Οι Füchse του Βερολίνου και μια μίνι περιήγηση στο γερμανικό χάντμπολ
Μια περιήγηση στην μητρόπολη των απανταχού χίψτερ, σε ένα παράξενο άθλημα, στην ιστορία του και το παρόν του. Έχει και μουσική... Του Αντώνη Ξαγά
Το Prenzlauer Berg, η συνοικία αυτή του πάλαι ποτέ ανατολικού Βερολίνου είναι ίσως το απόλυτο υπόδειγμα της ‘σατανικής’ αυτής διεργασίας που μαστίζει τις πόλεις του δυτικού κυρίως κόσμου, της gentrification (εξευγενισμό να το πούμε ελληνικά και ευφημιστικά;). Εδώ όλα ξεκίνησαν το νέο anno zero για την Germania, το 1989, με την πτώση του τείχους (το οποίο πέρναγε λίγα μόνο μέτρα πιο πέρα, σήμερα υπάρχει και τόπος μνήμης). Το νέο παρθένο έδαφος τράβηξε την ακούσια και αθώα(;) εμπροσθοφυλακή των πρώτων …επενδυτών, αποτελούμενη κυρίως από καλλιτέχνες και καλλιτεχνίζοντες που εκμεταλλεύθηκαν τα φτηνά νοίκια και τις ανοχές του κράτους στις καταλήψεις. Με τα χρόνια ο κύκλος θα διευρυνόταν ολοένα περισσότερο όσο η πόλη μετατρεπόταν πια σε μια παγκόσμια μητρόπολη, η περιοχή γέμισε με το «ωραίο» πλήθος του νέου lifestyle, βίντατζ (καλο;)ντυμένο, οικολογικά συνειδητοποιημένο, ψαγμένο μουσικά, διατροφικά αβοκαντολάγνο, ολοένα και πιο εύπορο και καλοζωισμένο, με χιψτερίζοντες, διανοούμενους, (οινο)πνευματικούς και ακαδημαϊκούς και φοιτητές που για να γίνουν καθηγητές μπορεί και να γράψουν διατριβές για την gentrification και για ‘χωροκοινωνικές ανισότητες’ (ως γνωστόν για την ανισότητα γράφεις καλύτερα ως αποπάνω άνισος) ή και νοσταλγικά μυθιστορήματα γι’ αυτό που χάθηκε, που διαρκώς χάνεται, και μάλιστα χωρίς να κοιτά τη δική μας μελαγχολία). Μετά φυσικά ήρθαν και οι πιο ‘σοβαροί’ επενδυτές, πλάκωσαν και οι τουρίστες και οι ψηφιακοί νομάδες, και γέμισαν οι τοίχοι με αυτοκόλλητα «μας παίρνουν τις γειτονιές μας», οι πρώτοι ‘εισβολείς’ τώρα πια έχουν κλωσήσει τα αυγά τους και έχουν φτιάξει φωλιές και νεοσσούς, παλιοί και νέοι φασαίοι αλληλοϋποβλέπονται, και η ένταση της (ψαγμένης) μουσικής από το μπαράκι από κάτω ενοχλεί.
Δεν έχει πια θέση εδώ για ζόρικα λαϊκά παιδιά, σαν εκείνο που τραγούδησαν οι City (αυτοί με το «Am Fenster», ναι) το 1978 στο «King of Prenzlauer Berg» (σχετική μουσική αναφορά σαν φόρος τιμής στην κεντρική φιγούρα του συγκροτήματος, τον Fritz Puppel, που πέθανε τούτον τον Φλεβάρη)
Και κάπως έτσι συνεχίζεται η ιστορία σε αυτή την πόλη όπου η τραγωδία με την κωμωδία συχνά πάνε χέρι χέρι. Μια πόλη χωρίς μεγάλες εταιρείες και βιομηχανίες, με βασικό Μύθο (ίσως και… βιομηχανία) προς πώληση τον πολιτισμό (ίσως περισσότερο την κουβέντα περί αυτού), την κουλτούρα και την πολιτική. Και έναν αυτοθαυμαζόμενο εαυτό. «Σας καλωσορίζουμε στην πιο γαμάτη πόλη του κόσμου» («geilste Stadt der Welt», για να ακριβολογούμε) όπως ωρύεται στο μικρόφωνο ο εκφωνητής-κονφερασιέ στην κλειστή Max-Schmeling-Halle λίγο πριν την παρουσίαση των ομάδων, είναι Κυριακή απόγευμα, παραδίπλα το λασπερό παζάρι του Mauerpark ζουζουνίζει από το προαναφερθέν «ωραίο πλήθος», πνιγμένο στην τσίκνα από Bratwurst αλλά και κάθε λογής παγκόσμιο street food, το στάδιο εδώ μέσα είναι επίσης γεμάτο, όπως σχεδόν σε κάθε αγώνα, 10.000 κόσμος, ενθουσιώδης ατμόσφαιρα, μαζορέτες, ο DJ βάζει το ‘Sweet Caroline’ (που να το φανταζόταν όλο αυτό ο Neil Diamond) σε κάποια μπιτ εκτέλεση (μάλλον του ανεκδιήγητου DJ Ötzi), χαμηλώνει και την ένταση στο κατάλληλο σημείο για να συντονιστεί ο κόσμος «ο οο οοο», ρυθμικό χειροκρότημα (ή καλύτερα …χαρτονοκρότημα, που κάνει δαιμονικό θόρυβο και δίνει μοναδικό παλμό), μετά χαμηλώνουν τα φώτα, η μπασογραμμή του «Insomnia» δονεί την ατμόσφαιρα, οι παίχτες των δύο ομάδων βγαίνουν στο τεραίν ένας-ένας μέσα από μια τεράστια φουσκωτή αλεπού. Ώρα να αρχίσει το ματς.
