Tom Rapp

Ένας μαργαρίτης που ρίχτηκε στους χοίρους, αλλά ευτυχώς δε φαγώθηκε

Η ζωή ενός ανθρώπου που αγάπησε την μουσική, την ζωγραφική και την... δικηγορία. Ένα βιογραφικό - δισκογραφικό οδοιπορικό του Παναγιώτη Αναστασόπουλου

Ερώτηση πολλαπλής επιλογής # 1:
Αγαπητά μου παιδιά, πώς ήρθατε σε επαφή με τη μουσική του Tom Rapp;

α. Μέσω των προσωπικών του δίσκων
β. Μέσω των Pearls Before Swine
γ. Μέσω του τραγουδιού “The Jeweler” που διασκεύασαν οι This Mortal Coil
δ. Μέσω των Damon & Naomi
ε. Μέσω των Old Fire
στ. Μέσω της συλλογής “This Note's For You Too! A Tribute to Neil Young”
ζ. Μέσω του τραγουδιού "The Swimmer (For Kurt Cobain)"
η. Ποιος στην ευχή είναι ο Tom Rapp;

Αντί προλόγου, στιγμιαία αμηχανία

Τι να (πρωτο)πω τώρα για τον Tom Rapp; Από τη μια σκέφτομαι ότι ο πιο κατάλληλος τρόπος να μιλήσω γι’ αυτόν περνάει μέσα από τους στίχους των τραγουδιών του, αλλά αμέσως αλλάζω γνώμη. Βλέπετε, όχι μόνο δε ζούμε στα 60s ή, έστω, στα 70s, αλλά ούτε καν στα 80s. Η πραγματικότητα των 20s μοιάζει να είναι σκληρή για μουσικές προσωπικότητες σαν του Tom, που δεν είναι δυνατό να περιγραφούν με διαδικτυακής έκτασης κείμενα. Ύστερα σκέφτομαι πως γράφω στο mic.gr και αναθαρρώ. Αλλά, πάλι…

Ο πιστός… Θωμάς

Ο Θωμάς Ράππ ήταν ανέκαθεν καλός άνθρωπος και απόλυτα πιστός. Πιστός στο ότι η ανθρωπιά, η ισότητα και η δικαιοσύνη δεν αποτελούν ιδεατές καταστάσεις, αλλά κατακτήσιμες. Ένα ανήσυχο πνεύμα, με έκδηλα αντιπολεμική στάση και ευγένεια ψυχής, που αρχικά αποφάσισε να ασχοληθεί με τη μουσική, μέχρι να τα παρατήσει εννέα χρόνια αργότερα για να σπουδάσει νομικά, εργαζόμενος παράλληλα ως χειριστής μηχανήματος προβολής σε κινηματογράφους. Αφού αποφοίτησε, έγινε δικηγόρος, που κατ’ αποκλειστικότητα ασχολήθηκε με τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ειδικότερα εκ μέρους των κρατών. Δήλωσε, μάλιστα, ότι η νομική εργασία του ήρθε ως φυσική συνέχεια της πολιτικοποιημένης μουσικής του.

Κι αν αναρωτιέστε γιατί παράτησε τη μουσική, ο λόγος είναι απλός: τα λεφτά. Όχι, όχι, η περίπτωσή του δεν ήταν κάτι κυριολεκτικά ανάλογο του “We’re Only in It for the Money”, ούτε αφορούσε το επάλληλο «έβγαλα λιγότερα από όσα ήθελα», διότι, κυριολεκτικά, δεν έβγαλε σχεδόν τίποτα. Για την ακρίβεια, όπως ο ίδιος ανέφερε, το συνολικό τίμημα της ενασχόλησής του με τη δισκογραφία ανήλθε σε διακόσια περίπου δολάρια! Τα λοιπά κέρδη πήγαν εις υγείαν των μάνατζερ και σε διάφορες άλλες «κακοτοπιές» που ο ίδιος δεν προέβλεψε. Όχι διότι δεν είχε τη δυνατότητα, αλλά επειδή ο νους του ήταν πολύ μαγεμένος από αυτό που ζούσε, για να πάει στο κακό. Είπε πως στην πολύ σύντομη και καλύτερη οικονομικά φάση του, επειδή έπαιρνε ογδόντα πέντε δολάρια την εβδομάδα, ένιωθε «τρελός από χαρά»! Κάπως έτσι ζούσε ολοκληρωτικά τη στιγμή, χωρίς μεμψιμοιρία και χωρίς να στραφεί νομικά κατά όσων ωφελήθηκαν εις βάρος του. Όπως αποδείχτηκε, φύλαγε τις δυνάμεις του για τον κρατικό αυταρχισμό. Λέτε να μην ήξερε ότι οι αληθινές επαναστάσεις δε μπορεί παρά να είναι ατομικές υποθέσεις; Αυτός; 

