Μια μουσική (και όχι μόνο) προσέγγιση στην ανία
Ανία, πλήξη, βαρεμάρα... Κάμποσα συνώνυμα για ένα συναίσθημα με πολύ αρνητικό ειδικό βάρος. Αλλά και μια δυνητικά δημιουργική διάσταση. Του Αντώνη Ξαγά
Μαύρη κατάρα, ανία βαρεμάρα…. Κάπως έτσι έφτυνε σχεδόν τις λέξεις ο Παύλος Παυλίδης στην «Αδρεναλίνη», στον παρθενικό δίσκο των Ξύλινων Σπαθιών ένα τέταρτο του αιώνα πίσω. Και συνέχιζε… Αθήνα είσαι καμίνι, ώσπου να φέξει, να δούμε ποιος θ’ αντέξει…
Κι αν η Αθήνα δεν είναι (ακόμη) καμίνι, είναι ωστόσο ήδη ένας στίβος επιβίωσης και αντοχής, όχι μόνο απέναντι στην «αόρατη απειλή» ενός ιού αλλά και στα… παρελκόμενα της, το καθεστώς υγειονομικής πειθάρχησης στα όρια μιας… ιοκρατίας (τουλάχιστον την υιοκρατία την έχουμε συνηθίσει από δεκαετίες), τις μπατσοκρατικές ονειρώξεις, την προϊούσα ανθρωποφοβία. Και με τελευταία, ουχί όμως έσχατη (για να κάνουμε κι έναν αγγλισμό), την ανία. Την βαρεμάρα. Μαύρη κατάρα… Κι ας είχαμε απειλήσει πολλοί από μας στην αρχή την Άρτα και Γιάννενα, ότι τα κενά που προέκυψαν θα… στοκαριστούν με διαβάσματα, μουσικές, ταινίες κλπ κλπ. Μεταξύ μας, πολύ αμφιβάλλω αν κάποιος που πριν δεν άγγιζε βιβλίο διάβασε έστω και μια σειρά τώρα, ή αν ανακάλυψε κάποιο χαμένο κομμάτι του εαυτού του, ωστόσο δεν είναι εκεί το θέμα μας. Το θέμα μας είναι …ο τρόμος του κενού, horror vacui, η φύση το απεχθάνεται έλεγε ο θείος Αρίστος. Ευτυχώς το τηλεκοντρόλ είναι κοντά για τον «μικρό ήρωα» της πραγματικότητας, τον πολεμιστή στον αγώνα τον καλό. Και το κινητό επίσης. Φορτισμένο, με καλό σήμα δόξα των θεώ, και απολυμασμένο. Πολύ σχολαστικά.
Στην αργόσυρτη ουρά στα ταμεία του σούπερ μάρκετ, όλοι και όλες μπροστά μου έχουν ξεθηκαρώσει ήδη τα κινητά τους, μοντέρνες άι-παντόφλες της τελευταίας λέξης (πως άρχισαν να μεγαλώνουν εκεί που κάποτε μίκραιναν, μου λέτε;), πατάνε πλήκτρα μηχανικά, ο αντίχειρας δουλεύει σε καταιγιστικό ρυθμό, κάπου στις ζωές των άλλων μπορεί να υπάρχει ένα κάποιο νόημα, κάτι να γεμίσει με χρήσιμο τρόπο αυτό το κενό δεκάλεπτο της ζωής μας, κάτι θα μαγείρεψε ο Τάκης, κάποιο ψαγμένο τραγούδι ανέβασε η Μαρία, ένα διάγγελμα καταγγελίας θα έχει βγάλει ο Μιχάλης, σίγουρα περνάνε γαμάτα στο ταξίδι τους η Ελένη και ο Γιάννης.
Και όμως… Παρολ’ αυτά τα τόσα… μέσα καταπολέμησης, το «τέρας» μοιάζει να είναι ακόμη εδώ. Και να δείχνει τα δόντια του. Μοιάζει κατά έναν τρόπο η «πανδημία», δίπλα στην γύμνια των συστημάτων υγείας και των πολιτικών λιτότητας, να αποκάλυψε και την γύμνια της διαχείρισης του ελεύθερου χρόνου από τον σημερινό πολυάσχολο άνθρωπο… Που απέμεινε μπροστά στις οθόνες, τρώγοντας αποχαυνωμένος… «Κάτω από τον γυάλινο κώδωνα της Πλήξης, την τρομακτική γήρανση ιδεών και συναισθημάτων» που έγραφε και ο Huysmans στο «Ανάστροφα» τον προ-προηγούμενο ήδη αιώνα.
