Το αέναο και το διαχρονικό

Mecano - Autoportrait

H διαχρονικότητα ως έννοια συλλογική ή ατομική; Απάντηση προσπαθεί να δώσει ο Παναγιώτης Αναστασόπουλος μέσα από έναν δίσκο που αγαπήθηκε στα μέρη μας, έστω και ετεροχρονισμένα

Αλήθεια, το να θεωρηθεί ένα άλμπουμ ως διαχρονικό, είναι τελικά ζήτημα ατομικής ή συλλογικής κρίσης; Ας μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας. Η ερώτηση, αν όχι παγίδα, τουλάχιστον θα πρέπει να θεωρείται ρητορική.

Σε περίπτωση που απαντήσεις ότι είναι ζήτημα προσωπικό, τότε θα σου πουν ότι έχεις λάθος, αφού η γνώμη σου θα είναι αναπόφευκτα βασισμένη σε προσωπικά βιώματα, συγκυρίες και συναισθήματα που βρίσκονταν στην επιφάνεια της ζωής σου, όταν το άκουσες. Αν, πάλι, πεις πως είναι συλλογικό, καταρχάς ακούγεσαι πιο αντικειμενικός, αλλά πάλι μένει αδιευκρίνιστο το πόσες θετικές ψήφοι απαιτούνται για να περάσει επιτυχώς το περίφημο test of time. Και ποιος καθορίζει τις παραμέτρους του test of time; Ναι, χαμογελάστε ελεύθερα. Αυτοί που κρίνουν ατομικά. Πού καταλήγουμε, λοιπόν; Στο ότι η διαχρονικότητα ενός άλμπουμ είναι ζήτημα ατομικό, που αφού φιλτραριστεί από τη συλλογικότητα των κριτηρίων του test of time, επαναπροσδιορίζεται ως τέτοιο. Και τώρα που βρήκαμε τον κανόνα, ας ασχοληθούμε με την εξαίρεση: το “Autoportrait” των Mecano, που είναι ένα κλασικό παράδειγμα αχρήστευσης του test of time.

Μια φορά κι έναν καιρό υπήρχε μια σχολή που υποστήριζε ότι η αληθινή τέχνη είναι η ανεπιτήδευτη, η πηγαία. Ύστερα πλήθυναν οι φωνές που υποστήριζαν πως η ποιοτική τέχνη είναι και θέμα καθημερινής ενασχόλησης, άσχετα με το αν αυτή ενεργοποιείται από την έμπνευση. Κάτι που θα μπορούσε κάποιος να προσδιορίσει ως το φανταστικό ταξίδι από τα «Τετράδια Γυμνασμάτων» του Σεφέρη μέχρι το “On Writing” του Stephen King. Δηλαδή, κάτι που δε μπορείς με τίποτα να το υποστηρίξεις για τoυς Ολλανδούς Mecano.

Η μπάντα σχηματίστηκε ως Mecano Ltd., αποτελούμενη από τον εραστή της τέχνης και αισθηματία επαναστάτη frontman Dirk Polak και τους Pieter Kooyman (κιθάρα), Ton Lebbink (ντραμς) και τα αδέλφια Tejo Bolten (μπάσο, κλαρινέτο, μαντολίνο) και Cor Bolten (βιολί, πιάνο). Αν και γεννημένη στις ένδοξες μέρες του punk, παρασύρθηκε μονάχα μια φορά ολοκληρωτικά από αυτό στο υπέροχο α-λα Magazine ντεμπούτο single της "Face Cover Face / Fools" (1978). Κι αυτό διότι αμέσως μετά άνοιξε απότομα τους ορίζοντές της, για να αγκαλιάσει τις μουσικές σχεδόν ολόκληρης της Ευρώπης, με τρόπο που κανείς μέχρι τότε δεν είχε καταφέρει να συλλάβει, αρχής γενομένης από το μυθικό 7'' "Escape the Human Myth / History Landmarked". Μόνο που το μυαλό όλων και ιδίως του Dirk δεν είχε φανταστεί τα πράγματα να παίρνουν τέτοια τροπή. Όχι γιατί δεν είχαν εμπιστοσύνη στις μουσικές τους δυνατότητες, αλλά διότι η μουσική ήταν η τρίτη μορφή τέχνης που επέλεγαν να εκφραστούν. Με άλλα λόγια, όλα τα περί καθημερινής ενασχόλησης που λέγαμε παραπάνω, πήγαν με μιας περίπατο.

