Το μακρύ ταξίδι της Hildegard von Bingen

Από ένα μεσαιωνικό μοναστήρι στον Ρήνο μέχρι την κραυγή μιας Lingua Ignota

H συναρπαστική ιστορία και μουσική μιας μοναχής (και πλέον αγίας) του 12ου αιώνα σε ένα οδοιπορικό του Αντώνη Ξαγά στον χρόνο, τον χώρο και τον ήχο

Hildegard von Bingen

Κοιτάς τον πίνακα και νιώθεις λες και όλα τα χρώματα, η γη και ο ουρανός, ο κόσμος ολάκερος, θα στροβιλιστούν σε μια καταστροφική αναπόδραστη δίνη και θα τελειώσουν εκεί μέσα, στην «μαύρη» τρύπα, εκεί απ’ όπου εκπορεύεται η κραυγή… Κι αν ο περιβόητος πίνακας του Munch ζωγραφίστηκε «μόλις» το 1893, πριν από όλη την «atrocity exhibition» του 20ου αιώνα, είναι ίσως η καλύτερη απεικόνιση της υπαρξιακής αγωνίας του ατόμου μέσα στην πυρηνική (από κάθε άποψη) νεωτερικότητα.

Είναι το ίδιο σκιαχτικό συναίσθημα που μπορεί να σε πιάσει ακούγοντας και σύγχρονες δημιουργίες, εν έτει 2019, «μελοποιήσεις» (ή καλύτερα «ηχοποιήσεις»;) εκείνης της Κραυγής, όπως π.χ. στον δίσκο της Kristin Hayter, της Lingua Ignota δηλαδή, για τον οποίο πριν από λίγο καιρό γράψαμε διεξοδικά σε αυτές τις σελίδες, ένα έργο πληγή ανοιχτή, εκτεθειμένη, σε σημείο δυσφορίας, λες και το πύον και οι σωματικές εκκρίσεις στάζουν από τα ηχεία.

Και δεν είναι η μοναδική, για να παραμείνουμε στην θηλυκή γραμμή της ιστορίας (ή ...herstory (sic!)), μπορούμε θα σταθούμε ενδεικτικά στον απελπισμένο, κατά στιγμές αφόρητο, ψηφιακό εξπρεσιονισμό μιας Pharmakon ή στον πιο νεραϊδοπαρμένο ρομαντισμό μιας Anna von Hausswolff, αλλά και σε άλλες, λιγότερο «ακραίες», πιο εσωστρεφούς έντασης φωνές των καιρών μας, όπως εκείνη της Chelsea Wolfe (με τον τελευταίο της δίσκο να έχει τον εύγλωττο τίτλο «Birth of violence»). Μοναχικές όχι επειδή είναι λίγες (που δεν είναι), ούτε επειδή τα τεχνικά μέσα της εποχής ευνοούν όλο και περισσότερο ατομικές προσπάθειες και λιγότερες συνεργασίες, αλλά ακριβώς γιατί εκπέμπουν την μοναχικότητα μιας κραυγής που αντηχεί στο κενό, που προσπαθεί να εκφράσει το βιωματικό, το απόλυτα προσωπικό, το εσωστρεφές και ναι, ίσως και το ναρκισσιστικό, προσέξτε με, ακούστε με, βοηθήστε με, λάβετε φάγετε, ιδού τα εσώψυχά μου. Μια ανάγκη επικοινωνίας σε αρμονία με μια εποχή στην οποία οφείλεις να «είσαι ο εαυτός σου», όπου η «εαυτότητα» (που έλεγε και ο ακούσιος προφήτης της εποχής μας Κρίστοφερ Λας) είναι αρχή και κατάληξη συγχρόνως (μπορούμε εδώ ίσως να παρατηρήσουμε, ότι αν στην Φυσική το βέλος του χρόνου δείχνει προς μεγαλύτερη εντροπία και χάος, στην Ιστορία αντιθέτως, σε μια διαρκή διελκυστίνδα, η κατεύθυνση είναι προς περισσότερη «οικουμενικότητα» (ή παγκοσμιοποίηση αν θέλετε) αλλά και συνάμα –χωρίς τούτο να είναι οξύμωρο– προς περισσότερη ατομικότητα).

Επιστρέφοντας στην Hayter και στο έργο της, διαβάζουμε στο ιστορικό της ότι μεγάλωσε σε καθολικό εκκλησιαστικό περιβάλλον, ότι βίωσε ακραίες εμπειρίες στο ίδιο της το πετσί, ούσα θύμα κακοποίησης στα χέρια ενός «noise μουσικού», ενώ ακόμη και μετά την σύλληψη του, υπέστη ένα σωρό ταπεινώσεις από τους δικαστικούς και κατασταλτικούς μηχανισμούς (α, γίνονται αυτά τα… μεσαιωνικά σήμερα; φυλάξτε αυτό το κρατούμενο). Και μοιάζει η Ηayter μέσα από το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο που έχει επιλέξει, Lingua Ignota, γλώσσα άγνωστη δηλαδή, να υπονοεί ότι οι λέξεις δεν αρκούν για να εκφραστεί το τραυματικό, «give me the words» εκλιπαρούν οι Tuxedomoon στο «In a manner of speaking», πάντα όμως θα υπάρχει κάτι το ερμητικά προσωπικό που μένει άρρητο, για να έρθει η μουσική να προστρέξει στην αδυναμία του λόγου («τα όρια της γλώσσας μου σημαίνουν τα όρια του κόσμου μου» κατά τον διάσημο αφορισμό του Βιτγκενστάιν). Και ίσως μία γλώσσα άγνωστη, αμετάφραστη και απόλυτα προσωπική, η οποία να μπορεί να εισέλθει στην αχανή και σχεδόν τρομακτική επικράτεια του απείρου, του άφατου, του ακατάληπτου, του υπερ/μετα/φυσικού.