Και κάτι ακόμα για την πίστη του στο ότι οι κοινωνίες μπορούν να αλλάξουν προς το καλύτερο. Το 1974 επρόκειτο να παίξει μαζί με διάφορους άλλους στη Φιλαδέλφεια, αλλά λίγο πριν βγει, ο διοργανωτής του είπε ότι, λόγω κακής διαχείρισης του χρόνου από τις μπάντες που προηγήθηκαν, του απέμενε μονάχα ένα λεπτό, οπότε μπορούσε να πάρει την αμοιβή του και να αποχωρήσει. Ο Tom δεν παραπονέθηκε, αλλά διεκδίκησε το δικαίωμά του να βγει για το ένα λεπτό του, ισχυριζόμενος ότι κατά πάσα πιθανότητα το κοινό θα τον χειροκροτήσει όρθιο. Στάθηκε στη σκηνή, κοίταξε τον κόσμο και είπε: «Θα θέλατε παρακαλώ να σηκωθείτε και να χειροκροτήσετε, όσοι νομίζετε ότι είναι ένοχος;» Ήταν η εποχή που είχε ανακοινωθεί η εμπλοκή του προέδρου Richard Nixon στο σκάνδαλο Watergate. Πριν κοπάσουν τα χειροκροτήματα, είχε φτάσει η ώρα να παίξει ο επόμενος.

Μια στιγμή, όμως. Έχω την εντύπωση ότι παρασύρθηκα και ξεκίνησα από το τέλος. Να δούμε λιγάκι και την αρχή;

Το υπήνεμο λιμανάκι της μουσικής

Το υπήνεμο λιμανάκι της μουσικής αποδείχτηκε η καταφυγή του Thomas Dale Rapp από το 1953, δηλαδή έξι χρόνια μετά τη γέννησή του στο Μποτινό της Βόρειας Ντακότα και για τα λοιπά εξήντα τέσσερα χρόνια που ακολούθησαν. Το καράβι που τον οδηγούσε απρόσκοπτα εκεί ήταν η κιθάρα του, που γνώρισε από ένα γείτονα μουσικό της country and western. Ευαίσθητος από τα γεννοφάσκια του, λόγω ταραγμένου οικογενειακού περιβάλλοντος, άρχισε να οραματίζεται μέσα από τα τραγούδια που έγραφε, έχοντας την αμέριστη συνδρομή της εκπαιδευτικού μητέρας του. Χάρη σε κάποιες σημειώσεις που αυτή είχε κρατήσει, συντηρήθηκε ο μύθος ότι ο γιος της έλαβε μέρος σε ένα διαγωνισμό ταλέντων στο Ρότσεστερ παίρνοντας την τρίτη θέση, ενώ το παιδί που βγήκε πέμπτο ονομαζόταν Bobby Zimmerman. Ε, τι να πει κανείς; The times, they were a-changin’. Η οικογένεια μετοίκησε αρχικά στη Μινεσότα και ύστερα στην Πενσυλβάνια, για να καταλήξει το 1963 στη Φλόριντα, όπου ο Tom αποφοίτησε από το γυμνάσιο. Η ενασχόλησή του με τη μουσική βρέθηκε στο επίκεντρο της ζωής του μέχρι το 1976, όταν έπαιξε μια βραδιά, ανοίγοντας για την Patti Smith. Αλλά, η περίοδος αυτή θα μας απασχολήσει παρακάτω. Η πρώτη του σύζυγος, η Elisabeth Joosten, υπήρξε συνοδοιπόρος του και στη μουσική, ενώ γέννησε το μοναδικό παιδί του, τον David, που παίζει στους Shy Camp.

Κάλλιο αργά, παρά ποτέ!

