Το ποτάμι που κατασκεύασε ο Billy Joel
Με αφορμή έναν δίσκο, λίγα λόγια του Στυλιανού Τζιρίτα για έναν μουσικό ο οποίος στα μέρη μας συνάντησε από αδιαφορία μέχρι και καταφρόνια.
Λίγο πριν ξεκινήσει τις συναυλίες για τους φανατικούς (βλέπε νεοϋορκέζους που κάθε χρόνο γεμίζουν ασφυχτικά το γήπεδο των Yankees) και μαζί με τους φίλους (βλέπε Elton John, κάτι που ήταν και αυτονόητο να συμβεί κάποια στιγμή, μιας και είναι παραπάνω από δύο πιάνα αυτά που συνδέουν τους δύο δημιουργούς, ενώ η πολιτισμική διαφορά ενός Ατλαντικού δεν λειτούργησε ως εμπόδιο στις παράλληλες συντεταγμένες της πορείας τους) και πριν βάλει επιτέλους πλώρη προς το σχέδιο ζωής του (βλέπε κυκλοφορία δίσκων πιάνου με συνθέσεις οι οποίες εντάσσονται στο κλασσικογενές ρεπερτόριο και με εκτελέσεις όχι από τον ίδιο), ο Billy Joel αποφάσισε να υπογράψει στις αρχές της δεκαετίας του ‘90 τον τελευταίο studio pop/rock δίσκο του.
Το ‘River of Dreams’ (Columbia/1993) τελικώς αποδείχθηκε και ο πιο οργισμένος αλλά και ισορροπημένος με τα έσω του δίσκος. Όχι πως η κοινωνική κριτική έλειψε ποτέ από τη ματιά του εκ Μπρονξ ορμώμενου συνθέτη. Μόνο τυφλός θα αγνοούσε την ανηλεή κριτική του Joel -από τον πρώτο του ήδη προσωπικό δίσκο- στις ανισότητες που εκτρέφει το κοινωνικό σύστημα. Απλά στο ‘River of Dreams’ ξεσπάει από τον εναρκτήριο ήχο, όπου το ανηλεές ταμπούρο του Zachary Alford (συνεργάτη των Bowie και Spingsteen) συνοδεύει την (κυριολεκτικά) κραυγή του συνθέτη στο κυριολεκτικό ‘No Man’s Land’ που περιγράφει. Ατέλειωτοι χώροι παρκαρίσματος, συνεχείς ανεγέρσεις εμπορικών κέντρων μετά από απαλλοτρίωση δασικών εκτάσεων, χρηματιστές που αισθάνονται χαρούμενοι, γείτονες που πια ανήκουν στα καρτέλ της κοκαΐνης.
Η επιτυχία του Billy Joel δεν εγκύπτει στα εύκολα χιτάκια όπως λαθεμένα νομίζει το συντριπτικό ποσοστό του ροκογενούς ακροατηρίου στην Ελλάδα. Ο BJ αγαπήθηκε στις ΗΠΑ πρωτογενώς από μία γενιά η οποία δεν είχε καμία σχέση αισθητικώς με την μεταχίπικη και soft rock διάσταση των 70s, όπως αυτή σχηματοποιήθηκε στην προαναφερθείσα δεκαετία. Με οδηγό πάντα τον ήχο της Φιλαδέλφειας (τον οποίο και υπηρέτησε πιστά στη δεκαετία του 60 με τους Hassles) ο BJ έφτιαξε μαζί με την δεύτερη αγαπημένη του επιρροή, την Sun Records δηλαδή, ένα χαλί για να παρατεθούν στίχοι των οποίων την προσπάθεια για θεραπεία της νεύρωσης που εμπεριείχαν μόνο στη Νέα Υόρκη θα μπορούσαμε να εντοπίσουμε. Η αδυσώπητη όσο και ανισόρροπη -εναγκαλισμένη με τη διαφορετικότητα- διάσταση της πόλης αυτής παρέδιδε πάντα στο rock’n’roll εγκεφάλους λίγο πριν από το κάψιμο των βασικών λειτουργιών, πολύτιμους όμως στην προσπάθεια ανύψωσης του ήχου σε κάτι που πάει πέρα από τη μονοδιάστατη τεστοστερονική ανάπλαση του περιβάλλοντος χώρου, προσπαθώντας να σμιλεύσει έναν σύγχρονο χάρτη κολύμβησης σε έναν οχετό πραγματικότητας ανυπόφορο σχετικά με τις βασικές αντοχές του ανθρώπου.
