Θοδωρής Κονκουρής

Ένας αποχαιρετισμός

Μια πορεία ζωής από το underground της Θεσσαλονίκης μέχρι τις εθνομουσικολογικές αναζητήσεις κα την ανθρωπολογική έρευνα. Μένει το έργο, μένει όμως και η αγάπη και οι αναμνήσεις φίλων και συνοδοιπόρων

Silence! Με αυτό τον τίτλο (και με θαυμαστικό!) μας είχε συστηθεί ένα ελληνικό σχήμα το μακρινό 1986, με μουσικούς που αργότερα θα τους απαντούσαμε σε ένα εντυπωσιακό εύρος ηχητικών και μουσικών αναζητήσεων στην εγχώρια σκηνή. Η σιωπή είναι και η συνήθης μας πρώτη απόκριση σε μια απώλεια, ειδικά όταν αυτή μας αγγίζει. Εδώ στο MiC δεν αγαπάμε τους επικήδειους, πόσο μάλλον τα …rip (η φτηνή ποπ έκφανση του θανάτου), ευκαιρία συνήθως για κενά εν θερμώ λόγια που γρήγορα ξεχνιούνται, ευκαιρία και για τους απόντες εν ζωή να φωνάξουν ένα ετεροχρονισμένο παρόν. Και δεν βιαζόμαστε… Έτσι πέρασαν κιόλας 3 μήνες από την απώλεια του Θοδωρή Κονκουρή, με το ‘κιόλας’ να υπογραμμίζει εμφατικά το αμείλικτο πέρασμα του χρόνου, ένα ‘κιόλας’ που η απόστασή του όλο και θα μεγαλώνει. Προσωπικά η γνωριμία μας περιορίζεται στους δίσκους, σε αρκετά χρόνια ‘φίλοι’ στα κοινωνικά μέσα, πολλούς κοινούς κι αγαπημένους ένσαρκους φίλους, λίγες συναντήσεις και λόγια σε συναυλίες, μια γνωριμία που έμεινε στο «θα μπορούσε…» δεν μου δίνει δικαίωμα να πω τίποτε παραπάνω. ‘Πρέπει να γράψεις μια εισαγωγή’ επιμένει ο Γιάννης Πλόχωρας. Τυπικά, ‘δημοσιογραφικά’ δεν έχει άδικο. Ορίστε λοιπόν, εισαγωγή… Ας μιλήσουν οι φίλοι, οι αγαπημένοι, οι συνοδοιπόροι…

( Όχι ακριβώς αφορμή, αλλά παράγοντας 'πίεσης' να συντονιστούμε και να βγει αυτό το αφιέρωμα ήταν και μια διαδικτυακή ημερίδα η οποία διοργανώνεται από την εθνική επιτροπή ICTMD (Εθνική Επιτροπή της Ελλάδας στο Διεθνές Συμβούλιο για τις Παραδόσεις της Μουσικής και του Χορού) και είναι αφιερωμένη στη μνήμη του, στην έναρξη μάλιστα η συνάδελφος του στα ακαδημαϊκά μετερίζια Αλεξάνδρα Μπαλάντινα θα κάνει μια παρουσίαση του έργου του).

Αντώνης Ξαγάς

 

Οι Noise Promotion Company αποχαιρετούν τον Ευκάλυπτο

Γιώργος Μπαντούκ Αποστολάκης:

Έχουν περάσει πάνω από τρεις μήνες, είχα άφθονο χρόνο να προετοιμαστώ ψυχολογικά για το αναπόφευκτο, αλλά ακόμα και τώρα προσπαθώ να συμβιβαστώ με την πραγματικότητα. Ένας από τους στενότερους μου φίλους κι ένας από τους σημαντικότερους ανθρώπους στην πορεία της ζωής μου έφυγε και δεν κατάφερα να τον αποχαιρετήσω όπως θα ήθελα.

Η γνωριμία μας χάνεται στα βάθη του χρόνου - τόσο η μητέρα μου όσο και η μητέρα του Θόδωρου μου είχαν πει οτι είμασταν γείτονες όταν γεννηθήκαμε στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, χρόνια προτού οι οικογένειες μας μετακομίσουν στην άκρη του διαβόητου δάσους του Σέιχ Σου, χωρίς κανενός είδους συντονισμό ή προσυνεννόηση. Για ακόμα μια φορά θα μέναμε σε διπλανές πολυκατοικίες, κι αυτή τη φορά είμασταν αρκετά μεγάλοι για να γνωριστούμε και να αρχίσουμε να κάνουμε παρέα.