Πολλοί το λένε, λιγότεροι το πιστεύουν και όλοι το εκτιμούν. Εκτός, δηλαδή, αν το όνομά του είναι Tom και το επίθετό του ξέρετε εσείς ποιο. Για να ακριβολογήσω, δεν τον χάλασε ούτε αυτόν, απλά τον έκανε να νιώσει πολύ αμήχανα, μέχρι να το αποδεχτεί και να σπεύσει να δηλώσει ότι δεν αξίζει τέτοιας τιμής. Τι συμπεραίνουμε; Σωστά, ήταν και μετριόφρων. Κομμένος και ραμμένος για το star system, δηλαδή.

Ωραίο πράγμα η «υστεροφημία», αλλά περίεργο αν έρχεται… πριν το θάνατό σου! Μπορεί να σου ξυπνήσει απογοητεύσεις που είχες από καιρό θάψει ή να σε κάνει πικρόχολο, ακόμα κι αν είχες συμβιβαστεί με κάποιες καταστάσεις. Αφού εξορισμού η λέξη είναι σύνθετη με πρώτη την «ύστερα», υποδηλώνεται σαφώς ο θάνατος ή, έστω, πέρασμα ικανού χρόνου. Και δε γνωρίζω αρκετούς που στο πέρασμά του να έγιναν καλύτεροι άνθρωποι. Βέβαια, υπάρχουν και εξαιρέσεις, με πρώτη να μου έρχεται στο νου αυτή ακριβώς που μόλις ήρθε και στο δικό σας.

Όλα ξεκίνησαν από μια συνέντευξη το 1993 στο περιοδικό Dirty Linen και μια ακόμα στο Ptolemaic Terrascope. Δηλαδή επτά χρόνια μετά το “Filigree & Shadow”. Το 1997 εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο Terrastock με τη μπάντα του γιου του, ενώ ξαναέπαιξε στο ίδιο φεστιβάλ δύο ακόμα φορές, το 2002 και το 2006. Προηγουμένως, το 1999 είχε κυκλοφορήσει το άλμπουμ “A Journal of the Plague Year”. Η όψιμη αναγνώριση προκάλεσε σύγχυση στον Rapp, με αποκορύφωμα τους τίτλους “psychedelic godfather” και “legend”, που πλέον του αποδίδονταν. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι θα ένιωθε ικανοποίηση, την οποία πάντως για μία ακόμα φορά προσπάθησε συνεσταλμένα να κρύψει με την εξής δήλωση: «Ο τρόπος που γίνεσαι μυθικός είναι να φτιάξεις κάποια καλά άλμπουμ στα '60s κι ύστερα να εξαφανιστείς για καμιά τριανταριά χρόνια, χωρίς να πεθάνεις».

Τι καριέρα είπαμε ότι ήθελε να κάνει; Μουσική;

Σαν παιδί κι αυτός… Και τι άκουγαν τότε τα παιδιά υπερατλαντικά; Χμ, Elvis Presley και The Everly Brothers; Σωστά. Μόνο που για να καταλήξεις να γράφεις τη μουσική του, χρειαζόταν κάτι παραπάνω. Όπως, στην προκειμένη περίπτωση, το "Blowin' in the Wind" του παλιού συναγωνιστή «πέμπτου και καταϊδρωμένου» Bob Dylan. Φυσικά, σε αντίθεση με τον Tom, εγώ είμαι αυτός που μόλις αστειεύτηκε. Εκείνος ήταν που συγκλονίστηκε. Κι ύστερα ήρθαν οι Joan Baez, Woody Guthrie και Bessie Smith, που υλοποίησαν την ιδέα του σχηματισμού μιας μπάντας από τον Tom και τους φίλους από το σχολείο Wayne Harley, Roger Crissinger και Lane Lederer. Αυτή γεννήθηκε το 1965, δηλαδή στον απόηχο της folk του Greenwich Village και στην αυγή της ψυχεδέλειας της Δυτικής Ακτής. Η μπάντα ήταν αντισυμβατική και η μουσική της εκλεκτική. Σε κέρδιζε από την πρώτη κιόλας γνωριμία με τον πίνακα The Garden of Earthly Delights του Hieronymus Bosch ως εξώφυλλο του ντεμπούτου της, αλλά και με την ανωνυμία των μελών της. Κυρίως όμως, σε κέρδιζε με το ασυνήθιστο, αρτίστικο και προφητικό για το μέλλον της όνομά της: Pearls Before Swine. Αυτό ήταν ένα απόσπασμα από το κατά Ματθαίον ευαγγέλιο, που λέει «…μηδέ βάλητε τούς μαργαρίτας υμών έμπροσθεν των χοίρων…”. Με άλλα λόγια και κατ’ επέκταση: «δεν είναι όλα για όλους». Respect, Tom. Με το «καλημέρα» μου έδωσες πολλή τροφή για σκέψη.   