Την πρώτη φορά που βρεθήκαμε εδώ ήταν το μακρινό 2013, ήταν το τελευταίο ματς της σαιζόν εκείνης. «Αδιάφορο βαθμολογικά» κατά το λεγόμενο. Η ομάδα της πόλης, η(οι) Füchse Berlin, οι αλεπούδες δηλαδή, υποδέχονταν την VfL Gummersbach … Την ποια;
Gummersbach λοιπόν. Ήτοι, κωμόπολη 50.000 κατοίκων στα πιο ορεινά της Κολωνίας. Και η ομάδα χάντμπολ (γι’ αυτό το άθλημα μιλάμε τόσες λέξεις) της είναι μια όχι πια κραταιά, ωστόσο αξιοπρεπώς διαβιούσα παλιά δόξα, μέχρι και με Κύπελλα Πρωταθλητριών στα ράφια της. Γενικά το γερμανικό χάντμπολ, που το πρωτάθλημα του εδώ και πολλές δεκαετίες θεωρείται –και είναι- το ισχυρότερο και πιο ανταγωνιστικό του κόσμου, για τον έξωθεν παρατηρητή είναι μια άσκηση στη γεωγραφία. Όσο καλές κι αν είστε στην κατηγορία αυτή του Trivial Pursuit θα είναι δύσκολο να εντοπίσετε στον χάρτη ονόματα όπως Melsungen, Lemgo, Göppingen, Wetzlar, όλα έδρες ιστορικών ομάδων με πρωταθλήματα, κύπελλα και ιστορία (οσονούπω ανεβαίνει στην κατηγορία και η Bietigheim, ήθελα να την αναφέρω την άσημη αυτή πόλη της Βάδης-Βυρτεμβέργης γιατί θεωρείται ένα από τα βασικά κέντρα του γερμανικού χιπ-χοπ παρακαλώ – ένας από τους τοπικούς ήρωες μάλιστα ο RIN έχει και άσμα… «Bietigheimication»)
Η χωρική διασπορά πάντως του αθλήματος είναι μοναδική, ακόμη και για τα γερμανικά δεδομένα όπου η μετάσταση των ποδοσφαιρικών συλλόγων στα άλλα αθλήματα είναι εξαιρετικά περιορισμένη (στο χάντμπολ π.χ. το Αμβούργο με τον HSV είναι η μοναδική ομάδα στις δύο πρώτες κατηγορίες που έχει ένα αξιόλογο ποδοσφαιρικό τμήμα – που, ειρήσθω εν παρόδω, θα πιθανολογήσουμε ότι και φέτος κάποιον συναρπαστικό τρόπο θα βρει για να παραμείνει στην βήτα κατηγορία). Το παρόν του αθλήματος έχει να επιδείξει ως μεγαλύτερη δύναμη το Κίελο, το Μαγδεμβούργο (που είναι και κάτοχος του περσινού Champions League), το Φλένσμπουργκ, και από τις μείζονες πληθυσμιακά πόλεις μόνο το Βερολίνο, με τις «Αλεπούδες» του. Που και αυτή… χωριάτικες ρίζες έχει βασικά, η πραγματική της έδρα (και όνομα) ήταν στο Reinickendorf, στον βορρά της πόλης, «χωριό» (εξού και Dorf) ενταγμένο πλέον στον ιστό της (άλλωστε ως -μη-γνωστό το Βερολίνο είναι σε μεγάλο βαθμό μια ενοποίηση τέτοιων χωριών – πάντως αν περπατάς ανυποψίαστος μπορεί ακόμη και να δεις μια φουντωτή αλεπουδίσια ουρά να χάνεται στους θάμνους, όπως μας συνέβη όντως μια βραδιά στο Neukölln).