Από τα χρόνια του γυμνασίου ανακαλύψαμε τα κοινά μας γούστα για τη μουσική, ροκ σε όλες τις πιθανές εκδοχές του που θα μπορούσαμε να βρούμε στο τέλος των σέβεντις. Σε σχέση με μεταγενέστερες εποχές ήταν μια στερημένη περίοδος, όπου το κάθε ψήγμα πληροφορίας μετρούσε. Καταβροχθίζαμε ό,τι έπεφτε στα χέρια μας, ακούγοντας, διαβάζοντας και συζητώντας διαμορφώσαμε πολύ κοντινά, αν και φυσικά όχι απόλυτα ίδια, γούστα. Σιγά-σιγά αρχίσαμε να ψάχνουμε το κάτι παραπάνω, θέλαμε κάτι περισσότερο από το να είμαστε απλοί ακροατές ή αναγνώστες, νιώθαμε, με τον τρόπο μας, ότι είχαμε κι εμείς κάτι να πούμε. Έτσι είχα την ευτυχία να δω πώς με τον καιρό πήρε μορφή το ποίημα που λεγόταν Θόδωρος Κονκουρής.

Οι αρχές της δεκαετίας του ‘80 τον βρήκαν στον ρόλο του μπασίστα στο τρίο που λεγόταν Εταιρία Προωθήσεως Θορύβου και έγινε γνωστό ως Noise Promotion Company. Στα ιστορικά γραφεία της εταιρίας (don’t look for it, it’s not there anymore, όπως θα έλεγε και ο σκηνοθέτης των Spinal Tap) οι πρόβες συχνά κατέληγαν σε καυγάδες ανάμεσα σε εμένα και στον αδερφό μου, με αντικείμενα να εκσφενδονίζονται εκατέρωθεν χωρίς την παραμικρή σημασία για συνέπειες τραυματισμού. Ο Θόδωρος βρισκόταν στη μέση (like lukewarm water, όπως έλεγε ο Derek Smalls, για να συνεχίσουμε το θέμα των Spinal Tap), καταφέρνοντας πολλές φορές να συμφιλιώσει αυτά που στους άλλους δύο θα φαινόταν ασυμβίβαστα, δείχνοντας μια ευαισθησία και ηρεμία που κάποια στιγμή οδήγησε και στο όνομα του Ευκάλυπτου. Μαζί με τον Αλέξη και τον Ευκάλυπτο λοιπόν, καταφέραμε να δώσουμε σχήμα στις ιδέες που μας προκαλούσαν και φτιάξαμε ό,τι αφήσαμε πίσω ως Noise Promotion Company, κάτι για το οποίο νιώθω υπερήφανος ακόμα και σήμερα.

Εκείνα τα χρόνια άρχισαν να φανερώνουν και άλλα χαρίσματα του Θόδωρου: ένας μουσικός με οργανωμένο στυλ και άποψη, χωρίς φόβο να δοκιμάσει πράγματα έξω από τα τετριμμένα και τα προβλέψιμα και πάντα με αστείρευτα, στα μάτια μου, αποθέματα καλού γούστου. Κάποιος που ήξερε να με βάζει στο σωστό δρόμο, να με συνεφέρει αλλά και να το διασκεδάζει όσο κανείς άλλος.

Στα τέλη της δεκαετίας του ‘80 η ζωή, με τον τρόπο της, μας χώρισε. Οι Noise Promotion Company απλά σταμάτησαν να υπάρχουν, ζούσαμε διαφορετικές ζωές σε διαφορετικά μέρη. Η επαφή μας δε χάθηκε ποτέ και αυτά που μας έδεναν ήταν το ίδιο ισχυρά όπως πάντα. Το 1995 επέστρεψα στη Θεσσαλονίκη και ξαναρχίσαμε να βρισκόμαστε πολύ συχνότερα, παίξαμε και μαζί στο ιστορικό εκείνο λάιβ των Chris and Carla, αλλά η μουσική και η ζωή μας τραβούσαν σε διαφορετικές κατευθύνσεις.

Ο Θόδωρος πάντα έσκυβε για να μελετήσει κάτω από την επιφάνεια των πραγμάτων, και αυτή τη φορά τα πράγματα έπαιρναν μια σοβαρότερη τροπή. Ήξερε ότι η μουσική ήταν το κάλεσμά του και ήρθε κοντά της με έναν μεθοδικό και μελετημένο τρόπο, καταφέρνοντας να αλλάξει εντελώς τη ζωή του και να αποδεσμευτεί από όλα όσα ένιωθε οτι τον παγίδευαν. Η ρουτίνα του φαρμακοποιού έδωσε τη θέση της σε σπουδές μουσικολογίας, άπειρη μελέτη και πολυάριθμα ταξίδια και η κατάληξη ήταν μια καριέρα ακαδημαϊκού εθνομουσικολόγου στο Belfast και στο Λονδίνο. Από μακριά θαύμαζα τον φίλο μου που κατάφερε να κάνει το όραμά του πραγματικότητα, κάνοντας κάτι που πραγματικά τον συγκινεί.