Δείγμα της Lingua ignotaΠολλές εκατοντάδες χρόνια πριν από μουσικούς που έφτιαξαν τις δικές τους γλώσσες, πριν από τους Sigur Ros, πριν από την γλωσσολαλία των Cocteau Twins και τα λεκτικά πειράματα των ντανταϊστών, υπήρξε μία μοναχή η οποία είχε φτιάξει κι αυτή την δική της άγνωστη γλώσσα, την lingua ignota. Και με σκοπό άγνωστο, λίγα δείγματα λέξεων και προτάσεων έχουν απομείνει μονάχα. Να ήταν για προσωπική αναζήτηση στην επικοινωνία με το Θείο; Ένα διανοητικό παιχνίδι απλά; Ένας μυστικός κώδικας ίσως; Μια από τις πρώτες φιλοδοξίες δημιουργίας μίας πανανθρώπινης lingua franca; Νοσταλγία για μια χαμένη γλωσσική ενότητα, ένα ξόρκισμα της προπατορικής κατάρας της Βαβέλ; Μάλλον δεν θα το μάθουμε ποτέ. Αξίζει ωστόσο ένα ταξίδι κάμποσους αιώνες πίσω να την συναντήσουμε. Για να φτάσουμε μέχρις εκεί όμως, θα επιβιβαστούμε πρώτα σε ένα… ποταμόπλοιο.

Το οποίο έχει πια αφήσει πίσω του καπνίζοντας όλη την ρεματιά του Ρήνου νότια του Κόμπλεντς. Υδάτινοι μαίανδροι ανάμεσα σε κατάφυτους με αμπελοτόπια λοφίσκους, στις κορφές τους αναρίθμητα κάστρα, ο «ρομαντικός Ρήνος» γράφουν οι μπροσούρες των ταξιδιωτικών γραφείων, που κάποτε προκαλούσαν τρόμο στους ταξιδιώτες, οι οποίοι στην καλύτερη περίπτωση έπρεπε να πληρώσουν διόδια, στην χειρότερη να υπολογίζουν σε καμιά ληστεία (μικρή η διαφορά και τότε!), σήμερα ζευγαράκια κάθε ηλικίας δίνουν όρκους πίστης μπροστά στα βράχια της Λορελάι και συγκινούνται από την τραγική της ιστορία (όπως κάποτε ο Σοστακόβιτς και η Πλαθ), κοντεϊνεράδικα και φορτηγά πλοία κουβαλάνε σωρούς από σκραπ και μπάζα. Ο Ρήνος. Εμπορική αρτηρία, γερμανικό σύμβολο, τουριστικός «must» προορισμός από τις βικτωριανές εποχές ήδη.

Το ταξίδι τελειώνει εδώ στο Bingen, το πλοίο ξεβράζει τις ορδές φωτογραφικών μηχανών στην μικρή πολιτεία, ωστόσο τριγύρω επικρατεί μια εντυπωσιακή ησυχία, είναι Κυριακή μεσημέρι και ο ήλιος λάμπει, στην απέναντι… ακρορηνιά δεσπόζει το αρχιτεκτονικό παραλήρημα του αγάλματος της Germania (στον εθνικισμό γαρ το… μέγεθος μετράει), ο ήχος μιας καμπάνας τρέχει πάνω στα νερά που καθρεφτίζουν το τοπίο, αν κλείσεις τα μάτια μπορεί και να νομίσεις ότι βρίσκεσαι σε μια άλλη πολύ παλιότερη εποχή, τότε που ο ήχος αυτός όριζε την ροή του χρόνου και της ζωής των ανθρώπων.

BingenΗ σημερινή πόλη είναι τυπικά γερμανική, μικρή και χαριτωμένη, πλακόστρωτα δρομάκια, εστιατόρια με μπόλικο ξύλο και βαριές συνταγές, νεότερα generic καταστήματα, ήπια αρχιτεκτονική, δεν μπορώ όμως να μην αναλογιστώ και την καταθλιπτική ανία ενός χειμωνιάτικου απογέματος εδώ, όταν η βροχή θα σφυροκοπά τα τζάμια, ο άνεμος θα σφυρίζει και οι δρόμοι θα είναι σκοτεινοί και έρημοι. Καταλήγοντας στην κεντρική πλατειούλα της σκύβεις να πιεις νερό από μια βρύση, στην πέτρα είναι μια μορφή σκαλισμένη, μία η οποία έκανε αυτή την μάλλον άσημη πολιτεία ξακουστή σε όλο τον κόσμο, με θέση στο σύγχρονο συλλογικό φαντασιακό και ακτινοβολία μέχρι το σήμερα. Λίγο παραέξω, στην εκκλησία Rochuskapelle, υπάρχουν εικόνες-αναπαραστάσεις από την ζωή της, στην άλλη μεριά του ποταμού, στο Eibingen υπάρχουν λείψανα και αντικείμενά της. Μέχρι κι ένα εστιατόριο βρίσκεις όπου προσφέρονται πιάτα με το αγαπημένο της δημητριακό, το ντίνκελ (όλυρα ή ζεία το λέμε εδώ, πολύ γνωστό πλέον τρεντ στα μενού των υγιεινιστών και των ορθορεκτικών). Για την Hildegard ο λόγος, που έμεινε στην Ιστορία ως «von Bingen». Την Ιλδεγάρδη όπως την εξελληνίζαμε πολύ ωραία τα παλιά χρόνια.

Τι αλήθεια γνωρίζουμε για την «πραγματική» Χίλντεγκαρντ; Τα ιστορικά κιτάπια είναι λαλίστατα, αν και μεγάλη προσοχή απαιτείται, πολλά είναι μεταγενέστερα και από δεύτερο χέρι, ενώ είναι γνωστό ότι και η ίδια έβαλε πολλές φορές ένα χεράκι εξωραϊσμού σε αυτά. Πιθανότατα γεννήθηκε το 1098, έζησε 81 χρόνια (τρομερή επίδοση για μια εποχή που ο μέσος όρος ήταν στα 40) και πέθανε το 1179 εδώ στο Bingen, στο μοναστήρι Rupertsberg, το οποίο η ίδια είχε ιδρύσει και διαφεντέψει για χρόνια (και ας σημειώσουμε ότι τα μοναστήρια ήταν τα πολιτιστικά –αλλά και οικονομικά– κέντρα των καιρών, κυψέλες καλλιτεχνικής δραστηριότητας αλλά και φορείς εξουσίας). Το κτίριο καταστράφηκε την εποχή που λυσσομανούσε ο Τριακονταετής Πόλεμος, σήμερα έχουν απομείνει μερικά φτωχά ερείπια μονάχα. Η ίδια εξ απαλών ονύχων λέγεται ότι είχε μια πετριά, από τα πέντε της ήδη έβλεπε οράματα με φλόγες και λάμψεις και παράξενα πλάσματα, μεγαλώνοντας τα κατέγραψε στα περίφημα «Scivias», έδωσε μάχη για να αναγνωριστούν με την επισκοπική βούλα ότι ήταν θειικά και ουχί του διαβόλου φαντάσματα (δεν έπαιζες τότε με αυτά τα πράγματα), αποτέλεσαν δε βασική έμπνευση για το έργο της (κι ας ήρθε μετά από αιώνες ο διάσημος νευρολόγος Όλιβερ Σακς να… απομαγεύσει την ιστορία, και να τα αποδώσει σε παθολογικά αίτια, στην αύρα ισχυρών ημικρανιών, ο σπουδαίος μεσαιωνολόγος Jacques Le Goff από την μεριά του εξηγούσε ότι «η απόδραση από αυτό τον μάταιο, απογοητευτικό και αχάριστο κόσμο είναι για όλη την μεσαιωνική κοινωνία, από πάνω έως κάτω, μια αδιάκοπη προσπάθεια.(…) η ζωή των ανθρώπων του Μεσαίωνα διακατέχεται από όνειρα, οπτασίες και οράματα»).

