«Δεν ακούγεται». Ένα παλαιωμένο κακόγουστο ανέκδοτο
«Ξεπερασμένο, ανυπόφορο, υπερτιμημένο». Μετά την πολιτική αγωγή τον λόγο έχει τώρα η υπεράσπιση. Κύριε Αναστάσιε Μπαμπατζιά σας ακούμε…
Σκέφτεται κανείς πολλές φορές ότι, ‘ντάξει, δεν χρειάζεται να αναμασάμε τα ίδια και τα ίδια και να υπερασπιζόμαστε τους κοινούς τόπους. Έλα όμως που ο «κοινός τόπος» σήμερα (ή και πάντα) είναι πιο δυσδιάκριτος απ’ ότι νομίζαμε. Φαίνεται πως χρειάζεται διαρκώς να δίνονται εξηγήσεις και επεξηγήσεις για τα οφθαλμοφανή και τα κεκτημένα. Σε όλους τους τομείς. Από την πολιτική και κοινωνική ζωή μέχρι και την τέχνη. Υπάρχουν έργα που είτε δοξάζονται, είτε λοιδορούνται αδίκως. To «Trout Mask Replica», το οποίο κλείνει φέτος τα πεντηκοστά του γενέθλια, ανέκαθεν έσπερνε έριδες μεταξύ των μουσικόφιλων. Είναι απ’ ότι φαίνεται ένας εύκολος στόχος για πυρά. Από τη στιγμή που κυκλοφόρησε και μέχρι σήμερα υπάρχουν άνθρωποι που θεωρούν ότι είναι μια …κοτσάνα και μισή. Μάλιστα κάποιοι από αυτούς το θεωρούν κάπως σαν υποχρέωσή τους απέναντι στον πολιτισμό και την ανθρωπότητα να το ειρωνεύονται και να προσπαθούν να μας ανοίξουν τα μάτια (εμάς που δεν συμμεριζόμαστε την άποψή τους), να μας πείσουν με περίσσιο και σχεδόν αντιαισθητικό θράσος και απολυτότητα για το αδιαπραγμάτευτο δίκιο τους. Φυσικά είναι απολύτως θεμιτό (είπαμε, τίποτε δεν είναι τελικά αυτονόητο, πρέπει να τα εξηγούμε όλα-άντε σχεδόν) να μην αρέσει σε όλους, ο καθένας έχει τις προτεραιότητές του και τις παραξενιές του. Ο εξυπναδισμός όμως και η αφ’ υψηλού απαξίωση και μάλιστα κατ’ εξακολούθηση και κατά συρροή είναι κάτι άλλο. Όταν έχεις να κάνεις με ένα σπουδαίο έργο που ο χρόνος το ‘χει δικαιώσει (το συγκεκριμένο δε χρειαζόταν ούτε την υποστήριξη του χρόνου αν με ρωτήσετε), το να προσπαθείς να τοποθετήσεις την μεγαλειότητά σου πάνω από αυτό, κοροϊδεύοντάς το ή βρίζοντάς το γιατί τάχα μου εσύ το ‘χεις καταλάβει και το ‘χεις ξεπεράσει, καταφέρνεις εύκολα το αντίθετο, να ισοπεδωθείς δηλαδή κάτω από τη δύναμή του, να φαίνεσαι τελικά εσύ αδύναμος και μικρός. Σαφώς και υπάρχουν υπερεκτιμημένα έργα στην Ιστορία και όποτε μας δίνεται η ευκαιρία με επιχειρήματα και χωρίς χυδαιότητα προσπαθούμε να αναλύσουμε το γιατί. Πάντως εδώ δεν έχουμε αυτή την περίπτωση.
