To ‘Πρόβλημα Caterina Barbieri’

Και αν δεν βρούμε την λύση στο κείμενο του Άρη Καραμπεάζη που πιάνει και αναλύει όλη την δισκογραφία της Ιταλίδας συνθέτριας, τότε ίσως στην σκηνή του Sonar...

Το πρόβλημα με την Caterina Barbieri δεν είναι ασφαλώς το punk και δεν είναι καν ακριβώς το retro. Αυτό θα ήταν κάτι μάλλον σχετικά απλό να το επιλύσουμε.

Θα είχαμε καθαρίσει επ’ αυτού, απλώς και μόνον δανειζόμενοι, τροποποιώντας τις κατά το δικό μας δοκούν, κάποιες σκόρπιες φράσεις από μία πρόσφατη κριτική του Wire στον επίσης Ιταλό Alessandro Adriani (padrone di casa στην Mannequin Records μεταξύ άλλων, αλλά και δημιουργός εξαιρετικών ρετροφουτουριστικών αμφιβολιών και ο ίδιος, βλέπε το πρόσφατο εξαιρετικό project Amato & Adriani, και βγάλε συμπέρασμα), που θέλει τον τελευταίο να ψηφιοποιεί στο σήμερα την ρετρό ελεκτρόνικα, στο βαθμό που αυτή να ρέπει επικίνδυνα ανάμεσα στο ρετρό και στο φουτουριστικό (που είναι πάντα το επόμενο ρετρό), ώστε τελικά να μην ανήκει στο πρώτο, αλλά και να αμφισβητεί την ανάγκη για το δεύτερο.

Το πρόβλημα με την Caterina Barbieri, πέραν του αν η ίδια ανήκει στο ρετρό, στο αύριο, στο προχθές ή στο επέκεινα, είναι η σοβαρότητα με την οποία κατά κανόνα σχεδόν όχι μόνον αντιμετωπίζεται, αλλά και συστήνεται. Η ίδια, το έργο της και η πολεμική της ίδιας κατά του έργου της.

Τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι καλύτερα, ή έστω πιο βατά σαν θέματα σε πανελλήνιες, αν αντί για σοβαρότητα, μιλάγαμε έστω για σοβαροφάνεια. Συνήθως ισχύει το αντίστροφο, δηλαδή καταδικάζουμε την σοβαροφάνεια έναντι της σοβαρότητας, εν προκειμένω όμως η τελευταία καθίσταται τροχοπέδη, ενώ η πρώτη θα ήταν ευκολότερα προσπελάσιμη.

Η σοβαροφάνεια άλλωστε χαρακτηρίζει τις προθέσεις κάθε δημιουργού και τις διαθέσεις σχεδόν κάθε ακροατή όταν συναντώνται έστω και κατ’ ελάχιστο η επιδίωξη του ενός με την επιθυμία του άλλου. Στην πορεία είτε διαψεύδεται, είτε παραμένει ως έχει παραπαίουσα. Αλλά πάντως παύει να χαρακτηρίζει το ίδιο το μουσικό έργο, που είναι και αυτό που μας ενδιαφέρει. Η σοβαροφάνεια κατά βάση είναι προτέρημα, και όχι ελάττωμα της pop μουσικής. Ρωτήστε τους Queen και τους οπαδούς τους σχετικά.

Αν αναλογιστούμε όμως το άμετρο της σοβαρότητας με το οποίο εδώ και αιώνες (= κάποιες δεκαετίες) σταθμίζονται διάφορα εξαναγκαστικά σημαίνοντα έργα της ροκ και της παρά-ροκ παραγωγής, τότε εύκολα θα κατανοήσουμε το ενδεχόμενο ‘πρόβλημα Barbieri’, η οποία δεν είναι δα - και ούτε άλλωστε προβλέπεται να γίνει - ούτε οι Pink Floyd, αλλά ούτε και οι Autechre εδώ που τα λέμε, ώστε να διαιωνίζεται κάθε φορά ο όποιος μύθος της, υπό το βάρος αυτής της εξαναγκασμένης τελικά σοβαρότητας, που τώρα δεν δείχνει να την βαραίνει, αλλά μάλλον να την ξεχωρίζει από την σωρό του ανταγωνισμού.