Hildegard von BingenΗ Hildegard υπήρξε στην ζωή της ηγουμένη, φυσιογνώστρια, λόγια, ποιήτρια, θεραπεύτρια ουσιαστικά για τα οποία δεν υπήρχε τότε το θηλυκό τους (σε κάποια ούτε και σήμερα), αλληλογραφούσε και συμβούλευε ηγεμόνες, επισκόπους, ακόμη και τον πάπα και τον φοβερό και τρομερό Φρειδερίκο Μπαρμπαρόσα, κήρυττε δημόσια, υπήρξε κυριολεκτικά ένα αριστοτέλειο πνεύμα, ένας «homo universalis» πριν καν επινοηθεί η αναγεννησιακή αυτή έννοια. Και φυσικά μουσικός (αυτοδίδακτη μάλιστα όπως έλεγε), και για αυτό την θυμόμαστε περισσότερο απ’ όλα, τα έργα της έχουν διασωθεί μέχρι τις μέρες μας σε νευματική σημειογραφία (ακόμη γαρ δεν υπήρχε η καταγραφή με νότες) και μάλιστα θεωρείται η πρώτη στην Ιστορία που μπορούμε να ονοματίσουμε συνθέσεις της - ίσως να την τρώει στην… στροφή ο Γουλιέλμος ο ΙΧ της Ακουϊτανίας, ο «πρώτος τροβαδούρος», αλλά μεταξύ μας, δεν έχουν και τόσο νόημα οι αναζητήσεις των εκάστοτε «πρώτων». Μια στάση εδώ να αναλογιστούμε τον ρόλο της τύχης και της συγκυρίας στην διαχρονικότητα, και συνεχίζουμε…

Τα χρόνια πέρασαν, χρόνια πολλά, αιώνες ολάκεροι, πολύ νερό κύλησε στην κοίτη του Ρήνου. Η εποχή στην οποία έζησε η Χίλντεγκαρντ βαφτίστηκε-στιγματίστηκε «μεσαιωνική», ένα επίθετο που έσερνε μαζί του ένα σωρό αρνητικές συνδηλώσεις, έγινε «αυτονόητο» συνώνυμο του καθυστερημένου, του βίαιου, τα «σκοτεινά χρόνια» της ανθρωπότητας. Η ίδια πέρασε στην αχλή του μύθου, έμεινε μάλλον άγνωστη και ξεχασμένη έξω από τους κλειστούς κύκλους των λογίων και των ιστοριοδιφών. Μέχρι που… στα 80s του 20ου πλέον αιώνα, ξάφνου, έγινε σχεδόν… hype, cult, ακόμη και brand name. Η μουσική της «Σιβύλλας του Ρήνου» διαδόθηκε ευρύτερα, δίσκοι κυκλοφόρησαν, ταινίες γυρίστηκαν (η καλύτερη υπό την σκηνοθετική καθοδήγηση της Μαργκαρέτε φον Τρότα), lifestyle περιοδικά όπως το Face έγραφαν για την «πιο δυναμική γυναίκα μετά την Βοαδίκεια, την πιο έξυπνη μετά την Αθηνά» (!), σαν επιστέγασμα η Καθολική Εκκλησία την έκανε (επιτέλους) αγία και επιπλέον Διδασκάλισσα της Εκκλησίας (Doctor Ecclesiae universalis - με την μνήμη της να γιορτάζεται στις 17 του Σεπτέμβρη, μαζί με Σοφίες, Αγάπες και Ελπίδες). Μέχρι και στον… ίνδυ κόσμο έφτασε η χάρη της, όταν ο Devendra Banhart στο άλμπουμ του «Mala» τις αφιέρωσε το τραγούδι «Für Hildegard von Bingen», όπου την φαντασιώνεται να βλέπει… MTV, να την κοπανάει από το μοναστήρι, και να γίνεται …VJ (μεταξύ μας, το κομμάτι είναι σχεδόν νότα-νότα εχμμ αντιγραφή του «Love at first sight» των νεοκυματικών Gist, αλλά αφού ήταν για… άγιο σκοπό τον συγχωρούμε). Ακόμη και ιντάστριαλ κράουτ σχήμα με το όνομα Von Bingen υπάρχει, πρόσφατα δε πήρε το μάτι το ...ιερόσυλο γερμανικό σχήμα που φέρει το όνομα Hildegard von Binge Drinking (sic!).

Πως αλήθεια φτάσαμε σε όλα αυτά; Τι συνέβη, το μεσολάβησε;

Έχουμε γράψει πολλάκις για την ποπ που τρώει τις σάρκες, ωστόσο η ιστορία με τις αναβιώσεις και τις επινοημένες ή μη παραδόσεις ξεκινά πολύ καιρό πριν από την ποπ κουλτούρα (ναι, υπήρχε και ζωή πριν!). Ένα πρώτο πιο έντονο ενδιαφέρον για την μορφή της Χίλντεγκαρντ εκδηλώθηκε τον 19ο αιώνα, την εποχή του ρομαντισμού, τότε που η αντίληψη περί Εαυτού άλλαζε, τα προσωπικά ένστικτα και τα πάθη (σαν του νεαρού Βέρθερου και πολλών άλλων), η διεκδίκηση ατομικής συνείδησης και μιας αχαλίνωτης «αυθεντικής» υποκειμενικότητας βρήκαν διέξοδο και έκφραση στην καλλιτεχνία. Οι ρομαντικοί λοιπόν αναγνώρισαν σε αυτή την τολμηρή μοναχή του 12ου αιώνα μια μορφή αναφοράς, μια προάγγελο της ατομοκεντρικής νεωτερικότητας (ίσως να μην είναι και τυχαίο ότι τότε εμφανίστηκαν δειλά-δειλά και οι πρώτες αυτοβιογραφίες, με πιο διάσημη αυτή του τραγικού Αβελάρδου).

