The Sound

I couldn't escape myself

Λίγα λόγια του Γιώργου Κοτσώνη για το συγκρότημα που έβγαλε το κομψοτέχνημα "From the lion's mouth".

Θυμάμαι, στην εφηβεία, μια κοπελιά είχε βάλει μια αγγελία για επικοινωνία. Ακουγε "Bauhaus, Joy Division και Sound". Της απάντησα ότι θα'θελα να επικοινωνήσουμε λόγω, κυρίως, του 2ου ονόματος, προσθέτοντας ότι «αυτούς τους Sound δυστυχώς δεν τους ξέρω». Μάταιος κόσμος σου λέω...

«Θέλω οι δίσκοι μας να πουλήσουν τώρα που πραγματικά χρειαζόμαστε τη βοήθεια του κοινού μας κι όχι μετά από 5 χρόνια που μπορεί όλα να'χουν τελειώσει» - Adrian Borland, μετά την κυκλοφορία του "From the lions mouth" το '81. Ματαιότης...

Κι ακούς αυτό το "From the lion's mouth" ή το "Jeopardy" και τρελαίνεσαι. Τι στο διάολο λείπει; Μουσική, συνθέσεις, στίχοι; Σχεδόν όλα υποδηλώνουν μια μπάντα καταρτισμένη, άρτια, αφοσιωμένη. Κι όμως, ο καλλιτεχνικά γίγας Sound συμπορεύθηκε με ένα μυρμήγκι από εμπορική άποψη. Η εταιρεία τους, λέει, τους πίεσε να βγάλουν ένα πιό 'εμπορικό' τρίτο εγχείρημα κι αυτοί κάθε άλλο παρά υπάκουσαν με το "All fall down" κι η θιγμένη εταιρειούλα τους έδιωξε. Η ματαιοδοξία των μικρών ανθρώπων...

Εμφανισιακά, ο Adrian Borland, ο Max Mayers, o Mike Duddley κι ο Graham Green ήταν κάτι παραπάνω από τους διπλανούς μας, απ' τους περαστικούς στο δρόμο, απ' τον οποιοδήποτε κοινό θνητό. Βλέπετε, «στυλάκι» κι «εικόνα» δεν πούλησαν ποτέ σ'αντίθεση με τους όποιους Sisters, Cure και πάει λέγοντας. Έλα όμως που ουκ ολίγες φορές η μεγάλη μουσική δεν αρκεί. Μάταιο κοινό...

Ευγενείς. Να η λέξη που αποδίδει τους Sound. Πήραν ένα new wave μπερδεμένο, ακατέργαστο και ειδικά στο "From the lion's mouth" το γυάλισαν τόσο που το διαμάντι έγινε εκτυφλωτικό. Όλα καθαρά, όλα σε πρώτο πλάνο κι εσύ να συνειδητοποιείς πόσες ΙΔΕΕΣ είχαν, συνθετικά και όχι μόνο και τελικά ν'αναρωτιέσαι αν το περίφημο κοινό είχε τη δυνατότητα, σε τελική ανάλυση, να καταλάβει περί τίνος θησαυρού επρόκειτο. Κι έτσι...

... «τελικά όλα ήταν μάταια» θα σκέφτεται πάνω 'κει ψηλά ο Adrian Borland. «Σέβομαι την τελική πράξη του Ian Curtis, απλά εγώ ποτέ δε θ'αντιδρούσα έτσι. Με φοβίζει το άγνωστο του θανάτου» έλεγε 18 χρόνια πριν εκείνη την απριλιάτικη μέρα του '99.

Τι προηγήθηκε της ματαιότητας:

Όλα ξεκίνησαν τη θαυματουργή (και μόνο λόγω "Unknown pleasures") χρονιά του '79. Οι πρώην Outsiders βαπτίζονται The Sound, προσπαθούν να 'βρεθούν' μουσικά και το αποτέλεσμα μάλλον δεν προκαλεί έκπληξη: συνθέσεις αρκετά ακατέργαστες και πρωτόλειες που δεν μπορούν, ωστόσο, να κρύψουν το ταλέντο και τη διαφαινόμενη εξέλιξη. Ο ήχος απ' την αρχή αποκτά αναγνωρίσιμα χαρακτηριστικά: στιβαρή rhythm section, keyboard σ' αρκετά κεντρικό ρόλο, κιθάρα που κεντάει, καθαρά φωνητικά. Η όλη προσπάθεια ονόματι Propaganda ήταν έτοιμη προς κυκλοφορία πολύ λίγο πριν ο Borland αφήσει τα εγκόσμια ('99) και θεωρείται από την ίδια την μπάντα ως η αληθινή πρώτη ηχογράφησή τους. Χρήσιμο έργο κυρίως ως ντοκουμέντο - φτάνει να σκεφτεί κανείς την εκπληκτική τους εξέλιξη που μέσα σε δυο χρόνια τους έφτασε στο απώγειο της δημιουργικής τους αύρας. Ξεχωρίζει το One more escape («Αυτή η πόλη είναι νεκρή... Αυτό που χρειαζόμαστε είναι απλά μια ακόμα διαφυγή» - απόλυτα κατανοητό αυτό για όποιον τυγχάνει γνώστης του γκρίζου, της μιζέριας, του αποπνικτικού κλίματος πάμπολλων αγγλικών πόλεων. Τι ωραία να βραδυάζει απ' τις 3:30 το μεσημέρι!) ενώ τα "Night vs day", "Words fail me" και "Missiles" θα εμφανιστούν σε νέα μορφή την επόμενη χρονιά...