Ας δώσουμε ένα παράδειγμα, μπας και τυχόν γίνει κατανοητό αυτό που θέλουμε με διάφορους τρόπους να πούμε :

«Caterina explores the psycho-physical effects of repetition and pattern-based operations in music, by investigating the polyphonic and polyrhythmic potential of sequencers to draw severe, complex geometries in time and space.»

Τα παραπάνω θα τα συναντήσετε στο 70 plus % των πραγμάτων που με διάφορες αφορμές γράφονται για την Caterina Barbieri. Σε δελτία τύπου, σε κριτικές των δίσκων της, των οποίων ο συντάκτης είναι ιδιαίτερα προσεκτικός ώστε να μην παρουσιαστεί κατ’ ελάχιστο αδαής σε σχέση με την ακαδημαϊκή της κατάρτιση και τις ερευνητικές της προθέσεις, ακόμη και στην πρώτη- πρώτη σελίδα του caterinabarbieri.com.

Σε διάφορες παραλλαγές, με διάφορες προεκτάσεις, με επιμελημένη προσθήκη κάποιων λέξεων, αλλά ποτέ με αφαίρεση κάποιων από αυτές που ήδη υπάρχουν, οι παραπάνω προτάσεις συνοψίζουν, εμπεριέχουν και επιτείνουν κάθε φορά που θα εξαναγκαστεί να τις διαβάσει κανείς, το περιβόητο πλέον (μετά από τρεις παραγράφους) ‘πρόβλημα Barbieri’.

Πιθανόν στις παραπάνω λέξεις και φράσεις να εμπεριέχεται όντως το εσώτερο νόημα της μουσικής της Caterina Barbieri και ακόμη πιθανότερο να έχουν προέλθει αυτές από την δική της αδήριτη ανάγκη να δώσει εξαρχής και σταθερά στον κάθε αδαή τις συντεταγμένες στις οποίες καλά θα κάνει να κινηθεί για να έχει ουσιαστική συμμετοχή στο εκάστοτε αποτέλεσμα κάθε τελικής της ηχογράφησης. Και η έκφραση ‘εκάστοτε αποτέλεσμα’ εδώ δεν χρησιμοποιείται τυχαία, παρά τις υποψίες περί του αντιθέτου.

Η Caterina Barbieri (και αυτός είναι ένας από τους τρεις βασικούς λόγους που την αγαπάω, οι άλλοι δύο αναφέρονται παρακάτω) όχι μόνον είναι από αυτούς τους τύπους καλλιτεχνών που αποκηρύσσουν το έργο τους, όχι μόνο το κάνει κάθε άλλο παρά όψιμα, αλλά σχεδόν στον πραγματικό χρόνο της καθολικής αναγνώρισης του, αλλά επιπλέον πραγματικά πιστεύει και εννοεί αυτή την αποκήρυξη. Και εδώ είναι που ταυτιζόμαστε απόλυτα, αυτή ως δημιουργός και εγώ ως ακροατής.

Με λόγια και εκφράσεις που την εμφανίζουν ενοχλημένη από τα ίδια της τα αριστουργήματα (διότι περί τέτοιων πρόκειται κατά βάση, ας μην γελιόμαστε άλλο), η Barbieri αναφέρεται στο ‘Patterns Of Consciousness’, για παράδειγμα, ως μία παταγώδη - σχεδόν ολοκληρωτική αποτυχία της να αποτυπώσει στο στούντιο, αυτό που καταφέρνει στην δράση των ζωντανών εμφανίσεων της ή –ακόμη χειρότερα- στη διαδικασία που προηγείται των ηχογραφήσεων.