Ο Θόδωρος επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη ως καθηγητής εθνομουσικολογίας στο πανεπιστήμιο Μακεδονίας και τον έβλεπα πια μόνο τα καλοκαίρια που θα περνούσα από τη Θεσσαλονίκη για λίγες εβδομάδες. Ήταν ιδιαίτερα αγαπητός στους φοιτητές του, δεν εκπλήσσομαι. Εκείνα τα τελευταία χρόνια τον χαιρόμουν όλο και περισσότερο, όσο έβλεπα και ένιωθα οτι είχε φτιάξει τη ζωή του όπως εκείνος θα ήθελε. Δεν του το είπα, από την άλλη πολλές φορές δεν χρειαζόταν να πούμε κάποια πράγματα ο ένας στον άλλο, είχαμε τον τρόπο μας να το δείχνουμε. Οι συζητήσεις συνεχιζόταν, πάντα ακούγοντας κάποια καινούρια μουσική που είχε ανακαλύψει και περίμενε να μοιραστεί με τους ανθρώπους του. Όσο σκέφτομαι την απίστευτη συλλογή του από ηχογραφήματα, αντάξια μουσείου, βλέπω και την ουσία του Θόδωρου: ευρυμαθής αλλά ποτέ ξερόλας, πολυσυλλεκτικός, ανοιχτός στο καινούριο και το διαφορετικό. Μέχρι το τέλος, σε ό,τι κι αν έκανε, με ό,τι κι αν καταπιάστηκε, ήταν η επιτομή του καλού γούστου και της ευγένειας, μακριά από οτιδήποτε προβλέψιμο ή μέτριο.

Ήξερε να ζει ωραία, χάρηκε τη ζωή του και το άξιζε.

Νιώθω απλά ευγνωμοσύνη που ο Θόδωρος Κονκουρής πέρασε από τη ζωή μου.

Αλέξης Αποστολάκης:

Ο Θοδωρής που θυμάμαι.

Με τον Θοδωρή μια περίεργη αλλ’ ευτυχώς καλοπροαίρετη μοίρα μας ένωσε από πάρα πολύ μικρούς, εν αγνοία μας.

Πατέρας του (καλή του ώρα) ήταν ο Λέανδρος-Λαμπράκης Κονκουρής, φυσιογνωμία-τοτέμ για την Παθολογία στο Πανεπιστήμιο, και γιατρός με απίστευτη κατάρτιση και διαίσθηση. Αρκεί να πω οτι διέγνωσε την λοιμώδη μονοπυρήνωση του Μπαντούκ, κατα τις ηχογραφήσεις του «Catalog» των Noise Promotion Company, απλά βλέποντάς τον από δυο μέτρα απόσταση, τη στιγμή που δυο τρεις άλλοι γιατροί δεν έβρισκαν τι έχει.

Μητέρα του η Μαίρη Χατζηγρηγορίου, μικροβιολόγος και μια από τις γλυκύτερες κυρίες που γνώρισα στη ζωή μου. Αυτοί οι άνθρωποι κατάφεραν να συλλάβουν τον Θόδωρο μετά από κάποιες αποτυχημένες εγκυμοσύνες, και δικαιολογημένα τον αγαπούσαν πάρα πολύ. Κατά φοβερή σύμπτωση λοιπόν, οι δυο οικογένειες το σωτήριον έτος 1966 έμεναν σε αντικρυστές πολυκατοικίες και η μητέρα μου μου διηγούνταν πως έδειχνε περήφανα τον Θόδωρο η νταντά του στο απέναντι μπαλκόνι .

Εν αγνοία των οικογενειών Αποστολάκη-Κονκουρή, λίγα χρόνια αργότερα ξαναβρισκόμαστε γείτονες στον Άγιο Παύλο, σε διπλανές πολυκατοικίες. Η σύμπτωση αυτή οδήγησε στο να κάνουμε παρέα, με συνδετικό κρίκο τη μουσική. Πολύ γρήγορα, η παρέα αυτή οδηγεί στους ‘’Scraps’’, την πρώτη μπάντα όπου παίξαμε μαζί στην τρυφερή ηλικία των 13-14 χρόνων, με εμφάνιση μάλιστα στο beach party της Αγίας Τριάδας το 1982. Μέγα γέλιο και απαρχή γνωριμίας με αυτό που λέμε ροκ εντ ρολ συντροφικότητα.