Πρώτες, με διαφορά, αγάπες του Dirk ήταν η ζωγραφική και η γλυπτική, με τη μουσική να έχει αρχικά παρενθετικό ρόλο. Εμμονή του, όπως και του επίσης εξαιρετικού Tejo Bolten, υπήρξαν τα παιχνίδια Meccano, που αποτελούσαν μακράν την κύρια πηγή έμπνευσής του για κάθε μορφή τέχνης με την οποία καταπιανόταν. Κι όταν η μουσική σίγησε το 1983, η ζωγραφική και η γλυπτική εξακολούθησαν να συνεχίζουν την πορεία τους. Όπως τα σχήματα των κατασκευών αυτών ανασυντίθενταν ανάλογα με τη διάθεση εκείνου που ενασχολούνταν μαζί τους, έτσι εύπλαστη αποδείχτηκε και η έμπνευση που πήγαζε από αυτά, η οποία στην περίπτωση του Dirk και του Tejo ήταν κατά βάση ανθρωποκεντρική. Α, και παλαιάς κοπής, ως επεξεργασμένη μεν, αλλά τελικά «ανεπιτήδευτη».

Χρειάστηκε να περάσουμε από το συγκεντρωτικού χαρακτήρα “Untitled” και το “Subtitled”, μέχρι να έρθει η στιγμή να φτάσουμε στο “Autoportrait” και να συνειδητοποιήσουμε ότι, πράγματι, το άριστο δεν επιδέχεται καμία βελτίωση. Ένα άλμπουμ που «αχρήστευσε» ως ανακριβές το κριτήριο του test of time, επειδή δεν είναι δυνατό να αποτιμηθεί με ασφάλεια, αφού ακούγεται κάθε φορά όλο και πιο «διαφορετικό». Που δεν αντέχει απλά στο πέρασμα του χρόνου, αλλά υπερβαίνει την ούτως ή άλλως επίπλαστη -πλην όμως, αναγκαία- διάστασή του, αποτελώντας το όνειρο της αέναης καλλιτεχνικής μεταμόρφωσης. Όσες φορές κι αν το ακούσει κανείς διαπιστώνει πως δε διατηρεί μόνο εκείνα τα χαρακτηριστικά που το έχρισαν μεγαλειώδες, αλλά λιώνει κατά περίπτωση για να γεμίσει τα καλούπια των εκάστοτε συναισθημάτων μας με μουσική ευφυΐα και οικειότητα. Εδώ εντοπίζεται και η διαφορά ανάμεσα στο αέναο και στο διαχρονικό.

