TOTO

Η ανεύρεση της Δαμοκλείου Σπάθης στο Los Angeles

Ποτέ δεν είναι αργά για μια αποκατάσταση... Οι Toto (και πιο συγκεκριμένα ο πρώτος τους δίσκος) μπαίνουν στο αναλυτικό στόχαστρο του Στυλιανού Τζιρίτα

Θα μπορούσα να το πιάσω το θέμα από την τραγική κατάληξη και τους θανάτους μελών της μπάντας όπως και από τις διαφωνίες τους. Εύκολα κάνεις ακόμα και έναν τελειωμένο πάνκη να βουρκώσει (έστω και ηλεκτρονικά, με μια καρδούλα σε σχετική ανάρτηση) για το πώς ένας από τους καλύτερους ντράμερ του rock ιδιώματος (Jeff Porcaro) έφυγε από μια τοξική μόλυνση καθώς περιποιόταν τον κήπο του, απλά και μόνο επειδή ήταν πολύ μανιώδης καπνιστής για να αφήσει το σιγαρέτο στο τασάκι και να βάλει γάντια την ώρα που ψέκαζε τις μπιγκόνιες του. Μπορείς με χαρακτηριστική άνεση να κάνεις ακόμα και έναν ωδειακό μουσικό που ασκητεύει στην άρπα να λυπηθεί τον χειριστή πλήκτρων και αδελφό του προαναφερθέντα εμμονικού καπνιστή (Steve Porcaro) όταν διαβάσει ότι η εγχείρηση για την αφαίρεση όγκου από τον εγκέφαλο το 2008 τον άφησε χωρίς ακοή από το ένα αυτί του, για να μην αναφέρουμε ότι ήδη είχε χάσει και δεύτερο αδελφό από τη μπάντα όταν ο Mike Porcaro, από το 1984 οδηγός της τετράχορδης ομοβροντίας των Toto, έφυγε από ALS (Αμυοτροφική Πλευρική Σκλήρυνση) το 2015.

Αλλά οι Toto δεν πουλούσαν ποτέ τη δραματικότητα των καταστάσεων τους.

Θα μπορούσα να το πιάσω το θέμα από τα ναρκωτικά. Εκεί πιάνεις ανυποψίαστους ακόμα και τους τελικιασμένους της δεκαετίας του ‘90 που νομίζουν ότι επειδή πήραν δέκα φορές ecstasy και μισή ντουζίνα μυτιές έχουν πατήσει τον Όλυμπο της κραιπάλης. Άντε να μάθουν κάτι τέτοιοι ότι η κόκα που έχουν σνιφάρει όλοι μαζί σε αυτή τη μπάντα κάνει αστείες τις αναφορές στα ναρκωτικά όλων των stoner σχημάτων από καταβολής του genre. Όταν ο τραγουδιστής σου χάνει σταδιακά την υπέροχη φωνή του σε διάρκεια οκτώ ετών από την υπερβολική χρήση τότε, «μα το Γυμνό Γεύμα!» όπως θα έλεγε και ένας κρασαρισμένος Ποπάυ, ξέρεις τι σημαίνει ντρόγκα από την καλή, την ανάποδη και από την κάθε εφαπτομένη της όποιας ευθείας μπορεί να τραβήξει ο γεωμέτρης.

Όμως οι Toto μισούσαν τα ναρκωτικά όσο ακριβώς τα χρησιμοποιούσαν, ακριβώς επειδή έμπαιναν στη μέση γι’ αυτό που ήθελαν πάντα να φθάνουν ως απόδοση.