Αξίζει να σταθούμε στο πόσo ψαχνόμασταν με τη μουσική και τα ακούσματά μας και κυρίως, πως αυτά εξελίχθηκαν πολύ γρήγορα, μέσα σε 4-5 χρόνια. Όλο μας το χαρτζιλίκι πήγαινε σε δίσκους και σε όργανα, με οικονομίες μηνών. Η εποχή που μεγαλώναμε και βρισκόμασταν σε αυτό το κομβικό σημείο για τη διαμόρφωση της προσωπικότητας και του χαρακτήρα ήταν τα χρόνια 1982-1987. Εύκολα καταλαβαίνει όποιος ασχολείται στοιχειωδώς με τη μουσική ότι πέσαμε πάνω σε μια εποχή όπου νέα ακούσματα ερχόντουσαν καλπάζοντας. Ως ανήσυχα νιάτα, δεν χάσαμε καιρό στο να τα ενστερνισθούμε, με μια μικρή δόση εφηβικής απαξίωσης προς τους ‘’παλιούς’’. Πρακτικά αυτό σήμαινε πως ξεκινήσαμε με Purple, Zeppelin και Genesis και μέσα σε λίγα χρόνια ακούγαμε Siouxsie, Foetus, Julian Cope και Shriekback.

Με ακόρεστη περιέργεια για το καινούργιο, ξεκοκκαλίζαμε τα ελληνικά και τα ξένα μουσικά περιοδικά της εποχής και κάναμε δικά μας όσα ακούσματα μας άρεσαν. Μεγάλη σημασία έχει το γεγονός ότι τα πάντα τότε, διαμόρφωναν αισθητήριο, κριτήριο και εντέλει, στάση ζωής. Ως ευρύτερη παρέα, θρασύτατοι νέοι από 16-19 χρόνων νοικιάζαμε σπίτια τα οποία διαμορφώναμε σε στούντιο, με ηχομόνωση από αυγοθήκες κολλημένες στους τοίχους. Οι πρόβες και φυσικά τα ραντεβού με κοπέλες εύρισκαν εκεί στέγη, όπως και η απλή εξάσκηση στα όργανα. Από την τριβή με μεγαλύτερους και εμπειρότερους μουσικούς, όλοι στους Noise μοιραζόμασταν την πεποίθηση πως πρέπει πρώτα να γνωρίζεις τους κανόνες και μετά να δοκιμάσεις να τους σπάσεις. Κοντολογίς, δεν αφήναμε την εφηβική και μετεφηβική μας λύσσα να καπελώσει το ότι πρέπει και να ξέρουμε τι κάνουμε ο καθένας στο όργανο του. Επιγραμματικά, όσο δεν γουστάραμε τα πρωτόλεια παιξίματα (τα κάναμε στα 13, όχι στα 20), άλλο τόσο δεν μας άρεσε ο βαυκαλισμός των fusion μουσικαράδων που κατά την ταπεινή μου γνώμη κατέστρεψε το πηγαίο εκφραστικό ταλέντο τόσων ανθρώπων, οδηγώντας τους στα ατέρμονα μονοπάτια της τεχνικής αρτιότητας.

Ακολουθώντας την γραμμή των γεγονότων, αρχίσαμε να παίζουμε όλο και πιο συχνά, με την χάρη μας να φτάνει σε μια μίνι ιταλική περιοδεία το 1987 και συμμετοχή στη Biennale της Bologna τo 1988. Δίσκοι, συναυλίες και πολλή παρέα για όλα εκείνα τα χρόνια μού φανέρωσαν κάποια χαρακτηριστικά του Θοδωρή που τολμώ να πω, ήταν και ακρογωνιαίοι λίθοι του ποιος ήταν, τελικά.