Από την παιδική μου βιβλιοθήκη, η οποία υπάρχει ακόμη ίδια και απαράλλακτη, σαν χρονοκάψουλα στο πατρικό μου σπίτι, ανασύρω ένα βιβλιαράκι με τίτλο «Keine Angst vor Langeweile», μην φοβάστε την ανία δηλαδή, μια έκδοση –περιέργως– από την DDR (το περιέργως, πηγαίνει στην ελάχιστη σχέση που είχε η οικογένεια με την Ανατολική Ζώνη), μέσα ένα σωρό ιδέες για αυτοσχέδια παιχνίδια και κατασκευές για παιδιά, τρόποι για να περάσεις δημιουργικά τον «ελεύθερο χρόνο» (τότε που υπήρχε). Παραδίπλα, διόλου περιέργως τούτη τη φορά (η γιαγιά γαρ είχε πρώτο στασίδι πίστα στην εκκλησία της ενορίας) υπήρχε ένα άλλο βιβλίο, έκδοση της Ιεράς Μητρόπολης Σπάρτης, «Νίκησε τους φόβους σου», με ένα σεντονάτο –διόλου τρομακτικό πάντως– φαντασμάκι να κοσμεί το εξώφυλλο. Είναι άραγε η βαρεμάρα κάτι τόσο φοβιστικό; Και η πλήξη; Και η αργία; Μήτηρ πάσης κακίας και… μοιχείας (αν θυμηθούμε την «Μαντάμ Μποβαρί»); Και ποιος φοβάται πραγματικά την πλήξη; Που η ετυμολογία της η ίδια την φέρνει να παραπέμπει σε πλήγμα και πληγή; Μήπως έχουμε να κάνουμε με... συκοφαντική δυσφήμηση; Παρανόηση; Μήπως ισχύει κι εδώ το «ουδέν κακόν αμιγές καλού»; Ακόμη «χειρότερα», μήπως η βαρεμάρα και η ανία και η πλήξη να αξίζουν στην πραγματικότητα τις δικές τους ωδές; Από τέτοιες πάντως θα βρούμε ουκ ολίγες ξεψαχνίζοντας στα πεταχτά τραγούδια και δισκοθήκες… Και με οδηγό αυτές μπορούμε να αναζητήσουμε και κάμποσες από τις αιτίες που προκαλούν ανία και βαρεμάρα στο ανθρώπινο είδος. Διαχρονικά; Περίπου…
Έτσι λοιπόν, αν είσαι μπάρμαν, DJ ή άλλο παιδί της νύχτας, θα έχεις βαρεθεί και το ξενύχτι και το πιοτί («Τη βαρέθηκα τη νύχτα» του Απόστολου Καλδάρα και του Λάκη Χαλκιά), ή τις κακές συνήθειες («βαρέθηκα τον (ν)αργιλέ, σιχάθηκα την μαύρη» είχε γράψει ο Βαγγέλης Παπάζογλου στο ιστορικό ρεμπέτικο ο «Ξεμάγκας»). Σκάβοντας σε πιο υπαρξιακά βάθη, μπορεί να προβληματίζεται για την ενηλικίωση (διάβαζε, γήρανση) και τις αλλαγές που αυτή επιφέρει, με αυτό το θέμα ασχολούνται σε ένα από τα μεγάλα τους σουξέ, και για πολλούς καλύτερο τους κομμάτι οι Pet Shop Boys («Being Boring»), μπορεί να έχεις φτάσει να βαρεθείς τη «μίζερη σου