Ο BJ ενδιαφέρθηκε τόσο για τον δεμένο πισθάγκωνα στο ωράριο του αρτοποιό όσο και για τον αγχωμένο νεανία που προσπαθεί να φτιάξει μία πορεία αξιοπρεπή βάσει κάποιων αρχών. Τα παιδιά της μικροαστικής -και ελαφρώς ανερχόμενης προς τη μεσαία- τάξης άκουγαν αρχικώς για τις ερωτικές τους ανασφάλειες ισόποσα με τις υπαρξιακές (μιας και δηλωμένος από το 1982 άθεος ο BJ), όταν δε ο τελευταίος έφτασε μαζί τους σε μία αδιέξοδη σαραντάρα στο κοντέρ των ετών και είχαν ανάγκη να ουρλιάξουν, ο BJ και πάλι ανέλαβε την παραγωγή της κραυγής αυτής. Μία κραυγή η οποία επειδή δεν είχε την ακρότητα ενός περιθωριακού γνώμονα και είχε να κάνει με ανθρώπους που αγάπησαν το rock’n’roll και έκαναν οικογένεια, δεν υπήρχαν παρά ελάχιστοι για να τους εκφράσουν, οι περισσότεροι μουσικοί ήταν εκεί απλά για να τους διασκεδάσουν.
Δεν είναι εξάλλου τυχαίος ο τίτλος. Το ποτάμι με την ασταμάτητη ροή που παρασέρνει ευχές και απώλειες της ζωής προς μία κατεύθυνση, και την πραγματικά άφατη προσπάθεια όλων να προβλέψουν αν επίκειται καταρράκτης, άνοιγμα σε δέλτα, ένωση με τη θάλασσα στο άμεσο ή μακροχρόνιο πέρας του ποταμού. Μόνο η κατεύθυνση είναι γνωστή, σε κανέναν δεν παραδίδεται χαρτογραφημένη η πορεία του ποταμού της ζωής του.
Ο Joel θέλοντας να δώσει την πλέον δυνατή παλέτα του υγρού μέλλοντος έκαστου ακροατή (αλλά πασιφανώς και του ίδιου), έφτιαξε μία ηχογράφηση όπου οι διαθέσεις και οι στυλιστικές αναζητήσεις εμφωλεύουν ενδιαφέρον σε κάθε σύνθεση που απαντάται στο δίσκο. Gospel, rock’n’roll, soul, μπαλάντα, ακραιφνές rock. Εξάλλου και ο ίδιος ποζάρει στο εξώφυλλο ζωγραφισμένος από την (τότε σύζυγο του) Christie Brinkley εν μέσω της εικαστικής αποτύπωσης του κάθε τραγουδιού του.
Το ‘River of Dreams’ πήγε τρομακτικά καλά σε όλα τα πλάτη και μήκη της υφηλίου. Πάνω από 200 χιλιάδες αντίτυπα στην Ιαπωνία, πάνω από 300 χιλιάδες αντίτυπα στη Γερμανία και μεταξύ άλλων #1 σε Ηνωμένες Πολιτείες όπως και # 3 στο ανάλογο αγγλικό chart. Επίσημες πωλήσεις άνω των 6.000.000 δίσκων με τα 5 εξ αυτών να εδράζονται εν USA.