Θα μπορούσα να το πιάσω το θέμα από τα γεμάτα σαρδόνιο πνεύμα άρθρα του Rolling Stone απέναντι στη μπάντα, κάτι που συνεχίστηκε όχι μόνο στις κριτικές των δίσκων τους αλλά ακόμη και στις εγκυκλοπαίδειες του rock που έβγαλε το περιοδικό. Και όταν τελικά αναγκάστηκε το πάλαι ποτέ νεοϋρκέζικο προπύργιο του (συντηρητικού) προοδευτισμού να τους προτείνει για εξώφυλλο μετά την όχι μόνο πανεθνική αλλά και παγκόσμια επιτυχία τους, η μπάντα αρνήθηκε, διότι όλοι στην ομάδα ήταν σίγουροι ότι ήταν ανοιγμένος λάκκος με επικάλυψη από καλαμιές που έκρυβαν όμως στο βάθος πασσάλους. Δεν χρειάζεται πολλά για να συμπεράνεις ότι οι εκ Δυτικής Ακτής (επαγγελματικώς) ορμώμενοι μουσικοί υπήρξαν άλλο ένα θύμα της σνομπαρίας που πολλάκις διακρίνει τους φορείς πολιτισμού του Μεγάλου Μήλου. Αλλά αυτό είναι πολύ εύκολο τρυκ για να συμπαθήσει τους Toto ακόμα και ο πλέον αφοσιωμένος οπαδός της Thrash Bay Area.

Αλλά εγώ θέλω να μιλήσω για τη μουσική. Θέλω να μιλήσω για το καταπληκτικό ντεμπούτο της μπάντας το 1978, ένα μόλις χρόνο μετά τον σχηματισμό τους.

Στον ηρωισμό που διακρίνει την προσπάθεια ενός αρθρογράφου στην προσπάθεια του να αναδείξει τις ιδιαίτερες ιστορίες πίσω από σχήματα και καλλιτέχνες, είτε γιατί τις πιστεύει σε πείσμα μίας γενικής θυμηδίας στο άκουσμα των όποιων Toto, Foreigner, U2 ή 10CC, είτε πολύ απλά επειδή του φόρτωσε το άρθρο ένας πολυάσχολος όσο και πιεστικός αρχισυντάκτης, λησμονείται το βασικότερο συστατικό που αφορά μία μπάντα: η μουσική. Και αυτό διότι ενίοτε η επιχειρηματολογία είναι διάτρητη ένεκα του παράγοντα της υποκειμενικότητας. Δεν μπορείς να πείσεις κανέναν ότι είναι καλή η μουσική ενός δίσκου αν πολύ απλά δεν του αρέσει αυτό που ακούει.

Στην περίπτωση των Toto υπάρχει το εξής παράδοξο: οι αρνητές τους δεν έχουν ακούσει ποτέ ολόκληρους τους δίσκους τους παρά μόνο τα hit τους. Αυτό δεν αποτελεί επιχείρημα αντίκρουσης, απαντώ εγώ ο ίδιος, διότι δε χρειάζεται να ακούσεις ολόκληρο τον (οποιοδήποτε) δίσκο του Bieber (όχι τυχαίο παράδειγμα) για να αντιληφθείς ότι δεν σου κάνει η μουσική του. Ναι, αλλά αν βάλουμε στοίχημα ότι δεκάδες album που αρέσουν στον μέσο rock ακροατή έχουν μέσα πενιά ή ταμπουριά από μέλος των Toto, η συζήτηση σαφώς κι αλλάζει, παρεκτός και αν παραμένει κάποιος μετά τα 17 οπαδός των τριών ακόρντων.

Μα το ζήτημα μας είναι η αρτιπαιξία των μελών των Toto σε δίσκους άλλων; Να την η ερώτηση πάλι από τον έτερο εαυτό μου. Ναι, διότι στο τέλος της ημέρας αυτό που μετράει είναι η αρτιότητα με την οποία περατώνονται οι πρωτογενείς ιδέες. Και εδώ φτάνουμε στο κυρίως πρόβλημα αναφορικά με τους Toto και τους επικριτές τους.