Η μπάντα είχε αυτοπεποίθηση όταν έστειλε μια ντέμο κασέτα στην ESP-Disk Records της Νέας Υόρκης, λέγοντας «αφού υπέγραψαν τους The Fugs, θα υπογράψουν κι εμάς». Κι όμως, έτσι έγινε. Για τα λεφτά, τα είπαμε. Ας όψεται ο Peter H. Edmiston. Ο Rapp το διακωμώδησε για άλλη μια φορά λέγοντας: «Δεν πήραμε τίποτα από τις πωλήσεις του δίσκου. Πίστευα ειλικρινά ότι ο Bernard Stollman είχε απαχθεί από εξωγήινους και όταν ανακρίθηκε από αυτούς, σβήστηκε όλη η μνήμη του σχετικά με το πού βρίσκονται τα λεφτά». Μετά τον επόμενο δίσκο, η μπάντα διαλύθηκε, αλλά ο Rapp συνέχισε κάτω από το όνομά της για τρία ακόμη άλμπουμ, βοηθούμενος από την Ολλανδή σύζυγό του και καλούς μουσικούς από το Νάσβιλ και τη Νέα Υόρκη. Αν και περιόδευσε με τεράστια ονόματα όπως των Bob Dylan, Buddy Guy, Gordon Lightfoot και Chuck Berry, απέρριψε την πρόταση να εμφανιστεί σε ένα φεστιβάλ, το οποίο, κατά πάσα πιθανότητα, θα είχε αλλάξει το ρου της μουσικής του ιστορίας: το Woodstock.

Τι είπαμε πως έπαιζε;

Ερώτηση πολλαπλής επιλογής # 2:
Αγαπητά μου παιδιά, τι μουσική λέτε εσείς να έγραφε και να έπαιζε ο Tom Rapp;

α. Intellectual pop
β. '60s experimental folk
γ. Space folk
δ. Acid folk
ε. Hippie folk
στ. Garage rock
ζ. Psychedelic rock
η. Avant-garde psychedelia
θ. Όλα τα παραπάνω και κάτι παραπάνω

Ας δούμε, όμως, τι λέει ο ίδιος: «Μου αρέσει να γράφω για τα παλιά - παλιούς μύθους και θρύλους, τη Valhalla, ξωτικά και νάνους, μαγικά δαχτυλίδια και μάγους. Αν πραγματικά έπρεπε να δώσεις ένα όνομα στον ήχο μας, τι θα έλεγες για το “υπερβατικό ροκ”;»

Ας δούμε τώρα τι θα μπορούσε να πει κάποιος άλλος: «Η μουσική του είναι τόσο απλή, που, με ένα μοναδικό τρόπο, καταλήγει σύνθετη. Γεννά άμεσα τόσο ζωντανές αναμνήσεις, που αρνούνται πεισματικά στο πέρασμα του χρόνου να γίνουν ξεθωριασμένες φωτογραφίες».

Δισκογραφία… revisited

Η περιήγησή μας στη δισκογραφία του θα είναι σύντομη. Όχι απλή καταγραφή, αλλά κάτι σαν έναυσμα για ενασχόληση. Για πρακτικούς λόγους χωρίζεται σε δύο μέρη: στις προσωπικές του κυκλοφορίες και σε εκείνες με τους Pearls Before Swine. Μόνο που, όπως έχετε ήδη υπονοιαστεί, τα στεγανά αυτά, όπως και διάφορα άλλα, δεν ισχύουν απόλυτα στην περίπτωσή του.