Ο Cpt Beefheart ήταν ένας άνθρωπος με πλατιά και ουσιαστική γνώση του αντικειμένου του, δεν του αρκούσε να ακολουθήσει έναν συμβατικό ροκ δρόμο ή κώδικα που πιθανόν να τον οδηγούσε σε μια εύκολη καταξίωση (μάλλον δεν μπορούσε κιόλας να τον ακολουθήσει…). Ανακάλυψε γρήγορα την ομορφιά του αρχαϊκού, του πρωτογενούς (δεν θέλω να πω του πρωτόγονου), αγάπησε τα πρώιμα μπλουζ και θέλησε να τα τοποθετήσει στη βάση της έμπνευσής του. Το «Trout Mask Replica» πιθανόν να απωθεί αρκετό κόσμο γιατί δεν είναι ούτε καλλιγραφικό ούτε ξεσκονισμένο, δε χαϊδεύει και δεν κολακεύει τον ακροατή που έχει μάθει να χρησιμοποιεί τη μουσική μόνο για μαξιλάρι. Έχει πολλές γωνίες, είναι τραχύ, ωμό και άγριο και είναι πιο κοντά σε αυτά τα μπλουζ των αρχών του 20ού αιώνα από οτιδήποτε άλλο έχει κάνει. Ουσιαστικά η δυσφορία μάλλον προέρχεται από τους τυπικούς ροκάδες οι οποίοι αδυνατούν (ή δεν τους ενδιαφέρει) να διαβάσουν αυτή την ακολουθία των πραγμάτων, την καταγωγή της μουσικής που ακούν. Δε μοιάζει με rock ο δίσκος αυτός (το σωστό, το πρόστυχο, το straight). Έχει ρυθμούς παράξενους για τους αμύητους, απλούς μεν (από την άποψη ότι δεν χρησιμοποιούνται πολλά στολίδια και διακοσμητικές ενορχηστρώσεις, ο ήχος είναι γυμνός, δωρικός) αλλά όχι στρωτούς, η ροή υπάρχει αλλά είναι απαιτητική, νιώθεις ότι περπατάς ή τρέχεις σε χαλικόδρομο και ψάχνεις να βρεις τον σωστό βηματισμό για να μη σπάσεις κανένα αστράγαλο.
Κατά έναν περίεργο τρόπο όλες οι μουσικές στον κόσμο οι οποίες δεν γίνονται από έξωθεν συνειδητές ή μη συνειδητές προτροπές και επιταγές ώστε να είναι αρεστές στον κοινωνικό περίγυρο, έχουν κάτι το κοινό, όσο απομακρυσμένες κι αν είναι μεταξύ τους, όσο κι αν είναι αδύνατο εκ των πραγμάτων να υπάρχει επικοινωνία. Η εσωτερική αναγκαιότητα που οδηγεί στη δημιουργία είναι ίδια σε όλους τους ανθρώπους που το εννοούν, οπότε τα συμπεράσματα που βγάζουν δε μπορούν παρά να είναι τα ίδια παντού, άλλοτε εμφανώς, άλλοτε λιγότερο εμφανώς. Γι’ αυτό και o Captain Beefheart μου θυμίζει (ή μου τον θυμίζουν) και άλλα πράγματα, φαινομενικά τελείως άσχετα, τα οποία όμως γράφονται πάνω στους ίδιους δρόμους της ερήμου, έξω από τη σαπίλα της αναμασημένης κοινοτυπίας, πράγματα λαϊκά, πράγματα φλογερά, πράγματα απλά. Μέχρι και η μουσική των Inuit μου το θύμισε το «Trout Mask Replica» μια φορά να φανταστείτε (τόσο καμένος και ‘γω). Ανήκει σε αυτή τη συνομοταξία ο Captain, ένας ηχητικός προβοκάτορας ο οποίος όμως ποτέ δεν απομακρύνεται από αυτή την ωμή ειλικρινή εκφραστικότητα και την ανάγκη να την κραυγάσει.
Σαν να μην έφταναν αυτά, καταφέρνει και τοποθετεί εντελώς σωστά και επιτυχημένα μέσα σε αυτό το αδιάφορο για τις μόδες αλλά με μεγάλο ενδιαφέρον για μια αισθητική αξία πιο στερεή και πιο επίμονη στο χρόνο, στοιχεία και μιας κάποιας πρωτοπορίας (εξωφρενικά σαξόφωνα, σπασμωδικές κραυγές, «ξεχαρβαλωμένες» κιθάρες), η οποία χωνεύεται τόσο καλά μέσα στο σύνολο ακριβώς γιατί δεν είναι επιτηδευμένη. Παγιδεύεται και αυτή μέσα στον στρόβιλο της εκφραστικής ποιητικής του μέγα καλλιτέχνη, έχοντας ως αποτέλεσμα έναν από τους μεγάλους δίσκους του 20ου αιώνα.
Δεν ξέρω αν σας έπεισα, αλλά καλά θα κάνετε να το σκεφτείτε δύο φορές πριν τον ξαναβρίσετε. Γκέγκε;