Βέβαια προϊόντος του χρόνου και της διαρκούς εμπορευματοποίησης του αθλητικού προϊόντος, με τους αγώνες (σχεδόν κάθε αθλήματος) να αποτελούν πλέον ένα συστατικό στοιχείο του προσφερόμενου τουριστικού μενού των city breaks, όλο και μεγαλύτερες πόλεις μπαίνουν στο παιχνίδι και αποκτούν ή δημιουργούν ή προβάλλουν ομάδες. Παρολ’ αυτά, και παρά την εκκωφαντική μοντερνοποίηση, ακόμη κι εδώ, στον πυρήνα του gentrification, το χάντμπολ διατηρεί ακόμη έναν ευπρόσδεκτο «επαρχιωτισμό» και μια κάποια γνήσια λαϊκότητα (η μπάντα των «φανατικών» της ομάδας με ταμπούρλα και τύμπανα που δεν σταματούν σε όλη την διάρκεια του αγώνα, αποτελείται σε μεγάλο βαθμό από μεσόκοπους κυρίους και κυρίες με φιγούρες που υπό άλλες συνθήκες μπορεί και να τις συναντούσες σε κάποιον τοπικό εξωραϊστικό σύλλογο ή ενοριακή κοινότητα).
Σε ένα τέτοιο περιβάλλον βρίσκονται και οι ρίζες του ιδίου του αθλήματος, ενός πολύ ‘γερμανικού αθλήματος’ από την αρχή του ήδη, και ως τέτοιο εξακολουθεί να εκλαμβάνεται παρά την διεθνοποίηση του και τις όχι πια πολύ συχνές επιτυχίες της εθνικής ομάδας (πως συμβαίνει με τους Άγγλους και το αενάως και μηδέποτε coming home ποδόσφαιρο;). Κι αν στα νεανικότερα κοινά έχει ένα ζητηματάκι τα τελευταία χρόνια, η δημοφιλία του ωστόσο παραμένει πολύ υψηλή (μια ματιά στα κιόσκια με περιοδικά σε έναν σιδηροδρομικό σταθμό θα εντοπίσει δύο περιοδικά χάντμπολ, το ένα μάλιστα εβδομαδιαίο!). Διόλου τυχαία ως άθλημα επινοήθηκε εκεί στα τέλη του 19ου αιώνα, μια εποχή που ανέδειξε σχεδόν όλα τα ομαδικά σπορ των καιρών μας, τότε που η βιομηχανοποίηση είχε ξεπεράσει πια τις αρχικές ντικενσιανές της εποχές, κι άφηνε πλέον έναν κάποιο ελεύθερο χρόνο στο εργατικό προσωπικό, και τα σπορ (είτε με ενεργητικό είτε με παθητικό τρόπο) ήταν ένας τρόπος απόσπασης, εκγύμνασης και διασκέδασης σε αντιδιαστολή με μια επίπονη και συνήθως ανιαρή εργασία. Δώσε λοιπόν κλώτσο να γυρίσει, και μπάλα να κυλίσει. Το ποδόσφαιρο βέβαια ήδη από την γένεση του δέχτηκε έντονη υποτίμηση και χλευασμό, κι ακόμη πιο πολύ στην εμφορούμενη από αντι-βρετανικά αισθήματα Γερμανία (ήδη ανεπτυγμένα αρκετά πριν αυτά αποκτήσουν πολεμική έκφραση στον Τριακονταετή του 20ου αιώνα) όπου θεωρούνταν από πολλούς «αφύσικο», «αντι-αισθητικό» και μια «αγγλική νόσος» (!) (στην διπλανή εικόνα από επιθετικό δημοσίευμα της εποχής, ο τίτλος θα μπορούσε να μεταφραστεί «κλωτσοσκούφι»). Και κάπως έτσι, σαν αντίδραση δημιουργήθηκε το… ευγενές άθλημα της χειροσφαιρίσεως (του οποίο μάλιστα, ας σημειωθεί, η αρχική πιο διαδεδομένη του μορφή –που έφτασε να γίνει έως και ολυμπιακό, ξεχασμένο πλέον άθλημα- ήταν σε ανοιχτό γήπεδο, μεγέθους ποδοσφαιρικού σταδίου, πριν τελικά επικρατήσει πλήρως το χάντμπολ σάλας).