Hildegard von BingenΈνα παρελκόμενο του ρομαντικού κινήματος ήταν και η αναβίωση του Μεσαίωνα (μια γνωστή μας εκδήλωση της είναι η πληθώρα από ιπποτικά μυθιστορήματα που βγήκαν τότε). Μια αναβίωση η οποία φτάνει μάλιστα και μέχρι τις μέρες μας, με μια ολάκερη βιομηχανία με πολλά πλοκάμια, με «μεσαιωνικές» πόλεις μαγνήτες τουριστών, (ψευδο)μουσεία βασανιστηρίων με φανταστικές «ζώνες αγνότητας», γιορτές και αναπαραστάσεις μαχών, στολές, φουστάνια, πανοπλίες, κάπου στο βάθος ακούγεται ο βόμβος μιας γεννήτριας, όπως κάθε αναβίωση και αυτή δεν αποφεύγει την γραφικότητα και το κιτς. Στην δε μουσική έχουμε και ξεχωριστό είδος, την ανάδυση του (neo)medieval με πολυάριθμα αξιόλογα σχήματα σε όλη την Ευρώπη, την Camerata Mediolanense από την Ιταλία, τους Narsilion από την Ισπανία, τους Miranda Sex Garden και τις Medieval Babes από την Αγγλία, τους Corvus Corax, τους Qntal, τους Estampie, τους Bären Gässlin και την Αnnwn από την Γερμανία, και αναρίθμητα άλλα, μέχρι πιο mainstream ονόματα όπως οι Dead Can Dance κατά περιόδους.

Και κάπου ανάμεσα στον εξωραϊσμό, τα παραμύθια και την διαχρονική αμαύρωση, η επιστήμη να προσπαθεί να αποκαταστήσει την τιμή μιας αδίκως καταφρονεμένης εποχής (αναζητήστε προς βοήθεια π.χ. τα έργα του προαναφερθέντος Le Goff, κυκλοφορούν πολλά και στα ελληνικά). Η οποία πλέον αναγνωρίζεται ως η παιδική ηλικία της Δύσης και όχι χύδην μια ζοφερή περίοδος η οποία χρωματίστηκε με μελανά χρώματα ακριβώς για να αναδειχτεί πιο λαμπρή και φωτεινή η μεταγενέστερη επινόηση της Αναγέννησης, η οποία ήταν στην ουσία κι αυτή μια… αναβίωση, προϊόν και αυτή σε μεγάλο μέρος του ρομαντισμού του 19ου αιώνα (και με την ευκαιρία, ας αναρωτηθούμε τι μεταχείριση μπορεί να επιφυλάξουν οι ιστορικοί του μέλλοντος για τον 20ο αιώνα που χάρισε στην ανθρωπότητα ένα Άουσβιτς και μια Χιροσίμα). Πέρα λοιπόν από εξ ορισμού περιοριστικές και κατασκευασμένες τομές και περιοδολογήσεις, ο λεγόμενος Μεσαίωνας έχει να επιδείξει και αυτός την δική του Αναγέννηση, τον 12ο αιώνα, με μια σειρά από σημαντικές τεχνικές και πνευματικές επιδόσεις, με έργα ουμανισμού που έβαλαν τον άνθρωπο και τον λόγο στο επίκεντρο. Και σπουδαίες μορφές όπως η ηρωίδα μας, καλή ώρα.

Στην σημερινή εποχή της «νεωτερικότητας», των identity politics, των κινημάτων γυναικείας χειραφέτησης, των ατομικών πνευματικών αναζητήσεων, η αναγνωρίσιμη μορφή της Hildegard ταίριαξε πολύ καλά σε αφηγήσεις που αναζητούν κύρος σε μακρές ρίζες μέσα στον χρόνο (σε σημείο γραφικότητας και καρικατούρας ενίοτε, έχουμε ακούσει π.χ. ότι ροκ μπορεί να ήταν ο… Αλκιβιάδης και ο Όμηρος… ράπερ). Αυτή είναι άλλωστε η μοίρα των ιστορικών προσωπικοτήτων, κάποτε υπήρξαν ανθρώπινα όντα με σάρκα και οστά, μετά μουμιοποιούνται, συμβολοποιούνται και εμβληματοποιούνται (sic sic), κάθε εποχή μπορεί να τις ανασυνθέτει και να τις μετενσαρκώνει υπό το δικό της πρίσμα. Κάπως έτσι και η Ιλδεγάρδη επανασυστήθηκε ως ένα αρχέτυπο φεμινίστριας, η δε μουσική της αλλά και οι διδαχές της περί Φύσης και Κόσμου και οι θεραπευτικές της πρακτικές εντάχθηκαν στο πνευματικό και καταναλωτικό κίνημα συγκρητισμού, (κακο)χώνευσης και κορφολογήματος αρχαίων παραδόσεων που έσκασε στα 70s και ονομάστηκε new age. Μέχρι και στο οικολογικό κίνημα ή στις ομοιοπαθητικές πρακτικές συναντάμε αναφορές σε αυτή,.