Έτος 1980. Γεμάτοι ελπίδες οι Sound κυκλοφορούν το, ουσιαστικά, πρώτο έργο τους: "Jeopardy" - «Κίνδυνος». Αλήθεια, ποιος είναι ο πιο βασικός λόγος να ενώσουν 4 άτομα τις πνευματικές τους δυνάμεις υπό ένα όνομα και να θέσουν ένα έργο τους ενώπιον του οποιουδήποτε; (Πόσο καλά έχουμε ξεκαθαρήσει μέσα μας πόσο κωμικοτραγικό είναι για μια κατάθεση ψυχής (όπως το "Jeopardy") να γράψει κανείς τα αμίμητα γελοιότητας 'πρόκειται για ένα καλό δίσκο' ή 'του δίνω εφτά στα δέκα αστέρια'; Στο διάολο ρε!) Τι δείξαν με το "Jeopardy" οι Sound; Βασικά ότι δούλεψαν πολύ, φτάνοντας ένα σκαλί πριν την ωρίμανση, σεβόμενοι πρώτα απ' όλα τον καλλιτεχνικό τους εαυτό. Τι παίζουν; «Καλλιτεχνικό» post-punk, άλλοτε με σκοτεινή διάθεση ("Can't escape myself", "Hour of need", "Missiles", "Unwritten law"), άλλοτε με uptempo συνθέσεις ("Heartland", "Words fail me", "Heyday", "Resistance") αλλά πάντοτε υπό έλεγχο, ακόμα και στις «εκρήξεις».

Μικρή σημασία έχουν όλ' αυτά αν συγκριθουν με τα αισθήματα που προσφέρουν οι, κατά την άποψή μου, κορυφαίες στιγμές όλου του έργου. Αρχή με το "Can't escape myself", το "hit" της μπάντας (όπως και το "Winning"), κλειστοφοβικό και δυστυχώς μια τραγική επαλήθευση για τον ίδιο τον Borland, το "Can't escape myself" είναι για όσους δεν ξέρουν τους Sound ότι και το "Love will tear us apart" για όσους δεν ξέρουν τους Joy Division. Αναμφισβήτητες προτιμήσεις και τα "Hour of need" / "Unwritten law", σήματα κατατεθέντα της «σκοτεινής» περιόδου της μπάντας (που, παρεπιπτόντως, τερματίστηκε μεταξύ "From the lion's mouth" και "All fall down"). Κορυφαίο όλων ωστόσο, το ομώνυμο: "Jeopardy", μια αριστουργηματική ελεγεία στην εφηβεία. Αν μη τι άλλο, ένιωσα ότι και αυτοί οι άνθρωποι πέρασαν τη μαυρίλα μιας περιόδου που φαίνεται τόσο άδικη, που κάνει την ατμόσφαιρα αποπνικτική, που σε κάνει να νιώθεις εκτεθειμένος σε διαρκή 'κίνδυνο' (τι ωραίες αλήθειες που μας μαθαίνουν μικρούς...) Κρατώ αυτό το άρτιο δημιούργημα για τον άλλο κόσμο, να ξεχειλίζει από αγνή διαμαρτυρία, να «φωνάζει» συγκρατημένα και γιαυτό ακόμα πιο δυνατά, ν'ανακυκλώνεται τέλεια στο μουσικό του σχήμα (καθοδηγούμενο από το μπάσο) και στο τελικό ξέσπασμα της κιθάρας, σμίγοντας με τα άλλα όργανα, αφήνω τα γάργαρα ρυάκια της αιωνιότητας να με δροσίσουν, αστέρια στροβιλίζουν αρμονικά γύρω μου κι ενώνω τη φωνή μου μ'αυτή που απελπισμένα κραυγάζει «... takes away / so much INSIDE / and what's left / JEOPARDY» (και μόνο γι'αυτό, αν όντως υπάρχει δικαιοσύνη εκεί στον άλλο κόσμο, κατά την έλευσή του ο Adrian Borland είδε μ'έκπληξη ένα κόκκινο χαλί να τον περιμένει).