 

A. Pearls Before Swine albums

“One Nation Underground” (1967, ESP-Disk)

Μια παρέα παιδιών από τη Φλόριντα, μεθυσμένη τόσο που ζούσε το όνειρό της, νόμιζε -δια στόματος Rapp- ότι θα λιποθυμήσει. Μάλλον, όμως, πιο κοντά στη λιποθυμία βρέθηκαν οι περίπου διακόσιες πενήντα χιλιάδες που αγόρασαν το ντεμπούτο της “One Nation Underground”, καθώς και όλοι όσοι το άκουσαν με προσοχή. Βλέπετε, μπορούσε να σε ξεγελάσει ως ένα ακόμα folk άλμπουμ, αλλά μόνο κάτι τέτοιο δεν ήταν. Οι Pearls Before Swine συστήθηκαν στο κοινό με μια σύνθεση που θα άλλαζε στη συνέχεια και κυρίως με τα τραγούδια του Tom, ο οποίος έπαιζε κιθάρα. Ηχογραφήθηκε σε τέσσερα μερόνυχτα στη Νέα Υόρκη για χίλια πεντακόσια δολάρια. Ο δίσκος είχε ό,τι μπορούσε να φανταστεί κανείς. Τρομερό εξώφυλλο, πιθανά και (κυρίως) απίθανα μουσικά όργανα, οργή μέσα από σήματα Μορς, αντιπολεμική διαμαρτυρία και στίχους παρμένους από τάφους της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Α, ναι, και τρομερή μουσική!

“Balaklava” (1968, ESP-Disk)

Ένας χρόνος κι ένας μήνας χρειάστηκε να περάσουν για να κυκλοφορήσει το καλύτερο για πολλούς άλμπουμ τους. Το αντιπολεμικό αυτό έπος βρισκόταν πολύ πέρα από τον καθιερωμένο άξονα των τραγουδιών διαμαρτυρίας, κραυγάζοντας να σταματήσει ο πόλεμος (στο Βιετνάμ). Είχε ως εξώφυλλο τον πίνακα The Triumph of Death του Ολλανδού Pieter Brueghel the Elder και ως καμβά τη μάχη του Balaklava του 1854. Είχε οργισμένη ποίηση και σαρκασμό, αφηγηματικά μέρη ("Jesus raised the dead...but who will raise the living?"), γερές δόσεις από Bob Dylan, το "Suzanne" του Leonard Cohen και ως επίλογο το αφιερωμένο στην τριλογία Ο Άρχοντας των Δαχτυλιδιών "Ring Thing". Κι αν έτυχε να διαβάσατε κάπου τον όρο "εποικοδομητική μελαγχολία" που χρησιμοποιούσε ο Rapp, μην φοβηθείτε. Η αναφορά του είναι κυριολεκτική.

“These Things Too” (1969, Reprise)

Ανέκαθεν οι Pearls Before Swine ήταν η μπάντα του Tom Rapp. Όμως, από τον τρίτο τους συνολικά δίσκο και τον πρώτο στη νέα εταιρεία, αυτό ήταν αδιαμφισβήτητο γεγονός, αφού ο μόνος που είχε απομείνει από την αρχική σύνθεση ήταν ο Harley και η μπάντα συμπληρωνόταν από διάφορους session μουσικούς, αλλά και τη σύζυγό του στα φωνητικά. Κι εδώ οι συνθέσεις παραμένουν στο ευρύτερο ψυχεδελικό folk-rock πεδίο, αν και αποπνέουν περισσότερο αισθητική επιμέρους τραγουδιών και όχι άτυπου concept δίσκου. Όλα τα τραγούδια έχουν την ίδια βαρύτητα, ενώ το μόνο που δεν είναι δικό του είναι το "I Shall Be Released" του Bob Dylan.

“The Use of Ashes” (1970, Reprise)

“He knows the use of ashes”. Αυτό είναι γεγονός. Κι όταν η έμπνευσή του προέρχεται από τη ζωή του στην Ολλανδία και υλοποιείται κατά κύριο λόγο με μουσικούς από το Νάσβιλ, τότε το αποτέλεσμα είναι μαγευτικό. Ενώ τα πιο πολλά τραγούδια του Rapp μένουν στη μνήμη σου ως ενιαία σύνολα μουσικής και στίχων, μόνη διαφορά μπορεί να εντοπιστεί σε κάποια από το “The Use of Ashes”. Πρώτο και καλύτερο το συγκλονιστικό "The Jeweller", που εμπνεύστηκε από τον πεθερό του, και παρουσιάζει μεταφορικά την επίπονη διαδικασία καθαρισμού παλιών νομισμάτων σε αντιπαραβολή με τα αδιέξοδα της ζωής. Τα ίδια ισχύουν και για το επιβλητικό "God Save the Child", όπως και για το "Rocket Man", που ενέπνευσε δύο χρόνια αργότερα τον Bernie Taupin, για να γίνει top ten hit από τον Elton John.