φύση» (όπως ο Νικόλας Άσιμος), «τα ίδια και τα ίδια, τα δάκρυα να κάνεις μπιχλιμπίδια» (όπου σε συνειρμική ρίμα θα θυμηθώ τον Στράτο –ένας είναι ο Στράτος– να τραγουδάει «μη γυρίζουμε στα ίδια και στα ίδια και πριονίζουμε τα πριονίδια»), μπορεί να έχεις βαρεθεί «αυτούς», μια ολόκληρη λίστα παραθέτει ο Wolf Biermann, από κρύες γυναίκες και κόλακες ψευτοφίλους μέχρι δασκάλους της νεολαίας και ποιητές με χέρι υγρό, και μελοποίησε ο Θάνος Μικρούτσικος και τραγούδησε με πάθος η Μαρία Δημητριάδη στο «Τους έχω βαρεθεί». Μπορεί να έχεις βαρεθεί και την ζωή ακόμη όταν αυτή σου έχει γυρίσει την πλάτη, ο Κώστας Ρούκουνας σε έναν προπολεμικό αμανέ με το μπουζούκι του ανασκαλεύει πίκρες και καημούς, «τον κόσμο τον βαρέθηκα, δεν είναι πια για μένα, αφού το θέλει η τύχη μου να ζω βασανισμένα». Όπως και ο Βαγγέλης Περπινιάδης στο διπλά εμφατικό τραγούδι του Τάκη Λαβίδα (και με ωραίο χρωματισμό από σαντούρι) «βαρέθηκα, βαρέθηκα, την άτυχη ζωή μου, τα πάντα μ’ απαρνήθηκαν, ακόμα κι’ οι δικοί μου».
Στον ερωτικό/συντροφικό/συζυγικό βίο, η βαρεμάρα χώνει κι εκεί την ουρά της, η διαβόητη ρουτίνα (που όταν πάντως την χάνεις μετά ενίοτε την νοσταλγείς κιόλας), «πες μου αν με βαρέθηκες κι αν σου ‘χω γίνει βάρος, θέλω λοιπόν να μου το πεις χωρίς καθόλου να ντραπείς με όλο σου το θάρρος» ανησυχεί ο Τάκης Μπίνης (αλλά και η Μαρίκα Νίνου) δια χειρός Μανώλη Χιώτη, οι Φατμέ σε μια μεταγενέστερη, εξίσου απαιτητική με άλλο τρόπο γενιά, αναρωτιούνται «πότε θα σε βαρεθώ, να σε αλλάξω, πότε θα σε βαρεθώ, απ’ όσα σου ζητώ» ενώ ο Δημήτρης Μητροπάνος είναι πιο μεγαλόψυχος, «εσύ βαρέθηκες νωρίς, κι αν σ' άλλους δρόμους προχωρείς, θα βρω καρδιά να σε θυμάμαι» λέει στο κομμάτι του Γιάννη Σπανού. Σε πολύ πιο μελιστάλαχτους και δραματικούς τόνους ο πρώιμος Γιάννης Πάριος θέλει να χωρίσει «βαρεθήκαμε και οι δυο, την αγάπη να κοιτάμε σαν δυο θύματα», έτσι ώστε μετά να ‘χει να αναθυμάται και να τραγουδάει τραγούδια ανάμνησης «θυμάσαι τότε που…». Για φτάσουμε έτσι μέχρι την κλασική κλαψούρα του Μανώλη Αγγελοπούλου (με ποιοτική… βαρδική επίφαση) «τη βαρέθηκε η ψυχή μου τη βαρέθηκε, πόσο άδικα κι αχάριστα μου φέρθηκε».