Πρώτα-πρώτα, ήταν πάντα πεντακάθαρος στο σώμα και τα ρούχα του. Οι υπόλοιποι ιδρώναμε, λερωνόμασταν και τσαλακωνόμασταν, ενώ αυτός

διατηρούσε πάντα την κόμμωσή του ακέραια, τα ρούχα του ατσάκιστα και τα παπούτσια του χωρίς ούτε ένα λεκέ. Το ‘’Ευκάλυπτος’’ του το κόλλησα εγώ, ακριβώς επειδή απέπνεε καθαριότητα και δροσιά, σχεδόν αντισηψία. Το γούστο του στα ρούχα και τα αξεσουάρ ήταν παροιμιώδες, όπως και οι έντρομες εκφράσεις των μεγαλύτερων όταν έσκαγε μύτη σε γάμους καλοκαιριάτικα με βαμμένα νύχια ποδιών και δαχτυλιδάκια στα δάχτυλα (των ποδιών και πάλι), για να μην αναφερθώ στα λεοπάρ ανοιχτά πέδιλα που συμπλήρωναν το θέαμα. Ακούγεται χάλια, αλλά σε αυτόν πήγαινε θαύμα. Για να χρησιμοποιήσω αυτή την έκφραση που έχει ειπωθεί και για τον Bryan Ferry, δεν φορούσε ρούχα, αλλά τα στόλιζε με την παρουσία του.

Ύστερα, ήταν πάντοτε άνθρωπος που εκτιμούσε την πρωτοπορία στα μουσικά δρώμενα, ενίοτε και σε βάρος της μουσικής ουσίας, φτάνει να ήταν πρωτότυπα ως σύλληψη. Αυτό του το χαρακτηριστικό ολοκληρώθηκε εν είδει κύκλου, όταν, πολλά χρόνια μετά, στα ταξίδια του στο Μάλι, εκτίμησε την μουσική και προφορική παράδοση χιλιετηρίδων. Τρίτον, αγαπούσε την καλοπέραση που φέρνει το αλκοόλ, με αύξουσα τάση, ειδικά τα τελευταία είκοσι χρόνια. Προς τιμήν του, δεν το άφησε να αλλοιώσει την προσωπικότητα του, και γινόταν διαχυτικός και αγαπησιάρης, όχι καυγατζής και σιχαμένος. Είχε τεράστια επιτυχία στο ωραίο φύλο, κάτι που εκμεταλλεύτηκε δεόντως σε πάμπολλες περιστάσεις. Ποτέ δεν πρόδωσε τις σχέσεις του, αλλά ενδιάμεσα από αυτές, ποιος είδε τον Θεό και δεν τον φοβήθηκε. Μάλλον θα γελάει ακούγοντας το, αλλά είναι η αλήθεια. Αγαπούσε παθιασμένα τους φίλους του και το έδειχνε με πολλούς τρόπους, ων εκεί όταν τον χρειάζονταν, έτοιμος να ακούσει τα προβλήματα τους. Πάντα διακριτικός, εχέμυθος και ελαφρά κρυψίνους σε κάποια ζητήματα, ήταν άνθρωπος που μπορούσες να εμπιστευθείς. Τώρα που το σκέφτομαι, έκανε το βήμα του να κυνηγήσει το όνειρό του, να ασχοληθεί με την Εθνομουσικολογία παρακινημένος από εκείνη την διάθεση αναζήτησης που είχαμε και μας οδήγησε, όλους τους Noise τελικά, να διαλέξουμε τη μουσική για επάγγελμα, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Θα μπορούσα να γράψω παρά πολλά για τα καλοκαίρια που περάσαμε στη Βουρβουρού, στο εξοχικό του σπίτι, πράγματα αστεία και σκανδαλώδη μαζί.

Επειδή όμως οι αναμνήσεις ξεδιπλώνουν όλη την αξία τους μόνο στους ανθρώπους που τις έζησαν, θα προτιμήσω να μην το κάνω. Πιστέψτε με όμως όταν σας λέω ότι είναι διανθισμένες με τόσα κατορθώματα, που θα έκαναν και τον πιο κατηφή να γελάσει.Το ίδιο ισχύει και για πράγματα που συνέβησαν στα ταξίδια που κάναμε μαζί, είτε για παίξιμο είτε για αναψυχή. Ο Θόδωρος δόθηκε με όλο του το είναι στο πεδίο της Εθνομουσικολογίας και αυτό τον καλυτέρεψε σαν άνθρωπο, γιατί ήρθε σε επαφή με ευτυχισμένους ανθρώπους χωρίς ούτε τα στοιχειώδη υλικά αγαθά. Είναι μια αλλαγή που είδα επάνω του σταδιακά και νομίζω πως αποτυπώνεται στη διάδραση με τους φοιτητές και τις φοιτήτριές του. Πολύ απλά, μου έκανε τρομερή εντύπωση η μαζική παρουσία τους στην κηδεία του, πράγμα μάλλον ασυνήθιστο για άνθρωπο που πρόλαβε να τους διδάξει μόνο δυο χρόνια. Πιστεύω πως η απλότητα και η μεταδοτικότητα στην οποία είχε κατασταλάξει, και έφερε τα παιδιά κοντά του, ήταν φυσική απόρροια του γλυκού του χαρακτήρα και της αίσθησης ότι συνδιαλέγεσαι με έναν άνθρωπο που κατανοεί επακριβώς για ποιο πράγμα μιλάει.

