσικά εγχειρήματα είναι εκείνα του ενός οργάνου. Όχι μόνο επειδή θυμίζουν… εξετάσεις σε ωδείο, επειδή μπορεί να εκθέσουν κάθε ατέλεια, κάθε ανεπάρκεια, κάθε απλοϊκότητα που θέλει να περάσει για απλότητα. Αλλά κυρίως επειδή μπορεί να καταλήξουν σε ασκήσεις ύφους, σε κούφια φορμαλιστικό less is more μινιμαλισμό (που έχει γίνει έως και σύμβολο του lifestyle), σε δεξιοτεχνική επιδειξιμανία που και αυτή μπορεί να είναι προπέτασμα κάλυψης μιας μελωδικής ένδειας (κάπως έτσι έχουμε πλημμυρίσει τα τελευταία χρόνια από έναν ανώδυνο τεχνικά άψογο όμως easy-piano νεοκλασικό πολτό, ειδικά στις χρηστικές λίστες των διαφόρων spotify, και δίσκους με αυτάρεσκες σολίστικες πόζες δίπλα στο Steinway).

Αυτές οι ‘καθαρές’ μουσικές θέτουν επίσης ακόμη μεγαλύτερες προκλήσεις στο έτσι κι αλλιώς μάταιο εγχείρημα της περιγραφής τους με λόγια, στην άλυτη απλή μέθοδο των τριών «μια εικόνα χίλιες λέξεις, μία νότα πόσες;». Καταφεύγεις έτσι σε ποικίλης ευστοχίας και ποιητικότητας λεκτικά σχήματα, ψάχνεις να πιαστείς από παραπομπές σε οικεία άλλα ακούσματα, o Καπατζάς σε εκείνο το παλιό αρθράκι θυμάται «τις μεθόδους και τις στρατηγικές της μεγάλης πιανίστριας-μουσικού Elodie Lauten», με την εκ τω υστέρων οπτική και με ευρύτερη αισθητική αντήχηση μια ευαισθησίας που ας μην σπεύσουμε να την χαρακτηρίσουμε γυναικεία, θα συμπλήρωνα την Sonoko, εκείνη την λεπταίσθητη ξεχασμένη débutante της Crammed Discs, η ίδια η The She Frogs μας βοηθάει κλείνοντας μας το μάτι στο ευφυώς τιτλοδοτημένο «The Ka-Spell», ένας ας τον πούμε μετα-φόρος τιμής στην «Σονάτα του Σεληνόφωτος» μέσω του «The Qa'Spel», κομματιού που υπήρχε στο «AaΔzhyd China Doll» της ψυχής των ‘Θρυλικών Ροζ Τελειών’. Οι τίτλοι οι ίδιοι είναι που χρωματίζουν επιπλέον τις νότες, μεταφέροντας μας σε μέρη τόσο διαφορετικά όσο οι βιομηχανικές ζώνες και ο Κάτω Κόσμος (στην ομηρική «Νέκυια» σε μια λεπτοφυέστατη μελωδία). Και η μουσική παράλληλα ρέει κελαρυστά και απαλά, τα κομμάτια έχουν αισθητική ενότητα χωρίς να πλατειάζουν (είναι και ο περιορισμός της επιλεγμένης ή και επιβεβλημένης οικονομία των εκφραστικών μέσων η οποία δρα κατά έναν φαινομενικά οξύμωρο τρόπο απελευθερωτικά), με στιγμές εκφραστικά λυρικές («Anna Magdalena Bach») αλλά και στιγμές όπου η συναισθηματική ένταση ξεσπά («Victoria blues»), πνίγεται σε σκοτεινά στοιχειωτικά νερά («Soundtrack II»), αφυπνίζει καταχωνιασμένες ή ακόμη και σβησμένες μνήμες (σκέφτομαι πόσο θα ταίριαζε το έργο αυτό με την «Erased Tapes» στην ούγια).

Πέρα όμως από το πιάνο, χαρακτήρα δίνουν εδώ και οι σιωπές, οι κενοί χώροι, μέσα στους οποίου αντηχεί αυτή η ηχώ των ανείπωτων πραγμάτων. Η σιωπή ως ένα ακόμη όργανο, εδώ (βοηθούντος και του τρόπου ηχογράφησης) μάλιστα δεν είναι τέλεια και αποστειρωμένη όπως είναι η στουντιακή, είναι ζωντανή και παλλόμενη, κάπως σαν το κβαντικό κενό που δεν είναι ποτέ κενό αλλά μέσα στο οποίο συνεχώς δημιουργούνται και καταστρέφονται αδιανόητα βραχύβια σωματίδια, γεμάτη υπόνοιες αστικών στιγμών. Ίσως γι’ αυτό το άκουσμα του «The She Frogs» μπορεί να με μεταφέρει σε απογευματινές στιγμές στο μεταίχμιο μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, η συννεφιά έχει πέσει βαριά πάνω από την καταθλιπτική αρχιτεκτονική της Θεσσαλονίκης, όλα μοιάζουν ακίνητα και πηγμένα και αποχαυνωτικά, μόνο από ένα παράθυρο ανοιχτό σε κάποια πολυκατοικία ξεφεύγουν αυτές οι νότες πιάνου, δεν ξέρεις ποιος παίζει αλλά η φαντασία σου χτίζει μια πιανίστρια όμορφη και άπιαστη σαν αερικό, αισθάνεσαι λίγο σαν αδιάκριτος ωτακουστής, κλέφτης ήχων, σαν να κρυφακούς μια εξομολόγηση μύχιων συναισθημάτων, μέχρι να σταλάξει και η τελευταία νότα, «όνειρα γλυκά», και να μείνει μόνο η μακρινή βουή της πόλης, και μια κουρτίνα να σείεται κι ας μην φυσάει… Θεσσαλονίκη, η πόλη των φαντασμάτων…

«Όπως κάθε δίσκος που αξίζει πραγματικά να ακουστεί έστω και για μία τελευταία φορά πριν αφεθεί να πεθάνει στον χρόνο, κατά την εντύπωση που εξαρχής έδωσε ότι επιδιώκει να κάνει» αφήνω εδώ για κατακλείδα μια φράση του Άρη Καραμπεάζη σε μια σπάνια λυρική έξαρση η οποία κι αν μοιάζει να υποδηλώνει μια ματαιότητα, τούτη όμως δεν υποκρύπτει παραίτηση αλλά μια βαθιά συνειδητοποίηση της condition humana, και ειδικότερα του πεπερασμένου αυτής και των έργων της. «Anyway records die» που (δεν) τραγούδησε κάποτε κι ο David Tibet…

Bandcamp