Είναι προφανές ότι de facto τέτοιοι αναχρονισμοί και μεταχρονολογημένες αναλογίες οδηγούν σε παγίδες και υπερβολές. Ναι, η τοποθέτηση του Ιερού Θηλυκού σε κεντρική θέση στην θεολογία και στα οράματα της Χίλντεγκαρντ έχει την αξία της, ωστόσο μην ξεχνάμε, και η μακραίωνη λατρεία της Παρθένου Παναγίας από τις χριστιανικές εκκλησίες ελάχιστα συνεισέφερε στον γυναικείο αγώνα για αναγνώριση επί γης, και σήμερα ακόμη π.χ. η καθολική ιερουργία βρίσκεται ακόμη σε απόλυτα αντρικά χέρια (όπως και η ορθόδοξη φυσικά). Εν τούτοις δεν μπορεί παρά να θαυμάσουμε μια τολμηρή γυναίκα, μια θαρραλέα ψυχή, που κόντρα στους καιρούς που ήθελαν τις γυναίκες υποταγμένες και αφανείς, διεκδίκησε δημόσιο λόγο, ρόλο και παρουσία, σαν ίσος προς ίση. Στα δε έργα της τόλμησε και μίλησε ανοιχτά και χωρίς μισογυνικές προκαταλήψεις για την γυναικεία σεξουαλικότητα (κι ας μην είχε πιθανότατα εμπειρία από πρώτο χέρι), ζήτημα ταμπού τότε (και σήμερα εδώ που τα λέμε). Επίσης βάζοντας στην άκρη την αβάσταχτη ελαφρότητα (ενίοτε και επικινδυνότητα) ενός new age που αναζητά διαφυγή από έναν θρηνούμενο υλιστικό κόσμο σε μυστικιστικά φορτισμένες παραδόσεις και σε μια δήθεν χαμένη πνευματικότητα, η ολιστική άποψη του Κόσμου και του Ανθρώπου την οποία εξέφραζε η Hildegard σε έργα όπως το «Causae et Curae» («Αιτίες και θεραπείες») και το «Liber divinoranum operum» («Βίβλος των θείων έργων»), θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι στο πνεύμα είναι πολύ πιο κοντά στην σημερινή επιστημονική αλήθεια με τα κβάντα και τις σχετικότητες απ’ ότι ο «αναγεννησιακός-διαφωτισμένος» νευτώνειος κόσμος της μηχανιστικής γραμμικής αιτιότητας.

Hildegard von BingenΚαι φυσικά δεν μπορούμε να παραγνωρίσουμε την (αυτ)αξία της ως γυναίκας συνθέτριας, υπηρέτριας της μουσικής στην οποία ο Μεσαίωνας απέδιδε εξέχουσα θέση, μία από τις «επτά ελευθέριες τέχνες», ανδρική ασφαλώς, κατά το ελληνικό πρότυπο του «μουσικού ανδρός». Η Χίλντεγκαρντ στην… καριέρα της συνέθεσε 77 εκκλησιαστικούς ύμνους και ένα μεγάλο θρησκευτικό μουσικό θεατρικό. Σε μια εποχή όπου η μουσική αποτελούσε ένα μέσο επικοινωνίας με το Θείο, δεν υπήρχε η αντίληψη της προσωπικής έκφρασης ούτε φυσικά της… πρωτοπορίας, μην το ξεχνάμε ποτέ, ήταν τέκνο εποχής όπου η καινοτομία θεωρούνταν κάτι το τερατώδες, το βέβηλο, profanae novitates, ο καλλιτέχνης ήταν περισσότερο τεχνίτης και όργανο, το μακρύ χέρι του Μεγάλου Δημιουργού (η ίδια αυτοαποκαλούνταν «τρομπόνι του Θεού»). Εν τούτοις δρώντας μέσα σε αυτό το λίαν αυστηρό πλαίσιο (ακόμη και στην βενεδικτίνεια μετριοπαθή εκδοχή του), η Χίλντεγκαρντ στάθηκε στο μεταίχμιο μεταξύ μονοφωνίας και πολυφωνίας που τότε δοκιμαζόταν δειλά (στην Δύση τουλάχιστον!) και συνέθεσε μουσική απλή κατά βάση αλλά μελωδική, με το τραγούδι τεχνικά να βασίζεται στο μελισματικό ύφος, στην επέκταση δηλαδή μιας συλλαβής σε μεγαλύτερες ομάδες φθόγγων δίνοντας της έτσι μια κατανυκτική και υπερβατική διάσταση. Η δε στιχουργική της (ελεύθερη μάλιστα, κόντρα στα ειωθότα της εποχής) αντλεί ασφαλώς έμπνευση από ιστορίες της Βίβλου, εμπλουτίζεται ωστόσο και με μια δυνατή εικονοποιία της Φύσης, πηγές, κήποι, φυτά, ζώα, ορυκτά, άστρα έχουν κεντρικό και συμβολικό ρόλο στους στίχους της, όλα ισοδύναμες εξίσου πιστές εκδηλώσεις του Θείου.

Η σύγχρονη αναβίωση που περιγράψαμε μας έδωσε και ως καρπούς μια πληθώρα από κυκλοφορίες, σε κάθε σχεδόν είδος. Και κάμποσες διαμάχες επίσης που στήθηκαν για τις αποδόσεις των έργων της. Είναι ένα χαρακτηριστικό άλλωστε όλων των αναβιώσεων, είτε μιλάμε για το… πανκ είτε για μεσαιωνική μουσική, οι αξιώσεις γνησιότητας και αυθεντικότητας, οι διχασμοί ανάμεσα σε ανανεωτές και πιουρίστες, οι συγκρούσεις μεταξύ του αναλλοίωτου και του συνεχούς, το έργο το έχουμε δει πολλές φορές. Μήπως όμως η αναζήτηση για «αυθεντικότητα» δεν είναι παρά μια φενάκη, μια ανάγκη του κάθε Ενεστώτα που χτίζει έναν ιδανικό καθαρό Αόριστο; Γιατί ακόμη κι αν μπορούσαμε να ακούσουμε και να αναπαράγουμε με κάθε λεπτομέρεια και πιστότητα το παρελθόν, κάτι δεν θα μας ξέφευγε πάντα; Κάτι πολύ βαθύ και ουσιαστικό. Γράφει επ’ αυτού ο Επίκουρος (όχι ο αρχαίος, ο συγχωρεμένος σπουδαίος κριτικός γεύσης Αλβέρτος Αρούχ) σε ένα δοκίμιο του στην συλλογή «Κριτική του γευστικού λόγου». «Το πώς και τι έτρωγαν οι αρχαίοι ημών πρόγονοι το γνωρίζουμε (..) Δεν θα είχαμε τις ίδιες γευστικές προσλαμβάνουσες, τις μόδες, τα γούστα και τα συμφραζόμενα της κουλτούρας της εποχή για να προσλάβουμε την ίδια γευστική εμπειρία και να δώσουμε το ίδιο γαστρονομικό νόημα. Ένα ψητό κρέας είναι ένα ψητό κρέας Το όξος συνεχίζει να είναι ξινό και το μέλι γλυκό. Πλην όμως το πώς ερμηνεύεται η γεύση του φαγητού και γίνεται αντιληπτή ως γαστρονομικό νόημα ποικίλει από εποχή σε εποχή (…) Γι’ αυτό, κάθε προσπάθεια αναπαραγωγής της αρχαίας ελληνικής κουζίνας καταλήγει σε γραφική αναπαράσταση με χλαμύδες και περικεφαλαίες». Αλλάξτε απλά τις γαστρονομικές αναφορές σε μουσικές και κρατήστε την ουσία.