Ένα χρόνο μετά, χωρίς διάθεση αχρείαστων προλόγων, οι Sound με το κομψοτέχνημα "From the lion's mouth" στέλνουν τον ήχο τους στην καρδιά κάθε δέκτη έστω και μ'ενα minimum ευαισθησίας. Και πιστέψτε με, ξεκινώντας να γράψω για την μπάντα (κάτι που συνεπαγόταν την εκ νέου ακρόαση των έργων της) ίσως αυτό να'ταν το μεγαλύτερο κέρδος: το ...lion's mouth έχει τόσο βάθος σαν άκουσμα, που προσφέρεται για πραγματικά πολλές ακροάσεις - το συνειδητοποιώ τώρα μη έχοντας την παραμικρή αμφιβολία ότι οι Sound μ'αυτό το συγκεκριμένο έργο χάθηκαν... φύγαν πολύ ψηλά, πολύ μακριά και κάθομαι αποσβολωμένος ν'ακούω το κλείσιμο της α' πλευράς, ονόματι "Judgement", κι εκεί που λες ότι τελείωσε «ένα ακόμα καλό κομμάτι», ξάφνου σκάει η βόμβα, ένα έξοχο σόλο ξέσπασμα των οργάνων ορίζει μια ποιότητα μακρυά από κάθε ανόητη επιδειξιομανία (λέγε με '70ς), αποθεώνει την εσωτερικότητα και κραυγάζει με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο ότι το αποκαλούμενο new wave ήταν πάντοτε για τους λίγους (αποφεύγω να πω εκλεκτούς) που'χαν τα κότσια να κάνουν την απαραίτητη πνευματική προεργασία για να πιάσουν το στίγμα του.

Κι ήρθε η ώρα να μιλήσουμε για στίχους.

"Υπάρχει ένας διάολος μέσα μου
προσπαθεί να μου φανερωθεί
υπάρχει ένας θεός μέσα μου
θέλει να με χαλιναγωγήσει
πρέπει να συγκροτηθώ μέσα μου
πρέπει να έχω τον έλεγχο
υπάρχει ένας πόλεμος που'χει κυρηχθεί
και που ποτέ δε θα κερδηθεί
είναι ο αγώνας για τον έλεγχο
πρέπει να συγκροτηθώ
πρέπει να'χω τον έλεγχο
και πρέπει να σε ρωτήσω
τι θέλεις από μένα.

Ξέρεις, όσο βαθύτερα με πληγώνεις
τόσο λιγότερος εαυτός μου απομένει
πρέπει να συγκροτηθώ (δις)
πρέπει ν'αποκτήσω τον έλεγχο".
"Possesion"

Η στιχουργία των Sound έχει μια σαφή 'υπαρξιακή' κατεύθυνση. Η πάλη αντίρροπων δυνάμεων, πέρα από το χαρακτηριστικό δείγμα του "Possesion" (που υπ'όψιν, έχει και την έννοια της «δαιμονικής κατοχής») κάνει εντονότατη την εμφάνισή της στο "Winning" με το οποίο ανοίγει ο δίσκος.

"Ι was going to drown
then I started swimming
I was going down
then I started swimmimg
I was going down
but now I've started winning".

Μια μεγάλη στιγμή για την μπάντα, για το δίσκο, για το new wave, για τη συνύπαρξη rhythm section - κιθάρας με σύνθι, για τη συμπόρευση μέγιστων ήχων κι αντίστοιχων στίχων. Το ιδανικό ξεκίνημα κι η απόδειξη από πολύ νωρίς ότι για τους Sound αυτός ο δίσκος είναι έργο ζωής. Τι να πρωτοδιαλέξεις στη συνέχεια.. Μάταιο. Μεγάλο έργο προφανώς είναι αυτό που παραμένει αδιάλλειπτα συναρπαστικό απ'την αρχή ως το τέλος ("Unknown pleasures", "Never mind the bollocks", "Mesh and lace", "Autoportrait", "Viva"...) Ας επισημανθεί απλά το αφιερωμένο στον Curtis, "Silent air" ('You taught me that silence can speak louder than words') και τα αρχοντικής τεχνικής "Contact the fact", "The fire" (τελικά πολύ δυνατός μπασίστας ο Graham Green). Κι όσο για το εξώφυλλο, ένα σκέτο κόσμημα μ'έναν πίνακα ν'απεικονίζει τον Δανιήλ στον 'λάκκο των λεόντων'. (Daniel in the lion's den του Britan Riviere), εκεί που ανήκει όποιος έδειξε ασυγχώρητη αδιαφορία απέναντι σ' ένα τέτοιο έργο. Γιατί δυστυχώς, η εμπορική αποτυχία του (πανάθεμα) είχε καταλυτική επίδραση στην μετέπειτα πορεία της μπάντας.. η οποία συνεχίστηκε σε πρώτη φάση το '82 με το "All fall down".