Τα τελευταία χρόνια, ειδικά από τότε που μεγάλωσαν λίγο τα παιδιά των στενών του φίλων, φυσιολογικά είχαμε όλο και λιγότερη επαφή, χωρίς όμως ποτέ να χάνονται οι εξελίξεις στις ζωές όλων μας. Βλέπετε, οι δεσμοί που είχαμε αναπτύξει και σφιχτοδέσει στα σημαντικά χρόνια της πρώτης νιότης ήταν τόσο ισχυροί, που δεν διστάζαμε να θεωρούμε αδερφό ο ένας τον άλλον, κι αυτό συνέβαινε με όλους τους πολύ στενούς του φίλους.

Αυτό που θα μοιραστώ μαζί σας είναι ότι, μετά από μια συναυλία των Gumbo Kulapo στις αρχές του 2024, ενός γκρουπ στο οποίο συμμετέχω, με πήρε παράμερα και μου είπε ‘’Αλέξη, τι θα έλεγες να ξαναφτιάξουμε τους Noise σε κάποια μορφή;" Είναι περιττό να πω ποια ήταν η απάντησή μου. Θόδωρε, τις προάλλες σε είδα στον ύπνο μου και ήσουν νέος και -όπως πάντα- ωραίος.

Θα τα ξαναπούμε.

 

Σημείωμα του Γιάννη Πλόχωρα:

Τον Theodore Konkouris, διεθνούς βεληνεκούς εθνομουσικολόγο, είχα την χαρά να τον γνωρίσω ως Θοδωρή κάπου στα τέλη της δεκαετίας του ‘80 μια και τα τότε κορίτσια μας ήταν φίλες από το Ανατόλια -παράλληλα είχα γνωριστεί και με τον Γιώργο και τον Αλέξη, τους φοβερούς ανάδελφους αδελφούς Αποστολάκη.

Βέβαια αυτούς τους τρεις μαζί τους είχα δει ήδη λάιβ πάμπολλες φορές στην πόλη ως Noise Promotion Company κι έβαζα πολύ συχνά στις ραδιοφωνικές μου εκπομπές κομμάτια απ τον πρώτο τους δίσκο, το "Silence!", λίγο αργότερα θα τους έκανα και αφιέρωμα στο Rollin Under, όταν έβγαλαν το "Catalog" (ο Μπάμπης Αργυρίου τους είχε ήδη πάρει συνέντευξη την περίοδο του πρώτου δίσκου, το Rollin Under είναι γενικά συνυφασμένο με τους NPco)

Οι Noise ήταν ένα μουσικά μορφωμένο γκρουπ που έχοντας ήδη αφομοιώσει φόρμες όπως το μπλουζ, το φανκ και το ποστ-πανκ πειραματίζονταν με ήχους, κατευθύνσεις και τάσεις πολύ πέρα απ το ροκ. Λάιβ δε, ήταν ντεβαστέητινγκ, άλλο επίπεδο, τόσο παικτικά όσο και εκφραστικά, σε στέλνανε σπίτι σου υγιή, πλούσιο κι ευτυχισμένο.

Με τον Θοδωρή η έμφυτη περιέργεια που έχουν τα ακατάτακτα πλάσματα κι ο αμοιβαίος ελιτισμός που μοιραζόμασταν ως προς τα πράγματα, έδινε στον καθένα μας την άνεση να συνεννοούμαστε άμεσα και απολαυστικά για ποικιλία θεμάτων. Του την έλεγα για το γκρουπ και μου την έλεγε για τον Μουσικό Δίαυλο ή το Rollin Under, αλλά υπήρχε ουσία, νιάξιμο κι αγάπη σ' όλο αυτό, όχι ανταγωνισμός ή πόζα (καθότι ναι, και στα χρόνια μας υπήρχαν χίπστερς με αποψάρα και τουπέ).

Εκείνη την περίοδο φοιτούσαμε κι οι δυό στο ΑΠΘ και μοιραζόμασταν την πεποίθηση ότι αποκλείεται ν ‘αφήναμε τη μουσική χάριν της επιστήμης ή του βιοπορισμού.