Πέρα λοιπόν από ανεδαφικά αιτήματα αυθεντικότητας, η μουσική της Ιλδεγάρδης είναι εκεί έξω, φέρει μεν ένα άρωμα των μακρινών χρόνων αλλά είναι ουσιαστικά σύγχρονη και σημερινή, αφορμή και όχημα για να πλάσουμε εμείς τους δικούς μας κόσμους, είτε είμαστε θεοσεβείς και θρησκευόμενοι είτε όχι, πέρα από φραγμούς εποχής αλλά και γλώσσας (οι ύμνοι είναι γραμμένοι στα λατινικά, μια γλώσσα ήδη νεκρή τότε, εργαλείο περισσότερο κυριαρχίας της μοναστικής κάστας παρά επικοινωνίας). Αυτό δεν είναι άλλωστε και το νόημα της Τέχνης; Και της μουσικής, αυτής της γνωστής… «άγνωστης γλώσσας»;

Ακολουθεί ένα μικρό σχολιασμένο απάνθισμα κάποιων αξιοσημείωτων (από την θετική ή και την αρνητική σκοπιά) έργων από την αχανή δισκογραφία που φέρει το όνομα της αγίας Χίλντεγκαρντ:

Gothic Voices & Emma Kirkby directed by Christopher Page ‎ A Feather On The Breath Of God (Sequences And Hymns By Abbess Hildegard Of Bingen) (Hyperion, 1982)

Κάποιος θα έλεγε ότι εδώ ξεκίνησαν όλα για τους νεότερους χρόνους μας, εδώ ουσιαστικά τέθηκε και ο «κανόνας» για κάθε μεταγενέστερη εκτέλεση. 1981 πραγματοποιείται η ηχογράφηση αυτή σε μια λονδρέζικη εκκλησία από τις Γοτθικές Φωνές, ένα πολύ γνωστό βρετανικό ensemble ειδικευμένο στην παλιά μουσική και με προεξάρχουσα την σοπράνο Emma Kirkby. «Ένα φτερό στην ανάσα του Θεού», έτσι αισθανόταν η Hildegard για τον εαυτό της και τα δημιουργήματά της, μια ανάσα όμως που τα μετέφερε ακέραια και ζωντανά οκτώ αιώνες αργότερα. To έργο αυτό είναι διαρθρωμένο σε μορφή λειτουργίας, έχει αισθητική ενότητα, ο μόνος τρόπος να το βιώσεις πραγματικά είναι να αφεθείς στην ροή του και όχι να προσπαθήσεις να ξεχωρίσεις… single με την νοοτροπία του σύγχρονου κορεσμένου και εκτεθειμένου –σε βαθμό ADHD- σε αναρίθμητα ερεθίσματα σύγχρονου αυτιού. Οι ερμηνείες της Kirkby, σε αποκριτική αλληλουχία με την χορωδία, παραμένουν απλές και γήινες χωρίς να εκβιάζουν ψυχικές ανατάσεις, χωρίς επιδείξεις και ακροβασίες, διαυγείς και κρυστάλλινα φωτεινές, όπως θα απαιτούσε και η μεσαιωνική αισθητική του 12ου αιώνα, η οποία σε αντίθεση με τον στερεότυπο συνειρμό που προκαλεί η λέξη στις μέρες μας, απέφευγε και φοβόταν το σκοτάδι κι έδινε τεράστια συμβολική αξία στο λαμπρό και στο φωτεινό. Είναι ο πιο μοσχοπουλημένος δίσκος της Hyperion μέχρι σήμερα, ότι κι αν σημαίνει αυτό… (9)

Sequentia - Ordo Virtutum (Deutsche Harmonia Mundi, 1982)

Ο μεσαιωνικός κόσμος ζούσε διαρκώς σε μια παράξενη (και λίαν ανασφαλή) οριακή κατάσταση. Στεγανά ανάμεσα στα εγκόσμια και στο επέκεινα δεν υπήρχαν, το υπερφυσικό παρενέβαινε διαρκώς στα επίγεια, τίποτε δεν ήταν ότι φαινόταν, η δε ανθρώπινη ζωή ήταν μια διαρκής μάχη, ανάμεσα σε νύχια δαιμόνων και φτερά αγγέλων, η σύγκρουση μεταξύ θειικών και διαβολικών δυνάμεων ήταν κατά μία άποψη η… ταξική αναμέτρηση των καιρών. Όλο αυτό το πνεύμα περνούσε και στην τέχνη, όπου τα σύμβολα και οι αλληγορίες έπαιζαν έναν καθοριστικό ρόλο. Ένα από τα πιο επιδραστικά και δημοφιλή (που θα λέγαμε σήμερα) έργα των καιρών ήταν η «Ψυχομαχία» του Προυδέντιου, ενός Ρωμαίου Χριστιανού του 4ου μ.Χ. αιώνα στο οποίο αναπαριστούσε αυτή την μάχη μεταξύ αρετής και κακίας, σε αυτή την γραμμή μπορούμε να τοποθετήσουμε και το περίφημο «Ordo Virtutum», το μοναδικό θρησκευτικό θεατρικό της Χίλντεγκαρντ, το οποίο εξιστορεί ακριβώς αυτή την τιτάνια σύγκρουση, τραγουδώντας την ιστορία μιας ψυχής η οποία πέφτει διαρκώς σε σατανικούς πειρασμούς (και spoiler alert!), στο τέλος νικάει. Εδώ το «ακούμε» από τους Sequentia, ένα πολυβραβευμένο σχήμα που ιδρύθηκε το 1977 από την πρόωρα χαμένη Barbara Thornton, και υπήρξε από τους βασικούς φορείς της σύγχρονης αναβίωσης της αγίας (αλλά και ολόκληρου του μουσικού Μεσαίωνα, τον οποίο είχε πάρει εργολαβία, φτάνοντας μέχρι και την μακρινή Ισλανδία), με τις υψίτονες και υψιπετείς αρμονίες τους έθεσαν νόρμες που έγιναν τα επόμενα χρόνια κοινός τόπος. Το θεατρικό το ηχογράφησαν δύο φορές, το 1982 και το 1998, την δεύτερη φορά πιο απογυμνωμένο και λιτό, στην δε Χίλντεγκαρντ αφιέρωσαν συνολικά οκτώ(!) δίσκους, από τους υπόλοιπους θα ξεχωρίσουμε και το «Canticles of Ecstasy» (Deutsche Harmonia Mundi, 1994). (8)