Με αυτά κι αυτά, πως να μην να βαρεθείς τα «σου ξου μου ξου» του όπως η Χαρούλα Λαμπράκη στο κομμάτι του Τάκη Μουσαφίρη; Και ύστερα… Υπάρχει ύστερα, και μένεις μόνος, μπορεί να καταλήξεις να μονολογείς όπως η Σωτηρία Μπέλλου σε γραφή Δημήτρη Λάγιου «βαρέθηκα τη μοναξιά, με ούζο και τσιγάρο, να ’χω την τρέλα μου δεξιά κι αριστερά το χάρο», τουλάχιστον εκείνα τα χρόνια δεν υπήρχε απαγόρευση κυκλοφορίας, κι ο μοναχικός είχε μια κάποια παρηγορητική διέξοδο, «έναν περίπατο θα βγω, κάτω στην παραλία, να ιδώ που φεύγουν από δω μες στον καπνό τα πλοία». Γι’ αυτό αν είναι να βαριέται κανείς, ας το κάνει όπως η Μαρία Μαντωνανάκη (η Μαίρη Λω δηλαδή) στο «Βαριέμαι», το novelty ελαφροτζάζ κομμάτι του (και συζύγου της) Νίκυ Γιάκοβλεφ, όπου μετά την δις εισαγωγή «βαριέμαι», έρχεται το twist «βαριέμαι να σ' αγαπώ» (άσμα που κάποια στιγμή «ανακαλύφθηκε» -με τον ίδια λογική που ανακαλύφθηκε η… Αμερική και οι Ινδιάνοι- από το χιψτεριάτο και δεν γλύτωσε μια σύγχρονη μαραβεγιακού τύπου εκτέλεση). Και σε αυτό λοιπόν το φαινομενικά βαρύ θέμα, υπάρχει χώρος για χιούμορ, αυτοσαρκαστικό ενίοτε (όπως πρέπει δηλαδή), όπως στους στίχους του ξεχασμένου Μιχάλη Τόμπλερ στο τραγούδι «Βαριέμαι» από τον θρυλικού τίτλου δίσκο «Μούμπλε Μούμπλε» (που είχε μάλιστα κυκλοφορήσει από την Λαιστρυγόνα, που είχε και τους Χωρίς Περιδέραιο παρακαλώ), «βαριέμαι το τραγούδι αυτό, βαριέμαι που το τραγουδώ να το τελειώσω δεν μπορώ, καλύτερα να μην σας το πω». Τελικά το είπε και το ηχογράφησε κιόλας… Για να θυμηθούμε εδώ συνειρμικά την βινιέτα των αγαπητών μας Lullatone «The Kind of Song You Make Up in Your Head When You Are Bored».
Αν κατέβουμε στις μικρότερες ηλικίες, εκεί το διακύβευμα της βαρεμάρας μπορεί να είναι αρκετά διαφορετικό και σαφώς πιο αθώο. Όλοι μας θυμόμαστε Κυριακές βαρετές, «που μας πήγαιναν επίσκεψη σε άγνωστα σπίτια», «Les enfants s'ennuient le Dimanche» όπως είχε τραγουδήσει κι ο παλιός Γάλλος τροβαδούρος Charles Trenet, σε σφοδρή ωστόσο αντίθεση, να το σημειώσουμε, με τους παιδικούς μας ήρωες, τα Στρουμφάκια, τα οποία δια στόματος Ορφέα Περίδη (στις γρήγορες στροφές) αντέτειναν ότι μπορεί μεν την Δευτέρα κάτι να είχαν, την Τρίτη να μην αντέχαν, Τετάρτη πώς βαριόσανταν (sic), όμως εντέλει απ’ όλες τις ημέρες μόνο η Κυριακή τους άρεσε.