Ειλικρινά, πιστεύω πως δεν ξαφνιάζει κανέναν το γεγονός ότι το “Autoportrait” παρέμεινε παραγνωρισμένο στην εποχή του. Θα τολμούσα μάλιστα να πω ότι, δυστυχώς, εξακολουθεί να παραμένει. Βέβαια, οι πιο απαιτητικοί μουσικοί τύποι που έκαναν ανασκαφές στους καταλόγους των ανεξάρτητων εταιρειών, το εκτίμησαν από την πρώτη κιόλας στιγμή. Για την ακρίβεια, δεν υπήρχε περίπτωση να ακούσεις οποιοδήποτε τραγούδι του, έστω και σε δεύτερο πλάνο, και να μην του δώσεις όλη την προσοχή σου. Κλασική περίπτωση έρωτα με την πρώτη ακοή. Τα λοιπά σχετικά είναι κοινά σε όλες τις ανάλογες περιπτώσεις. Το ευρύ κοινό ακόμα κι αν διασταυρώθηκε μαζί του το αγνόησε, σε αντίθεση με τους κριτικούς που το λάτρεψαν. Πέρα όμως από αυτά, υπήρξε μια μικρή χώρα που έδειξε συγκλονισμένη τόσο, που, με πρώτη ευκαιρία, ακόμα και σήμερα το αποθεώνει, όπως και οτιδήποτε αφορά τους Mecano. Και, ναι, αυτή δεν είναι η πατρίδα τους η Ολλανδία, αλλά η δική μας, που στο πέρασμα του χρόνου έχει, τηρουμένων των αναλογιών, γίνει η μουσική πατρίδα όχι και τόσο λίγων μουσικών, οι οποίοι στον τόπο τους δεν έτυχαν ανάλογης αναγνώρισης. Κάνετε αυτό το σαφώς πιο εύκολο τεστ και θυμηθείτε κάποιους από αυτούς, ξεκινώντας από τους Wipers ή τους Puressence. Σύντομα θα ανακαλύψετε ότι είναι περισσότεροι από όσους αρχικά νομίζατε.

Ουσιαστικά με τη μουσική τους οι Mecano δεν υπερέβησαν, ούτε κατέλυσαν, αλλά ανασυνέθεσαν τις δεδομένες φόρμες, δείχνοντας όμως τη διακριτικότητα που αρμόζει σε κάθε γνήσιο εραστή της τέχνης και όχι σε όσους στρατεύονται σε κάθε λογής ιδεολογία ή πρόκληση, για να καλύψουν τις δημιουργικές τους αδυναμίες. Ξεκίνησαν ως μια punk-rock μπάντα και άμεσα, αφού έμοιασαν προς στιγμή να ενδίδουν στα ομολογουμένως σαγηνευτικά θέλγητρα κυρίως του post-punk και δευτερευόντως του new wave, χωρίς πρόδηλα να τα απαρνηθούν, αγκάλιασαν μουσικά όλη την Ευρώπη. Κι αν όντας ευρωπαίοι ακούγεται πιο εύκολο το να «αφομοιώσουν» επιρροές της Ευρώπης, παρά της πιο πολύ μοδάτης από τα 60s και εφεξής Ασίας, επιτρέψετε μου να διαφωνήσω. Προσέξτε παρακαλώ: δε μιλάμε απλά για «ετερόκλητες» επιρροές μιας ή δύο χωρών, αλλά πολύ περισσότερων, που έντεχνα ενσωματώθηκαν κατά τρόπο ώστε να συνυπάρχουν αρμονικά, αναδίδοντας μια μοναδική Ευρωπαϊκή αύρα. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, το άλμπουμ είναι και διαχρονικό, έξω από σχετικούς κανόνες ή προϋποθέσεις. Αρχικά η μουσική του “Autoportrait” σε ξαφνιάζει, χωρίς να καταλαβαίνεις αμέσως το γιατί, ενώ μέσα σε λίγες ακροάσεις μοιάζει τόσο οικεία, που βρίσκει τη θέση της πλάι στις πιο παλιές αναμνήσεις σου.

Ακόμα και τα βαρυσήμαντα φωνητικά του Dirk σε προϊδεάζουν από την πρώτη στιγμή για τις προκλήσεις που πρόκειται να σου απευθύνουν. Η ποίηση κοινωνικοποιείται μέσω της πολιτικής κι αυτή, με τη σειρά της, αναπνέει μέσα από συναισθηματικές υπερχειλίσεις, που ενώ φαίνονται να έχουν ερωτική διάσταση, στην ουσία επιχειρούν να ξορκίσουν όλους αυτούς τους επικίνδυνους μικροσκοπικούς θανάτους που ύπουλα μας περιστοιχίζουν. Μέσα από τη φωνή του μπορούμε να κοιτάζουμε τον κόσμο με τα μάτια των Vladimir Mayakovsky, Andre Breton και Paul Eluard, επενδεδυμένο όμως με τη μουσική της σκοτεινής πλευράς μιας ελπίδας που πασχίζει να μη σβήσει.