Ensemble Belcanto & Dietburg Spohr Ordo Virtutum (ECM New Series, 2013)

Έχουμε κατά καιρούς γράψει και ξαναγράψει για την ECM και την νοοτροπία του αφεντικού της Manfred Eicher, την υπερβολική προσκόλληση σε κάποια «στάνταρ ποιότητας» τόσο παραδεδεγμένα που να καταλήγουν συντηρητικά. Ακούγοντας πάντως αυτή την εκτέλεση του «Ordo Virtutum» από το εκ Στουτγάρδης ορμώμενο Ensemble Belcanto υπό την καθοδήγηση της μέτζο-σοπράνο Dietburg Spohr, κοιτάς και ξανακοιτάς την ετικέτα για να σιγουρευτείς, είναι σίγουρα ECM; Η προσέγγιση του σχήματος είναι έως και αιρετική και αποδομητική, σίγουρα θα ξενίσει, ίσως και να σοκάρει τους συνηθισμένους σε αιθέριες και κατανυκτικές αποδόσεις της μουσικής της Χίλντεγκαρντ. Δεν είναι «μπελ κάντο», δεν είναι ομορφιά που θα «μαγέψει», εδώ ακόμη και «παράφωνες» ή ατονάλ… διαβολικότητες παρεισφρέουν και σπάνε την αρμονία, οι φωνές χτίζονται σε πολλαπλά ηχητικά στρώματα, έχουν αυτοσχεδιαστικά στοιχεία, τραγουδιστά γέλια και κλάματα, απαγγελίες, εκφορές που ακούγονται λες και οι τραγουδιστές/τριες αναζητούν απεγνωσμένα ανάσα, μαζί ελάχιστα σποραδικά όργανα, όλα αυτά αναδεικνύουν την θεατρικότητα του έργου (που αυτό ήταν άλλωστε). Δεν είναι μουσική του 12ου αιώνα αλλά του 21ου (και όχι απλά με… μετάθεση των αριθμών), που έχει στο ενδιάμεσο περάσει και από Stockhausen και Philip Glass. Προκλητικό, ενδιαφέρον, «άσχημο», με θαυμάσιο εξώφυλλο, μια πραγματική αναδημιουργία που δείχνει ότι ίσως ο καλύτερος τρόπος να δείξεις σεβασμό σε ένα μουσικό έργο είναι η… ασέβεια. (8)

Hildegurls (Lisa Bielawa, Kitty Brazelton, Eve Beglarian, Elaine Kaplinsky, Grethe Barrett Holby) ‎ Electric Ordo Virtutum (Innova, 2009)

Hildegurls; Ευφάνταστο, αλλά όχι σαν το… Hildegrrrls που θα είχαν διαλέξει αν άκουγαν και Bikini Kill. Ήδη από την ετικέτα καταλαβαίνεις διάφορα πράγματα για την προσέγγιση του σχήματος, η επανάκτηση/επανα-οικειοποίηση μιας λέξης μέσω της διαστροφής της ήδη παραπέμπει σε τακτική γνωστή στους φεμινιστικούς και queer κύκλους, η δε προσθήκη του επίθετου «electric» στο έργο δηλώνει σαφείς προθέσεις να το βάλουν στην… πρίζα. Και πράγματι η προσέγγιση χρησιμοποιεί κάθε λογής ηλεκτρονικό μαραφέτι του διαβόλου (και ειδικά στην αναπαράσταση του μέσα στο έργο), λούπες και overdubbed φωνές και εφέ και σαμπλ. Το σχήμα προσπαθεί πολύ να πετύχει το δόγμα του σοκ, έχει ενδιαφέρουσες και ωραίες στιγμές (παραβλέποντας την κάπως… αμερικάνικη προφορά των λατινικών), υποθέτω επί σκηνής θα λειτουργούσε καλύτερα (πρόκειται για μουσική παράσταση που ανέβηκε για την 900η επέτειο από την γέννηση της Χίλντεγκαρντ, βγήκε όμως σε δίσκο 10 χρόνια αργότερα). (6)

David Lynch & Jocelyn Montgomery - Lux Vivens (Living Light): The Music of Hildegard Von Bingen (Mammoth, 1998)

Και αυτός δίσκος που κυκλοφόρησε σε επίκαιρο συγχρονισμό, το 1998. Εδώ η παρουσία του David Lynch σχεδόν σε αναγκάζει να γράψεις στερεότυπα για στοιχειωτικά ηχοτοπία, για κρυστάλλινες και λεπταίσθητες νότες μπανταλαμέντειας «Twin Peaks» αισθητικής. Και πράγματι κάτι τέτοιο πράγματι προσπαθεί να κάνει εδώ ο γνωστός σκηνοθέτης, με την βοήθεια μιας παλιάς φωνής των Miranda Sex Garden ως άλλης Julie Cruise, του λείπει όμως το ενορχηστρωτικό ταλέντο του μεγάλου Ιταλοαμερικανού για να πάει πέρα από ένα μινιμαλιστικό περιβάλλον στρωμένο από σύνθια και διάστικτο από σποραδικά έγχορδα και στοιχεία της φύσης. Σίγουρα ατμοσφαιρικός ο δίσκος, όχι πάντως ιδιαίτερα εμπνευσμένος, οι δε ερμηνείες της Montgomery (πρώην West) είναι τόσο τεχνικά άψογες και κρυστάλλινες, που τις λες ακόμη και… άψυχες. Έχει τις στιγμές του πάντως… (6)