Αφήνοντας για λίγο στην άκρη το τραγούδι, είναι ιδιαίτερα αξιοσημείωτο ότι αν προσπαθήσει κανείς ανιχνεύσει την ιστορική πορεία της έννοιας, μπορεί να βρεθεί προ εκπλήξεως, καθώς φαίνεται ότι αυτή υφίσταται (με την σημερινή της πρόσληψη, στην νεότερη εποχή και δη στα χρόνια της λεγόμενης «νεωτερικότητας» (π.χ στα γερμανικά η Langeweile, ως λέξη πρωτο-εμφανίστηκε τον 16ο αιώνα). Στους παλαιότερους αιώνες η λέξη η οποία την προσέγγιζε περισσότερο ήταν η «ακηδία», η οποία όμως είχε περισσότερο χαρακτήρα θρησκευτικού και κοινωνικού αμαρτήματος, σαν μια παραμέληση των καθηκόντων απέναντι στις εκκλησιαστικές αρχές και τον Κύριο (στην «Θεία Κωμωδία» του Δάντη συναντάμε στην Κόλαση κι έναν κακομοίρη που τιμωρείται ως «accidiosi», χωμένο βαθά σε έναν βούρκο… να ακούει όλη μέρα Yes (όχι το δεύτερο, είναι δική αμφιλεγόμενη χιουμοριστική παρέμβαση). Ήταν η εξάπλωση και επικράτηση του καπιταλισμού που ανα-νοηματοδότησε την ανία, κρατώντας ωστόσο τον ηθικολογικό της πυρήνα με τον χαμένο παραγωγικό χρόνο να είναι κι εδώ αμάρτημα της εκκοσμικευμένης νέας θρησκείας, φτάνοντας μέχρι το σήμερα, όπου στα απόνερα της τεχνολογικής επανάστασης και με την ζωή να υπόκειται σε όλο μεγαλύτερα g επιτάχυνσης, όπου οι εργαζόμενοι ξεζουμίζονται σε απλήρωτα υπερωριακά ωράρια, οι άνεργοι κάαααθονται (αλά Φωτόπουλος) και τον ελεύθερο χρόνο να είναι φόβητρο αλλά και ταξικό νόμισμα. Σαν αντιδιαστολή, οι ρομαντικοί βίωσαν την ανία ως ένα βαθύτερο συναίσθημα υπαρξιακού κενού και απουσία νοήματος, οι Γερμανοί έφτασαν μέχρι την μηδενιστικά πεσιμιστική εγκατάλειψη του Σοπενχάουερ, οι Γάλλοι την βάφτισαν ennui, ο Μπωντλέρ spleen («… και ιδανικό» γράφει στα «Άνθη του κακού», κι από εκεί διάλεξαν και οι Dead Can Dance τον τίτλο στον δίσκο τους «Spleen and ideal»), στην «Ναυτία» του ο Σαρτρ βάζει την ανία να πρωταγωνιστεί και τον Αντουάν Ροκετέν «να χασμουριέται τόσο πολύ μέχρι να κυλήσει δάκρυα στα μάγουλα του». Ήταν λίγα χρόνια αργότερα που ένας δημοσιογράφος θα έγραφε την αλησμόνητη ατάκα έγραφε «Η Γαλλία πλήττει!». Λίγο πριν τον Μάη του ’68…
Κάπως έτσι μπορούμε να ιχνηλατήσουμε και μια δυνητική αιτιακή σχέση μεταξύ ανίας και νεανικής εξέγερσης, η οποία έγινε σαφέστερη τα επόμενα χρόνια με το πανκ. Δεν ξέρω βέβαια για ποιους και για τι έγινε τελικά απειλητικό το πανκ (ή ακόμη και ο Μάης του ’68), ωστόσο τα ίδια τα πανκ υποκείμενα εκλάμβαναν εαυτούς ως απειλές («Bored and extremely dangerous» τραγούδησαν οι Bad Religion), η δε περιρρέουσα ατμόσφαιρα ηθικού πανικού δηλώνει ότι και η κοινωνία έτσι το αντιμετώπισε, και τούτο το στοιχείο δεν μπορούμε να το αγνοήσουμε, παρά την μετέπειτα διάψευσή του. Η ανία λοιπόν ανιχνεύεται με ποικίλες μορφές στις ρίζες ήδη του πανκ, είτε κοινωνιολογικά, σαν μια αντίδραση μιας νεολαίας της οποίας καθημερινή ζωή μοιραζόταν ανάμεσα στο γήπεδο και τη γειτονική pub και αυτό που την φόβιζε δεν ήταν τόσο η ανεργία αλλά η μισθωτή «ανιαρή» δουλεία, είτε και μουσικολογικά (ας θυμηθούμε την αντίδραση απέναντι στο progressive, έναν άλλο αγαπημένο στόχο για βελάκια των πάνκηδων, καθ’ υπερβολή σίγουρα όχι τόσο αδίκως πάντως). Φράσεις όπως «δεν είχαμε τίποτε να κάνουμε», «όλα ήταν τόσο βαρετά», είναι κοινό μοτίβο σε ντοκυμαντέρ που ανιχνεύουν την γέννηση σχημάτων της εποχής, ένα πνεύμα που απαθανατίζεται μέχρι και σήμερα σε τίτλους ανασκαφικών συλλογών, π.