Όλα αυτά τα χαρακτηριστικά που ωρίμασαν σταδιακά, ολοκληρώθηκαν ιδανικά στο “Autoportrait”. Αλήθεια, πόσες φορές ακούγοντας ένα δίσκο ένιωσες να περιστοιχίζεσαι από «χάος»; Να νιώθεις ξεκρέμαστος και, παράλληλα, εκστασιασμένος από το άγνωστο, που αποδεικνύεται ταυτόχρονα οικείο; Φαντάζομαι, όχι πολλές. Αναμφισβήτητα, μία από αυτές ανήκει στο “Autoportrait”, που, είτε το θέλουμε είτε όχι, αποτελεί σημείο αναφοράς τουλάχιστον για τη δεκαετία του ’80. Κι αν θέλετε σώνει και καλά να το περιγράψω, έστω και ατελώς, με μια φράση, τότε η “avant-garde” ακούγεται η πιο κοντινή στην πραγματικότητα. Ας δούμε και πιο συγκεκριμένα γιατί.

Αν και δε χρειάζεται να το διευκρινίσω, ο δίσκος είναι προορισμένος να «λειτουργήσει» μόνο αν ακουστεί σε μορφή βινυλίου. Περιμένοντας τη βελόνα να γυρίσει μέχρι τις πρώτες νότες του “Profile”, νιώθεις ήδη να σε χτυπά μια δροσιά που βγαίνει από το σκοτάδι. Κι όταν αργά - αργά συνηθίζουν τα μάτια σου, βλέπεις άλλα μάτια να σε κοιτάζουν. Τότε είναι που αρχίζει το πιο avant-garde βιολί που έχεις ακούσει, επωμισμένο με το άχθος να ερμηνεύσει μια κληρονομιά που ξεκινά από την Ουγγαρία και φτάνει ίσως μέχρι τη νησιωτική Ελλάδα, με μοναδικό σκοπό να παντρέψει τη λύτρωση με τους εφιάλτες. Η μουσική, που είναι ταυτόχρονα επιθετική και συναισθηματικά φορτισμένη, μοιάζει να φεύγει, αλλά πάντα ξαναγυρνά ως περήφανη Ευρωπαία μούσα που αναζητά το χαμένο της κλέος.

Το “The Suggestive Sleep” μοιάζει με τους χτύπους της καρδιάς ενός αργοκίνητου χασαποσέρβικου, παραδομένου άνευ όρων στην on acid μεγαλοπρέπεια του κλαρινέτου. Ακούγεται ρημαγμένο από την υγρασία των ημιυπόγειων που βρέχονται από τα νερά του Άμστελ, με κιθαριστική παραμόρφωση που παραμονεύει στις σκοτεινές πτυχές των δρόμων ντυμένη με σφιχτοκουμπωμένο μαύρο post-punk πουκάμισο. Η φωνή του Dirk αποδεικνύει το γιατί είναι ένα από τα σημαντικότερα όργανα του ήχου της μπάντας, εναλλάσσοντας αβίαστα το ύφος του τραγουδιού από ενδοσκοπικό σε μυστηριώδες, ποντάροντας πάνω στο «φόβο» που γεννιέται από κάθε αφηρημένη τέχνη.