“City of Gold” (1971, Reprise)

Στο δίσκο αυτό η πρώτη πλευρά πιστώνεται στον Tom Rapp και η δεύτερη στους Pearls Before Swine. Ιδιαίτερα λόγω του πρώτου μισού οι country επιρροές διεκδικούν ισάξια τη θέση τους απέναντι στις folk, με τους Tom, Elisabeth και David Noyes να αναλαμβάνουν εκ περιτροπής τα φωνητικά. Το άλμπουμ αυτό είναι ακόμα περισσότερο ένα άλμπουμ τραγουδιών, σταθερής ποιότητας και αξίας. Αυτή τη φορά ο Leonard Cohen διασκευάζεται στο "Nancy", όπως και οι Jacques Brel/Rod McKuen στο "Seasons in the Sun", που δύο χρόνια αργότερα επρόκειτο να γνωρίσει μεγάλη επιτυχία με τον Terry Jacks. Η σημαντικότερη όμως διασκευή αφορά το μοναδικό "My Father" της Judy Collins, που εδώ τραγουδά η Elisabeth και έμελλε να φτάσει στο απόγειό του δεκατέσσερα χρόνια αργότερα με τη φωνή της Alison Limerick και τους This Mortal Coil. Η διανοουμενίστικη ταυτότητά τους επιβεβαιώθηκε με τον σαράντα ενός δευτερολέπτων πρόλογο του "Sonnet No. 65", που μας αποκαλύπτει την country πλευρά που ούτε ο ίδιος ο William Shakespeare γνώριζε πως είχε.

“Beautiful Lies You Could Live In” (1971, Reprise)

Τρομερός τίτλος σε εξίσου τρομερό εξώφυλλο ως επίλογος, πριν την προσωπική του καριέρα. Αν και αυτή, ουσιαστικά, είχε προ πολλού αρχίσει. Η μπάντα, δηλαδή το ζεύγος, πλαισιώνεται από νέους session μουσικούς, μεταξύ των οποίων ο Billy Mundi των Mothers of Invention. Χωρίς τη συνδρομή του Νάσβιλ δεν υπάρχει πια country, αλλά η καθαρόαιμη folk-rock βάση πάνω στην οποία ανέκαθεν χτιζόταν η έμπνευσή του. Ξεχωρίζουν τα "Snow Queen", "She's Gone", "A Life" και "Simple Things". Στα πιο ενδιαφέροντα επίσης εντάσσεται η καθιερωμένη διασκευή του Cohen, που αυτή τη φορά είναι το "Bird on a Wire", όπως και η γλυκιά επίγευση του "Epitaph".

 

B. Solo albums

“Familiar Songs” (1972, Reprise)

Το λέει ο τίτλος του, που μπορεί κανείς να δει μόνο στο οπισθόφυλλο! Το άλμπουμ, που κυκλοφόρησε μετά το τέλος εποχής των Pearls Before Swine και χωρίς τη συγκατάθεση του δημιουργού του, λόγω αλλαγής δισκογραφικής εταιρείας, περιλαμβάνει επανηχογραφημένα μερικά από τα χαρακτηριστικότερα τραγούδια της μπάντας του, τα οποία πιθανότατα προορίζονταν για μελλοντική χρήση. Στην πλειοψηφία τους αυτά ερμηνεύονται από τον Tom και την Elisabeth, γεγονός που τα καθιστά πιο απλουστευμένα σε μορφή. Βέβαια, η δυναμική τους ήταν τέτοια, που δε συγκίνησαν μόνο τους φανατικούς φίλους τους.