Ευγενές μεν, σκληρό δε, και σε διάφορες περιόδους εθνικιστικά φορτισμένο, ειδικά τα χρόνια των ναζί και της λατρείας του σώματος η οποία βρήκε πεδίο έκφρασης λαμπρό στον αθλητισμό (όπως το αποτύπωσε η Λένι Ρίφενσταλ στις επιδραστικές κατά τ’ άλλα της ταινίες), με τις θεωρούμενες ‘πρωσικές αρετές’ όπως η ρώμη, η αντοχή, το μαχητικό πνεύμα να αποθεώνονται, το παιχνίδι έγινε κι αυτό ‘αγών’ (sic), Kampf, ακόμη και προετοιμασία για την πραγματική μάχη που δεν θα αργούσε (η ρίψη της μπάλας ως άσκηση στο πέταγμα… χειροβομβίδας!).
Όλα αυτά πάντως φαντάζουν σαν από έναν άλλο μακρινό κόσμο, σήμερα, εδώ. Το παιχνίδι (για να επανέλθουμε κιόλας) εξελίσσεται μπροστά στα μάτια μας σε μια εξωφρενική ταχύτητα, ένα εντυπωσιακό Κέμπα ξεσηκώνει τον κόσμο (έτσι λέγεται το κόλπο που πετάς την μπάλα και την πιάνει στον αέρα ο άλλος παίκτης, με όνομα που παραπέμπει σε έναν από τους θρύλους του αθλήματος, τον Bernhard Kempa της Frisch Auf Göppingen). Η τραχύτητα που κάποτε το χαρακτήριζε και είχε βγάλει κακή φήμη (όχι άδικα, μια στατιστική έρευνα στα τέλη των 70s είχε δείξει ότι η ομάδα που έκανε τα περισσότερα φάουλ επιβραβευόταν με την νίκη τις περισσότερες φορές) έχει πια μετριαστεί, οι παίκτες συμπεριφέρονται μεταξύ τους με μια μοναδική ευγένεια και προσοχή, οι διαρκώς ανανεωνόμενοι κανονισμοί στέκουν όλο και πιο πολύ στο πλευρό της επίθεσης. Οι δε διαβόητες και στους άσχετους με το σπορ «αλλαγές χάντμπολ» εκτελούνται λες και είναι χορογραφημένες (αν και όσο περνάν τα χρόνια γίνονται όλο και λιγότερες, η ταχύτητα του παιχνιδιού έχει φέρει σε μειονεκτική θέση τους παλιούς κλασικούς παίκτες-‘μπουλούκους’, τους ογκόλιθους σε άμυνα και επίθεση). Πριν δέκα χρόνια είχαμε θαυμάσει σε αυτό το γήπεδο τον σπουδαίο Iker Romero μαζί με τον Ρώσο με προφανείς ελληνικές ρίζες Ρώσο Konstantin Igropulo (πέρασε κάποτε και από τον Πανελλήνιο), σήμερα υπάρχει ο ακόμη φονικά αποτελεσματικός στα 41 του Hans Lindberg, αλλά το μεγάλο αστέρι της ομάδας είναι ο αέρινος και ντελικάτος Mathias Gidsel, απόφοιτος της μεγάλης των Δανών σχολής και πιθανότατα ο καλύτερος παίκτης στον κόσμο αυτή τη στιγμή.
Ο αγώνας τελειώνει μέσα σε κλίμα ευφορίας, οι παίκτες χορεύουν σε κύκλο το κλασικό γηπεδικό άσμα, παλιό schlager βασικά, «oh wie ist das schön», «ω τι ωραία που είναι, κάτι τέτοιο είχαμε καιρό να δούμε», η ομάδα κέρδισε σήμερα αλλά έχεις την αίσθηση ότι το ίδιο συναίσθημα θα επικρατούσε ακόμη κι αν είχε χάσει, έχει μια ευπρόσδεκτη ανέμελη χαλαρότητα όλο αυτό το κλίμα, που δεν αναζητά σώνει και καλά νοήματα και χωρίς ιδεολογικές φορτίσεις και ταυτίσεις (που είναι πάντα προβληματικές και συνήθως και φαντασιακές), αλλά απλή δια-σκέδαση, μνήμη, βίωμα και εντοπιότητα.
Σε λίγη ώρα ο κόσμος θα έχει διαχυθεί, όπως τα μόρια μιας ουσίας σε έναν διαλύτη, στο χάος της μεγαλούπολης. Το ψυχρό βόρειο βράδυ έχει πια πέσει, το παζάρι σχόλασε. Ωστόσο για όσες θέλουν κάπου θα υπάρχει μια ζεστή γωνιά για ένα κοκτέιλ (οπωσδήποτε signature).
(Πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό-φανζίν για το κοινωνικό και πολιτικό νόημα των σπορ και την οπαδική κουλτούρα, HUMBA!, τεύχος 49)