Κι αν πλανηθήκατε και νομίσατε πως αυτό το “Entr'acte” είναι σαν τα άλλα, δηλαδή μουσική που ακούγεται για αναψυχή σε θεατρικό διάλειμμα, δεν πειράζει. Οι Mecano μας προκαλούν χρησιμοποιώντας γαλλική μουσική φινέτσα, περιπαίζοντας τις αισθήσεις μας με παύσεις ανάμεσα σε οχλοβοή και φωτοχυσίες. Τα πλήκτρα εδώ σε προσκαλούν για χορό, αλλά, αν ανταποκριθείς στο κάλεσμά τους, φροντίζουν αμέσως να σε αποπροσανατολίσουν, σα να μην ακούστηκαν ποτέ. Μόνο που εσύ πιάνεις τον εαυτό σου να υπνοβατεί στο χαμένο ρυθμό, ενώ κινείσαι προς άγνωστη κατεύθυνση.

Ο «Άστεγος» (“Безпризорныe”) έρχεται για να αποδείξει ότι ο χρόνος είναι ο ίσκιος της φαντασίας. Κουβαλά όλη τη ρωσική μουσική παράδοση και την αποδίδει υπερβατικά με θεατρινίστικο τρόπο. Τα ρωσικά εναλλάσσονται με τα γαλλικά, το μπάσο συναγωνίζεται με τα τύμπανα για το ποιο από τα δύο είναι περισσότερο πομπώδες, κι όσο ο ήχος εμπλουτίζεται, τόσο τα όρια του avant-garde που συναντά το post-punk διευρύνονται.

Το “Autumnmatic Play” είναι από εκείνες τις λίγες συνθέσεις που σε μαθαίνουν ν’ αγαπάς τον πόνο σου. Που, μέσα από τις ανυπότακτες στις γνωστές φόρμες πρώτες νότες του, σε καθηλώνει μέσα από μεγάλες πέρα-από-τη-μελωδία παύσεις, για να του ανοίξεις την καρδιά σου. Φέρει φιλτραρισμένη την κλασική κεντροευρωπαϊκή κληρονομιά του Bach και του Liszt, λοξοκοιτάζει προς τον άξονα της progressive, για να επιστρέψει εκλύοντας περισσότερο συναίσθημα με απρόσμενη επιθετικότητα τέτοιων πλήκτρων που πρωτοπείραξαν διακριτικότερα οι Penguin Café Orchestra.

Η αδιάκοπη κίνηση του κόσμου, συνοδευμένη από τη βοή του φοβερού μηχανοστάσιου τη ζωής έρχεται με τον industrial ύμνο του “The Mutant Jasz”. Ο ήχος από τα τεράστια πιστόνια της υπέργειας μεταφυσικής μηχανής μεταφράζεται σε μουσικό, με μια πρωτοπόρα δυστοπική σύνθεση, που αγαπά τον George Orwell, τον Ray Bradbury και το space rock.

Μεταγενέστερη κυκλοφορία του δίσκου περιλάμβανε το επιβλητικό “March of the Iron Worker”, με ανατολικοευρωπαϊκές επιρροές πάνω σε industrial άξονα, αποσπασματική μινιμαλιστική διάθεση και σαφή κινηματογραφική διάσταση. Μια σύνθεση που μοιάζει με βρωμισμένο καθρέφτη, που δείχνει το αλλοιωμένο πρόσωπο της ανθρωπότητας.

Η σκοτεινή λαχτάρα στο “To Life's Re-Union” είναι ο ορισμός της ανατριχίλας. Όχι μόνο για το μεγαλειώδες μπάσο και τα στιβαρά εξομολογητικά φωνητικά της, αλλά και για τα μαγικά πλήκτρα που καταρχάς ακούγονται «αταίριαστα» γλυκά, παραμένοντας τα μόνα πιστά στο new wave μέσα σε μια καθαρόαιμη post-punk σύνθεση.

Κάπως έτσι, το “Autoportrait” ξεπέρασε τα στεγανά της διαχρονικότητας, όντας πέρα από αυτήν. Στέκει ανέγγιχτο στο χρόνο και εξακολουθεί να κρύβεται στις σκιές, θρηνώντας μεν το διχασμό σε Mecano Un-Ltd. και War-raW, πάντοτε όμως έτοιμο να αποκαλυφθεί σε όσους ανοίξουν την καρδιά τους και το καλέσουν.