Ελάχιστες μπάντες έχουν καταφέρει να έχουν πουλήσει τόσα εκατομμύρια δίσκους (άνω των 40 παγκοσμίως) και παράλληλα να έχουν δεχτεί πυρά από κριτικούς και κοινό, πυρά μάλιστα τα οποία συνοδεύονται σχεδόν πάντα με ένα σαρκαστικό μειδίαμα αναφορικά με την ποιότητα των συνθέσεων τους. Η μόνη κοινότητα που πάντα στήριζε τους Toto ήταν και είναι αυτή των μουσικών. Όχι βέβαια αυτών που οι ρίζες τους ήταν στο punk, το new wave ή οτιδήποτε προοδευτικό εμφανίστηκε από τις αρχές της δεκαετίας του ‘70, αλλά οι υπόλοιποι που κινούνται είτε στο fusion είτε στο μελωδικό rock είτε στο hard rock είτε στην παλαιάς κοπής mainstream pop. Αυτοί λοιπόν είχαν και έχουν να λένε πάντα τα καλύτερα για τη μπάντα που μεγαλούργησε στα τέλη των 70s και στις αρχές των 80s.

Οι λόγοι ήταν για κάθε κατηγορία (υπερασπιστών και πολιορκητών) πολλοί. Αυτοί που τους κατηγορούσαν (ή αν θέλετε αυτοί που τους απεχθάνονταν) είχαν/έχουν ένα ατράνταχτο επιχείρημα στα χέρια τους: αυτό του AOR. Ότι δηλαδή οι Toto είχαν, μαζί με τους άλλους Άγιους Σεβαστιανούς του συγκεκριμένου genre (βλέπε Journey, Foreigner, κλπ) στα δεύτερα μισά των 70s, οδηγήσει το rock σε μια κατάσταση όπου ομοίαζε με μία εντελώς ακίνδυνη μαριονέτα στα χέρια των εταιρειών και κατάλληλη απλά για συνοδεία στην οδήγηση των ακροατών. Αυτό βέβαια ήταν μία όχι μόνο υποκειμενική θεώρηση αλλά το κυριότερο ανιστόρητη. Τουτέστιν το soft rock των Doobie Brothers και των America (και στα σίγουρα των Eagles) είχε προλειάνει το έδαφος για μία κατάσταση η οποία αφορούσε πια τους 30άρηδες οι οποίοι μεγαλώνοντας (και οικογενειάρχες πια) είχαν αφήσει πίσω τους τις ανέμελες ημέρες των τελών της δεκαετίας του ‘60 και των αρχών της επομένης. Όντως αυτό που έπλασαν οι Journey και οι Toto (όπως και οι Styx) δεν αφορούσε τον αφιονισμένο έφηβο. Αυτός ή δάγκωνε τη λαμαρίνα με Pistols και Ramones ή προσπαθούσε να τρομοκρατήσει γονείς και δασκάλους με τους Sabbath (ακόμα και τότε που έπνεαν τα λοίσθια), ή τους Kiss οι οποίοι ήταν σε μεγάλες δόξες την εποχή που ξεκινούσαν οι Toto (αν και είχαν ξεκινήσει να λοξοδρομούν) ή ακόμα και με τους ιερατικούς Blue Öyster Cult των οποίων η σκοτεινή πλευρά των θεματικών τους έπειθε ακόμα και αυτούς που ΔΕΝ άκουγαν το ποιητικό της hard πενιάς τους.

Οι μουσικοί (με τα χαρακτηριστικά που αναφέρθηκαν παραπάνω) υπερασπιζόντουσαν τους Toto πάντα για τον προφανή λόγο. Στους Toto είχαμε να κάνουμε με οργανοπαιξίες ολκής. Η πεντάδα που υπέγραψε τον πρώτο και ομότιτλο του ονόματος τους δίσκο το 1978 είχε γυρίσει και παίξει σε κάθε στούντιο της Δυτικής Ακτής από τις αρχές της δεκαετίας του ‘70. Οι Toto ήταν η ευκαιρία τους να πετύχουν μόνοι τους και όχι απλά ως συνοδοί ηχογραφήσεων.