Πράγματι ο Θόδωρος τελείωσε μεν τη φαρμακευτική αλλά συνέχισε τον πειραματισμό του στις (μετα) ροκ φόρμες παίζοντας κιθάρα στους Νάνους ή βοηθώντας τον Γιάννη Ντρενογιάννη στους Yeah! ή τον Γιώργο Τσακαλίδη στους Ερασιτέχνες Εραστές ή συμμετέχοντας σ' ένα αξέχαστο πάρτυ συναυλία των Chris & Carla στο Μύλο.

Τη νέα χιλιετία χαθήκαμε για τα καλά κι όταν ξαναβρεθήκαμε το ‘23, αγνώριστοι εξ όψεως ολόιδιοι εν βλέμματι, είχα απέναντι έναν μουσάτο εθνομουσικολόγο σπουδαγμένο στο Λονδίνο ο οποίος ζει και διδάσκει στο Μπέλφαστ, έχει γυρίσει την Αφρική μελετώντας παραδοσιακούς οργανοπαίκτες κι έχει δημοσιεύσει μια σειρά εθνομουσικολογικών μελετών, συνεργάζεται με το Ιόνιο Πανεπιστήμιο και συζητάει να γυρίσει μόνιμα Θεσσαλονίκη για να διδάσκει μουσικολογία στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας. Όπως γίνεται σε τέτοιες σχέσεις ουσίας, η κουβέντα συνεχίστηκε απ' όπου την είχαμε αφήσει την τελευταία φορά που βρεθήκαμε, μπορεί και εικοσιπέντε χρόνια πίσω. Πίναμε κόβαμε ράβαμε για μουσικές, γκρουπ, κατευθύνσεις, αλλά έπρεπε να φύγω κι όποτε επιτέλους καταφέρει να γυρίσει μόνιμα Θεσσαλονίκη εννοείται θα βρισκόμαστε, ε!

Μετά όμως πέθανε ο Μπάμπης Αργυρίου -και πρέπει να αγκαλιαστήκαμε κι ίσως να μιλήσαμε λιγάκι στη συναυλία για τον Μπάμπη που έγινε έναν χρόνο αργότερα στον Μύλο, αλλά η συγκίνηση της βραδιάς πάει, μου ‘σβησε τις μνήμες.

Και τον Νοέμβρη μαθαίνω απ' τον Δημήτρη Κάζη ότι μέσα σε λίγους μήνες πάει πέθανε ο Θόδωρος, επιθετικό κακόηθες λέμφωμα.

Κρατάω σεβασμό, εκτίμηση κι αγάπη -γιατί όσα χρόνια και να ‘χαμε ακόμα δεν θα μας έφταναν ούτως ή άλλως για να σχεδιάσουμε, να συζητήσουμε και να αλληλεπιδράσουμε.

 

Δημήτρης Κάζης:

Τον Θόδωρο τον γνώρισα μετά από ένα λάιβ των Noise Promotion Company, πρέπει να ήταν το 1989. Είχα αγοράσει τους δίσκους τους από τον Μπάμπη και πήγα διαβασμένος. Βγήκε στη σκηνή κάποια στιγμή με λευκή ποδιά εργαστηρίου και κάτι μπιχλιμπίδια που υποτίθεται ότι ήταν η έλικα του DNA με τον Μπαντούκ από πίσω να απαγγέλει «αδενίνη, γουανίνη, κυτοσίνη, θυμίνη» (οι τέσσερεις βάσεις του DNA). Πιάσαμε κουβέντα μετά και τον ρώτησα πώς του ήρθε, και έτσι ανακαλύψαμε ότι είμαστε συμφοιτητές στη Φαρμακευτική. Από την επόμενη κιόλας μέρα αρχίσαμε να κάνουμε παρέα και σε λίγο καιρό είχαμε γίνει αχώριστοι. Οι ιστορίες μου έρχονται ξανά στη μνήμη σαν χείμαρρος και δεν διαφέρουν πολύ από αυτές του καθενός με τους πιο στενούς του φίλους φαντάζομαι. Θα διηγηθώ δύο από αυτές που μπορούν να γραφτούν και είναι και σχετικές με τη μουσική.

Το 1991 βγήκε το tribute στον Leonard Cohen ‘I’m Your Fan’ σε διπλό βινύλιο. Το αγοράσαμε και οι δύο και το λιώσαμε. Πάθαμε με τη διασκευή του Cale στο ‘Hallelujah’ και αποφασίσαμε να κάνουμε και μια δική μας (ο Jeff Buckley είχε την ίδια ιδέα λίγο πιο δυτικά). Πιάνω λοιπόν εγώ την κιθάρα κι αυτός το τραγούδι, το λέμε μια φορά στην κατανυκτική εκδοχή του Cale και αφού τελειώνει κοιτιόμαστε στα μάτια και σκάμε στα γέλια. «Εντάξει, ο χειρότερος κιθαρίστας και ο χειρότερος τραγουδιστής του κόσμου».