Ακόμη και αν συνυπολογίσει κανείς ότι η αναφορά της αυτή έχει ως στόχο το να καταδείξει το πόσο την περιορίζει η διαδικασία της δημιουργίας στο studio και η κατάληξη αυτής, ως μία ηχογράφηση στην οποία δεν μπορεί να επέμβει με κανέναν τρόπο πλέον, αλλά «υποχρεούται» να την κυκλοφορήσει και εμείς να την ακούσουμε (ε ρε κάτι περίεργα πράγματα), είναι μάλλον αδιανόητο το πως ένα καθολικά και δίκαια αναγνωρισμένο ως instant masterpiece αποδομείται από τον δημιουργό του με τρόπο που θέτει προ των ευθυνών του τον ακροατή που τολμάει και συνεχίζει να το αντιμετωπίζει ως τέτοιο.

Οι αφορισμοί της Barbieri προς το έργο της δεν προσομοιάζουν στις συνήθεις καλλιτεχνικές ιδιοτροπίες του στυλ «όταν τελειώνω κάτι απομακρύνομαι από αυτό» κλπ, αλλά είναι πάντοτε επαρκώς αιτιολογημένες και τοποθετημένες σε ένα πλαίσιο διαρκούς αγωνίας και σε μία κατάληξη προκατασκευαστικής διαδικασίας.

Στο παραπάνω πλαίσιο είναι λοιπόν που δρα και αντιδρά προς το έργο και τον εαυτό της, η Caterina Barbieri από το Μιλάνο, που ζει και παράγει μουσική στο Βερολίνο, αδιαφορώντας για την γεωγραφική συνέπεια του έργου της και προβοκάροντας την ασυνέχεια των αντιδράσεων προς αυτό.

Μία σχεδόν ιδεοληπτικά punk προσωπικότητα, τουλάχιστον για όσους αφελώς εμμένουμε να πιστεύουμε ότι το punk θα οριοθετείται πάντοτε από κάποιες ελάχιστες βασικές αρχές, που υπό οποιοδήποτε ηχητικό πλαίσιο, θα το προσδιορίζουν ως μία μόνιμη παρέκκλιση στο ευρύτερο ηχητικό - αισθητικό περιβάλλον στο οποίο κινείται, με το οποίο δεν είναι απαραίτητο να βρίσκεται δήθεν σε αντίδραση, αλλά απαιτούμενο να διατηρεί μονίμως μία δράση, που να δικαιολογεί την τάση απόσχισης, έστω και αν αυτή τελικά δεν τελείται.

Αυτό είναι το punk στην αρχή και στο τέλος της κάθε μουσικής εποχής, και δη στο μόνιμο δικό του τέλος, και αυτό κάνει η Caterina Barbieri, καθώς ξεχωρίζει, χωρίς να διαχωρίζεται απαραίτητα, ακόμη και από τους πιο ομότεχνους των ομοτέχνων της.

Και αυτά είναι τα τρία μέχρι σήμερα άλμπουμ της, εκ των οποίων τα δύο τουλάχιστον (και χωρίς να είναι εύκολο να επιλέξει κανείς ποιο πρέπει να μείνει από έξω), είναι αυτοτελείς λόγοι για να αγαπήσει κανείς την Caterina Barbieri, εκτός από το ούτως ή άλλως σφόδρα αλήτικο κούρεμα της.

Vertical (Important Records/ Cassauna 2014)

To ντεμπούτο της, ηχογραφημένο στη Σουηδία το καλοκαίρι του 2013 στο παραπάνω αχρείαστο για εμάς τους απλούς ακροατές της ακαδημαϊκό πλαίσιο, θα μπορούσε ίσως να είναι το πιο αδύναμο/λιγότερο εντυπωσιακό άλμπουμ της Caterina Barbieri, μόνο αν τυχόν δεν έχει ακούσει κανείς τα δύο επόμενα.

Κατά τα λοιπά, παίζοντας (έστω εξερευνώντας, μελετώντας, πες το όπως θες για να μείνουμε σε σοβαρό πλαίσιο) με κανάλια/ συχνότητες/ επαναλήψεις και τις νευρικές απολήξεις όλων αυτών, καταλήγει να παραδίδει ένα άλμπουμ στο οποίο θα μπορούσαν να σκορπίσουν οποιεσδήποτε λέξεις και ρίμες οι Antipop Consortium και να μιλάμε την αμέσως επόμενη ημέρα της κυκλοφορίας του, για ιδανική αναβίωση του crossover σε μονοπάτια που κανείς δεν περίμενε να το συναντήσει.