Οι Toto λοιπόν μπήκαν πολύ εύκολα στο στόχαστρο ακριβώς επειδή δεν πούλησαν μήτε σταγόνα επαναστατικότητας. Και αυτό είναι κάτι που είναι αναγκαίο στο rock, όχι μόνο η πώληση αλλά και η ύπαρξη του ουτοπισμού αυτού σε ιδεολογήσεις και ο μηδενισμός σε πράξεις. Το AOR -όχι άδικα- δέχθηκε τα πυρά και τα βέλη ενώ στην ουσία ήταν ο μόνος τρόπος να επιβιώσουν αυτοί που είχαν μεγαλώσει με το rock της δεκαετίας του ‘60 μέσα στα 70s, έχοντας παράλληλα τη μουσική ως το επάγγελμα τους και όχι ένα όχημα αισθητισμού. Ο επαγγελματισμός ως γνώρισμα είναι κάτι που πολλές φορές οι οπαδοί τους γενικότερου φάσματος του rock παραγνωρίζουν ως αναγκαίο συστατικό περάτωσης δίσκων και συναυλιών. Και είναι αστείο αυτό, όταν ακόμα και πυρσοί του επιθετικού rock’n’roll όπως οι Stooges και οι MC5 ήταν άοκνοι εργάτες (όποιος το αμφισβητεί για τους πρώτους ας ξαναδεί το σημείο του ντοκιμαντέρ περί των Ντητροηταριανών και της ηχογράφησης του ‘Funhouse’).

Οι Toto ξεκινώντας ως μουσικοί ηχογραφήσεων και όντας παιδιά από τις ανατολικές πολιτείες των ΗΠΑ (βλέπε Κονέκτικατ ως τόπο γέννησης των αδελφών Porcaro) με απλή όσο και βασική οικονομική βάση είδαν τη μουσική με αγάπη μεν αλλά και ως μελλοντική καριέρα δε. Το να ενώσουν τις δυνάμεις τους με τον ταλαντούχο David Paich (λαγνουργό των πλήκτρων, κινητήριο μηχανή και συνθέτη των μεγαλύτερων επιτυχιών του σχήματος), τον (ακόμα και σήμερα αδικημένο σε επίπεδο εκτίμησης της τεχνικής του) Steve Lukather, ήταν μία επέκταση της ύπαρξης τους στη μουσική βιομηχανία. Ακόμα και η μίσθωση (όχι τυχαίο το ουσιαστικό, λίγο πριν διαβούν την πόρτα του στούντιο τον προσέλαβαν) του μικροφώνου στον Bobby Kimball ήταν κίνηση σκακιστικής στόχευσης, μιας και ο συγκεκριμένος απηχούσε μία λιγότερο macho (σε αντίθεση με την παρουσία του) λογική φωνής η οποία σχετιζόταν με την άνοδο των funk συντεταγμένων των μέσων της δεκαετίας του ‘70.

Οι παραπάνω κύριοι μαζί με τον David Hungate στο μπάσο αρμολόγησαν έναν πρώτο δίσκο ο οποίος καταρχάς ξεκινούσε με μια οργιάζουσα progressive ορχηστρική σύνθεση με τίτλο ‘Child's Anthem’. O δίσκος περιερχόταν διαδρόμους του στυτικού fusion, rock μπαλάντας τζακιού αλλά και απόγνωσης, hard ακόρντων πυγμής, latin κρουστικών δυνάμεων και μία παραγωγή η οποία προσπαθούσε να κρύψει το πόσο ανοικτός ήταν ο δίσκος για κάθε μέσο αυτί. Ο πρώτος δίσκος των Toto έκανε τον ακροατή να αισθάνεται έξυπνος. Δεν είχε την ευτέλεια ενός soft rock δίσκου με παρωχημένα σόλο και υπεραπλουστευμένες ενορχηστρώσεις, όπως πολλοί άλλοι εκείνης της εποχής. Είχες πολλά χαρτιά, αυτό της παραγωγής (χρεώνεται στη μπάντα), της αρτιπαιξίας, της πολυμορφίας για να πετάξεις στο τραπέζι σε αυτούς που έβριζαν το ντεμπούτο της μπάντας και τελικώς κατέληγαν αυτοί οι κολλημένοι και εσύ ο ανοιχτόμυαλος.