“Stardancer” (1972, Blue Thumb)

Η Ευρωπαϊκή κουλτούρα που ο Tom γνώρισε καλύτερα λόγω της συζύγου του και αποτυπώθηκε στους δίσκους των Pearls Before Swine γίνεται εμφανής από το εξώφυλλο του επόμενου δίσκου του, που είναι και πάλι ένας πίνακας του Pieter Bruegel the Elder. Αυτό, βέβαια, δεν εμπόδισε ούτε η παραγωγή του Peter Edmiston να γίνει στο Νάσβιλ, ούτε και να συμμετάσχουν πολλοί και διάφοροι πολυτάλαντοι session μουσικοί, όπως οι David Briggs (πιάνο), Buddy Spicher (βιολί), Charlie McCoy (πολυοργανίστας). Εδώ, σε αντίθεση με τις κατά βάση ακουστικές συνθέσεις των Pearls Before Swine, ο ήχος είναι ασυνήθιστα «φορτωμένος». Ξεχωρίζουν το ομώνυμο τραγούδι, το "For the Dead in Space" και το αντιπολεμικό "Fourth Day in July".

“Sunforest” (1973, Blue Thumb)

Αυτή προοριζόταν ως η τελευταία προσωπική του δουλειά, αλλά η ζωή είχε άλλη άποψη. Ο Tom είχε αρχίσει να συνειδητοποιεί πως τελείωναν οι μέρες που η μουσική ήταν η βασική του ενασχόληση, οπότε μάζεψε ό,τι δημιουργικό του απέμεινε κυκλοφορώντας το σε ένα δίσκο που έμοιαζε πιο χαλαρός από τους προηγούμενους. Έχει απρόσμενες στιγμές, όπως του "Comin' Back", αλλά και κλασικές, όπως των Forbidden City" και "Love/Sex". Χρειάστηκε να περάσουν είκοσι έξι χρόνια μέχρι να ξανακούσουμε από αυτόν. Κι αυτή η φορά έμελλε να είναι όντως η τελευταία.

 

“A Journal of the Plague Year” (1999, Woronzow)

Αν πω «σαν να μην πέρασε μια μέρα» θα φανώ υπερβολικός. Κι όμως, κάπως έτσι είναι. Οι κατά βάση μπαλάντες του Tom ακούστηκαν και πάλι διεισδυτικές, αποδεικνύοντας ότι η καλή folk των ‘60s, με όποιο συνθετικό κι αν διαλέξετε να προηγείται, μπορούσε να μιλά στις καρδιές των ανθρώπων ακόμα και στην αυγή της νέας χιλιετίας. Αρκεί, βέβαια, να γράφεται από μουσικούς σαν κι αυτόν. Πείτε τον "Hopelessly Romantic" και δε νομίζω να το αρνηθεί με τίποτα. Ακούστε τον από το "Space", το "Blind" το "The Swimmer (For Kurt Cobain)" μέχρι το "Shoebox Symphony" (που δε μπορεί να μη φέρει στο νου το αριστουργηματικό “A Soapbox Opera”) και θα καταλάβετε τι εννοώ.

 

Αντί επιλόγου

Ο Tom δε βρίσκεται μαζί μας για κάτι περισσότερο από τρία χρόνια. Πέθανε στο σπίτι του στη Μελβούρνη της Φλόριντα από καρκίνο. Σκέφτηκα ότι ο πιο κατάλληλος τρόπος να τον αποχαιρετήσω σε αυτό το μικρό αφιέρωμα ήταν να αναφέρω ένα απόσπασμα των στίχων του από το τραγούδι "The Swimmer (For Kurt Cobain)": “Fair thee well / Where ever you are / Swimming in your darkness like / A solitary scar. And we all passed by so silently / Like swimmers in the dark / Lost inside the pull of tides / That keep us all apart / People drowning all around us / If only we could see / And they're all lost / Just like the fishes that can never find the sea”.

Τώρα, όμως, που το ξανασκέφτομαι, δε νομίζω οι στίχοι αυτοί να σχετίζονται με τη δική του περίπτωση. Αυτός έμοιαζε να έχει προ πολλού βρει τη θάλασσα.

Ερώτηση πολλαπλής επιλογής # 3:
Αγαπητά μου παιδιά, τι μάθαμε πως ήταν τελικά ο Tom Rapp;

α. Ένας κορυφαίος Αμερικανός μουσικός
β. Ο ιδρυτής των Pearls Before Swine
γ. Κάποιος οραματιστής που ποτέ δεν το ‘βαλε κάτω
δ. Ένας δικηγόρος με ειδίκευση στα ανθρώπινα δικαιώματα
ε. Ένας συμπονετικός άνθρωπος
στ. Όλα τα παραπάνω