Λίγους μήνες αργότερα, στην τελική γραμμή για το πτυχίο, διαβάζουμε μαζί στο σπίτι μου μια μέρα πριν να δώσουμε ένα μάθημα. Το βράδυ, αφού είμαστε σίγουροι ότι το ‘χουμε, του προτείνω να πάμε για μια μπύρα να χαλαρώσουμε. Με κοιτάει σαν να του είπα το πιο τρελό πράγμα του κόσμου. Αφού δίνουμε το πρωί. Έλα μωρέ, λέω, μια μπυρίτσα θα πιούμε και θα γυρίσουμε. Δεν ήθελε και πολύ για να πειστεί και πάμε στο Λούκυ Λουκ (έκλεισε οπότε μπορώ να το αναφέρω χωρίς υποψία διαφήμισης). Αφού πίνουμε τη μπύρα μας και πάμε να φύγουμε, ανοίγοντας την πόρτα πέφτουμε επάνω στον ιστορικό κιθαρίστα των Γκούλαγκ Κώστα Αποστολίδη, που ήταν και εύσωμος τότε και δεν υπήρχε χώρος να τον παρακάμψουμε. Πού πάτε εσείς; Εεεεε, δίνουμε μάθημα αύριο. Ρε άιντε από κει που δίνετε μάθημα, λέει αυτός και μας σπρώχνει πίσω. Για να μην τα πολυλογώ, φύγαμε τις μικρές ώρες παραπατώντας. Το πρωί χτυπάει το ξυπνητήρι. Θόδωρε ξύπνα. Μμμμμμ. Θόδωρε, χάνουμε το μάθημα. Μμμμμμ. Γάμα το μωρέ, το δίνουμε τον Σεπτέμβρη. ΤΙ ΛΕΣ ΡΕ, διαβασμένο μάθημα θα το αφήσουμε, πετάγεται επάνω μόλις το ακούει. Πάει η κούραση, πάει και το χανγκόβερ.

Θα προσπαθήσω να μιλήσω όσο γίνεται αντικειμενικά για τον Θόδωρο Κονκουρή, παρά την φιλία μας και το πόσο πρόσφατη είναι η απώλειά του. Δεν θα πω τίποτα διαφορετικό από αυτά που είπαν και έγραψαν τόσοι άλλοι. Σαν μουσικός ήταν πάντα εκεί που έπρεπε και αναδείκνυε τα κομμάτια και τις μπάντες, είτε με τους Noise, είτε με τους Ερασιτέχνες Εραστές του Γιώργου Τσακαλίδη είτε με τους Chris & Carla στη μια κι έξω συναυλία στο Μύλο όπου σαν βύσμα είχα την τύχη να παρακολουθήσω και μια πρόβα. Σαν εθνομουσικολόγο δεν έχω τα προσόντα να τον κρίνω αλλά πολλοί από τον χώρο του τον παραδέχονταν όσο ήταν ακόμη ζωντανός και υγιής, το γράφω αυτό γιατί μετά θάνατον τα καλά λόγια είναι εύκολα και περισσεύουν. Σαν ακροατής είχε εκλεκτικό και εκλεπτυσμένο γούστο και απίστευτες γνώσεις γύρω από πολλά και διαφορετικά είδη, γνώσεις που δεν επιδείκνυε ποτέ αλλά το καταλάβαινε οποιοσδήποτε μιλούσε έστω και για λίγο μαζί του. Σαν άνθρωπος είχε μια φυσική λεπτότητα και ευγένεια και ταυτόχρονα ήταν προσιτός με όλους, χωρίς να πουλήσει ποτέ μούρη σε οποιονδήποτε και χωρίς αυτό να τον εμποδίσει να βουτήξει στο πιο βαθύ underground. Και του λιμανιού και του σαλονιού που λέει το λαϊκό άσμα. Και σαν φίλος πίστευε σε σένα περισσότερο από όσο πίστευες εσύ στον εαυτό σου. Και το κλείνω εδώ γιατί όταν μιλάς για κάποιον σπουδαίο άνθρωπο η παγίδα είναι ότι είναι πολύ εύκολο να γυρίσεις την κουβέντα στον εαυτό σου και να εξευτελιστείς. Έφυγε νέος και όμορφος, έχοντας μόλις κατακτήσει ό,τι ήθελε στη ζωή του και θα λείψει πολύ σε πολλούς και πολλές.