Μόνες οι λίγες κλιμακωτές κραυγές στη μέση του ‘Pneuma’ αρκούν για να πείσουν ότι η Barbieri κατέχει αυτό που όσο οτιδήποτε άλλο επιμελείται εναγωνίως και πάλι να αποκρύψει: την pop φόρμουλα. Το ότι αυτή εγκλωβίζεται σε ένα άλμπουμ που αποτελείται από τρεις εντεκάλεπτες, μία σχεδόν δεκάλεπτη και μία παρολίγον οχτάλεπτη σύνθεση δεν έχει καμία σημασία. Καθότι αυτό είναι punk.

8/10

Patterns Of Consciousness (Important Records 2017)

Το ‘Patterns…’ είναι μία κορυφή. Σε βαθμό που επεξηγείται, έστω και διαστρεβλωτικά, η εμμονή της Barbieri να «ξεφύγει» από αυτή την κορυφή, για να μπορέσει να πάει κάπου αλλού, αλλά – ξαναλέμε- όχι ως καλλιτεχνική ιδιοτροπία.

Είναι το είδος του άλμπουμ εκείνου στο οποίο ο οποιοσδήποτε δημιουργός δικαιούται να στρογγυλο-καθίσει για αιώνες, θεωρώντας ότι δεν υπάρχει λόγος να απασχοληθεί με οτιδήποτε άλλο. Εδώ μέσα υπάρχει οτιδήποτε πρέπει να υπάρξει. Σαφές πριν καν ολοκληρωθεί το πρώτο άκουσμα.

Διπλός δίσκος που καθώς ενσπείρει την αμφιβολία διαρκώς περί του ότι δεν πρόκειται για τίποτε περισσότερο από έναν αλγόριθμο, και ίσως μάλιστα και τυχαίο, τόσο περισσότερο πείθει ότι έχει εισχωρήσει στην πραγματική ουσία της μουσικής έμπνευσης, σε σημείο που η διαφορά μεταξύ αλγόριθμου και συναισθήματος, καθίσταται ένα απέριττο περίττωμα, όπως θα έλεγαν και κάποιοι συμπατριώτες μας, που στα ημεδαπά ηλεκτρονικά 80s «έπαιξαν» καλύτερα από κάθε άλλον με την συναισθηματική νοημοσύνη των ανενδοίαστα προκάτ αλγορίθμων.

Στην υψηλή νοημοσύνη που αδιάλειπτα καθοδηγεί την μουσική της Barbieri οι συχνότητες είναι ανεξέλεγκτα συναισθηματικές, ώστε να μην εμποδίζουν την ταύτιση, και οι μελωδίες είναι οριοθετημένα προγραμματισμένες, ώστε να μην επιτρέπουν την υπερχείλιση των συναισθημάτων.

Επιστήμονας και τσαρλατάνος ταυτόχρονα, η Caterina Barbieri παραδίδει χωρίς πολλά - πολλά ένα άλμπουμ με το οποίο σε μερικές δεκαετίες από τώρα θα ασχολούμαστε εκ νέου, με την εμμονή που το κάνουμε με όλα τα σπουδαία άλμπουμ και ηχογραφήσεις όχι μόνο του Brian Eno ή του Steve Reich, αλλά ασφαλώς και των Beatles και των Stones. Την λατρεύουμε ήδη για αυτό, και δεν θα χρειάζονταν καν κάτι περισσότερο.

Και όπως πολύ καλά ξέρουμε, αυτή η λατρεία προς κάτι που αισθανόμαστε ότι ίσως και να μας κοροϊδεύει είναι ασφαλώς punk.