Και εξάλλου μην ξεχνάμε την παρουσία στον χειρισμό πολλών ηλεκτρονικών ταλαντωτών και παραμορφωτών του δίσκου, της μεγάλης μορφής του σχεδιασμού συνθετητών, του Roger Linn, ο οποίος μάλιστα ήταν στην απόλυτη δημιουργική του φάση εκείνη την περίοδο, μιας και μόλις έναν χρόνο μετά, το 1979, θα ιδρύσει την εταιρεία Linn Moffett Electronics, βιομηχανικό σημείο παραγωγής πολλών κυμβαλομηχανών (aka drum machines) και καινοτόμων συνθετητών. Θα ακολουθήσει τους Toto και σε άλλες εγγραφές και αν θέλει κάποιος να ακούσει τη συμβολή του θα πρέπει να βάλει τον δίσκο στα ακουστικά και να προσέξει τις μικρολεπτομέρειες στη μίξη στον χώρο μεταξύ του μπάσου και της φωνής.

Το άλμπουμ ‘Toto’ (Columbia για ΗΠΑ/CBS στη χώρα μας όπως και στην υπόλοιπη Ευρώπη) με πωλήσεις άνω των δύο εκατομμυρίων δίσκων μόνο στις Ηνωμένες Πολιτείες (και με ζηλευτή επιτυχία σε Γερμανία, Αυστραλία αλλά και Ηνωμένο Βασίλειο όπου έφτασε στο #14) αποτέλεσε όχι μόνο χρυσοφόρο εφαλτήριο για την μετέπειτα πορεία της μπάντας αλλά ακόμα και σήμερα είναι δίσκος αναφοράς για τους Αμερικανούς, θέση την οποία μόνο το εκτυφλωτικής παρουσίας στα παγκόσμια charts ‘Toto IV’ (1982) επισκιάζει, ενώ την ίδια στιγμή οδήγησε στην εγγραφή του πιο ιδιόμορφου δίσκου της μπάντας, του ‘Hydra’ που ακολούθησε έναν χρόνο μετά, το 1979. Οι Toto για τα επόμενα χρόνια και μέχρι τα μέσα της επόμενης δεκαετίας σάρωσαν τα πάντα, βρέθηκαν ακόμα και με τον Eno στο soundtrack του ‘Dune’ με σκηνοθέτη τον David Lynch (η παραδοξότητα του φιλμ οφείλει πολλά ακόμα και στο παραπάνω τρίγωνο), ενώ οι συναυλιακοί χώροι γέμιζαν με βλεφάρισμα αστραπής. Η απαρχή όλων όμως ήταν αυτό το ντεμπούτο του 1978. Το σπαθί του εξωφύλλου ζωγραφίστηκε ακόμα και σε γυμνασιακές τσάντες στην ημεδαπή. Δεκαετίες αργότερα είχαμε την τύχη να τους δούμε και στην Αθήνα ζωντανούς. Δεν είχα πάει το ομολογώ και ας έχω τη Δαμόκλειο Σπάθη του εξωφύλλου, έργο του επί σειρά ετών συνεργάτη των Grateful Dead, Philip Garris, ακόμα και σε ραφτό σε ένα (πολύ) παλιό μπουφάν.

 

*Ο σχολαστικός αναγνώστης θα πρόσεξε φυσικά ότι σε σημείο γενικότερης αναφοράς για τους Toto υπάρχει χρήση παρελθοντικού χρόνου και όχι μόνο αναφορικά με τα συμβάντα που αφορούν τον πρώτο δίσκο. Στην πραγματικότητα οι Toto υπάρχουν ακόμα με μόνο μέλος από την MARK1 σύνθεση, τον Steve Lukather...