Richard Souther ‎ Vision (The Music Of Hildegard Von Bingen) (Angel Records, 1994)

Όλα τα κλισέ της new age στην πίστα: νερόβραστα «ατμοσφαιρικά» σύνθια, άρπες, φλογέρες, αιθέριες φωνές (η άμοιρη Emily van Evera έγραψε ακαπέλα τα φωνητικά χωρίς λέει να γνωρίζει τι θα γινόταν στη συνέχεια). Είναι μέσα των 90s, το κύμα της μόδας αυτής είναι στα πάνω του, με διάφορα γρηγοριανά (ή «γρηγοριανοφανή») να βγαίνουν σωρηδόν, αυτή εδώ η προσπάθεια ενός Αμερικανού με μακρά προϊστορία στην χριστιανική μουσική (ίσως το δημοφιλέστερο είδος μουσικής στις ΗΠΑ) μάλιστα πήρε το βραβείο του Billboard για Classical/Crossover (ναι υπάρχει και τέτοιο), το σουξέ έφερε και επόμενο δίσκο με τίτλο «Illumination», κάποια κομμάτια του ακούστηκαν και σε κλαμπ σε φάση chill-out (πόσες αγίες άραγε να το έχουν καταφέρει αυτό;). Όσο πάντως κι αν τα φωνητικά και η μουσική δεν έχουν παρά ελάχιστη συνάφεια, λάδι και νερό, όσο κι αν τα ηχοτοπία κάνουν τον δικό μας Yanni (όχι τον.. Αντετοκούνμπο) να ακούγεται πειραματικός συνθέτης … δεν είναι τόσο κακό, έχει τις guilty pleasure στιγμές του. Ωστόσο… (4)

Ensemble für frühe Musik Augsburg ‎ Hildegard von Bingen und ihre Zeit (Christophorus, 1990)

Λίγο καταχρηστικά μπαίνει αυτός ο δίσκος στην λίστα μας, αλλά αξίζει γιατί απλώνει την ματιά του και πέραν της ίδιας της Χίλντεγκαρντ στην εποχή της, τον αναγεννησιακό 12ο αιώνα. Η ίδια βέβαια έχει κι εδώ το μερίδιο της… λέαινας, δίπλα της ακούμε και κάποια κομμάτια αποδιδόμενα στον περίφημο… Ανώνυμο, αλλά και δύο του συγκαιρινού της λόγιου και εκ των πιο λαμπρών πνευμάτων της εποχής, του Πέτρου Αβελάρδου (ναι, εκείνου που ο άτυχος έρωτας του για τον Ελοΐζα είχε συνέπεια να του αποκόψουν εχμμ «πάσαν πατρότητας ελπίδα» που θα έλεγε και ο Ροΐδης). Ωραίες στιβαρές εκτελέσεις, με μια αύρα ερασιτεχνικής αγάπης και με κάμποσες δημιουργικές ελευθερίες από την γνωστή αυτή γερμανική χορωδία (ανδρών παρακαλώ). (7)

Anonymous 4 - 11,000 Virgins: Chants for the Feast of St. Ursula (Harmonia Mundi, 1997)

Δίσκος αφιερωμένος στην Αγία Ούρσουλα και στα πάθη της. Όπως λέει ο μύθος (όσες πήγατε στις Ουρσουλίνες, τον γνωρίζετε υποθέτω), ξεκίνησε ένα ταξίδι για προσκύνημα με 11 πλοία που το καθένα κουβαλούσε 1000 παρθένες, στον δρόμο όμως που πηγαίνανε τους έπιασαν οι Ούννοι, θέλησαν να την παντρέψουν με τον αρχηγό τους τον Αττίλα(;), «δεν τον θέλω, θα τον πάρεις», και τελικά βρήκαν και αυτή και οι συν-παρθένες της μαρτυρικό θάνατο στα χέρια των βαρβάρων, όλα αυτά κάπου κοντά στην Κολωνία όπου μέχρι σήμερα υπάρχει ένας εντυπωσιακός ναός. Μπορεί βέβαια και αυτός ο δίσκος να μην περιέχει αποκλειστικά συνθέσεις της Χίλντεγκραντ, σχεδόν οι μισές εδώ μέσα είναι δικές της, οι λοιπές είναι ανώνυμων δημιουργών του 11ου έως και 14ου αιώνα, αξίζει εν τούτοις να μνημονεύσουμε αυτή την συλλογή που ηχογράφησε το νεοϋρκέζικο κουαρτέτο, όχι τόσο επειδή έχει κάποια προσθετική αξία η απόπειρα αυθεντικής προσέγγισης που επιχειρείται εδώ σε αέρινες ακαπέλα πολυφωνικές εκτελέσεις (κι εδώ θα πεταχτεί νομίζω ο πιουρίστας!), αλλά για να εστιάσουμε στο πως η ίδια η Χίλντεγκαρντ ως γυναίκα συγκινείται από την δραματική ιστορία μιας άλλης γυναίκας, που η ζωή της απείχε ήδη κάποιους αιώνες από την δική της, τόσο ώστε να γράψει για χάρη της μερικές πανέμορφες μελωδίες. (7)

Garmana - Hildegard von Bingen (Northside, 2001)

 

 

00:00 Sequentia - Anima processional
03:00 Sequentia - Ecce quadragesimo tertio
06:17 Gothic Voices & Emma Kirkby - O Euchari
11:51 Ensemble für frühe Musik Augsburg - Ave, generosa, gloriosa et intacta puella
16:38 Anonymous 4 – Sequence: Ο Εcclesia
26:40 Ensemble Belcanto & Dietburg Spohr - Misericordia
28:44 Ensemble Belcanto & Dietburg Spohr - Victoria
29:35 Ensemble Belcanto & Dietburg Spohr - Caritas habundat in omnia
31:40 Sequentia - O tu suavissima Virga
42:44 Ensemble für frühe Musik Augsburg  - O virtus sapientiae
45:20 Gothic Voices & Emma Kirkby - Columba aspexit
50:20 David Lynch & Jocelyn Montgomery - Deus enim
53:10 David Lynch & Jocelyn Montgomery - Sapientie
56:10 Richard Souther - Wherever (Unde Quocumque)
59:00 Devendra Banhart - Für Hildegard von Bingen