10/10

Ecstatic Computation (Editions Mego 2019)

Ας σημειώσουμε ότι στο ενδιάμεσο, το φθινόπωρο του 2018, είχε κυκλοφορήσει από την Important Records και πάλι το ‘Born Again In The Voltage’ (7/10), το οποίο συνοψίζοντας θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε ως ένα ειδικού ενδιαφέροντος making of ή behind the scenes (καταλαβαινόμαστε τέλος πάντων) σε σχέση με το ό,τι μας είχε παραδώσει η Barbieri την τριετία 2014-2017. Άλλωστε επρόκειτο για κομμάτια που είχαν ηχογραφηθεί επίσης στη Σουηδία κάπου στο διάστημα ’14 με ’15. Το θεωρώ απαραίτητο, αλλά όχι απαιτούμενο άκουσμα. Ακόμη και χωρίς να το έχει ακούσει κάποιος, θα μπορεί να μεταλάβει επαρκώς τα της Barbieri ασχολούμενος εκτενώς με τις τρεις υπόλοιπες «κύριες» κυκλοφορίες της.

Πάμε τώρα στο ‘Ecstatic Computation’. Και φυσικά πρώτα και πάνω από όλα στο εναρκτήριο – δεκάλεπτο ‘Fantas’. Για μία ακόμη φορά η Barbieri με μία και μόνη σύνθεση της, με μία και μόνη ηχογράφηση της (και ενώ προσδιορίσαμε ήδη το ποιόν και το μέγεθος της αποστροφής που άμεσα την κυριεύει για τις ηχογραφήσεις της), προτάσσει, αλλά και πείθει, πως οτιδήποτε είχε κάνει μέχρι τώρα (με το τώρα να γίνεται άμεσα ‘τότε’ βάσει της παραπάνω συλλογιστικής) δεν έχει καμία απολύτως σημασία και πως τελικά τα πράγματα έχουν ως έχουν εδώ.

Και μάλιστα επιδιώκει και πετυχαίνει το παραπάνω παράδοξο, χωρίς καν να αντιμάχεται ούτε τις διαδικασίες, ούτε την αισθητική βάση, που η ίδια προηγουμένως είχε καθιερώσει.

Σε όλη τη διάρκεια του Fantas υπάρχει η πιο ‘συναισθηματική’ Barbieri που έχουμε ακούσει μέχρι σήμερα και υποβόσκει μια όχι και τόσο απροσδιόριστη επιθυμία του ακροατή να διασυνδέσει το άκουσμα με κάθε είδους σκόνη που έχει επικαθίσει στο συνειδητό της ηχητικής του μνήμης, είτε πρόκειται για το έγκριτο των Tangerine Dream, είτε για το αμφισβητούμενο του Jean Michel Jarre.

Το ‘Fantas’ είναι η εκδίκηση του retro και της άκρατης νοσταλγίας προς την Barbieri και όχι το αντίστροφο. Είναι σαν να βγήκε εξαναγκασμένα από μέσα της και όχι σαν να αποφάσισε να το δημιουργήσει συνειδητά. Αν έχω διακρίνει σωστά τη εσωτερική της διαμάχη, προβλέπω ότι θα χρειαστεί να δώσει ολόκληρη πρες κόνφερανς για να το αποκηρύξει κάποτε. Ή και να γράψει κάποιο βιβλίο για τον σκοπό αυτό. Και αυτό θα είναι ασφαλώς η πιο punk κίνηση της μέχρι την επόμενη.

Το ‘Spine Of Desire’ είναι μεν απρόσμενα σύντομο εν σχέση με όσα μας έχει συνηθίσει η Barbieri, αλλά έχοντας κανείς ολοκληρωμένη εικόνα του άλμπουμ κατανοεί ότι πρόκειται για την απαραίτητη μη-γέφυρα ανάμεσα στο ‘Fantas’ και τα υπόλοιπα τέσσερα τραγούδια και (μόλις !!!) εικοσιδύο λεπτά του δίσκου.