χ. «Boredom City» τιτλοδοτείται μία που αναφέρεται στην πανκ σκηνή του Σαουθάμπτον, «Stuttgart brennt vor Langeweile», η Στουτγάρδη καίγεται από ανία, μία άλλη, κοκ. Και φυσικά σε μια ολάκερη σειρά κομματιών που έδωσαν δημιουργική διέξοδο και έκφραση στο συναίσθημα αυτό. Τρία ακόρντα και «now I wanna sniff some glue, now I wanna have somethin' to do», τα είπανε σε επαναληπτικούς (και μονότονους!) ρυθμούς οι πρωτομάστορες Ramones. Και η …ανία ήταν ατελείωτη: ο Iggy Pop στο «I’m bored» δηλώνει «I'm the chairman of the bored», από δω παίρνουν την σκυτάλη για να την «πέσουν» στα ΜΜΕ οι Crass στο ομώνυμο πάντα επίκαιρο άσμα, «everything is humdrum» λένε περιμένοντας το τηλέφωνο να χτυπήσει στο «Boredom» οι Buzzcocks εποχής Devoto, «we are just bored teenagers» συμπληρώνουν οι Adverts, οι Slits διεκτραγωδούν μια «Boring life», πιο ξεκάθαρα πολιτικοποιημένοι οι Clash στο ντεμπούτο τους τραγουδούν, «I'm so bored with the U.S.A.,But what can I do?» (σχεδόν μισός αιώνας πέρασε, τον Joe Strummer είδε κι απόειδε και μας τον πήρε ο χάρος, το περιγραφόμενο συναίσθημα όμως δεν έχει αλλάξει, στις ίδιες ΗΠΑ όπου ο Father John Misty τραγουδάει «Bored in the USA» -και για να κάνω το ιοβόλο μου σχόλιο, αυτό βγαίνει και στα τραγούδια που γράφει), οι πρωτευουσιάνοι 'O' Level (κάτι σαν πρόδρομοι των αγαπημένων μας Television Personalities) γράφουν το σκωπτικό «Stairway To Boredom», οι επίσης αγαπημένοι μας Astronauts δεν αρκούνται στην μετριοπάθεια, «Moderation is boring», οι αναρχο(ποστ)πάνκισσες Androids of Mu επεκτείνουν το επαναστατικό πνεύμα καλώντας και τις νοικοκυρές να πάρουν τον … πλάστη στο χέρι και να κάνουν την δική τους επανάσταση στο «Bored Housewives» (από το μοναδικό τους LP το 1980 στην ταιριαστή… Fuck Off Records). Και πάει λέγοντας και τραγουδώντας, περνώντας στα μετα-πανκ προσωποκεντρικά νερά της 80s γοτθικότητας (οι Γάλλοι Trop Tard στο παγωμένου σκότους «Je m’ennuie»), μέχρι και χρόνια μετά, σε συγκροτήματα που ίσως να μην υπήρχαν αν δεν είχε προϋπάρξει το πανκ και που έγραψαν τα δικά τους «Bored», όπως οι δικοί μας Closer στο σπουδαίο «In the market» ή οι και όμως… Βέλγοι Girls in Hawaii, με στίχους που κάπου εχμ με παραπέμπουν επικαιρικά, «dream about the big disease, that turned everybody into zombies (…) and still I am bored, bored».
Μπορεί λοιπόν «όλα τα συναισθήματα να επιτρέπονται, ακόμη η ανία» όπως έγραφε ο αβάν-γκαρντ συνθέτης George Brecht (ατάκα την οποία μνημονεύει ο Michael Nyman στην «Πειραματική Μουσική» του, στην προσπάθεια του να υποστηρίξει την διαλεκτική σχέση μεταξύ ανίας και έντασης), ωστόσο σήμερα φρονώ ότι χρειαζόμαστε μια υπεράσπιση της, έναν ίσως σύγχρονο Λαφάργκ να γράψει ένα «Δικαίωμα στην Ανία» αυτή τη φορά.