Το υπόλοιπο άλμπουμ σε αυτούς τους πρώτους ελάχιστους μήνες ακροάσεων ακούγεται σαν να περιορίζεται σε μία αόριστη υπό του ‘Fantas’ υποτέλεια. Το ‘Arrows Of Time’ ας πούμε είναι μάλλον αμήχανο σε σχέση με προηγούμενες προσπάθειες της δημιουργού να χτίσει κάτι επάνω σε φωνητικές βάσεις. Παρόλα αυτά σε κάθε επόμενη ακρόαση και ειδικά κάθε φορά που ολοκληρώνονται τα εφτά αδιατάρακτα μεγαλειώδη λεπτά του ‘Bow Of Perception’ (όπου εμφανίζεται προς ανακούφιση όλων το μοτίβο Barbieri, το οποίο και θα διακρίνεται στις πρώτες ακροάσεις του έργου της, έστω και αν τώρα που μιλάμε δεν την γνωρίζετε καν) επανέρχεται η αίσθηση ότι στο άμεσο μέλλον οι σχέσεις υποτέλειας ανάμεσα στα δύο μέρη του δίσκου θα αντιστραφούν.

Και κάπως έτσι ο δίσκος καταλήγει να θέτει με τον πιο έντονο τρόπο μέχρι σήμερα το πραγματικό ‘πρόβλημα Barbieri’. Το οποίο δεν είναι άλλο παρά η άρνηση προς το ίδιο της το έργο, που όμως αυτή είναι που κάθε φορά όχι απλώς την οδηγεί παρακάτω, αλλά και την επαναφέρει στην πραγματική ουσία αυτού, η οποία μετασχηματίζεται πάντοτε, χωρίς να αλλάζει ποτέ. Θα μάθουμε να ζούμε με αυτό το πρόβλημα, όπως ήδη έχουμε μάθει να μην ζούμε χωρίς την Caterina Barbieri.

Είναι σαφές ότι το punk υπήρξε πάντοτε το πρόβλημα και ποτέ η λύση. Και για αυτό η Caterina Barbieri είναι punk και όχι ρετρό.

8/10

H Caterina Barbieri θα εμφανιστεί στην Αθήνα. Το Σάββατο 12 Οκτωβρίου στις 22:00 μμ και στην σκηνή Sonar Lab του Sonar Athens.

Το Sonar Athens είναι η πρώτη ελληνική παρουσία του διαβόητου Sonar Festival, της ελληνικής δηλαδή εκδοχής του διαβόητου φεστιβάλ ηλεκτρονικής- πειραματικής- dance (και όχι μόνο όμως) μουσικής της Βαρκελώνης.

Live, dj sets κλπ κλπ κλπ σε τρεις συνολικά (Sonar Club, Sonar Hall & Sonar Lab) ειδικά διαμορφωμένους χώρους στο Gazi Music Hall- Acro το διήμερο 11 & 12 Οκτωβρίου και από τις 19:00 το απόγευμα μέχρι μετά τις 07:00 το επόμενο πρωί, κατά το timetable κάθε ημέρας και σκηνής.

Ονόματα όπως Jon Hopkins, UNKLE, Acid Arab, Red Axes, Rival Consoles, Modeselektor, Paul Krakbenner, Recondite, Tim Hecker, Worakls κ.α., αλλά και με εγχώρια παρουσία από Blakaut, Lip Florenscis κ.λ.π. καθιστούν την παρουσία στην πρώτη εντός συνόρων «εμφάνιση» του Sonar Festival απολύτως επιβεβλημένη για όσους απασχολούνται εδώ και πολλά χρόνια (και ειδικά μετά την απώλεια του Synch Festival) με το ερώτημα ‘πότε θα έχουμε ένα κανονικό φεστιβάλ στην Ελλάδα’ (ή και το αντίστροφο βέβαια, αν σκεφτούμε για λίγο και ως διοργανωτές, δηλαδή πότε το ελληνικό κοινό θα στηρίξει ένα κανονικό φεστιβάλ ;).

Όλες οι πληροφορίες εδώ https://sonarathens.gr/el/2019 και στη σελίδα του sonar Athens στο Facebook για διαρκής ενημέρωση στα τεκταινόμενα του φεστιβάλ https://www.facebook.com/sonarfestivalATS/ .

Ραντεβού όπως πάντα στο «δεξί ηχείο».