Ξεκινώντας βέβαια από τα παιδιά, θύματα ενός ενοχικού υπεργονεϊσμού (έτσι δεν θα μεταφράζαμε το overparenting;) και εγκλωβισμένα σε συνεχείς «δραστηριότητες» στριμωγμένες σε ασφυκτικά ωράρια, τένις Τρίτη 6-7, κιθάρα Πέμπτη 7-8, με το αυτοκίνητο του μπαμπά να περιμένει μετά απέξω, εξασφαλίζοντας έτσι πιθανότατα ότι το παιδί ποτέ δεν θα αγαπήσει πραγματικά την κιθάρα, δεν θα την πάρει αγκαλιά με τις ώρες να την σκαλίσει, δεν θα δοκιμάσει να φτιάξει με τους φίλους του τις πρώτες του πρωτόλειες μελωδίες. Όχι όμως, το παιδί «πρέπει να έχει ερεθίσματα» (και μεταξύ μας να είναι και κάπου «παρκαρισμένο» να μην μας τα πολυζαλίζει το σκασμένο), κι ας μην έλειψαν ποτέ τα ερεθίσματα, ακόμη και σε πιο «στερημένες εποχές», με τον σημερινό βομβαρδισμό να κινδυνεύει να οδηγήσει περισσότερο προς την απάθεια, τον κορεσμό και το …ΔΕΠΥ. Κενός χρόνος λείπει, για άσκοπο ρεμβασμό, για ταβανοδρομίες, για «άχρηστη» δραστηριότητα, για μια ευκαιρία στον εαυτό να μιλήσει με τον εαυτό και να ακουστεί, κι ας πέφτουν βαριά τα δευτερόλεπτα στους λεπτοδείκτες. Για ανία και βαρεμάρα δηλαδή, και για αναζήτηση για δημιουργική έξοδο, όχι για «σκότωμα της ώρας» (τι έκφραση! μόνο ο Χάρος θα έπρεπε να έχει τέτοιο δικαίωμα). Ακόμη και ο διόλου τεμπέλης -αν κρίνουμε από την καταιγιστική του παραγωγική δραστηριότητα- Stephen King στο συμβουλευτικό του ‘On writin’ έγραψε: «boredom can be a very good thing for someone in a creative jam».
Και φυσικά ούτε εμείς οι μεγαλύτεροι έχουμε καμία ανοσία στον αισθητηριακό καταιγισμό της εποχής. Ακόμη και τα λίγα ξέφωτα που μπορεί να ξανοίγονται στο διαρκές «τρέχω, δεν προλαβαίνω» rat race μπορεί να μας τρομοκρατούν, κάπως πρέπει να γεμίσουν με ερεθίσματα, κάπου στο ζάπινγκ, στο επόμενο κανάλι, στο παρακάτω κλικ, υπάρχει μια νέα πρόκληση-ελπίδα, κάπου υπάρχει μια νέα «δισκάρα» που πρέπει να ακούσω, ένα διαρκές ανικανοποίητο, «βαρέθηκα στο δεύτερο κομμάτι», στα πρώτα 30 δευτερόλεπτα το υπολογίζουν οι ειδικοί του Spotify (εκεί άλλωστε στοχεύουν και οι σύγχρονες ισοπεδωτικά loud παραγωγές) το χρονικό όριο μέχρι να… διασπαστεί η προσοχή.
Θα τολμούσε άραγε εδώ κανείς να ισχυριστεί ότι ο ιός με τον τρόπο που μας έφερε αντιμέτωπο με τον κενό χρόνο να συνιστά και μια ελπίδα επανακαθορισμού της σχέσης μας και μαζί του αλλά και με τον ίδιο μας τον πολύφερνο κατά τ’ άλλα Εαυτό; Ίσως… Ας μην μπούμε όμως κι εμείς σε wishful thinking προφητείες και αμπελοφιλοσοφικές φαντασιώσεις του ράμφειου συρμού. Η ιστορία γαρ έχει δείξει ότι το ανθρώπινο είδος είναι λίαν προσαρμοστικό και με λίαν κοντή μνήμη. Η ζωή η ίδια είναι μια ακατάσχετη αλλαγή, εννοείται ότι τα πάντα θα αλλάξουν στο μέλλον και κατά τρόπο αφάνταστο. Και χωρίς μάλιστα να κοιτάξουν ούτε την δική σου μελαγχολία ούτε την δική σου πλήξη…